Γιώργος Μητσάκης
Όπου Γιώργος και μάλαμα.
Του Κώστα Μπαλαχούτη
Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης και κυμάνθηκαν ταυτόχρονα σε υψηλές στάθμες δημιουργίας. Ο Γιώργος Μητσάκης, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όπου έκανε το ντεμπούτο του στην δισκογραφία ξεχώρισε αμέσως για την δύναμη των στίχων του, την πολυποίκιλη μουσική του φλέβα, την σωστή ερμηνεία του και την μαστοριά του στο μπουζούκι. Άλλοτε στιβαρός και δωρικός κι άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός, ο Μητσάκης είχε το χάρισμα να διαφοροποιείται από τους ομότεχνους του. Ακόμα και σαν προσωπικότητα αλλά και σαν φιγούρα πάνω στο πάλκο «πέρασε» το δικό του ύφος και στυλ. Χωρίς υπερβολή πέρα από τον κοινότοπη αλλά εύστοχη ετικέτα «Δάσκαλος» που του απένειμαν πολλοί, ο Μητσάκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας πηγαίος εστέτ του λαϊκού πενταγράμμου. Κι είναι κρίμα που μεγάλα μέρη από το εύρος και το μέγεθος του έργου του παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξερεύνητα κι ας έχουν δεκάδες τραγούδια του κερδίσει την δύσκολη μάχη με τον χρόνο. Γιατί πέρα από την εκτίμηση και αναγνώριση που χαίρει στον ευρύτερο μουσικό κύκλο, ο Μητσάκης δεν έχει «παρασημοφορηθεί» όσο άλλοι ισοδύναμοί του. Κι αυτό ίσως συμβαίνει γιατί τα media αλλά και η έρευνα, από άγνοια ή ακόμη και μικροπολιτική σκοπιμότητα, αποδίδουν τα εύσημα μόνο σε λιγοστούς και ορισμένους. Το περίεργο είναι ότι ο Μητσάκης μέχρι και την αναγκαστική «απόσυρσή» του από τα πράγματα παρέμενε επίκαιρος και ευρηματικός σημειώνοντας και στην δεκαετία του '70 επιτυχίες που κατέγραφαν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής. Όπως άλλωστε συνήθιζε να πράττει στην πολύχρονη διαδρομή του στο τραγούδι, όπου στην περίπτωσή του η περίφημη ρήση «Όπου Γιώργος και μάλαμα.» βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση της.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΙΝΑΙ Τ' ΟΝΟΜΑ
<< Εγώ γεννήθηκα στην Πόλη. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέφανο και τη μητέρα μου Αθηνά. Γεννήθηκα στο Μπέικος, μια περιοχή φημισμένη για τα καρύδια της. Ο παππούς μου είχε ανοίξει ένα μαγέρικο εκεί κοντά στα δικαστήρια και σιγά-σιγά είχε αποκτήσει φήμη. Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει. Πήρε και μια βάρκα -εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός- πήρε και τη μάνα μου κι εμένα και πήγαμε και μείναμε στην Πρίγκηπο, σε κάτι παράγκες κοντά στην παραλία. Εκεί μένανε όλοι οι ψαράδες. Εγώ γεννήθηκα το 1921. Αλλά έχω κι άλλο ένα πιστοποιητικό γεννήσεως το 1924. Κι αυτό γιατί είχαν αρχίσει να κυνηγάνε τους Ρωμιούς. Τα πράγματα σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα για μας τους Έλληνες. Είδαμε κι αποείδαμε, δε μας σήκωνε ο τόπος και αποφάσισε ο πατέρας μου να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα. Φορτώσαμε τα πράγματά μας σ' ένα ιταλικό πλοίο, μια σακαράκα, «Αμπάζια» λεγότανε. Και έπειτα από δεκαεφτά μέρες ταξίδι -πιάσαμε Αλεξανδρούπολη, πιάσαμε Θάσο- φτάσαμε στην Καβάλα. Αυτό έγινε το 1935. Του πατέρα μου όμως δεν του πολυάρεσε. Αλλά και η μάνα μου φώναζε γιατί είχε ένα θείο ενωμοτάρχη στο Βόλο κι ήθελε να πάμε εκεί, μας είχε καλέσει ο θείος να πάμε κοντά του. Εκεί εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Βόλο, την Άφυσσο. Ψαροχώρι ήτανε, ο πατέρας μου ψάρευε εκεί, ήτανε κι ο θείος εξουσία, αρχίσαμε λοιπόν να τα βολεύουμε κάπως. Εμένα όμως το αίμα μου έβραζε. >>1.
Ο νεαρός Μητσάκης τελειοποιεί τα ελληνικά του, για να μην γίνεται λόγω της προφοράς του ο περίγελος των πιτσιρικάδων, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με το μπουζούκι. Στην ονομαστή «Σκάλα» του Στέφανου Μιλάνου θα πάρει τα πρώτα «μουσικά» μαθήματα αλλά δεν θα εξοφλήσει το χρέος του προς τον ιδιοκτήτη, 150 δραχμές, που δανείστηκε για να αγοράσει το πολυπόθητο τρίχορδο. Γι' αυτό και το όνομά του παρέμενε μέχρι και τα χρόνια του '60 στο μαυροπίνακα του μαγαζιού. Προκειμένου να μην καταλήξει ψαράς, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του το σκάει και πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη.
Ο ΜΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ
Η καλή του μοίρα θα τον κάνει να γνωριστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Ο τελευταίος όχι μόνο θα του διδάξει τα μυστικά του οργάνου αλλά θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία, βγάζοντας «πιατάκι». Γνωρίζεται με το Στελλάκη Περπινιάδη, το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, το Σπύρο Περιστέρη, το Στέλιο Κερομύτη, τον Γιάννη Σταμούλη, το Σταύρο Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου κ.ά.). Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και πρωτοπορία καθώς και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους επένδυση.
Δίφυλλο με τα δύο πασίγνωστα τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη.
Αυτόγραφο του Γιώργου Μητσάκη. Σύμφωνα με τον Μητσάκη, το περίφημο Κομπολογάκι και το Όταν καπνίζει ο λουλάς -που ηχογραφήθηκαν μετά την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία των studio στη Ριζούπολη και μάλιστα το καθένα σε τρεις παράλληλες εκτελέσεις - είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και αφορμές. Παρά κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζει με την στρατιωτική του θητεία (αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια με εξάμηνη φυλάκιση στα Γιάννενα) σκαρφαλώνει με γοργούς ρυθμούς τα σκαλοπάτια της καταξίωσης. Το 1947 παντρεύεται με την πρώτη του σύζυγο και την επόμενη χρονιά έρχεται στη ζωή η κόρη τους. Συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου στου «Μάριου» στην Ίωνος και στου «Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές, μόνοι τους αλλά και ως μέλη του ξακουστού σχήματος των 12 μπουζουξήδων. Περνάει απ' τη «Λουζιτάνια» στη Συγγρού με τον Απόστολο Καλδάρα. Ιστορική έχει μείνει η σύμπραξή του με τον Μανώλη Χιώτη στο «Πίγκαλς» στην αρχή της Πατησίων όπου οι δυο τους συναγωνίζονταν σε κομψότητα και αρχοντιά, μαγεύοντας το κοινό. Ο ίδιος ο Μητσάκης ταπεινά θα δηλώσει: «Η μόνη μου επιτυχία στο πάλκο ήταν με το Χιώτη στο Πίγκαλς»2. Εκεί η Μαρίκα Νίνου θα κάνει το νούμερό της με τον άντρα της και το μικρό γιο τους ως «Δυόμισι Νίνο» αλλά θα αποδώσει και μόνη της τις πρώτες μπριόζικες ερμηνείες της, κι εκεί ο Χιώτης θα γνωρίσει την Μαίρη Λίντα.
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Η φήμη του Μητσάκη εκτινάσσεται στην κορυφή. Βρίσκεται στην πιο παραγωγική και αποδοτική φάση της καριέρας του. Σε μια λογοκριμένη περίοδο καταθέτει ώριμα δείγματα μιας αφοπλιστικά αψεγάδιαστης γραφής που παλινδρομούν ανάμεσα στην απεικόνιση της σκληρής μετεμφυλιακής πραγματικότητας αλλά συντοχρόνως και την διάθεση για διασκέδαση, γλέντι και απόδραση απ' τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Πηγές της θεματολογίας του η καθημερινότητα και οι ανάγκες της που προσεγγίζει με καυστική και αιχμηρή ματιά αλλά και σκωπτική, σαρκαστική οπτική. Μέχρι και τα μισά του '50 η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Το καπηλειό, Τα δαχτυλίδια, Η Βαλεντίνα (επηρεασμένος από τη θεία του στην Πόλη, στην οποία εύρισκε καταφύγιο για να μην τιμωρηθεί για τις σκανταλιές του), Η Φρόσω (απ' την παραμονή του στα Γιάννενα και τον μύθο της Κυρά Φροσύνης), Ο Ψαράς (για τον πατέρα του), Κατσιβέλλα, Θέλω στα μπουζούκια να με πας, Δεν είμαι ο Γιώργος, Ψιλή βροχούλα, Το σβηστό φανάρι, Παλαμάκια - Παλαμάκια, Γυναίκα με δυο άντρες, Απόψε είναι βαριά, Να 'χεις χάρη που σε αγαπώ (Το δικό σου το μαράζι) κ.ά. που ερμηνεύουν -συχνά μαζί με τον Μητσάκη- σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στελλάκης, Παγιουμτζής, Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.
ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ ΠΟΙΑ ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
Η ανοδική διαδρομή του Μητσάκη στη νύχτα περνά από του «Τζίμη του Χοντρού» στην Αχαρνών με τους Στέλλα Χασκίλ, Χρηστάκη (είχε παντρευτεί την αδελφή του Μητσάκη), Ευαγγελία Μαργαρώνη, Δημήτρη Ευσταθίου και τον νεαρό τότε Πάνο Μιχαλόπουλο. Ο τελευταίος θα μπει στην δισκογραφία χάρη σ' ένα τραγούδι του «δάσκαλου», το «Σαββατόβραδο συννεφιασμένο» . Στις αρχές του '50, με «μεσολαβητή» το Γιώργο Ζαμπέτα, γνωρίζει την Άννα Χρυσάφη που μόλις έχει κάνει τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Μετά από ένα πολύμηνο διάστημα μαθητείας θα εμφανιστούν στη «Γωνιά της Αθήνας» στην Πατησίων και το καλοκαίρι του 1952 στο «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια. όπου όπως λέει ο ίδιος ο Μητσάκης «γινόταν λοιπόν μεγάλος ντόρος κάθε βράδυ»3. Η παρουσία τους στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών» του Νίκου Τσιφόρου με τους Μίμη Φωτόπουλο και Πέτρο Κυριακό θα ενισχύσει την δημοτικότητά τους. Για το κοινό θα αποτελέσουν ένα από τα ωραιότερα ντουέτα εκείνης της περιόδου αλλά η καλλιτεχνική τους σύζευξη θα είναι σχετικά σύντομη και στιγματισμένη από παράπονα και «γκρίνιες». Η Χρυσάφη θα κατηγορήσει τον Μητσάκη, ότι τα τραγούδια που εκείνη κάνει επιτυχία στο πάλκο -όπως συνηθιζόταν τότε- τα ηχογραφεί με άλλες ερμηνεύτριες ενώ ο δημιουργός, απαντώντας, θα θέσει το ζήτημα των διαφορετικών εταιρειών που δεν επιτρέπει τη δισκογραφική τους συνεργασία. Η Χρυσάφη ανήκε στην Odeon και ο Μητσάκης στην Columbia. Στο ίδιο κέντρο θα ξανασυναντηθούν με επιτυχία το 1954 και το 1957. Έχουν μεσολαβήσει τα ταξίδια του Μητσάκη στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα της Χρυσάφης στην Αμερική. Η λεζάντα που προανήγγειλε την δεύτερη επανασύνδεσή τους έγραφε: Ξανασμίγουν τα' αηδόνια.
ΟΠΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΑ
Η δυναμική πορεία του Μητσάκη θα έχει συνέχεια και «συγκομιδή» και στις επόμενες δεκαετίες. Μετά από έναν στενωπό και μια κάμψη που θα έχει στα μισά του '50, το «Όπου Γιώργος και μάλαμα» θα του προσφέρει στήριγμα και εφαλτήριο για νέα «σουξέ». Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, μαέστρος τότε στην Columbia, θυμάται χαρακτηριστικά ότι ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, εκ των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας, αντιμετώπιζε με δυσπιστία το συγκεκριμένο τραγούδι και τις προοπτικές του. Μάλιστα είχε δημιουργηθεί κι ένα «παγωμένο» κλίμα με τον Μητσάκη αφού μια σειρά δημιουργιών του είχαν περάσει απαρατήρητες. Η κάθετη στάση του Δερβενιώτη -που εκτιμά ιδιαίτερα το έργο του Μητσάκη- σχετικά με την ποιότητα και το «γκελ» του «Όπου Γιώργος και μάλαμα» ήταν καθοριστική. Νωρίτερα -αλλά και στη συνέχεια- ο Μητσάκης θα βρει στο πρόσωπο του ανερχόμενου Στέλιου Καζαντζίδη τον ιδανικό εκφραστή μιας ομάδας κοινωνικών τραγουδιών που έθιγαν και φωτογράφιζαν κυριολεκτικά τα «κακώς κείμενα» και την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το μεγαλύτερο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: Θλιμμένο δειλινό, Ζωή είν' αυτή Ζωίτσα μου, Χτύπα φτωχή καμπάνα, Αχάριστε κόσμε και ντουνιά, Οι καλοί πεθαίνουν νέοι, Το πιο πικρό ψωμί, Πέφτουν τα φύλλα απ' τα κλαριά, Ζωντανό με κλάψανε, Βράδιασε μες το Γεντί Κουλέ, Το σήμερα χειρότερο, Όλα μαύρα, Το μεροκάματο, Κλάψε φτωχή καρδούλα μου -σε μουσική Δερβενιώτη-, Άσε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω, Μοναξιά και φτώχεια κ.ά. Με τον Καζαντζίδη ο Μητσάκης αφήνει τον ευρωπαϊκό του αέρα και επιστρέφει σε πιο βυζαντινά ηχοχρώματα. Αυτός θα σηματοδοτήσει δισκογραφικά και το «πάντρεμα» του ερμηνευτή με την Μαρινέλλα με εναρκτήριες εγγραφές τα: Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, Νίτσα Ελενίτσα, Το ρομάντζο. Ο Καζαντζίδης σε συζήτηση που είχα μαζί του θα επισημάνει τον όγκο και την αστείρευτη φλέβα του δημιουργού: «Τα τραγούδια του τα τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα. Είναι ίσως ο πιο πολυτραγουδισμένος συνθέτης»4. Οι δυο τους θα συναντηθούν «διακριτικά» και στην δεκαετία του '60, χωρίς ν' αφήσουν όμως έντονα τα χνάρια τους, με εξαίρεση το πανελλαδικής εμβέλειας «Το δικό μου πάπλωμα». Στο μεγάλο δίσκο αφιέρωμα «Ο Κύριος Μητσάκης» (1993) ο Καζαντζίδης στην εισαγωγή του «Τι γυρεύεις παλικάρι» περνάει στο μικρόφωνο τον χαιρετισμό: «Γεια σου Μητσάκη μεγάλε δάσκαλε».
ΑΝ ΖΟΥΣΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ.
Στα χρόνια του '60 ο Μητσάκης βρίσκεται ανελλιπώς στην επικαιρότητα. Στην ζωή του έχει μπει πλέον «το μεγάλο κεφάλαιό του»5, η δεύτερη σύζυγός του Αθηνά. Οι παλιές του δόξες επανεκτελούνται από κορυφαίους λαϊκούς τραγουδιστές ενώ μια σειρά καινούργιων συνθέσεων του κατέχουν περίοπτες θέσεις στις λίστες επιτυχιών: Το παιδί που μπήκε τώρα, Στον Πειραιά συννέφιασε, Της Λαρίσης το ποτάμι, Ο μπάρμπα Θωμάς, Πάρε το δαχτυλίδι μου κ.ά. με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Σπύρο Ζαγοραίο, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μανώλη Αγγελόπουλο κ.ά. Παράλληλα συμβάλει με τα τραγούδια του στην καθιέρωση νέων ερμηνευτών, όπως οι Λίτσα Διαμάντη (Συννεφιές), Γιάννης Καλατζής (Πού 'σαι καημένε Περικλή), Γιώργος Νταλάρας (Στην εποχή του Πάγκαλου), Γιάννης Πάριος (Η θάλασσα του Πειραιά), Καίτη Αμπάβη κ.ά. Προσπαθώντας να κρατηθεί στις κορυφογραμμές της τραγουδοποίας και των τάσεων της εποχής ακολουθεί πιο «έντεχνες» διαδρομές. Παρά τις εμπορικές δάφνες που θα αποκομίσει δεν θα καταφέρει να αγγίξει τα όρια της πρώτης και αξεπέραστης φάσης της καριέρας του.
Ο στίχος του που τόσο εύστοχα αντικατόπτρισε μια ολόκληρη κοινωνία και εποχή, το πνεύμα, τις αγωνίες και τα συναισθήματά της, αρχίζει να δείχνει τις ρυτίδες του, να καταφεύγει σε μανιέρες κι ευκολίες και να χάνει το σφρίγος και το σμάλτο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν το '70 λίγο επιχειρώντας να κάνει και πάλι τραγούδια με τον Νταλάρα, εκείνος θα αρνηθεί την πρότασή του: «Τώρα κάνω άλλα πράγματα, δεν τραγουδάω αυτό το μοτίβο»6. Ο Μητσάκης δεν θα παραδοθεί άνευ ορών στα νέα καλέσματα των καιρών και στο «άδειασμα» των πρωτομάστορων του κλασικού λαϊκού απ' τις μεγάλες εταιρείες. Στη Lyra θα ανοίξει και πάλι το «Ρεμπέτικο Σχολείο» του και «Το Παλιό Τεφτέρι» του κάνοντας κατάσταση και σημαντικές πωλήσεις με νέους κυρίως καλλιτέχνες μέσα από μια σειρά δίσκων 33 στροφών. Το δέσιμο και επικοινωνία τον κόσμο έχουν κτιστεί με στέρεα υλικά. Άλλωστε απ' τις αρχές του '60 στη νύχτα δείνει δυναμικό παρών: Στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Χρυσά Κλειδιά, στον Περικλή και στο Πλακιώτικο Σαλόνι στην Πλάκα, στο Άλσος με τον Οικονομίδη, στη Νεράϊδα, στα Παλιά Δειλινά, στο Quenn Ann.
ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Ίσως να ζούσαν οι αρχαίοι, όπως και ο τίτλος του χαρακτηριστικού lp του Μητσάκη, που κυκλοφόρησε το 1969 να εκτιμούσαν περισσότερο το έργο και τις ιδιαιτερότητές του. Τις εμμονές του με τις συννεφιασμένες και βροχερές ημέρες (Στον Πειραιά συννέφιασε, Αν μιλούσαν τα σύννεφα, Ψιλοβρέχει, Της βροχούλας το νεράκι κ.ά.) με τους ψαράδες, το ψάρεμα και τη θάλασσα (Ο Νικόλας ο ψαράς), με τους Γιώργηδες και τα ονόματα γενικότερα (Έδιωξες το Δημητράκη), με τα επαγγέλματα και τις ιδιότητες (Ο βιοπαλαιστής, Ο φοιτητής, Ο πατέρας, Ο ναύτης, Το φανταράκι, Οι καπεταναίοι, Ο τσιγγάνος), με τις τοποθεσίες (Στης Καλλιρόης το ρέμα, Στο γύρο της Ακρόπολης, Θεσσαλονίκη, Στα Τρίκαλα, Γκρεμίζουν την Αθήνα την παλιά) τα δαχτυλίδια της αγάπης, το κομπολογάκι που το έχανε και το ξαναέβρισκε, τα ερωτικά τρίγωνα που δεν χωρούν σε «διπλό πάπλωμα» και «μικρό χαγιάτι», τους φυλακισμένους στα κάτεργα και τόσες ακόμη στιγμές που περικλείουν την πολυδιάστατη θεματολογία του που ανέπτυξε με ποιητική σφραγίδα, δυναμισμό, αμεσότητα, κριτική σκοπιά και σαφήνεια με συμπορευτή του λόγου τις όμορφες και ισοβαρής μελωδίες του.
ΟΤΑΝ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ.
Το 1981 η ζωή του θα κινδυνέψει μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Θα αποσυρθεί από τα πράγματα αλλά αραιά θα επανέλθει στη νυχτερινή διασκέδαση: Το 1983 στα Δειλινά, το 1984 στο Χάραμα και το 1987 στην Όμορφη Νϋχτα. Το 1991 αντιμετωπίζει νέα προβλήματα με την υγεία του και φεύγει απ' τη ζωή το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 1993. Με χαμόγελο στα χείλη και ικανοποιημένος από τη συναυλία που οργανώθηκε προς τιμήν του από το Δήμο Πειραιά στο Βεάκειο με συμμετοχή πλήθους καλλιτεχνών τον Ιούλιο της ίδια χρονιάς κι έχοντας προλάβει να απολαύσει το ύστατο σουξέ, με τις χρυσές πωλήσεις της συλλογής «Η Ελλάδα του Μητσάκη». «Δραπέτης» απ' το «Γεντί Κουλέ» της ζήσης και με σβηστό «Καντήλι» όπως ερμήνευε ο Νίκος Γιουλάκης σε κάποια τραγούδια του «Δάσκαλου» που ανήκουν και στα αγαπημένα του γράφοντα.
'Όταν θα σβήσει και το δικό μου το καντήλι
θέλω να πεθαίνω με χαμόγελο στα χείλη..
1,3,5,6 Γιώργος Μητσάκης - Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Νίκος Οικονόμου (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) 2 Συνέντευξη του Μητσάκη στους Στέλιο Ελληνιάδη και Γιώργο Κοντογιάννη (Ντέφι, τεύχος 8,1983) 4. Κι Όσο Υπάρχει θα Υπάρχω - Η πορεία και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Κώστα Μπαλαχούτη (εκδόσεις Ατραπός). Επίσης στοιχεία αντλήθηκαν από Ρεμπέτικη Ανθολογία, του Τάσου Σχορέλη (εκδόσεις Πλέθρον) Μανώλης Αγγελόπουλος, Ο Μεγάλος Τσιγγάνος, όπως τον γνώρισα του Τάσου Καραίσκου (Ατραπός) Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας, Συνθέτες του Ρεμπέτικου του Παναγιώτη Κουνάδη (σειρά ψηφιακών δίσκων της Minos-Emi). ΔΙΦΩΝΟ ΤΕΥΧΟΣ 98 (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003)
www.rebetiko.gr
«Οταν ο ήλιος τ' άρμα του πηγαίνει να ξεζέψει, ένας κλέφτης τη σκέψη μου πάει για να κλέψει. Μα δεν είναι δικό μου τίποτε, ούτε και η χαρά μου, κι η νύχτα φεύγει αδιάφορη κάτω απ' τα βλέφαρά μου. Τι να πάρω απ' τη ζωή, τι να δώσω στο θάνατο, που δεν έχει πνοή το φτωχό μεροκάματο... Η αυγή ξημερώνει και λαλούν τα κοκόρια, δυο κόσμοι ξυπνούν μα βαδίζουνε χώρια...» (Γ. Μητσάκης).
«Το τραγούδι σήμερα», έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Ρ», «έχασε το χρώμα του, του κρέμασαν τενεκέδια. Τι νομίζεις, άμα βάλεις ένα μπουζούκι σε ένα τραγούδι έγινε και λαϊκό; Ο,τι και να λέει, και για "τεκνά" και εγώ δεν ξέρω τι άλλο, είναι λαϊκό; Πάνε να διαστρεβλώσουν το γούστο. Και βέβαια το δικό μου και το δικό σου δεν έχει ανάγκη πλέον. Τα νέα παιδιά, όμως; Που ακούνε στο ράδιο δέκα φορές τη μέρα, μην πω τι ακούνε... Οσοι πρωτοστατούν σ' αυτήν τη διαστρέβλωση είναι όλοι φταίχτες. Γιατί, δηλαδή, έχουμε πλουτίσει όλοι και δε μας συγκινεί πλέον ο καημός του φτωχού;».
Ο ίδιος μιλούσε με περηφάνια για τη λαϊκή καταγωγή του: «Παιδί λαϊκό ήμουνα. Ξυπόλυτος ξεκίνησα. Να ξεχάσω ότι το '38 στη Θεσσαλονίκη έπλενα πιάτα; Φτωχόπαιδο ήμουν, δεν ντρέπομαι να το πω...». Και στη θύμησή του ερχόταν το «Μεροκάματο»: «Κι αν η μάνα μου με γέννησε φτωχό, είμαι τσίφτης και παιδί εργατικό, δουλεύω μεροκάματο, Δευτέρα μέχρι Σάββατο, κι αν είμαι φτωχαδάκι παράβλεψε λιγάκι, έχω δίκιο και στο λέω ορθά κοφτά, τον άνθρωπο δεν κάνουν τα λεφτά...».
«Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Εδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι..."Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει...". Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δε θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι...».
(ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ...!!!)
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
2 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
3 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
4 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
5 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
6 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
7 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
9 από 10 σελίδες
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
10 από 10 σελίδες
ΠΗΓΗ
www.stixoi.info/stixoi.php?
Όπου Γιώργος και μάλαμα.
Του Κώστα Μπαλαχούτη
Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης και κυμάνθηκαν ταυτόχρονα σε υψηλές στάθμες δημιουργίας. Ο Γιώργος Μητσάκης, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όπου έκανε το ντεμπούτο του στην δισκογραφία ξεχώρισε αμέσως για την δύναμη των στίχων του, την πολυποίκιλη μουσική του φλέβα, την σωστή ερμηνεία του και την μαστοριά του στο μπουζούκι. Άλλοτε στιβαρός και δωρικός κι άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός, ο Μητσάκης είχε το χάρισμα να διαφοροποιείται από τους ομότεχνους του. Ακόμα και σαν προσωπικότητα αλλά και σαν φιγούρα πάνω στο πάλκο «πέρασε» το δικό του ύφος και στυλ. Χωρίς υπερβολή πέρα από τον κοινότοπη αλλά εύστοχη ετικέτα «Δάσκαλος» που του απένειμαν πολλοί, ο Μητσάκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας πηγαίος εστέτ του λαϊκού πενταγράμμου. Κι είναι κρίμα που μεγάλα μέρη από το εύρος και το μέγεθος του έργου του παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξερεύνητα κι ας έχουν δεκάδες τραγούδια του κερδίσει την δύσκολη μάχη με τον χρόνο. Γιατί πέρα από την εκτίμηση και αναγνώριση που χαίρει στον ευρύτερο μουσικό κύκλο, ο Μητσάκης δεν έχει «παρασημοφορηθεί» όσο άλλοι ισοδύναμοί του. Κι αυτό ίσως συμβαίνει γιατί τα media αλλά και η έρευνα, από άγνοια ή ακόμη και μικροπολιτική σκοπιμότητα, αποδίδουν τα εύσημα μόνο σε λιγοστούς και ορισμένους. Το περίεργο είναι ότι ο Μητσάκης μέχρι και την αναγκαστική «απόσυρσή» του από τα πράγματα παρέμενε επίκαιρος και ευρηματικός σημειώνοντας και στην δεκαετία του '70 επιτυχίες που κατέγραφαν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής. Όπως άλλωστε συνήθιζε να πράττει στην πολύχρονη διαδρομή του στο τραγούδι, όπου στην περίπτωσή του η περίφημη ρήση «Όπου Γιώργος και μάλαμα.» βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση της.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΙΝΑΙ Τ' ΟΝΟΜΑ
<< Εγώ γεννήθηκα στην Πόλη. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέφανο και τη μητέρα μου Αθηνά. Γεννήθηκα στο Μπέικος, μια περιοχή φημισμένη για τα καρύδια της. Ο παππούς μου είχε ανοίξει ένα μαγέρικο εκεί κοντά στα δικαστήρια και σιγά-σιγά είχε αποκτήσει φήμη. Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει. Πήρε και μια βάρκα -εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός- πήρε και τη μάνα μου κι εμένα και πήγαμε και μείναμε στην Πρίγκηπο, σε κάτι παράγκες κοντά στην παραλία. Εκεί μένανε όλοι οι ψαράδες. Εγώ γεννήθηκα το 1921. Αλλά έχω κι άλλο ένα πιστοποιητικό γεννήσεως το 1924. Κι αυτό γιατί είχαν αρχίσει να κυνηγάνε τους Ρωμιούς. Τα πράγματα σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα για μας τους Έλληνες. Είδαμε κι αποείδαμε, δε μας σήκωνε ο τόπος και αποφάσισε ο πατέρας μου να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα. Φορτώσαμε τα πράγματά μας σ' ένα ιταλικό πλοίο, μια σακαράκα, «Αμπάζια» λεγότανε. Και έπειτα από δεκαεφτά μέρες ταξίδι -πιάσαμε Αλεξανδρούπολη, πιάσαμε Θάσο- φτάσαμε στην Καβάλα. Αυτό έγινε το 1935. Του πατέρα μου όμως δεν του πολυάρεσε. Αλλά και η μάνα μου φώναζε γιατί είχε ένα θείο ενωμοτάρχη στο Βόλο κι ήθελε να πάμε εκεί, μας είχε καλέσει ο θείος να πάμε κοντά του. Εκεί εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Βόλο, την Άφυσσο. Ψαροχώρι ήτανε, ο πατέρας μου ψάρευε εκεί, ήτανε κι ο θείος εξουσία, αρχίσαμε λοιπόν να τα βολεύουμε κάπως. Εμένα όμως το αίμα μου έβραζε. >>1.
Ο νεαρός Μητσάκης τελειοποιεί τα ελληνικά του, για να μην γίνεται λόγω της προφοράς του ο περίγελος των πιτσιρικάδων, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με το μπουζούκι. Στην ονομαστή «Σκάλα» του Στέφανου Μιλάνου θα πάρει τα πρώτα «μουσικά» μαθήματα αλλά δεν θα εξοφλήσει το χρέος του προς τον ιδιοκτήτη, 150 δραχμές, που δανείστηκε για να αγοράσει το πολυπόθητο τρίχορδο. Γι' αυτό και το όνομά του παρέμενε μέχρι και τα χρόνια του '60 στο μαυροπίνακα του μαγαζιού. Προκειμένου να μην καταλήξει ψαράς, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του το σκάει και πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη.
Ο ΜΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ
Η καλή του μοίρα θα τον κάνει να γνωριστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Ο τελευταίος όχι μόνο θα του διδάξει τα μυστικά του οργάνου αλλά θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία, βγάζοντας «πιατάκι». Γνωρίζεται με το Στελλάκη Περπινιάδη, το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, το Σπύρο Περιστέρη, το Στέλιο Κερομύτη, τον Γιάννη Σταμούλη, το Σταύρο Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου κ.ά.). Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και πρωτοπορία καθώς και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους επένδυση.
Δίφυλλο με τα δύο πασίγνωστα τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη.
Αυτόγραφο του Γιώργου Μητσάκη. Σύμφωνα με τον Μητσάκη, το περίφημο Κομπολογάκι και το Όταν καπνίζει ο λουλάς -που ηχογραφήθηκαν μετά την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία των studio στη Ριζούπολη και μάλιστα το καθένα σε τρεις παράλληλες εκτελέσεις - είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και αφορμές. Παρά κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζει με την στρατιωτική του θητεία (αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια με εξάμηνη φυλάκιση στα Γιάννενα) σκαρφαλώνει με γοργούς ρυθμούς τα σκαλοπάτια της καταξίωσης. Το 1947 παντρεύεται με την πρώτη του σύζυγο και την επόμενη χρονιά έρχεται στη ζωή η κόρη τους. Συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου στου «Μάριου» στην Ίωνος και στου «Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές, μόνοι τους αλλά και ως μέλη του ξακουστού σχήματος των 12 μπουζουξήδων. Περνάει απ' τη «Λουζιτάνια» στη Συγγρού με τον Απόστολο Καλδάρα. Ιστορική έχει μείνει η σύμπραξή του με τον Μανώλη Χιώτη στο «Πίγκαλς» στην αρχή της Πατησίων όπου οι δυο τους συναγωνίζονταν σε κομψότητα και αρχοντιά, μαγεύοντας το κοινό. Ο ίδιος ο Μητσάκης ταπεινά θα δηλώσει: «Η μόνη μου επιτυχία στο πάλκο ήταν με το Χιώτη στο Πίγκαλς»2. Εκεί η Μαρίκα Νίνου θα κάνει το νούμερό της με τον άντρα της και το μικρό γιο τους ως «Δυόμισι Νίνο» αλλά θα αποδώσει και μόνη της τις πρώτες μπριόζικες ερμηνείες της, κι εκεί ο Χιώτης θα γνωρίσει την Μαίρη Λίντα.
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Η φήμη του Μητσάκη εκτινάσσεται στην κορυφή. Βρίσκεται στην πιο παραγωγική και αποδοτική φάση της καριέρας του. Σε μια λογοκριμένη περίοδο καταθέτει ώριμα δείγματα μιας αφοπλιστικά αψεγάδιαστης γραφής που παλινδρομούν ανάμεσα στην απεικόνιση της σκληρής μετεμφυλιακής πραγματικότητας αλλά συντοχρόνως και την διάθεση για διασκέδαση, γλέντι και απόδραση απ' τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Πηγές της θεματολογίας του η καθημερινότητα και οι ανάγκες της που προσεγγίζει με καυστική και αιχμηρή ματιά αλλά και σκωπτική, σαρκαστική οπτική. Μέχρι και τα μισά του '50 η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Το καπηλειό, Τα δαχτυλίδια, Η Βαλεντίνα (επηρεασμένος από τη θεία του στην Πόλη, στην οποία εύρισκε καταφύγιο για να μην τιμωρηθεί για τις σκανταλιές του), Η Φρόσω (απ' την παραμονή του στα Γιάννενα και τον μύθο της Κυρά Φροσύνης), Ο Ψαράς (για τον πατέρα του), Κατσιβέλλα, Θέλω στα μπουζούκια να με πας, Δεν είμαι ο Γιώργος, Ψιλή βροχούλα, Το σβηστό φανάρι, Παλαμάκια - Παλαμάκια, Γυναίκα με δυο άντρες, Απόψε είναι βαριά, Να 'χεις χάρη που σε αγαπώ (Το δικό σου το μαράζι) κ.ά. που ερμηνεύουν -συχνά μαζί με τον Μητσάκη- σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στελλάκης, Παγιουμτζής, Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.
ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ ΠΟΙΑ ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
Η ανοδική διαδρομή του Μητσάκη στη νύχτα περνά από του «Τζίμη του Χοντρού» στην Αχαρνών με τους Στέλλα Χασκίλ, Χρηστάκη (είχε παντρευτεί την αδελφή του Μητσάκη), Ευαγγελία Μαργαρώνη, Δημήτρη Ευσταθίου και τον νεαρό τότε Πάνο Μιχαλόπουλο. Ο τελευταίος θα μπει στην δισκογραφία χάρη σ' ένα τραγούδι του «δάσκαλου», το «Σαββατόβραδο συννεφιασμένο» . Στις αρχές του '50, με «μεσολαβητή» το Γιώργο Ζαμπέτα, γνωρίζει την Άννα Χρυσάφη που μόλις έχει κάνει τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Μετά από ένα πολύμηνο διάστημα μαθητείας θα εμφανιστούν στη «Γωνιά της Αθήνας» στην Πατησίων και το καλοκαίρι του 1952 στο «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια. όπου όπως λέει ο ίδιος ο Μητσάκης «γινόταν λοιπόν μεγάλος ντόρος κάθε βράδυ»3. Η παρουσία τους στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών» του Νίκου Τσιφόρου με τους Μίμη Φωτόπουλο και Πέτρο Κυριακό θα ενισχύσει την δημοτικότητά τους. Για το κοινό θα αποτελέσουν ένα από τα ωραιότερα ντουέτα εκείνης της περιόδου αλλά η καλλιτεχνική τους σύζευξη θα είναι σχετικά σύντομη και στιγματισμένη από παράπονα και «γκρίνιες». Η Χρυσάφη θα κατηγορήσει τον Μητσάκη, ότι τα τραγούδια που εκείνη κάνει επιτυχία στο πάλκο -όπως συνηθιζόταν τότε- τα ηχογραφεί με άλλες ερμηνεύτριες ενώ ο δημιουργός, απαντώντας, θα θέσει το ζήτημα των διαφορετικών εταιρειών που δεν επιτρέπει τη δισκογραφική τους συνεργασία. Η Χρυσάφη ανήκε στην Odeon και ο Μητσάκης στην Columbia. Στο ίδιο κέντρο θα ξανασυναντηθούν με επιτυχία το 1954 και το 1957. Έχουν μεσολαβήσει τα ταξίδια του Μητσάκη στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα της Χρυσάφης στην Αμερική. Η λεζάντα που προανήγγειλε την δεύτερη επανασύνδεσή τους έγραφε: Ξανασμίγουν τα' αηδόνια.
ΟΠΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΑ
Η δυναμική πορεία του Μητσάκη θα έχει συνέχεια και «συγκομιδή» και στις επόμενες δεκαετίες. Μετά από έναν στενωπό και μια κάμψη που θα έχει στα μισά του '50, το «Όπου Γιώργος και μάλαμα» θα του προσφέρει στήριγμα και εφαλτήριο για νέα «σουξέ». Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, μαέστρος τότε στην Columbia, θυμάται χαρακτηριστικά ότι ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, εκ των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας, αντιμετώπιζε με δυσπιστία το συγκεκριμένο τραγούδι και τις προοπτικές του. Μάλιστα είχε δημιουργηθεί κι ένα «παγωμένο» κλίμα με τον Μητσάκη αφού μια σειρά δημιουργιών του είχαν περάσει απαρατήρητες. Η κάθετη στάση του Δερβενιώτη -που εκτιμά ιδιαίτερα το έργο του Μητσάκη- σχετικά με την ποιότητα και το «γκελ» του «Όπου Γιώργος και μάλαμα» ήταν καθοριστική. Νωρίτερα -αλλά και στη συνέχεια- ο Μητσάκης θα βρει στο πρόσωπο του ανερχόμενου Στέλιου Καζαντζίδη τον ιδανικό εκφραστή μιας ομάδας κοινωνικών τραγουδιών που έθιγαν και φωτογράφιζαν κυριολεκτικά τα «κακώς κείμενα» και την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το μεγαλύτερο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: Θλιμμένο δειλινό, Ζωή είν' αυτή Ζωίτσα μου, Χτύπα φτωχή καμπάνα, Αχάριστε κόσμε και ντουνιά, Οι καλοί πεθαίνουν νέοι, Το πιο πικρό ψωμί, Πέφτουν τα φύλλα απ' τα κλαριά, Ζωντανό με κλάψανε, Βράδιασε μες το Γεντί Κουλέ, Το σήμερα χειρότερο, Όλα μαύρα, Το μεροκάματο, Κλάψε φτωχή καρδούλα μου -σε μουσική Δερβενιώτη-, Άσε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω, Μοναξιά και φτώχεια κ.ά. Με τον Καζαντζίδη ο Μητσάκης αφήνει τον ευρωπαϊκό του αέρα και επιστρέφει σε πιο βυζαντινά ηχοχρώματα. Αυτός θα σηματοδοτήσει δισκογραφικά και το «πάντρεμα» του ερμηνευτή με την Μαρινέλλα με εναρκτήριες εγγραφές τα: Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, Νίτσα Ελενίτσα, Το ρομάντζο. Ο Καζαντζίδης σε συζήτηση που είχα μαζί του θα επισημάνει τον όγκο και την αστείρευτη φλέβα του δημιουργού: «Τα τραγούδια του τα τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα. Είναι ίσως ο πιο πολυτραγουδισμένος συνθέτης»4. Οι δυο τους θα συναντηθούν «διακριτικά» και στην δεκαετία του '60, χωρίς ν' αφήσουν όμως έντονα τα χνάρια τους, με εξαίρεση το πανελλαδικής εμβέλειας «Το δικό μου πάπλωμα». Στο μεγάλο δίσκο αφιέρωμα «Ο Κύριος Μητσάκης» (1993) ο Καζαντζίδης στην εισαγωγή του «Τι γυρεύεις παλικάρι» περνάει στο μικρόφωνο τον χαιρετισμό: «Γεια σου Μητσάκη μεγάλε δάσκαλε».
ΑΝ ΖΟΥΣΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ.
Στα χρόνια του '60 ο Μητσάκης βρίσκεται ανελλιπώς στην επικαιρότητα. Στην ζωή του έχει μπει πλέον «το μεγάλο κεφάλαιό του»5, η δεύτερη σύζυγός του Αθηνά. Οι παλιές του δόξες επανεκτελούνται από κορυφαίους λαϊκούς τραγουδιστές ενώ μια σειρά καινούργιων συνθέσεων του κατέχουν περίοπτες θέσεις στις λίστες επιτυχιών: Το παιδί που μπήκε τώρα, Στον Πειραιά συννέφιασε, Της Λαρίσης το ποτάμι, Ο μπάρμπα Θωμάς, Πάρε το δαχτυλίδι μου κ.ά. με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Σπύρο Ζαγοραίο, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μανώλη Αγγελόπουλο κ.ά. Παράλληλα συμβάλει με τα τραγούδια του στην καθιέρωση νέων ερμηνευτών, όπως οι Λίτσα Διαμάντη (Συννεφιές), Γιάννης Καλατζής (Πού 'σαι καημένε Περικλή), Γιώργος Νταλάρας (Στην εποχή του Πάγκαλου), Γιάννης Πάριος (Η θάλασσα του Πειραιά), Καίτη Αμπάβη κ.ά. Προσπαθώντας να κρατηθεί στις κορυφογραμμές της τραγουδοποίας και των τάσεων της εποχής ακολουθεί πιο «έντεχνες» διαδρομές. Παρά τις εμπορικές δάφνες που θα αποκομίσει δεν θα καταφέρει να αγγίξει τα όρια της πρώτης και αξεπέραστης φάσης της καριέρας του.
Ο στίχος του που τόσο εύστοχα αντικατόπτρισε μια ολόκληρη κοινωνία και εποχή, το πνεύμα, τις αγωνίες και τα συναισθήματά της, αρχίζει να δείχνει τις ρυτίδες του, να καταφεύγει σε μανιέρες κι ευκολίες και να χάνει το σφρίγος και το σμάλτο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν το '70 λίγο επιχειρώντας να κάνει και πάλι τραγούδια με τον Νταλάρα, εκείνος θα αρνηθεί την πρότασή του: «Τώρα κάνω άλλα πράγματα, δεν τραγουδάω αυτό το μοτίβο»6. Ο Μητσάκης δεν θα παραδοθεί άνευ ορών στα νέα καλέσματα των καιρών και στο «άδειασμα» των πρωτομάστορων του κλασικού λαϊκού απ' τις μεγάλες εταιρείες. Στη Lyra θα ανοίξει και πάλι το «Ρεμπέτικο Σχολείο» του και «Το Παλιό Τεφτέρι» του κάνοντας κατάσταση και σημαντικές πωλήσεις με νέους κυρίως καλλιτέχνες μέσα από μια σειρά δίσκων 33 στροφών. Το δέσιμο και επικοινωνία τον κόσμο έχουν κτιστεί με στέρεα υλικά. Άλλωστε απ' τις αρχές του '60 στη νύχτα δείνει δυναμικό παρών: Στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Χρυσά Κλειδιά, στον Περικλή και στο Πλακιώτικο Σαλόνι στην Πλάκα, στο Άλσος με τον Οικονομίδη, στη Νεράϊδα, στα Παλιά Δειλινά, στο Quenn Ann.
ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Ίσως να ζούσαν οι αρχαίοι, όπως και ο τίτλος του χαρακτηριστικού lp του Μητσάκη, που κυκλοφόρησε το 1969 να εκτιμούσαν περισσότερο το έργο και τις ιδιαιτερότητές του. Τις εμμονές του με τις συννεφιασμένες και βροχερές ημέρες (Στον Πειραιά συννέφιασε, Αν μιλούσαν τα σύννεφα, Ψιλοβρέχει, Της βροχούλας το νεράκι κ.ά.) με τους ψαράδες, το ψάρεμα και τη θάλασσα (Ο Νικόλας ο ψαράς), με τους Γιώργηδες και τα ονόματα γενικότερα (Έδιωξες το Δημητράκη), με τα επαγγέλματα και τις ιδιότητες (Ο βιοπαλαιστής, Ο φοιτητής, Ο πατέρας, Ο ναύτης, Το φανταράκι, Οι καπεταναίοι, Ο τσιγγάνος), με τις τοποθεσίες (Στης Καλλιρόης το ρέμα, Στο γύρο της Ακρόπολης, Θεσσαλονίκη, Στα Τρίκαλα, Γκρεμίζουν την Αθήνα την παλιά) τα δαχτυλίδια της αγάπης, το κομπολογάκι που το έχανε και το ξαναέβρισκε, τα ερωτικά τρίγωνα που δεν χωρούν σε «διπλό πάπλωμα» και «μικρό χαγιάτι», τους φυλακισμένους στα κάτεργα και τόσες ακόμη στιγμές που περικλείουν την πολυδιάστατη θεματολογία του που ανέπτυξε με ποιητική σφραγίδα, δυναμισμό, αμεσότητα, κριτική σκοπιά και σαφήνεια με συμπορευτή του λόγου τις όμορφες και ισοβαρής μελωδίες του.
ΟΤΑΝ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ.
Το 1981 η ζωή του θα κινδυνέψει μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Θα αποσυρθεί από τα πράγματα αλλά αραιά θα επανέλθει στη νυχτερινή διασκέδαση: Το 1983 στα Δειλινά, το 1984 στο Χάραμα και το 1987 στην Όμορφη Νϋχτα. Το 1991 αντιμετωπίζει νέα προβλήματα με την υγεία του και φεύγει απ' τη ζωή το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 1993. Με χαμόγελο στα χείλη και ικανοποιημένος από τη συναυλία που οργανώθηκε προς τιμήν του από το Δήμο Πειραιά στο Βεάκειο με συμμετοχή πλήθους καλλιτεχνών τον Ιούλιο της ίδια χρονιάς κι έχοντας προλάβει να απολαύσει το ύστατο σουξέ, με τις χρυσές πωλήσεις της συλλογής «Η Ελλάδα του Μητσάκη». «Δραπέτης» απ' το «Γεντί Κουλέ» της ζήσης και με σβηστό «Καντήλι» όπως ερμήνευε ο Νίκος Γιουλάκης σε κάποια τραγούδια του «Δάσκαλου» που ανήκουν και στα αγαπημένα του γράφοντα.
'Όταν θα σβήσει και το δικό μου το καντήλι
θέλω να πεθαίνω με χαμόγελο στα χείλη..
1,3,5,6 Γιώργος Μητσάκης - Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Νίκος Οικονόμου (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) 2 Συνέντευξη του Μητσάκη στους Στέλιο Ελληνιάδη και Γιώργο Κοντογιάννη (Ντέφι, τεύχος 8,1983) 4. Κι Όσο Υπάρχει θα Υπάρχω - Η πορεία και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Κώστα Μπαλαχούτη (εκδόσεις Ατραπός). Επίσης στοιχεία αντλήθηκαν από Ρεμπέτικη Ανθολογία, του Τάσου Σχορέλη (εκδόσεις Πλέθρον) Μανώλης Αγγελόπουλος, Ο Μεγάλος Τσιγγάνος, όπως τον γνώρισα του Τάσου Καραίσκου (Ατραπός) Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας, Συνθέτες του Ρεμπέτικου του Παναγιώτη Κουνάδη (σειρά ψηφιακών δίσκων της Minos-Emi). ΔΙΦΩΝΟ ΤΕΥΧΟΣ 98 (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003)
www.rebetiko.gr
Σελίδα 5 |
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Τραγούδησε τα βάσανα και τις ελπίδες του λαού
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται στις 17 του Νοέμβρη, από το θάνατο του λαϊκού συνθέτη Γιώργου Μητσάκη
Σπούδασε το τραγούδι στην «Ακαδημία» της ζωής και πρόσφερε δημιουργίες για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι, τα όνειρα του λαϊκού ανθρώπου. Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες μέρες (17 του Νοέμβρη) από το θάνατο του Γιώργου Μητσάκη, του άξιου δημιουργού, που στο μισό και πλέον αιώνα της καλλιτεχνικής του διαδρομής πρόσφερε πάνω από 5.000 λαϊκά τραγούδια. Ο «δάσκαλος», όπως τον αποκαλούσαν καλλιτέχνες και κοινό, υπήρξε μεγάλος λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ενώ ο ίδιος έγραψε όλους σχεδόν τους στίχους των τραγουδιών του. Ο Γ. Μητσάκης ανήκε στην ομάδα των λαϊκών δημιουργών, που πρωτοστάτησαν στη μετεξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού σε λαϊκό και συνεργάστηκε με τη συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιστών που πέρασαν από το λαϊκό πάλκο. Τραγούδια του ερμήνευσαν οι Παγιουμτζής, Γεωργακοπούλου, Χασκίλ, Νίνου, Τσαουσάκης, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου κ.ά., ενώ ο ίδιος ανέδειξε πολλούς από τους νεότερους τραγουδιστές (Νταλάρας, Καλατζής, Πάριος κ.ά.).
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ομότεχνών του, ο Γ. Μητσάκης ήταν ο μόνος στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, που μέχρι κάποια περίοδο έγραφε ο ίδιος τους στίχους και τη μουσική. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες (Ζαμπέτας, Τσιτσάνης, Δερβενιώτης κ.ά.) δημιούργησαν τραγούδια σε στίχους του Μητσάκη.Από την προσφυγιά στην καταξίωση
Σπέρμα της προσφυγιάς, ο Γ. Μητσάκης γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1935, η οικογένειά του μετακομίζει στην Καβάλα, για να εγκατασταθεί τελικώς σ' ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Ο ίδιος το σκάει για τη Θεσσαλονίκη. Κάπου μεταξύ Βόλου και Θεσσαλονίκης, έχει την πρώτη του επαφή με το τραγούδι. Στη Μαγνησία παίρνει τα πρώτα του μαθήματα από το μουσικό Γερμιλάνο - στην ονομαστή Σκάλα του Στέφανου Μιλάνου - ενώ καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Τσιτσάνη και τον Χατζηχρήστο, που τον μυεί στα μυστικά του μπουζουκιού. Το 1939 φεύγει για τον Πειραιά, την πόλη που αγάπησε και της αφιέρωσε πολλά από τα τραγούδια του. Από τότε ξεκινά η μεγάλη μουσική του πορεία, που χαράχτηκε από σπουδαίες επιτυχίες: «Το κομπολογάκι», που το έγραψε μέσα στην Κατοχή, το '41, όταν απελπισμένος στο Μεταξουργείο έψαχνε άδικα το κομπολόι του (το φωνογράφησε το '46), «Το καπηλειό», «Ο ναύτης», «Φανταράκι», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», «Πάρε το δαχτυλίδι μου», «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Απόψε είναι βαριά», «Το πιο πικρό ψωμί», «Οπου Γιώργος και μάλαμα», «Ψιλοβρέχει», «Η μάνα του ναύτη», «Μοναξιά και φτώχεια», «Νύχτα με δίχως όνειρα» κ.ά. Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, χασαποσέρβικα, συρτά, τσιφτετέλια, λαϊκά βαλς, αλλά και μάμπο είναι οι ρυθμοί στους οποίους «βάδισε» ο Γ. Μητσάκης, που και στα πάλκα έγραψε τη δική του ιστορία. Από το «Καρέ του Ασου» το '41 με τους Κώστα Καρίπη στην κιθάρα και Τάκη Λαβίδα στο τσέμπαλο, στο «Πιγκάλ» από το '47 - '49 με τον Χιώτη. Και στη συνέχεια στου «Τζίμη του Χοντρού» με Καλλέργη, Χριστάκη, Χασκίλ κ.ά., στο «Χάραμα» και αλλού. Από τους κλασικούς δημιουργούς της λαϊκής μας μουσικής, ο Γ. Μητσάκης έγραψε τραγούδια που ταυτίστηκαν με τη γνησιότητα του ελληνισμού.Για την «κατάντια» του λαϊκού τραγουδιού
Ομως, παρόλη τη μεγάλη επιτυχία και την ηθική ικανοποίηση που γνώρισε, ο «δάσκαλος» είχε ένα μεγάλο καημό. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της αχαριστίας, ιδιαίτερα όταν προερχόταν από καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού που ο ίδιος ανέδειξε με τα τραγούδια του. Είχε μεγάλη πίκρα όμως και για την κατάντια του λαϊκού τραγουδιού, εξαιτίας κυρίως της «πολιτικής» των δισκογραφικών εταιριών.«Το τραγούδι σήμερα», έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Ρ», «έχασε το χρώμα του, του κρέμασαν τενεκέδια. Τι νομίζεις, άμα βάλεις ένα μπουζούκι σε ένα τραγούδι έγινε και λαϊκό; Ο,τι και να λέει, και για "τεκνά" και εγώ δεν ξέρω τι άλλο, είναι λαϊκό; Πάνε να διαστρεβλώσουν το γούστο. Και βέβαια το δικό μου και το δικό σου δεν έχει ανάγκη πλέον. Τα νέα παιδιά, όμως; Που ακούνε στο ράδιο δέκα φορές τη μέρα, μην πω τι ακούνε... Οσοι πρωτοστατούν σ' αυτήν τη διαστρέβλωση είναι όλοι φταίχτες. Γιατί, δηλαδή, έχουμε πλουτίσει όλοι και δε μας συγκινεί πλέον ο καημός του φτωχού;».
Ο ίδιος μιλούσε με περηφάνια για τη λαϊκή καταγωγή του: «Παιδί λαϊκό ήμουνα. Ξυπόλυτος ξεκίνησα. Να ξεχάσω ότι το '38 στη Θεσσαλονίκη έπλενα πιάτα; Φτωχόπαιδο ήμουν, δεν ντρέπομαι να το πω...». Και στη θύμησή του ερχόταν το «Μεροκάματο»: «Κι αν η μάνα μου με γέννησε φτωχό, είμαι τσίφτης και παιδί εργατικό, δουλεύω μεροκάματο, Δευτέρα μέχρι Σάββατο, κι αν είμαι φτωχαδάκι παράβλεψε λιγάκι, έχω δίκιο και στο λέω ορθά κοφτά, τον άνθρωπο δεν κάνουν τα λεφτά...».
«Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Εδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι..."Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει...". Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δε θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι...».
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ
|
|
|
(ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ...!!!)
Γιώργος Μητσάκης (Συνθέτης)
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Αν ζούσαν οι αρχαίοι | Γιώργος Μητσάκης | 26/10/2003 | |
Αν μ' αγαπούσες όσο σ' αγαπώ | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Αν μιλούσανε τα σύννεφα | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Από γκρεμό και ποταμό | Γιώργος Μητσάκης | 27/03/2006 | |
Απόψε είναι βαριά | Γιώργος Μητσάκης | 12/02/2007 | |
Απόψε είσαι για φιλί | Γιώργος Μητσάκης | 18/04/2006 | |
Αρχίζεις να παραπατάς | Γιώργος Μητσάκης | 01/05/2008 | |
Αρχοντορεμπέτισσα | Γιώργος Μητσάκης | 27/12/2006 | |
Άσε με γιατρέ μου να πεθάνω | Γιώργος Μητσάκης | 20/11/2009 | |
Αφού γυρίζει η σφαίρα | Γιώργος Μητσάκης | 21/06/2008 | |
Αχάριστε κόσμε και ντουνιά | Κώστας Βίρβος | 01/05/2008 | |
Βαλεντίνα | Γιώργος Μητσάκης | 02/11/2005 | |
Βιοπαλαιστής | Ηρακλής Παπασιδέρης | 12/10/2006 | |
Βράδιασε και στην Αθήνα | Γιώργος Μητσάκης | 16/07/2006 | |
Γεντί Κουλέ | Γιώργος Μητσάκης | 27/10/2005 | |
Για μια γυναίκα στη ζωή | Γιώργος Μητσάκης | 21/06/2008 | |
Για σένα | Γιώργος Μητσάκης | 25/10/2009 | |
Γιάννενα | Γιώργος Μητσάκης | 01/11/2007 | |
Γιώργο μου, Γιώργο μου | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Γκρεμίζουν την Αθήνα την παλιά | Γιώργος Μητσάκη |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Γυναίκα με δύο άντρες | Γιώργος Μητσάκης | 02/11/2005 | |
Δάκρυ δάκρυ Μανωλάκη | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Δεν είσαι πια γυναίκα μου | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Δεν πειράζει | Γιώργος Μητσάκης | 07/02/2006 | |
Διπλόχορδο τσιφτετέλι | Γιώργος Μητσάκης | 06/06/2009 | |
Δραπέτης του Γεντί Κουλέ | Γιώργος Μητσάκης | 02/11/2005 | |
Δυο κορμάκια ενωμένα | Γιώργος Μητσάκης | 25/10/2009 | |
Δώδεκα τσιγγάνες | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Δώστε μου φαρμάκι | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Είμαι ζηλιάρης | Γιώργος Μητσάκης | 29/01/2007 | |
Ειν' όλα μαύρα | Γιώργος Μητσάκης | 06/02/2008 | |
Είναι κρίμα | Γιώργος Μητσάκης | 25/06/2004 | |
Είσαι χτικιό | Γιώργος Μητσάκης | 18/10/2009 | |
Έμπα στ' αμάξι | Δημήτρης Σέμσης, Σαλονικιός | 24/10/2009 | |
Ένοχη νύχτα | Γιώργος Καλαμαριώτης | 01/02/2006 | |
Έπεσα έξω | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Έχασα το δαχτυλίδι | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Έχω μια μεγάλη αγάπη | Γιώργος Μητσάκης | 29/03/2009 | |
Ζωή είναι αυτή Ζωίτσα μου | Γιώργος Μητσάκης | 15/10/2006 | |
Η αιτία θα 'σαι εσύ ( Μη μ' αφήσεις να με πάρει ο ποταμός ) | Γιώργος Μητσάκης | 18/10/2009 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Η άπιστη | Δημήτρης Σέμσης, Σαλονικιός | 24/10/2009 | |
Η θάλασσα του Πειραιά | Γιώργος Μητσάκης | 17/10/2005 | |
Η λατέρνα | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Η μάνα του ναύτη | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Η Παναγιώτα κίνησε | Γιώργος Μητσάκης | 04/06/2007 | |
Η πεταλούδα | Γιώργος Μητσάκης | 21/06/2008 | |
Η πρώτη αγάπη σου | Γιώργος Μητσάκης | 15/12/2003 | |
Η Σουλτάνα | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Η Φρόσω | Γιώργος Μητσάκης | 21/06/2008 | |
Ήρθε κι έφυγε σαν ξένος | Γιώργος Μητσάκης | 07/02/2006 | |
Ήτανε Απρίλης μήνας | Γιώργος Μητσάκης | 07/11/2002 | |
Θα γυρίσεις κάποιο δείλι | Γιώργος Μητσάκης | 21/03/2009 | |
Θα σου φύγω με καιρό | Γιώργος Γιαννακόπουλος | 19/10/2005 | |
Θα φύγω, θα με χάσεις | Γιώργος Μητσάκης | 01/11/2008 | |
Θέλω μάγκα με πολλά καράτια | Γιώργος Μητσάκης | 21/06/2008 | |
Θέλω στα μπουζούκια | Γιώργος Μητσάκης | 25/06/2004 | |
Θλιμμένο δειλινό | Γιώργος Μητσάκης | 25/10/2009 | |
Και η ζωή συνεχίζεται | Γιώργος Μητσάκης | 07/11/2002 | |
Καλογεράκι | Γιώργος Μητσάκης | 28/12/2006 | |
Κάνε με να σε ξεχάσω | Γιώργος Μητσάκης | 17/10/2009 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Καπετάνιε κάνε στοπ | Γιώργος Μητσάκης | 25/10/2009 | |
Καράβια ταξιδιάρικα | Γιώργος Μητσάκης | 30/08/2004 | |
Κάτσε να πιούμε ένα κρασί | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Κατσιβέλα | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Κι εσύ δεν έχεις μπέσα | Δημήτρης Σέμσης, Σαλονικιός | 23/03/2009 | |
Κλάψε φτωχή καρδούλα μου | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Κορίτσια από τη φάμπρικα | Γιώργος Μητσάκης | 05/01/2004 | |
Μακάρι να μην ήσουνα | Δημήτρης Φραγκιουδάκης | 21/11/2009 | |
Μαυρομάτα | Γιώργος Μητσάκης | 30/06/2008 | |
Μεγάλωσες | Γιώργος Μητσάκης | 03/02/2006 | |
Μη με μαλώνεις μάνα μου | Γιώργος Μητσοτάκης | 24/10/2009 | |
Μια γυναίκα καταριέμαι | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Μονά ζυγά τα χάνουμε | Γιώργος Καλαμαριώτης | 01/02/2006 | |
Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια | Γιώργος Μητσάκης | 18/06/2003 | |
Νίτσα - Ελενίτσα | Γιώργος Μητσάκης | 05/10/2005 | |
Ο ανάπηρος | Γιώργος Μητσάκης | 06/11/2006 | |
Ο αναπτήρας | Γιώργος Μητσάκης | 22/05/2006 | |
Ο βαρδάρης | Γιώργος Μητσάκης | 29/11/2005 | |
Ο γιατρός χτυπάει την πόρτα | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Ο Δημητράκης | Γιώργος Μητσάκης | 02/11/2005 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Ο εφιάλτης | Γιώργος Μητσάκης | 26/08/2008 | |
Ο ζωντανός ο χωρισμός | Γιώργος Μητσάκης | 25/10/2009 | |
Ο καλός ο καπετάνιος | Γιώργος Μητσάκης | 30/06/2008 | |
Ο λαγός | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Ο Μητσάκης | Γιώργος Μητσάκης | 30/03/2009 | |
Ο μπαρμπά Θωμάς | Γιώργος Μητσάκης | 05/10/2005 | |
Ο μπεκρής | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Ο ναύτης ( Ένα καράβι απ’ τον Περαία ) | Γιώργος Μητσάκης | 24/05/2005 | |
Ο ξενιτεμένος | Γιώργος Μητσάκης | 02/06/2003 | |
Ο ξενιτεμένος | Γιώργος Μητσάκης | 18/10/2009 | |
Ο πατέρας | Γιώργος Μητσάκης | 26/08/2008 | |
Ο σεισμός | Γιώργος Μητσάκης | 09/01/2006 | |
Ο ταξιδιώτης | Γιώργος Μητσάκης | 30/03/2009 | |
Ο τσιγγάνος | Γιώργος Μητσάκης | 07/03/2006 | |
Ο φιγουρατζής | Γιώργος Μητσάκης | 26/08/2008 | |
Ο ψαράς | Γιώργος Μητσάκης | 19/10/2005 | |
Οι άντρες | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Οι καλοί πεθαίνουν νέοι | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Οι μπατίρηδες | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Οι παντρεμένοι | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Όλα τα παίρνει ο ποταμός | Γιώργος Μητσάκης | 28/12/2006 | |
Όποιος πει κακό για σένα | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Όπου Γιώργος και μάλαμα | Γιώργος Μητσάκης | 05/10/2005 | |
Όσο βαριά είν' τα σίδερα | Γιώργος Μητσάκης | 21/10/2005 | |
Όταν καπνίζει ο λουλάς | Γιώργος Μητσάκης | 23/01/2005 | |
Παλαμάκια | Γιώργος Μητσάκης | 05/10/2005 | |
Παλαμάκια παλαμάκια | Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου | 30/12/2005 | |
Πάλι δικό σου κάνε με | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Πάρε το δαχτυλίδι μου | Γιώργος Μητσάκης | 30/11/2003 | |
Ποιος είδε μάνα να πονεί | Γιώργος Μητσάκης | 25/10/2009 | |
Πού θα τη βρούμε σήμερα | Γιώργος Μητσάκης | 05/01/2004 | |
Πρέπει να μας πεις | Μανώλης Χιώτης | 28/12/2006 | |
Ρέστοι και μπατίρηδες | Γιώργος Μητσάκης | 28/12/2006 | |
Ρώτα της πιάτσας τα παιδιά | Γιώργος Μητσάκης | 28/12/2006 | |
Σαββατόβραδο συννεφιασμένο | Γιώργος Μητσάκης | 21/11/2009 | |
Σκοτείνιασε | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Σούρουπο με συννεφιά | Γιώργος Μητσάκης | 28/12/2006 | |
Στα Καμίνια | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στα Καρβουνιάρικα | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στα Κρητικά | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Στα Μανιάτικα | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στα Ταμπούρια | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στη μαγεμένη Αραπιά | Γιώργος Μητσάκης | 09/05/2006 | |
Στην εποχή του Πάγκαλου | Γιώργος Μητσάκης | 07/11/2002 | |
Στην Κοκκινιά | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στην παραζάλη | Γιώργος Μητσάκης | 30/04/2004 | |
Στην Τρούμπα | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στην Φρεαττύδα | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στης Ακρόπολης το γύρο | Γιώργος Μητσάκης | 26/08/2008 | |
Στης Καλλιρρόης το ρέμα | Γιώργος Μητσάκης | 12/08/2009 | |
Στης Λαρίσης το ποτάμι | Γιώργος Μητσάκης | 25/11/2004 | |
Στο Κερατσίνι | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στο Ξαβέρι | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στο Πέραμα | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Στο φτωχό μου το χαγιάτι | Γιώργος Μητσάκης | 07/11/2002 | |
Στον Πειραιά συννέφιασε | Γιώργος Μητσάκης | 15/12/2003 | |
Στου Βάβουλα τη Γούβα | Γιώργος Μητσάκης | 16/10/2009 | |
Συννεφιές | Γιώργος Μητσάκης | 08/11/2002 | |
Τα παιδιά της ρόδας | Γιώργος Μητσάκης | 17/10/2009 | |
Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια | Γιώργος Μητσάκης | 17/01/2007 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Το μεράκι της καρδιάς μου | Γιώργος Μητσάκης | 19/06/2006 | |
Το οργανάκι | Γιώργος Μητσάκης | 04/05/2008 | |
Το παιδί | Γιώργος Μητσάκης | 26/08/2008 | |
Το παιδί που μπήκε τώρα | Γιώργος Μητσάκης | 10/06/2008 | |
Το παιδί της Κοκκινιάς | Γιώργος Μητσάκης | 17/10/2009 | |
Το παιδί του δρόμου ( Μ' έκανες παιδί του δρόμου ) | Γιώργος Μητσάκης | 17/10/2009 | |
Το παλτό ( Χειμώνιασε κι ο μάγκας τουρτουρίζει ) | Γιώργος Μητσάκης | 27/12/2006 | |
Το παράπτωμα | Γιώργος Μητσάκης | 29/11/2009 | |
Το πρωτοβρόχι | Γιώργος Μητσάκης | 31/05/2006 | |
Το ρομάντζο μας | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Το σβηστό φανάρι | Γιώργος Μητσάκης | 02/11/2005 | |
Το σφάλμα | Γιώργος Μητσάκης | 29/11/2009 | |
Το φανταράκι | Γιώργος Μητσάκης | 21/10/2005 | |
Το φουρό | Γιώργος Μητσάκης | 09/02/2006 | |
Το φτωχοκόριτσο | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Τόσα βράδια λείπεις | Γιώργος Μητσάκης | 13/12/2008 | |
Τους παλιούς σου φίλους μην ξεχνάς | Γιώργος Μητσάκης | 19/06/2006 | |
Τρεις μάγκες είμαστε | Γιώργος Μητσάκης | 29/12/2006 | |
Υπόφερα για σένα τόσο | Γιώργος Μητσάκης | 24/10/2009 | |
Φτωχό κομπολογάκι μου | Γιώργος Μητσάκης | 14/10/2005 |
Τίτλος τραγουδιού | Στιχουργός | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Χαλάλι σου | Μη διαθέσιμο | 07/03/2006 | |
Ψιλή βροχούλα έπιασε ( Συννέφιασε συννέφιασε ) | Γιώργος Μητσάκης | 05/02/2007 | |
Ψιλοβρέχει | Γιώργος Μητσάκης | 23/11/2005 |
ΠΗΓΗ
www.stixoi.info/stixoi.php?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου