Από το Blogger.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ--βιογραφία και τραγούδια...

Απόστολος Χατζηχρήστος

Από Rebetiko_wiki

Απόστολος Χατζηχρήστος (1904 - 1959)



 Βιογραφικά στοιχεία

Ο Απόστολος Χατζηχρήστος
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος γεννήθηκε το 1904 στο Κοκάριαλι της Σμύρνης. Πατέρας του ο Δημήτρης (Χρήστου το πραγματικό επώνυμο) από την Άνδρο και μητέρα του η Αναστασία από τη Σάμο. Σε μικρή ηλικία αρχίζει μαθήματα πιάνου και ακορντεόν σε ωδείο, ενώ μιλούσε γαλλικά και τούρκικα. Δεκαεπτά χρονών αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους.
Η οικογένεια του φεύγει από τη Σμύρνη το 1922 και εγκαθίσταται στη Τζιά. Ο ίδιος με τη βοήθεια του επίσης αιχμάλωτου θείου του δραπετεύει και μετά από ένα χρόνο καταφέρνει να βρει τους δικούς του. Η οικογένεια παίρνει προσφυγικό σπίτι και μετακομίζει στο Τουρκολίμανο. Ο νεαρός Χατζηχρήστου, εργάζεται ως τεχνίτης στα Ελληνικά Σωληνουργεία. Ταυτόχρονα ασχολείται με τη σύνθεση και το μπουζούκι. Το 1927 γνωρίζεται με τη Γαρυφαλλιά Σπανού με την οποία παντρεύεται το 1929 και αποκτούν τέσσερα παιδιά, δύο γιούς και δύο κόρες, από τα οποία επέζησαν μόνο οι κόρες.


Στου Καλαματιανού - Τζιτζιφιές 1948: Όλοι οι μεγάλοι μαζί
Στου Καλαματιανού - Τζιτζιφιές 1948: Όλοι οι μεγάλοι μαζί
Από το 1933-34 άρχισε να παίζει ακορντεόν και μαντολίνο στα ταβερνάκια του Πειραιά. Έχει ήδη γνωριστεί με το Στράτο Παγιουμτζή (συγγενή της γυναίκας του) και τους υπόλοιπους της «Τετράδας του Πειραιώς» και πείθεται να αφήσει το ακορντεόν και να τελειοποιηθεί στο μπουζούκι αλλά και στην κιθάρα. Υπήρξε στενός φίλος με το Γιάννη Παπαϊωάννου και τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Γ. Κωνσταντινίδη (Μακαρόνα), με τους οποίους συνεργάστηκε τόσο δισκογραφικά όσο και στις εμφανίσεις του στα κέντρα. Από το 1935 και μετά, εμφανίζεται στα περισσότερα κέντρα διασκέδασης της εποχής. Στο «Δάσος» του Α. Βλάχου, στο Βοτανικό, με τους Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Στράτο, Μπαγιαντέρα, Δελιά, Κερομύτη, Λορέντζο και Καρίπη. Αργότερα στου «Πικίνου» στο Θησείο με το Μαν. Χιώτη και το Γιώργο Μητσάκη, στον «Έλατο» με το Γιάννη «Μπιρ Αλλαχ» Σταμούλη το Μαρίνο Γαβριήλ το Γιάννη Μπαφούνη και το Λευτέρη Γουναρόπουλο. Μεταπολεμικά εμφανίζεται στο «Πιγκάλ», στου «Τζίμη του χοντρού» με το Βασίλη Τσιτσάνη και τη Μαρίκα Νίνου, στου «Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές το 1948 (στο συγκρότημα που συμμετείχαν όλοι οι μεγάλοι του ρεμπέτικου –τα καλύτερα μπουζούκια της εποχής), στη «Φλώριδα», στην «Τριάνα» του Χειλά το 1950, στη «Λουζιτάνια», στο «Φαληρικόν» και αλλού.
Εξαιρετικός συνθέτης με εντελώς προσωπικό ύφος, κάνει την πρώτη παρουσία του στη δισκογραφία, το 1938 με το τραγούδι του: «Κοκκινιώτισσα (Γιατί σκληρή και άπονη)» και τραγουδιστή Γ. Κωνσταντινίδη. Ο Χατζηχρήστος αν και γράφει ο ίδιος τους στίχους πολλών τραγουδιών του, συνεργάζεται όμως και με άλλους στιχουργούς, όπως ο Γ. Λελάκης, ο Χ. Βασιλειάδης, ο Κ. Μάνεσης, ο Γ. Φωτίδας κ.ά.. Ειδικά, από τη συνεργασία του με το Γιάννη Λελάκη προέκυψαν τραγούδια, όπως: «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά», «Παραπονιάρικο», «Καρδιά παραπονιάρα», «Χάροντας (Γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς)», κ.ά., άσχετα αν στις ετικέτες των δίσκων δεν αναγράφεται το όνομα του Λελάκη. Συγκλονιστικός και ως τραγουδιστής, τις περισσότερες φορές ερμήνευε ο ίδιος τα τραγούδια του ενώ τραγούδησε και τραγούδια των Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Περιστέρη κ.ά. Ανεπανάληπτες υπήρξαν οι διφωνίες του με το Μάρκο Βαμβακάρη, σε τραγούδια όπως «Με πολεμάς μπαμπέσικα», «Μινόρε της αυγής (Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε)», «Βεργούλες», «Πολίτισσα», «Φάνταζες σαν πριγκηπέσσα», «Χριστίνα» και πολλά άλλα.
Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ενεργό μέλος της Αντίστασης. Από το 1953 περνάει, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι παλιοί «ρεμπέτες» στο περιθώριο. Επιβιώνει κάνοντας περιοδείες ανά την Ελλάδα. Στα 1957, ετοιμάζεται να φύγει για εμφανίσεις στην Αμερική. Δεν προφταίνει. Αρρωσταίνει. Καρκίνος στους πνεύμονες. Πέθανε σε ηλικία μόλις 55 χρονών στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 1959.



 Δισκογραφία




 Πηγές

  • Ηλίας Βολιώτης Καπετανάκης: «Μάγκες αλήστου εποχής» (Εκδόσεις Μετρονόμος)
  • Τάσος Σχορέλης: «Ρεμπέτικη Ανθολογία» (Εκδόσεις Πλέθρον)
  • Κώστας Χατζηδουλής: «Ρεμπέτικη Ιστορία 1» (Εκδόσεις Νεφέλη)
  • Ένθετο στο CD: «Οι μεγάλοι του Ρεμπέτικου: Απόστολος Χατζηχρήστος 1937-1950» (Επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή) 
ΠΗΓΗ
http://rebetiko.sealabs.net/

Χατζηχρήστος Απόστολος
(1901/03/1904 - 1959)
του ΣΑΚΗ ΠΑΠΙΣΤΑ


Γεννήθηκε το 1901 (ή κατά άλλες πληροφορίες το 1903 ή 1904) στο προάστιο Κοκαριαλί (Μυρακτή) της Σμύρνης από γονείς ευκατάστατους και πέθανε στην Αθήνα, χτυπημένος από τον επάρατο καρκίνο στους πνεύμονες, στις 5 Ιουνίου 1959.
Κατάγεται από ιστορική οικογένεια της Μικράς Ασίας και είχε το προνόμιο από πολύ μικρός να μάθει πιάνο και ακορντεόν, παρακινούμενος από τους γονείς του, κυρίως από τον πατέρα του Δημήτριο Χατζηχρήστο, να ασχοληθεί με τη μουσική. Έτσι από τα παιδικά του χρόνια αποκτά τα πρώτα του βιώματα της ραφινάτης μικρασιατικής μουσικής.
Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στα μικρασιατικά παράλια, ο Αποστόλης με μεγάλο νεανικό ενθουσιασμό και εθνική έπαρση κατετάγη στις τάξεις του εθελοντής, συμμετέχοντας στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1919 – 1922. Σε κάποια μάχη πιάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους και ενώ οδηγείται προς εκτέλεση, κατορθώνει άγνωστο πώς να δραπετεύσει και να γλιτώσει τη ζωή του (στοιχεία από τις κατά καιρούς αφηγήσεις των συγγενών του). Τα ίχνη του χάνονται για τρία χρόνια. Ο ίδιος καταφεύγει στην Ελλάδα και οι δικοί του, μετά την καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης το 1922 έρχονται κι αυτοί στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στη νήσο Τζιά. Ο Απόστολος αναζητώντας την οικογένειά του τη βρίσκει τελικά στο νησί και αποφασίζουν να εγκατασταθούν όλοι μαζί οριστικά στο Τουρκολίμανο.
Από το 1922 και για περισσότερο από μια δεκαετία ασχολείται με τη μουσική τελείως ερασιτεχνικά, εργαζόμενος στα Ελληνικά Σωληνουργεία ως ηλεκτροσυγκολητής. Παράλληλα φροντίζει και μαθαίνει άριστα κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά, γενόμενος δεξιοτέχνης οργανοπαίκτης. Μουσικός άριστος.
Η επιτυχία της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς το 1933, η γέννηση ουσιαστικά της νέας Πειραιώτικης Σχολής και η εσωτερική του μουσική ανησυχία, τον φέρνουν δειλά στο μουσικό προσκήνιο γύρω στο 1933 – 34, σαν ερασιτέχνη ακόμα. Στην αρχή εμφανίστηκε παίζοντας και τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια της Δραπετσώνας και του Πειραιά. Πρωτοεμφανίστηκε εκεί συνεργαζόμενος με λιγότερο –τότε- γνωστά ονόματα, όπως ο Γιώργος Κωνσταντινίδης (κιθαρίστας, γνωστός ως «Μακαρόνας»), ο Ηλίας Ποτοσίδης (μπουζουξής, γνωστός ως «Κάτω βλέπας»), ο αλανιάρης μπουζουξής Μιχάλης Γενίτσαρης, και άλλοι, ενώ αρχίζει να γράφει και τα πρώτα του τραγούδια. Ουσιαστικά όμως, από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, γύρω στα 1935 – 36, γνωρίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη ρεμπέτικη παρέα του και συμμετέχει στα καλύτερα ρεμπέτικα συγκροτήματα. Δούλεψε σε όλα σχεδόν τα γνωστά κέντρα διασκέδασης της εποχής εκείνης. Στου Δερέμπεη, στου Πίκινου τη Μπύρα, στου διαβόητου Κατελάνου, στο «Δάσος» του άγριου Βλάχου, στου Μάριου στην οδό Ίωνος (στην Ομόνοια), κι αλλού.
Οι μικρασιατικές του καταβολές και τα προσωπικά του μουσικά βιώματα, η κλασσική του μουσική παιδεία, τα βάσανα του πολέμου και της αιχμαλωσίας, ο πόνος του ξεριζωμού και της αναγκαστικής του προσφυγιάς, και τέλος η βασανισμένη και μαρτυρική του ζωή βαρύνουν καταλυτικά πάνω στο ύφος του. Ο αυτοβιογραφικός του στίχος «Φίλε παραπονιάρη» περικλείει όλη του ζωή!
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος, αναμφίβολα, ξεχωρίζει ανάμεσα στους λίγους κορυφαίους λαϊκούς συνθέτες και αναμφισβήτητα του ανήκει μια θέση στην πρώτη γραμμή στο Πάνθεο των δημιουργών και ερμηνευτών του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η φωνή του δυνατή, μελωδική, τενόρικη, μυθική, σμίγει στο πάλκο και στα αυλάκια των 78άρηδων δίσκων με τη μπάσα γνήσια ρεμπέτικη φωνή του πρωτομάστορα Μάρκου Βαμβακάρη σ’ ένα αξεπέραστο και μοναδικό φωνητικό ρεμπέτικο δίδυμο, που όμοιό του ούτε υπήρξε και ούτε θα ξαναγίνει ποτέ (με εξαίρεση, πιθανώς, και κατά προσωπική εκτίμηση, το ανεπανάληπτο επίσης ανδρικό δίδυμο Στράτου Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη)! Ήταν το δίδυμο που γεφύρωσε κυριολεκτικά τη γλυκύτητα της Ιωνικής γης του παραπονιάρη Μικρασιάτη Απόστολου, με τη δωρική δυναμικότητα που εξέφραζε ο συριανός ιδρυτής Πατριάρχης της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας των μπουζοκομπαγλαμάδων Μάρκος.
Ο Α.Χ. υπήρξε ο φιλήσυχος και καλοκάγαθος φίλος όλων, που δεν πίκρανε και δεν πείραξε στη ζωή του ποτέ κανέναν. Μάγκας και ντερβίσης με τα όλα του.
Επίσης υπήρξε μεγάλος αγωνιστής, φύλακας, σύντροφος και υπερασπιστής των δικαιωμάτων των συναδέλφων του, σε όλη την καριέρα του, από το 1937 που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία ως συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής με το «ΓΙΑΤΙ ΣΚΛΗΡΗ ΚΑΙ ΑΠΟΝΗ (Η ΚΟΚΚΙΝΙΩΤΙΣΣΑ)» μέχρι το τέλος της ζωή του.
Μετά από πρόταση του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη υπογράφει συμβόλαιο με τον τότε διευθυντή της ODEON και PARLOPHONE Μίνωα Μάτσα. Μέχρι στιγμής, ο Α.Χ. εμφανίζεται σαν συνθέτης στις εταιρείες ODEON, PARLOPHONE και COLUMBIA σε 40, 26 και 4 τραγούδια αντίστοιχα.
Τα τραγούδια που άφησε πίσω του ο Α.Χ. είναι -μέχρι στιγμής- γνωστά 76 εκπληκτικά κομμάτια και είναι σχεδόν όλα μουσικά ρεμπέτικα στολίδια. Με ιδιαίτερη λαϊκή ευαισθησία, σε «πειράζουν» στη ψυχή και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τραγουδιούνται καθημερινά στα ρεμπέτικα πάλκα! Παράλληλα, ο Α.Χ. συμμετέχοντας σε άλλα 126 περίπου τραγούδια άλλων δημιουργών της Πειραιώτικης Σχολής, έβαλε ανεξίτηλα χαραγμένη στη δισκογραφία των 78 στροφών την προσωπική του καλλιτεχνική σφραγίδα σαν τραγουδιστής και οργανοπαίκτης.
Με το Μάρκο, ως ντουέτο, πέρασαν συνολικά 44 τραγούδια στους δίσκους γραμμοφώνου. 15 απ’ αυτά είναι τραγούδια του Μάρκου, 16 του Σπύρου Περιστέρη, 6 του ίδιου του Α.Χ. και τα υπόλοιπα 7 ανήκουν σε άλλους συνθέτες, όπως στον Β. Τσιτσάνη, στον Κώστα Σκαρβέλη, κ.α.
Ως στιχουργός, έγραψε ο ίδιος τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του, συνεργάστηκε όμως και με τους περισσότερο γνωστούς στιχουργούς του ρεμπέτικου, όπως ο Γιάννης Λελάκης (που του έδωσε τα καλύτερά του τραγούδια), ο Τσάντας (Μπάμπης Βασιλειάδης), ο Κώστας Μάνεσης, ο Γιώργος Φωτίδας, κ.α.
Κατά μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, το πρώτο όργανο που έπιασε στα χέρια του ο Α.Χ. ήταν το μαντολίνο και μετά το πιάνο και το ακορντεόν. Αν δεχτούμε πως η πληροφορία αυτή είναι αληθής, τότε έπαιζε συνολικά 6 όργανα! Σπάνια μουσική κατάρτιση για την εποχή του.
Και σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι παράξενο ή υπερβολικό, αν σημειώσουμε πως ο πολύς και μεγάλος μαέστρος Σπύρος Περιστέρης έπαιζε …..10 όργανα!! (Γι’ αυτόν θα τα πούμε στη δική του βιογραφία).
Μια άλλη πληροφορία μας λέει πως ο Α.Χ. όταν δραπέτευσε από τους Τούρκους, πέρασε πρώτα στη Σάμο και από ‘κει στον Πειραιά.
Το έτος 1929 παντρεύεται με την πιστή σύντροφο της ζωής του Γαρυφαλιά και αποκτούν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Δυστυχώς το ζεύγος Χατζηχρήστου έχασαν σε μικρή ηλικία και τα δυο τους τα αγόρια από αρρώστιες, ενώ οι κόρες τους επέζησαν παρόλο που ακολούθησαν δύσκολα χρόνια (κατοχή, πείνα, φτώχεια, δυστυχία, στέρηση).
Στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, το 1935, κάνει τη γνωριμία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και γίνονται αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες. Έκτοτε και μέχρι το θάνατο του Αποστόλη, τους ενώνει βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση. Στη παρέα τους ανήκε και ο Γιώργος Κωνσταντινίδης με τη κιθάρα του. Παπαϊωάννου και Χατζηχρήστος σμίγουν επαγγελματικά και αλληλοβοηθούνται. Όλα σχεδόν τα τραγούδια τους τα παίζουν μαζί στους δίσκους γραμμοφώνου, έχοντας κιθαρίστα ή 2η φωνή τον κοινό τους φίλο Μακαρόνα (Γ.Κ.).
Ο Αποστόλης ήδη από τον Μικρασιατικό πόλεμο απέδειξε πως ήταν γνήσιος και καλός πατριώτης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς, το 1941 – 42 εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών και γίνεται ενεργό μέλος αντιστασιακών οργανώσεων. Την ίδια περίοδο της σκλαβιάς και της πείνας προσπαθεί κι αυτός, όπως και οι υπόλοιποι του ρεμπέτικου μουσικού σιναφιού, με μικρά συγκροτήματα και για μικρά χρονικά διαστήματα να κερδίσει το ψωμί της οικογένειας παίζοντας σε κυρίως σε μικρομάγαζα και σε γνωστά στέκια. Είναι η απέλπιδα προσπάθεια να επιβιώσει –όπως όλοι– κάνοντας προσπάθειες μέσα από πιο οργανωμένες μορφές πάλης.
Μετά την απελευθέρωση δούλεψε μαζί με τα πρώτα ονόματα του ρεμπέτικου (Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Παγιουμζής, κ.α.) σε διάφορα κέντρα της εποχής, όπως στο Πίγκαλς, στου Τζίμη του Χοντρού, στη Φλώριδα, στη Νίκαια, στη Ν. Φιλαδέλφεια, στου Κατελάνου, κ.α. Όντας μεγάλος ανάμεσα στους μεγάλους!
Με το τέλος της κλασσικής περιόδου του ρεμπέτικου (το 1955), ο Α.Χ. πέρασε στο περιθώριο ακολουθώντας κι αυτός τη μοίρα όλων των μεγάλων του χώρου. Σε κάποια επαρχιακά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Βόλος, Πάτρα, κ.α.) ευτυχώς επιβίωνε ακόμη το ρεμπέτικο. Ο Αποστόλης για να επιζήσει καλλιτεχνικά και για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του έκανε διάφορες περιοδείες με ρεμπέτικες κομπανίες στην επαρχία, μέχρι που ο καρκίνος τον χτύπησε στους πνεύμονές του, τον έριξε κάτω και τον αποτελείωσε τον Ιούνιο του 1959.
- Ο Απόστολος Χατζηχρήστος με το συνολικό μουσικό του έργο, με τη συμμετοχή του στις ρεμπέτικες δημιουργίες συναδέλφων του και τη λοιπή σκηνική του παρουσία στο ρεμπέτικο μουσικό στερέωμα, είναι αναμφίβολα μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ιστορίας του Ρεμπέτικου και –ταυτόχρονα, δυστυχώς– από τις πιο τραγικές μορφές (παρέα με τους Δελιά, Σκαρβέλη, Τούντα, Παπάζογλου, Γ. Τσαούς, Παγιουμτζή, Δραγάτση, Πετροπουλέα, Λορέντζο, Καρίπη, Μεμέτη, Καπετανάκη, Μπάτη, Παντελίδη, Μιχαηλίδη, Φλώρο, Γρυπάρη, Λελάκη, Μοντανάρη, Μάνεση, Φωτίδα και πολλούς άλλους).
Εμπνευσμένος και φανταστικός συνθέτης, με εντελώς ξεχωριστό και ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, με γνήσια ρεμπέτικη στόφα, μας χάρισε πολύ μεγάλα λαϊκά μουσικά έργα, ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΕΣ, που έμειναν στην Ιστορία, ενώ ο ίδιος σαν δημιουργός έμεινε στην αφάνεια και στη λήθη!!! ΒΕΒΑΙΩΣ ΣΚΟΠΙΜΑ.
Ο Α.Χ. σχεδόν άγνωστος στο ευρύ κοινό, μ’ ένα έργο χιλιοτραγουδισμένο από τον κόσμο (σε πόλεις και χωριά, σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα) και τεράστιας μελωδικής αξίας, έμεινε σκόπιμα τοποθετημένος κι αυτός μια ολόκληρη ζωή στο περιθώριο. Αδικημένος, ριγμένος, ξεχασμένος, θύμα κι αυτός της βουλιμίας των γνωστών-αγνώστων όρνεων του χώρου. Κάθε βράδυ παίζονται χρόνια τώρα πολλά τραγούδια του στα ρεμπέτικα πάλκα και ο πολύς κόσμος αγνοεί πως είναι δικά του. Νομίζει πως είναι άλλων συνθετών (του Τσιτσάνη, του Καπλάνη, κλπ, χωρίς –τις περισσότερες φορές– να ευθύνονται οι ίδιοι οι συνθέτες).
Σκεπασμένος από τη λήθη που σκόπιμα και ξετσίπωτα δημιούργησαν οι νεκροθάφτες του τραγουδιού του λαού, οι άρπαγες, τα σινάφια, οι κλίκες, τα συμφέροντα, οι σκοπιμότητες και τα όργανα της διαβόητης «αστικοποίησής» του! Που σκόπιμα δημιούργησαν τα όργανα της ανέντιμης και τόσο μεθοδικά προετοιμασμένης εκστρατείας εναντίον του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Της ίδιας εκείνης εκστρατείας που (σωστά επισήμανε εδώ και χρόνια ο Κ. Χατζηδουλής) κατέβασε από το πάλκο το Μάρκο Βαμβακάρη, που έκανε τον Γιάννη Παπαϊωάννου να πάρει τα μάτια του και να φύγει πικραμένος για την Αμερική, που ανάγκασε τον τυφλό Μπαγιαντέρα να γυρίζει τις ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι (το γνωστό σφουγγάρι), που δημιούργησε τόσα και τόσα εναντίον του Βασίλη Τσιτσάνη. Της ίδιας εκστρατείας που εκείνης, που -όπως προείπαμε- είχε σαν ξεκίνημα την ….αστικοποίηση του τραγουδιού, με τα ανεκδιήγητα «προϊόντα» της, τα λεγόμενα –στη γλώσσα τους- «Αρχοντορεμπέτικα» (πανέξυπνα, στ’ αλήθεια ευρήματα, για τη δολοφονία και το θάψιμο μιας ολόκληρης μουσικής ιστορίας, τα οποία –ας μη γελιόμαστε πια- απεδείχθησαν τόσο πετυχημένα), που είχαν σαν επακόλουθο την ινδοκρατία στη δεκαετία του ’60, η οποία αποτέλεσε και τη χαριστική βολή, στο οριστικό θάψιμο του ανόθευτου λαϊκού τραγουδιού.
Γνωστό βέβαια το «έργο». Η περίπτωση του Αποστόλη Χατζηχρήστου δεν είναι σίγουρα μοναδική. Είναι στ’ αλήθεια μια από τις πολλές αδικίες που συνοδεύουν στο διάβα της τη Ρεμπέτικη Ιστορία.
(Σημείωση: Είναι καιρός να προσπαθήσουμε από το βήμα αυτό φίλοι συνφορουμιστές να εμφανίσουμε τουλάχιστον γυμνή την αλήθεια. Να δώσουμε φως, να αποκαταστήσουμε τη μνήμη αδικημένων δημιουργών. Να τιμήσουμε και να εξυψώσουμε το έργο τους, να το βάλουμε στις πραγματικές του διαστάσεις. Έτσι, για την ψυχούλα τους. Για να γραφεί η πραγματική αλήθεια! Για να μπει ο κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Για να τιμήσουμε την πραγματική αξία των αληθινών δημιουργών. Για να μάθουμε όλοι μας το πραγματικό και υπέροχο έργο του καθενός. Να μοιράσουμε και να συνενώσουμε τις γνώσεις μας. Για να κάνουμε πραγματικό αρχείο της Ρεμπέτικης Ιστορίας).

- Τι είπαν διάφοροι δημιουργοί και συνεργάτες του Α.Χ. για τον ίδιο (αποσπάσματα από συνεντεύξεις, αυτοβιογραφίες και συζητήσεις, χωρίς λογοκρισία!):

1.ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ(Από την Αυτοβιογραφία του):
«Μετά το 1936, έπιασα δουλειά στο «Δάσος» στο Βοτανικό, του Αντώνη του Βλάχου. Εγώ, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Κερομύτης, ο Χατζηχρήστος, ο Μπάτης, το Ανεστάκι, ο Μπαγιαντέρας, κιθάρα ο Καρίπης, βιολί ο μπάρμπα Μήτσος ο Λορέντζος. ………..Κι όλοι μας εκεί μουσικοί, λαϊκοί συνθέτες, όχι αστεία. Και άνθρωποι όλοι τους, παιδιά που σήμερα δεν τα βρίσκεις σ’ αυτό το επάγγελμα. Χωρίς ρουφιανιές και κάτι τέτοια. Μαζί τα παίρναμε, μαζί τα τρώγαμε και πάλι ξανά από την αρχή. Ωραία χρόνια, αξέχαστα.
Ο Χατζηχρήστος καρδιά μποστάνι. Καλός στο όργανο και συνθέτης από τους λίγους, έχει τόσες επιτυχίες. Οι κωλοεταιρίες τον θάψανε. Μαζί ξεκινήσαμε τότες, μαζί παίζαμε, μαζί τραγουδούσαμε στους δίσκους τα τραγούδια μας, μαζί γλεντάγαμε, μαζί τόσες ιστορίες. Και με τον Στεφανάκη (Σπιτάμπελο) τα ίδια. Ο Χατζηχρήστος πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Πήγε τζάμπα. Άστα. Ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό μου, κάθε βράδυ, λέω τα τραγούδια του στο μαγαζί».
……..Μόνο για τον Αντώνη το Βλάχο μη μου λες. Αυτός ήταν πολύ κακό αφεντικό. Εκμεταλλευτής και σκληρός……Του σχοινιού και του παλουκιού, λέμε. Μετά που βγήκε από τη φυλακή άνοιξε αυτό το μαγαζί στο Βοτανικό, το «Δάσος». …..Μόλις το πήρε ο Βλάχος το ‘κανε μπουζούκια. Πήρε όλους εμάς που είμαστε γνωστοί στο κόσμο από τους δίσκους. …….Ο Βλάχος ήταν πολύ σκυλόμαγκας χωρίς μέτρο και ζυγαριά. Πολύ άγριος νταής. Δεν σεβόταν τους καλλιτέχνες που δούλευαν στο μαγαζί του. Όποιον έπαιρνε σβάρνα έπρεπε να τον σακατέψει. Δεν σεβόταν ούτε τη μάνα του. Σακάτεψαν από το πολύ ξύλο, αυτός και οι μπράβοι του, το Μάθεση τον Τρελλάκια. Μια άλλη φορά χαστούκισαν το γέρο Μπάτη, ενώ ο ίδιος ο Βλάχος κούφανε από το πολύ ξύλο το Χατζηχρήστο, που ήταν ένα παιδί άγιο»!

2. ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ (Από την Αυτοβιογραφία του):
……»Εκείνη τη χρονιά (1937) άρχισα συνεργασία με το συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος ήτο και ο πρώτος που συνεργάστηκα. Είχαμε γνωριστεί στη Δραπετσώνα όπου κι εκείνος κατοικούσε εκεί από πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι παρέα με τον Ηλ. Ποτοσίδη, τον Ανέστο Δελιά και το Μακαρόνα……Ήταν φτωχό παιδί και εξαιρετικός άνθρωπος και συνθέτης. Πολύ σεμνό και πολύ καλό παιδί. Έντιμος, φιλαλήθης και κουβαρντάς.
Άκουγε πως βοηθούσα τον Γ. Τσαούς στην διόρθωση στίχων και πως από χόμπυ μου έγραφα τραγούδια και μια μέρα που συναντηθήκαμε, μου ζήτησε να συνεργαστούμε, διότι, όπως μου τόνισε, δεν μπορούσε να γράψει ο ίδιος και ούτε μπορούσε να βρει και στιχουργό της αρεσκείας του.
Το πρώτο τραγούδι που του έδωσα, μετά την πρόταση που μου έκανε, ήταν η «Φτώχεια», και άλλωστε, μόνον αυτό είχα γραμμένο. Ήθελα πάρα πολύ να μελοποιηθεί. Δεν του άρεσε ούτε εκείνου. (Σημ. γράφοντος: ούτε και του Γ. Τσαούς, στο σπίτι του οποίου ζούσε ο Γ. Λελάκης και φυσικά του το είχε προσφέρει). Μου είπε να γράψω: «άλλα καλύτερα». …….Τότε αναγκάστηκα και είπα στο Χατζηχρήστο ότι ήταν αδύνατο να γράψω στίχους κατά παραγγελία. Πάρε, του είπα, τη «Φτώχεια» μελοποίησέ την κι αν στο μεταξύ τα καταφέρω και γράψω, θα σου δώσω. Εκείνος επέμενε να γράψω, διότι, μου είπε, ότι μπορώ, γιατί είμαι σπάνιο ταλέντο…………
……Επί τόπου, εκεί στο οργανοποιείο του Τάτση, με το μπουζούκι στο χέρι, ο Χατζηχρήστος άρχισε να παίζει διάφορες μουσικές που είχε γραμμένες πριν. Ήταν μπροστά ο οργανοποιός, ο Μακαρόνας, η αδελφή του, η μητέρα του και φυσικά εγώ και ο Χατζηχρήστος. Τα δύο πρώτα τραγούδια, που του «κάρφωσα» τους στίχους επάνω στις μουσικές, ήταν το «Για σένα» και το «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά». Τραγουδήθηκαν περίπου δέκα φορές εκεί, με σιγόντο του Μακαρόνα και συνοδεία, εμάς τους υπόλοιπους.
……Ήρθε πάλι μετά λίγο καιρό και συναντηθήκαμε στο καφενείο του Γατζούνη, πλάϊ στο οργανοποιείο του Παναγή. Με το μπουζούκι στο χέρι ο Χατζηχρήστος και ο Μακαρόνας με την κιθάρα, άρχισαν να παίζουν μουσικές, τις οποίες τις είχε ο Χατζηχρήστος έτοιμες από καιρό. Τότε του «κάρφωσα» πάνω στις μελωδίες το «Παλιόπαιδο», που τραγουδήθηκε αρκετές φορές, ενώπιον και συνοδεία των θαμώνων. Ακολούθως έγραψα και δεύτερο τραγούδι, «καρφώνοντας» πάλι τα λόγια επάνω στη μουσική, τη «Μις Αντίς Αμπέμπα», την οποία μετονόμασε ο συνθέτης σε «Κατινούλα».
……Αμέσως ο Χατζηχρήστος ενθουσιασμένος από τους στίχους –διότι στην εταιρία του έλεγαν ότι πρόκειται για υπέροχους στίχους- πήρε και τη «Φτώχεια» μου, την οποία γραμμοφώνησε τελευταία.
……Φυσικά το όνομά μου δεν υπήρχε στις ετικέτες των δίσκων. Τα δικαιώματά μου όμως είναι κατοχυρωμένα στην εταιρεία πνευματικής ιδιοκτησίας.
…….Μετά τα τραγούδια αυτά που έδωσα στο Χατζηχρήστο, χαθήκαμε και δεν συνεργαστήκαμε πλέον. Ήλθε ο πόλεμος, η Κατοχή, δύσκολοι καιροί, και που μυαλό και όρεξη για τραγούδια και δίσκους. ….Τότε χαθήκαμε για καλά με το Χατζηχρήστο. Δεν τον ξαναείδα. Αργότερα, αφού πέρασε η Κατοχή, πήγα στην Αθήνα, στο μπαράκι του Μάριου, στην Ίωνος, που σύχναζαν όλοι αυτοί και γνωρίστηκα με τους περισσότερους από τους λαϊκούς. Εκεί είδα και το Χατζηχρήστο και επειδή δεν υπήρχε το όνομά μου στους δίσκους του ζήτησα εξηγήσεις. Μου είπε ότι, δεν έχει σημασία που με έξι δεκάρες κρατήθηκα στη ζωή και το οφείλω σε σένα. Εγώ –μου πρόσθεσε- το αναγνωρίζω και θα κάνω το παν για σένα. Εάν κάνεις υπομονή θα συνεργαστούμε πάλι στενά και θα κάνουμε επιτυχίες. Είσαι όμως ελεύθερος, μου είπε, να πας στην εταιρεία και να πεις ότι τα τραγούδια ήταν δικά σου.
Τι να έκανα όμως στην εταιρεία; Τι με ενδιέφερε να τους πω το ένα ή το άλλο; Η μισή Δραπετσώνα γνωρίζει ότι είναι δικά μου, ο ίδιος ο Χατζηχρήστος το έλεγε στους άλλους συνθέτες και σήμερα το ξέρουν όλοι. Όπως το ξέρει και η γυναίκα του Χατζηχρήστου, η Γαρουφαλιά και όλος ο κόσμος του τραγουδιού. Ο Χατζηχρήστος, παρά τα όσα έκανε γύρω από το όνομά μου στο δίσκο, ήταν ένας έντιμος και εξαιρετικός άνθρωπος. Φτωχόπαιδο κι αυτό. Συνεργάστηκα πάλι μαζί του και του έδωσα το «Χατζηχρήστο», το «Χάροντα» και το «Καρδιά παραπονιάρα», το οποίο δεν ήταν παρά προέκταση του «Παραπονιάρικου».

3. ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ (Αποσπάσματα από συζήτηση με τον Τάσο Σχορέλη):
«….Ο Αποστόλης ήταν πολύ τίμιος. Μπεσαλής, ωραίος συνεργάτης και κορυφή συνθέτης. Ό,τι έγραφε το ‘βγαζε απ’ το κεφάλι του. Ταλαιπωρημένος και παραπονιάρης. Άμ τι ήθελες, μετά τόσα βάσανα, να χοροπηδάει; Για τους στίχους των τραγουδιών του δεν ξέρω.
…..Μαζί του δούλεψα πολλές φορές. Θα στα πω ανακατεμένα. Που να θυμάσαι τις ημερομηνίες;
Ο Αποστόλης με τον Παπαϊωάννου είχανε μαγαζί στη Δραπετσώνα. Δούλεψα μαζί τους. Ήταν εκεί κι ο Μπιρ Αλλάχ (Γιάννης Σταμούλης).
Στον «Έλατο», στη Λεωφ. Γεωργίου Α’ στον Πειραιά με τον Χατζηχρήστο, τον Μαρινάκη, τον Μπιρ Αλλάχ κι εγώ.
Δούλεψα με τον Αποστόλη στον «Πράσινο Μύλο» στην Παλιά Κοκκινιά που το ‘χε ο Κίμων. Μαζί ήσαν ο Βαμβακάρης, ο Πουνέντης ο μπουζουξής, ο Φώτης Μιχαλόπουλος, ο Στράτος κι ο Μήτσος ο ψηλός ο ακορντεονίστας.
Στο Πασαλιμάνι, στο υπόγειο, στο «Σμαλτοδόνι». Ο Αποστόλης, εγώ, ο Μπέμπης (Δημήτρης Στεργίου), ο Μπιρ Αλλάχ, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Ρεμύ (τζαζ) και ο Μαν. Καραγεωργίου (ακορντεόν).
Μέχρι το 1960, που σταμάτησα, δούλεψα πολλές φορές ακόμα με τον Αποστόλη.
Στου Βλάχου αυτός, εγώ, ο Μπιρ Αλλάχ, ο Στράτος, η Νανά.
Στο «Φοίνικας» στον Πειραιά, που ‘ταν πίσω από το Θέατρο «Ολύμπια», αυτός, εγώ, ο Μπιρ Αλλάχ κι ο Μήτσος ο Κινέζος που τον λέγαμε, ο Χρυσίνης κι ο Μαρινάκης. Ο Κινέζος είχε μια γλύκα ο μπαγάσας, ήταν ζόρικος κιθαρίστας.
Με δυό κουβέντες: Ο Αποστόλης ήταν σ’ όλα του κύριος και καθώς πρέπει. Το ξέρω γιατί τον έζησα από κοντά……..».

4. ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΦΟΥΝΗΣ Ή ΣΑΜΙΩΤΗΣ (Απόσπασμα από συζήτηση με τον Τάσο Σχορέλη):
«…...Με τον Αποστόλη γνωριστήκαμε προπολεμικά. Ωραίος άνθρωπος, καλός συνεργάτης, συνθέτης από τους λίγους. Έγραψε τραγούδια ολόμαλλα, να πούμε, όχι βαμβακερά, που θα μείνουν για πάντα.
Γνήσιος και αυθόρμητος σαν Σμυρνιός που ήταν –όπως όλοι οι Σμυρνιοί– έγραψε απλά τραγούδια αλλά γεμάτα νόημα! Μπορούσες να τα παίξεις και να τα τραγουδήσεις εύκολα. Έγραψε για τη φτώχεια, την προσφυγιά, την αδικία.
Γύρω στο 1936 δουλεύαμε σε κάτι κουτούκια στη Δραπετσώνα. Ένα βράδυ καθώς βγαίναμε από το κουτούκι του Κωσταρίκου κάποιος που πήγαινε για άλλον τον σημάδεψε στο κούτελο με ξιφολόγχη. Την πλήρωσε ο Αποστόλης και γι’ αυτό είχε το σημάδι στο κούτελο, από λάθος!
Μετά ο καθένας μας πήρε το δρόμο του.
Βλεπόμαστε πολύ συχνά, ήμασταν στενοί φίλοι, αλλά συνεργαστήκαμε λίγες φορές. Παρέα πήγαμε και σε πανηγύρια. Στην Πεντέλη και της Παναγίας στο Μαρούσι. Στο Μαρούσι, θυμάμαι, ήταν μαζί μας μια πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια, απ’ τις καλύτερές μας, η Ρένα Στάμου, και μετά έφυγε στην Αμερική.
Ό,τι καλό να πει κανείς για τον Αποστόλη του αξίζει γιατί σαν άνθρωπος και σαν ρεμπέτης καλλιτέχνης ήταν από τους λίγους».

5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ (Από την Αυτοβιογραφία του):
«…..Θυμάμαι φόραγα ένα ζευγάρι ελβιέλες πάνινες και το χειμώνα τις έβαψα με μαύρη μπογιά για να δείχνουν παπούτσια. Κρύο τα πόδια μου! Όπως έχει και υγρασία η Θεσσαλονίκη, μη ρωτάς καλύτερα. Εκεί γνώρισα το Χατζηχρήστο τον Απόστολο .
……Ο Χατζηχρήστος ήταν άγιος άνθρωπος. Μου έδειξε διάφορα στο μπουζούκι κι ήταν η αιτία που κατέβηκα στην Αθήνα, δηλαδή στον Πειραιά. Πάνω στη Θεσσαλονίκη, είχα πάει να βρω τον Τσιτσάνη, μήπως μπορέσει και με βοηθήσει. Ο Τσιτσάνης τότε ήταν διάσημος κι έπαιζε εκεί, αν θυμάμαι καλά υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών, αλλά έπαιζε κιόλας εκεί, και μάλιστα πάνω ήταν κι ο Βαμβακάρης. Θυμάμαι πήγαινα στο μαγαζί που τραγούδαγε και άκουγα το τραγούδι του «Τα μπλε παράθυρά σου»: Περνούσα και σ’ αντίκρισα ψηλά απ’ τα παραθύρια…
Έτσι σιγά-σιγά στη Θεσσαλονίκη, πήγα κι αγόρασα ένα μπουζούκι. Πάω σ’ ένα παλιατζίδικο, κοιτάω και λέω: ρε μάστορα, πόσο έχει αυτό; Μου λέει τόσο. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη.
Μπα, του λέω, Δε φτάνουνε…
Πόσα έχεις;
Δέκα δραχμές, του λέω.
Ρε, με κοροϊδεύεις; μου λέει ο παλιατζής.
Ξαναπήγα την άλλη μέρα. Του ‘κανα παζάρια, είχα και κάτι ψιλά παραπάνω, ξαναπήγα, την άλλη μέρα πια το πήρα το μπουζούκι. Με λυπήθηκε, μου το ‘δωσε.
Εκεί πρωτογρατσούνισα, εκεί άρχισα να παίζω. Ό,τι άκουγα. Ό,τι άκουγα από το Χατζηχρήστο.
Ώσπου αποφάσισα να κατέβω στον Πειραιά. Μου ‘χε πει ο Χατζηχρήστος άμα κατέβεις στην Αθήνα, στον Πειραιά, έλα να βρεις……
Ο Χατζηχρήστος έμενε με τη γυναίκα του τη Γαρυφαλιά και τις δυο κόρες του στη Δραπετσώνα. Είχανε μια παράγκα εκεί. Μόλις πήγα και τους βρήκα, φωνάζει ο Χατζηχρήστος τη γυναίκα του
Γαρυφαλιά, σύρε φτιάξε το δωματιάκι να μείνει ο Γιώργης μαζί μας. Η Γαρυφαλιά ήτανε συμπαθητική γυναικούλα και με φρόντιζε σαν παιδί της.
Εκεί λοιπόν φτιάξαμε ένα τρίο, ο Χατζηχρήστος, ο Ποτοσίδης κι εγώ, πηγαίναμε στα καφενεία, παίζαμε και βγάζαμε πιατάκι. Εγώ τότε πιτσιρικάς, δε νομίζω ότι έπαιζα και τίποτα φοβερό. Μια νότα εδώ και μια στον Πειραιά, που λένε. Σιγά, σιγά μάθαινα. Βοήθαγε κι ο Χατζηχρήστος και κάτι γινότανε.
……Με το Χατζηχρήστο, λοιπόν, για να γυρίσω πίσω, δουλέψαμε μαζί στου Πίκινου στο Θησείο, στο Δάσος στο Χαϊδάρι και Δε θυμάμαι που αλλού. Στου Πίκινου έπαιρνα μεροκάματο είκοσι δραχμές, τι να κάνω….Όμως μια μέρα με διώξανε γιατί βρήκανε ένα καλύτερο μπουζούκι από μένα. Ξέρεις ποιον; Το Μανώλη Χιώτη. Ε, όπως και να το κάνουμε, ο μπαγάσας έπαιζε καλύτερα. Αυτά που σου λέω, είναι τώρα παραμονές πολέμου».

6. ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ (Κάποιες αναφορές από το βιβλίο «Βίος & Πολιτεία» της Ιωάννας Κλειάσιου):
«…..Μιλάμε για 1937 – 38 που είχε απαγορέψει (ο Μεταξάς) και τα μαγαζιά αλλά και τα μπουζουκοτράγουδα, που τότε αρχίσανε να έχουνε μεγάλη άνθηση. ……Τότε αρχίσανε να ανθούν όλα αυτά τα ωραία τραγούδια του έρωτα.
Τότε άνθισε ο Μάρκος με τα ερωτικά του, ο Μπαγιαντέρας, ο Χατζηχρήστος, ο Τσιτσάνης.
……Κι είμαστε στου Δεμιζόπουλου (Καλοκαίρι του ’51) εγώ, ο Χατζηχρήστος, ο Μπάτης, ένας μικρός που έπαιζε μπουζούκι, ο Γιαννάκης ο Αγγέλου, ο Γεράσιμος ο Κλουβάτος κι ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος. Γυναίκα δεν είχαμε.
……Όλα κι όλα όμως, ο Τσιτσάνης μου άρεσε πολύ, ήτανε μεγάλος. Μεγάλη κολόνα, Καρυάτιδα. Όπως κι ο Μάρκος, πρώτος. Και ο Μητσάκης κι ο Παπαϊωάννου κι ο Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Μπαγιαντέρας, Μπάτης, όλοι αυτοί, είναι οι κολόνες του Παρθενώνα, αυτοί χτίσανε τον Παρθενώνα. Μεταγενέστερα προσετέθησαν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Πλέσσας και τα ρέστα.
……Όλων αυτών των παλιών η εμφάνιση ήτανε τέλεια, τελειότατη. Μη τυχόν κι είχε σκόνη το παπούτσι, έπρεπε να πέσει να πεθάνει, να καεί το σύμπαν. Μη τυχόν και δεν ήτανε σιδερωμένο το παντελόνι, μη τυχόν και δεν υπήρχε γιλέκο….Βέβαια!
Ο Μητσάκης ήτανε ο πιο μοντέρνος, αυτός χρησιμοποιούσε γραβάτα, που και που το κόλλαγε και το παπιόν.
Κι ο Χατζηχρήστος φόραγε γραβάτα, πάντα σκούρα και το κλασικό το καβουράκι, το μπορσαλίνο. Είχε και μια γκόμενα πολύ ωραία, τον ακολουθούσε πάντα στα μαγαζιά, καθότανε σε μια γωνιά και τον έπαιρνε μετά και φεύγανε. Όλοι τους ήτανε κλασικοί ερωτύλοι. Ωραίοι άνθρωποι, σοβαροί κι αξιοσέβαστοι, τους αγαπούσε ο κόσμος.
…..Ο Στράτος πάλι, μου έχει διηγηθεί πως παλιά, όταν ακόμα γράφανε με κεριά, στο στούντιο 1 της COLUMBIA, όλοι αυτοί οι παλιοί διατηρούσανε εκεί ένα ναργιλέ. Κανονικά, καλάμια, χασίσια. Και για να μην τα πηγαινοφέρνουνε τα κρύβανε σε ένα μέρος που ήταν απ’ έξω ένας σκύλος. Το σκύλο δεν μπορούσε να τον πλησιάσει κανένας, αλλά αυτούς τους είχε μάθει. Πηγαίνανε, τον πίνανε και πηγαίνανε μέσα μαστουρωμένοι και γράφανε. Όλη η παλιοπαρέα, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης, Μπαγιαντέρας, Χατζηχρήστος.
Μια φορά που γράφανε, κάνουνε δυο-τρία τσιγαριλίκια μέσα στο στούντιο. Είναι κει κι ο γέρο-Μάτσας, ο Μίνως, κι απ’ τα ντουμάνια έχει μαστουριάσει κι αυτός. Βρε, τους βάζει τις φωνές, μη φουμάρετε πια, δουλεύετε. Πετάγεται ο Μάρκος και του λέει με βαριά φωνή, δεν κάνεις το κορόϊδο κύριε Μάτσα που σε κάναμε τζάμπα μάγκα!

Έχει μείνει ιστορικό αυτό! Τζάμπα μάγκας ο Μάτσας!

7. ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ: (Από την Αυτοβιογραφία του: «ΜΑΓΚΑΣ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑΚΙ»):
«……Εμείς οι παλιοί δεν βγήκαμε για να γίνουμε αυτοί που γίναμε. Εμείς βγήκαμε κατά λάθος οργανοπαίχτες. Εμείς βγήκαμε για το κέφι μας και η αγάπη που είχαμε για το μπουζούκι μας έριξε στο πάλκο.
Το όνομα «ρεμπέτης», πρέπει για να είσαι ρεμπέτης, να ‘χεις ζήσει ρεμπέτης. Να ‘χεις περάσει από όλα τα καταγώγια τα παράνομα και ύστερα να πάρεις το όνομα «ρεμπέτης».
Να πως το νοιώθω εγώ και λέω. Ήρωες του ’21 είναι ο Καραϊσκάκης, Κολοκοτρώνης, Αντρούτσος, Μιαούλης, Κανάρης – δεν μπορούν όσα χρόνια και αν περάσουν, να πούνε άλλους ήρωες σαν κι αυτούς. Έτσι λοιπόν και με μας: ήρωες του ρεμπέτικου είναι ο Μπάτης, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Κερομύτης, ο Γενίτσαρης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ανέστος Δελιάς, ο Γιοβάν Τσαούσης, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Χατζηχρήστος – εμείς που από το χίλια εννιακόσα τριάντα μέχρι το χίλια εννιακόσα σαράντα φάγαμε ξύλο για το μπουζούκι που κρατάγαμε στο χέρι και το βγάλαμε από τους ντεκέδες και από τις φυλακές, που μας κυνήγησε ο Μεταξάς και ο Μανιαδάκης και μας έστελνε εξορία.
Εμείς είμαστε οι ρεμπέτες οι γνήσιοι».

8. ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (Από το βιβλίο του «Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη):
«……Αυτές τις εικόνες πλήξης, ανικανοποίητης επιθυμίας και φυλακής των γυναικών του χαρεμιού θα τις χρησιμοποιήσουν συνθέτες του 20ου αιώνα, όπως ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ………ενσωματώνει αρκετές τούρκικες λέξεις στα τραγούδια του. Στην πραγματικότητα το τραύμα της χαμένης πατρίδας του προξενεί μιαν αθεράπευτη νοσταλγία της Ανατολής, τον οδηγεί σε χώρους εξωτικούς, τον κάνει να «ξαπλώσει σε ντιβάνια, σε πασάδικα ντουμάνια….να γνωρίσει τις σουλτάνες, τις πιο φίνες Αφρικάνες», να φανταστεί τα καραβάνια με τις καμήλες, να ερωτευτεί τη «μικρή του γκαμηλιέρη» και να της πει τη μαγική λέξη της αγάπης «γιαλελέλι».
Σ’ ένα άλλο τραγούδι (δεκαετία του ’40), ο Χατζηχρήστος θέλει να μισθώσει ένα καΐκι κι έναν κωπηλάτη («καϊξή») για να κλέψει την γκιουζέλ-χανούμ, την ωραία κοπέλα που λιώνει και χάνει τα νιάτα της μέσα στο χαρέμι-κελί. Σκηνικό –μια τοποθεσία της Κωνσταντινούπολης, γνωστή ως «Λίμνη του Σαραγιού» ή «Λίμνη του Χαρεμιού»:


Γκελ, γκελ, καϊξή
Γιαβάς – γιαβάς….
Μες στης Πόλης τα’ ακρογιάλι
μες στη σιγαλιά
μες στου Χαρεμιού τη Λίμνη,
γκελ, γκελ, καϊξή.
-------------------------------------
Να κλέψω τη
Γκιουζέλ-χανούμ
Σκλάβα μέσα στο κελί της
Κλαιει και θρηνεί
Και ζητά τη λευτεριά της
γκελ, γκελ, καϊξή.
























ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ  ΜΕ ΤΟΝ ΑΠ.ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟ...


Subscribe Free for future posts  Add this player to my Page



Απόστολος Χατζηχρήστος - Ένας πολύ σπουδαίος ρεμπέτης




:

Τον Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος, ουσιαστικά, υπήρξε η αιτία που πριν πολλά χρόνια άρχισα να ασχολούμαι με το ρεμπέτικο τραγούδι. Όπως, επίσης, υπήρξε η αιτία που έπιασα στα χέρια μου μπουζούκι και άρχισα να το γρατζουνάω. Έτσι, το κείμενο που ακολουθεί είναι ένας τρόπος για να εκφράσω το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μου στο πολύ σπουδαίο έργο που άφησε πίσω του αυτός ο - αρκούντως βασανισμένος - άνθρωπος.
Η πρώτη μου επαφή με τα τραγούδια του Απόστολου Χατζηχρήστου ήρθε στα τέλη των 70ς, όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός σε ηλικία. Στο ραδιόφωνο ακουγόταν συχνά ένα τραγούδι που ερμήνευε ο Σταμάτης Κόκκοτας, το οποίο έλεγε "Κι άμα δεν με βρεις, πάρε βάρκα κι έλα, Μαρίτσα μου γλυκιά, θα 'μαι στην Καστέλλα". Αυτό το τραγούδι αποκάλυπτε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο και πρωτόγνωρο για ένα παιδί που μεγάλωνε σε μια πόλη που την έβλεπε σιγά - σιγά να πνίγεται στο τσιμέντο και όπου οι μονοκατοικίες με τις αυλές γεμάτες γιασεμιά γκρεμίζονταν η μία μετά την άλλη και στη θέση τους ξεφύτρωναν άχαρες πολυκατοικίες. Πράγματι, όποτε άκουγα το τραγούδι ξεδιπλώνονταν μπροστά στα παιδικά μου μάτια βαρκάδες, σεργιάνι σε παλιές γειτονιές, ραντεβουδάκια στα βράχια της Καστέλλας κλπ κλπ. Μερικά χρόνια αργότερα ανακάλυψα ότι ο δημιουργός αυτού του τραγουδιού λέγεται Απόστολος Χατζηχρήστος.
Απόστολος Χατζηχρήστος - Ένας πολύ σπουδαίος ρεμπέτηςΟ Απόστολος Χατζηχρήστος γεννήθηκε στο Κοκαριαλί της Σμύρνης το 1901. Το 1922 κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Σώθηκε δραπετεύοντας την ώρα που τον πήγαιναν για εκτέλεση. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάσθηκε ως οξυγονοκολλητής [βλ. Tάσου Σχορέλη "Ρεμπέτικη Ανθολογία" τόμος Δ΄σελ. 159]. Μέσα σε όλα όσα έκανε, ασχολούταν και με τη μουσική, καθόσον ήξερε να παίζει μπουζούκι, κιθάρα και ακορντεόν. Το έτος 1933 είναι η πλέον "σημαδιακή" χρονιά για το ρεμπέτικο τραγούδι, καθόσον ηχογραφείται ο πρώτος δίσκος με μπουζούκι (επρόκειτο για τον δίσκο γραμμοφώνου με το "Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας" σε μουσική Βαμβακάρη και στίχους Νίκου Μάθεση). Την ίδια χρονιά ο Απόστολος Χατζηχρήστος αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με το ρεμπέτικο τραγούδι, εμφανιζόμενος κοντά στον Μάρκο και στους άλλους ρεμπέτες σε κέντρα της εποχής (όταν λέμε "κέντρα" ... μην πάει το μυαλό σας στα σημερινά κέντρα της παραλιακής !!! Μιλάμε για φτωχικά ταβερνάκια, με λίγο κρασάκι και την ρεμπέτικη ορχηστρούλα). Το έτος 1937 βγαίνει ο πρώτος δίσκος του με το τραγούδι "Κοκκινιώτισσα". Μέχρι το έτος 1959, οπότε και πέθανε, ηχογράφησε πολλά όμορφα τραγούδια, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Πάντως, τα πιο όμορφα - και πιο γνωστά - τραγούδια του ο Χατζηχρήστος τα ηχογράφησε πριν την Κατοχή, ήτοι από το 1937 μέχρι το 1940 [ως γνωστόν, από το 1940 μέχρι το 1945 το θρυλικό εργοστάσιο της Columpia σταμάτησε να λειτουργεί λόγω της Κατοχής]. Παρόλα αυτά, ο Χατζηχρήστος ποτέ δεν απέκτησε τη θέση που τού άξιζε στο ρεμπέτικο τραγούδι!! Όποιον και να ρωτήσεις "πες μου δυο - τρεις ρεμπέτες που σού έρχονται στο μυαλό" θα σού απαντήσει "Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου ..." και ... ουχί "Χατζηχρήστος" ! Κι όμως, είναι, κατά την προσωπική μου άποψη, ισάξιος και του Μάρκου και του Τσιτσάνη !
Τώρα, όσον αφορά στα τραγούδια του ... Ένας άνθρωπος που βίωσε από κοντά τη Μικρασιατική Καταστροφή, την αιχμαλωσία, την προσφυγιά, την Κατοχή ... λογικό είναι να γράψει τραγούδια γεμάτα γνήσιο και αυθεντικό πόνο. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ορισμένους στίχους από τραγούδια του :
ΚΑΡΔΙΑ ΠΑΡΑΠΟΝΙΑΡΑ [τραγουδούν : Τακης Μπίνης / Στέλλα Χασκήλ]
Ποια λύπη σε βαραίνει βαριά αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη.
Σ' αυτόν τον ψεύτη κόσμο τον τόσο άπονο
καρδιά γιατί να λιώνεις με το παράπονο ?
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Μάνα μου γιατί να με γεννήσεις
βάσανα να νιώσω και στερήσεις
στην ψευτιά αυτού του κόσμου
να 'μαι πάντα μοναχος μου
μες στους πέντε δρόμους να γυρνώ.
ΓΛΥΚΟΒΡΑΔΥΑΖΕΙ
Γλυκοβραδυάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει
την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει.
Αλλά το πιο χαρακτηριστικό "παραπονιάρικο" τραγούδι του είναι το "αυτοβιογραφικό" "ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ" [ή "Ήρθαμε να γλεντήσουμε"], όπου με τη φράση "φίλε παραπονιάρη" ο δημιουργός του τραγουδιού περιγράφει με δυο λέξεις τον εαυτό του :
Το παλικάρι στη γωνιά - Χατζηχρήστο
μια ζεμπεκιά γουστάρει
απ' το γλυκό μπουζούκι σου
φίλε παραπονιάρη.

Κι όμως ... ο Απόστολος Χατζηχρήστος δεν έμεινε στο γράψιμο "παραπονιάρικων" τραγουδιών. Έγραψε και πολλά τραγούδια που υμνούν τις χαρές της ζωής, που περιγράφουν όμορφες απλές στιγμές της ανθρώπινης καθημερινότητας. Κάποια από αυτά, μάλιστα, είναι σε ρυθμό βαλς. [Κι εδώ, ακριβώς, έγκεται η "καινοτομία" που εισήγαγε ο Απόστολος Χατζηχρήστος στο ρεμπέτικο τραγούδι : Έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια με "ευρωπαϊκό" ρυθμό. Όπως, επίσης, "καινοτομία" του ήταν που καθιέρωσε το ακορντεόν ως βασικό όργανο της ρεμπέτικης ορχήστρας]. Λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι όλα αυτά τα κάπως "χαρούμενα" τραγούδια τα έγραψε για να λυτρωθεί ο ίδιος από τα βάσανα της ζωής του, για να ανακουφισθεί ο ίδιος από τις πίκρες του. Παραθέτω μερικούς στίχους από αυτήν την "κατγηγορία" τραγουδιών του :
ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ [σε ρυθμό βαλς]
Έλα να πάμε τσάρκα μια βραδυά!
Η βάρκα μας προσμένει στην ακροθαλασσιά
και ο βοριάς φυσάει, τι όμορφη βραδυά!
Η ΑΜΑΞΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ [σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή "Τσάντα"]
Η άμαξα μες στη βροχή
τράβα αμαξά μη μού βραχεί
το κορίτσι που ΄ναι μέσα
όμορφο σαν πριγιπέσσα
μη μού βραχεί!
ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
Σιγά - σιγά φίλε μου το αμάξι
έφτασε η πεντάμορφη τις καρδιές να κάψει.
Σε εξοχικό ήρθε να γλεντήσει
και σαν ρεμπέτισσα μια βραδυά να ζήσει.
ΑΣ ΜΗΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕ ΠΟΤΕ [σε στίχους Κώστα Μάνεση, σε ρυθμό βαλς]
Ας μην ξημέρωνε ποτέ!
Ας μη φύγει αυτό το βράδυ που 'μαστε μαζί
γιατί μέσα στο σκοτάδι η αγάπη ζει!
ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
Πάμε στο Φάληρο - περήφανα!
είναι αστροφεγγιά - περήφανα!
Με μια μικρή βαρκούλα
πάμε τα δυο στη Βούλα
για ρομάντζα και φιλιά !
ΚΑΡΟΤΣΕΡΗ ΤΡΑΒΑ [στην πρώτη ηχογράφηση του εν λόγω τραγουδιού κάνει εντύπωση ο ήχος από πέταλα αλόγου που ακούγεται ως "εφφέ" !!!]
Τράβα, τράβα τράβα, καροτσέρη τράβα
και στο Καλαμάκι κόψε για ουζάκι !
Τράβα, τράβα, τράβα, στη Γλυφάδα τράβα
για καλό κρασάκι και για μπαρμπουνάκι.
Γύρνα πάλι γύρνα, στην Αθήνα γύρνα
κι άκου μπουζουκάκι απ' το Σμυρνιωτάκι.
[με το "Σμυρνιωτάκι" ο δημιουργός του τραγουδιού προφανώς αναφέρεται στον εαυτό του].
Σε όλα τα παραπάνω τραγούδια, είναι έκδηλη η αγωνία του δημιουργού τους να κρατήσει ζωντανές τις απλές όμορφες στιγμές της ζωής, τις οποίες δεν ήταν τυχερός να τις απολαύσει "μέχρι το μεδούλι τους". Φυσικά, από τη θεματολογία του Απόστολου Χατζηχρήστου δεν ήταν δυνατόν να λείψουν ... και τα βάσανα του έρωτα, καθώς και το "ερωτικό ανεκπλήρωτο' [σύνηθες θέμα των ρεμπέτικων τραγουδιών]. Παραθέτω στίχους και από αυτήν την "κατηγορία" τραγουδιών του :
ΑΛΗΤΗ Μ' ΕΙΠΕΣ ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ [ή ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΗΤΗ] :
Αλήτη μ' είπες μια βραδυά
χωρίς καμιάν αιτία
μα τού αλήτη η καρδιά
δεν σού κρατάει κακία.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΔΕΝ ΕΙΣ' ΕΝΤΑΞΕΙ
Θυμήσου που ορκιζόσουνα πως θα με περιμένεις
μα γρήγορα με ξέχασες και μ' άλλονε πηγαίνεις.
Έχεις γνώμη τώρα αλλάξει
Βαγγελιώ δεν είσ' εντάξει.

ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΠΟΝΑΣ [στίχοι : Γ. Φωτίδας]
Ωχ! Μ' αυτό το δρόμο που τραβάς
θα 'ρθει μια μέρα να πονάς.
Άμυαλο τρελό σπουργίτι
μ' όποιον να 'ναι μη γλεντάς !

ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙ
Λίγη αγάπη σου ζητώ μικρό μου
έλα μην αργείς
δώσ' μου πια μιαν ελπίδα
μαζί μου πως θα ΄ρθεις.
Εκτός από τα παραπάνω, έχω υπόψη μου και δύο ακόμη τραγούδια του που ... μάς ταξιδεύουν στη "λάγνα ανατολή" και στους "κόσμους του παραμυθιού"

Ο ΚΑΪΞΗΣ [επηρεασμένο από οπερέτα] :
Γκελ - γκελ καϊξή
γιαβάς - γιαβάς !
Μες στης Πόλης τ' ακρογιάλι, μες στη σιγαλιά
μες στου χαρεμιού τη λήθη, γκελ - γκελ καϊξή !

Η ΜΙΚΡΗ ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΙΕΡΗ [σε ρυθμό - τι άλλο - ζεϊμπέκικο καμηλιέρικο] :
Η μικρή του καμηλιέρη
αραπίνα από τ' Αλγέρι
όποιος να την δει τη θέλει
γιαλελέλι !

Εκτός από πολύ όμορφα τραγούδια, ο Απόστολος Χατζηχρήστος διέθετε και πολύ ωραία, και προπαντός "βιωματική" φωνή, την οποία χειριζόταν με πολύ επιδέξιο τρόπο. Άλλωστε, όποτε τραγουδούσε, το ζούσε πραγματικά το τραγούδι, βγάζοντας όλο τον πόνο που είχε στην ψυχή του [αυτό το διαπιστώνει εύκολα όποιος ακούσει τις παλιές ηχογραφήσεις των τραγουδιών του]. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι Ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης τού ανέθεσαν να ερμηνεύσει κάποια τραγούδια τους [στο μυαλό μού έρχεται το "Είσ' αριστοκράτισσα κι ωραία" του Τσιτσάνη, που το ερμηνεύει καταπληκτικά]. Αυτό, όμως, που πραγματικά γοητεύει από τις παλιές ηχογραφήσεις των τραγουδιών του, είναι το γεγονός ότι στα περισσότερα από αυτά τραγουδούσε μαζί με άλλους ρεμπέτες, συνήθως εν είδει "χορωδίας". Παραδείγματα : Στον "Καϊξή" μοιράζεται τις στροφές του τραγουδιού μαζί με τον Μάρκο. Στο "Πεντάμορφη" τραγουδούν από κοινού ο ίδιος, ο Μάρκος και η Σούλα Καλφοπούλου. Στο "Πάμε στο Φάληρο" από κοινού ο ίδιος, ο Μάρκος και ο πρωτοεμφανιζόμενος Απόστολος Καλδάρας !
Όπως προανέφερα, ο Απόστολος Χατζηχρήστος πέθανε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 1959, σε ηλικία μόλις 58 ετών. Αν ζούσε περισσότερο, είναι σίγουρο ότι θα είχε γράψει κι άλλα όμορφα τραγούδια. Αλλά κι αυτά που άφησε, είναι υπερ - αρκετά για να τον καταστήσουν "αθάνατο" και "κολώνα του ελληνικού πολιτισμού". Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι από τους αναγνώστες του κειμένου μου, διαβάζοντας τα τραγούδια που παραθέτω, θα αναρωτηθούν : "άντε βρε, δικό του είναι αυτό το τραγούδι, δεν το ήξερα!" Πράγματι ... όσο κι αν τα τραγούδια του θα τραγουδιούνται και ... από τα δισέγγονά μας, ο ίδιος μάλλον θα παραμένει άγνωστος στον πολύ κόσμο και γνωστός μόνο σε όσους έχουν ασχοληθεί - είτε λίγο είτε πολύ - με την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Όμως, όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Τάσος Σχορέλης στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του [τόμος Δ σελ. 159] : "Ο Χατζηχρήστος είναι αναμφισβήτητα από τους λίγους κορυφαίους συνθέτες και η θέση του είναι στην πρώτη γραμμή του ρεμπέτικου. Είναι ένας από τους μεγάλους του. Από τους πρώτους του".
ΠΗΓΗ
http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&sid=2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: