Γεννήθηκε το 1933 στην Κοκκινιά από γονείς πρόσφυγες, με καταγωγή από τη Σαμψούντα. Σε ηλικία 12 χρόνων άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και βιολί και λίγο καιρό αργότερα άρχισε να εμφανίζεται σε μικρά θέατρα ως παιδί - ταλέντο. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τον κλασικό αθλητισμό και το 1950 ανακηρύχτηκε πρωταθλητής Ελλάδας στα 5.000 μέτρα στην κατηγορία των εφήβων.Την ίδια περίπου εποχή, θα κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, συμμετέχοντας σε λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν σε μαγαζιά της επαρχίας: στο Βόλο, στην Αρτα, στην Πρέβεζα, στη Θεσσαλονίκη και στο Αγρίνιο. Γυρνώντας στον Πειραιά, θα πιάσει δουλιά στο μαγαζί του "Περιβόλα" στην Κοκκινιά, μαζί με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Από τότε καθιερώθηκε σαν ένας απ' τους καλύτερους μπουζουξήδες στα λαϊκά πάλκα.
Το 1957 ο Ιορδάνης Τσομίδης, όπως και τόσοι άλλοι δεξιοτέχνες μπουζουξήδες, θα φύγει για δουλιά στην Αμερική. Για 15 περίπου χρόνια, θα παίξει σε μαγαζιά της Νέας Υόρκης, του Λος Αντζελες, του Σαν Φραντσίσκο, του Χόλιγουντ, του Λας Βέγκας, της Νεβάδα και αλλού. Εκεί θα γίνει ονομαστός όχι μόνον ανάμεσα στους Ελληνες ομογενείς, αλλά και στους Αμερικάνους ακροατές, αποκτώντας διάσημους φίλους και θαυμαστές, όπως ο Τζακ Νίκολσον, η Τζέιν Φόντα, η Σίρλεϊ Μακλέιν και πολλοί άλλοι.
Το 1973, ο Ιορδάνης Τσομίδης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα δικό του μαγαζί. Δε θα τα καταφέρει, όμως, και θα αναγκαστεί να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Θα παίξει πάλι στην Αμερική και έπειτα σε μαγαζιά και συναυλίες στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Στο εξωτερικό θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους. Ανάμεσά τους υπάρχει και η συμμετοχή του σε έναν τζαζ δίσκο, που ηχογράφησε το 1966 με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και άλλους μουσικούς της πολυεθνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Την τελευταία δεκαετία, ο Τσομίδης προτίμησε να δουλεύει σε μικρά μαγαζιά, όπου το μπουζούκι του είχε τον κυρίαρχο ρόλο. Το πρώτο που γινόταν αμέσως αντιληπτό από τους μαγαζάτορες, αλλά και τους πελάτες ήταν ότι θα ανέβαινε στο πάλκο να παίξει μόνον όταν ο ίδιος είχε τη διάθεση κι αυτό γινόταν συνήθως αργά, μετά τις δύο το βράδυ. Το πρόγραμμά του βασιζόταν στην εξής λογική: "Δεν υπάρχει πρόγραμμα, παίζουμε ό,τι μας αρέσει την κάθε φορά".
Ο αυτοσχεδιασμός ήταν ένα εξίσου βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας του Τσομίδη, σε αντίθεση με τη σύγχρονη καθημερινότητα, όπου στα περισσότερα - αν όχι όλα - τα μαγαζιά οι οργανοπαίχτες είναι αναγκασμένοι να λειτουργούν στην υπηρεσία του "τραγουδιστή - φίρμα", παίζοντας σχεδόν το ρόλο του καλά προγραμματισμένου τζουκ μποξ. Τα ταξίμια του Τσομίδη είναι πραγματικά ανεπανάληπτα. Ο οργανοποιός και φίλος του Παναγιώτης Βαρλάς λέει χαρακτηριστικά: "Ο Ιορδάνης μπορεί να σου παίξει μισή ώρα ταξίμι, χωρίς να επαναλάβει ούτε μια φράση, χωρίς να αντιγράψει ούτε μια πενιά".
Για τον Τσομίδη μπορούμε να υποστηρίξουμε άφοβα ότι ήταν ένας από τους πιο πλούσιους μπουζουξήδες. Πλούσιος, βέβαια, στον ήχο του και στην ποικιλία στο παίξιμό του και όχι όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση, η οποία ήταν ίδια με αυτήν των περισσότερων παλιών σημαντικών μουσικών του λαϊκού μας τραγουδιού. Γιατί εκτός από τον μποέμικο χαρακτήρα, που δεν του επέτρεψε να κάνει κάποιες ...επενδύσεις, ο Τσομίδης κατάφερε να πάρει ένα μικρό επίδομα από το κράτος μόλις στα 73 του χρόνια.
Έφυγε στις 1 Μαρτίου 2006, στο "Ευγενίδειο Ίδρυμα" από ανακοπή. Κηδεύτηκε την επομένη στην Καλλιθέα.
ΠΗΓΗ
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ (η βιογραφία συντάχτηκε από τον Άρη Νικολαίδη)
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΤΕ ΕΝΑ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ "ΤΖΟΡΝΤΑΝ"...
http://vids.myspace.com/index.cfm?fu...deoid=10154917
«Εφυγε» στα 74 του ο δεξιοτέχνης Ιορδάνης Τσομίδης
Εβαζε στο μπουζούκι φωτιά
Δεξιοτέχνης στο τρίχορδο μπουζούκι. Ικανός να παίζει ένα καταπληκτικό ταξίμι επί 20 λεπτά χωρίς να επαναλαμβάνει ποτέ την ίδια μουσική φράση. Κι όμως, ο Ιορδάνης Τσομίδης, που πέθανε χθες από ανακοπή καρδιάς στα 74 χρόνια του, εμφανιζόταν σποραδικά σε μικρότερα κέντρα. Από άποψη. Δεν ήθελε να ενταχθεί σε μεγάλες ορχήστρες ή να υποκύψει στο «σύστημα». Γοητευτικά ιδιόρρυθμος ήταν, π.χ., ο άνθρωπος που έκανε μεγάλη καριέρα στην Αμερική και διάσημους φίλους όπως τον Μπομπ Ντίλαν ή τον Τζακ Νίκολσον και τα εγκατέλειψε όλα εν μία νυκτί για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1974 συγκλονισμένος από την τραγωδία της Κύπρου.
Και μόνον αυτό; Με την παράδοση του ρεμπέτικου και των ταξιμιών στο DNA του ήταν ο αυτοδίδακτος μουσικός που έκανε το μπουζούκι του να πετάει φωτιές αν τον ενέπνεαν τα μάτια μιας γυναίκας στο ακροατήριό του. Το καταθέτει ένας αυτόπτης μάρτυς και φανατικός ακροατής του στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ρεμπέτικου φόρουμ που χθες το μεσημέρι γέμισε συλλυπητήρια μηνύματα. Αυτός ο ακροατής, λοιπόν, ρώτησε κάποτε τον Τσομίδη το μυστικό του. Κι εκείνος του έδειξε μια γυναίκα, «σ' εκείνο το τραπέζι δεξιά βλέπεις;»
Στη Χαλκίδα
Τα τρία τελευταία χρόνια ο Τσομίδης εμφανιζόταν στον «Πίκο» στο Μπούρτζι της Χαλκίδας και στη Δροσιά. Συμμετείχε, όμως, συχνά και στις ραδιοφωνικές εκπομπές «Λαϊκοί βάρδοι» του φίλου του Πάνου Γεραμάνη. Εδώ και έναν μήνα ο 74χρονος μουσικός νοσηλευόταν στο «Ευγενίδειο» με σοβαρά προβλήματα υγείας. Εκεί πέθανε χθες. Η κηδεία του γίνεται σήμερα στις 3 μ.μ. στο νεκροταφείο της Καλλιθέας.
Γεννημένος στην Κοκκινιά το 1933, γιος τσαγκάρη, ο Ιορδάνης Τσομίδης ήταν ένα παιδί με δύο μεγάλα ταλέντα: στη μουσική και τον αθλητισμό. Το πρώτο μουσικό όργανο που πιάνει στα χέρια του είναι το μαντολίνο που ανήκε στον εκτελεσθέντα το '44 στο μπλόκο της Κοκκινιάς από τους Γερμανοτσολιάδες μεγαλύτερο αδελφό του, Γιώργο. Λίγο αργότερα, το '48, πρωτοπιάνει στα χέρια του και μπουζούκι, δανεικό από το κουρείο της γειτονιάς του. Μαγεύεται...
Αεικίνητος, όταν δεν δουλεύει στο τσαγκαράδικο ή δεν παίζει μπουζούκι, ασχολείται με τον αθλητισμό. Για ένα μικρό διάστημα εντάσσεται στην εφηβική ομάδα του Ολυμπιακού. Ασχολείται όμως και με το άλμα εις τριπλούν, το πινγκ-πονγκ και τους αγώνες δρόμου. Στα 18 του, μάλιστα, έρχεται πρώτος στα 5.000 μέτρα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων.
Πολύ νωρίτερα από τα 13 του έχει μάθει τόσο καλά το μπουζούκι που δίνει μαθήματα και σε άλλους. Αρχίζει, μάλιστα, με τους φίλους του για το χαρτζιλίκι να παίζει σε ταβέρνες της Κοκκινιάς. Η πρώτη του επίσημη δουλειά, όμως, είναι στην ταβέρνα «Φοίνικες» στον Κορυδαλλό.
Ανήσυχο πνεύμα, το σκάει από το σπίτι του το '57 και πηγαίνει στον Βόλο. Και λίγους μήνες αργότερα φεύγει για την Αμερική. Σταθμοί στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες, στο Χόλιγουντ. Δουλεύει πρώτα σε κέντρα της ελληνικής ομογένειας και αργότερα σε κρουαζιερόπλοια και καζίνο.
Με Νίκολσον και Ντίλαν
Στο Χόλιγουντ τον ακούει μια βραδιά ο Τζακ Νίκολσον και ενθουσιάζεται. Συνδέονται με φιλία και ο ηθοποιός τον φιλοξενεί κάποια καλοκαίρια στο εξοχικό του. Από εκείνον γνωρίζει τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν και αργότερα τον Μπομπ Ντίλαν που του προτείνει να συνεργαστούν δισκογραφικά.
Η συνεργασία αυτή δεν έγινε ποτέ γιατί, όπως έλεγε ο Τσομίδης σε μια συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη, «την "τορπίλισαν" Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες». Συνεργάζεται, ωστόσο, με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και μαζί βγάζουν το 1967 τον τζαζ δίσκο «Greek Cooking» στον οποίο ο Τσομίδης ερμηνεύει κομμάτια από τον «Ζορμπά» του Θεοδωράκη και μουσική από το φιλμ «Σαμψών και Δαλιδά».
Στην Ελλάδα γυρίζει το 1974, συνεχίζει όμως να περιοδεύει με το μπουζούκι του στην Ευρώπη και την Αμερική. Ηχογραφεί ζωντανά εμφανίσεις του στην Ολλανδία, στη Γερμανία και βέβαια στις ΗΠΑ. Οκτώ τέτοιοι δίσκοι του κυκλοφόρησαν συνολικά. Στην Ελλάδα με παραγωγό τον Γρηγόρη Φαληρέα κυκλοφορεί από την εταιρεία Falireas ο δίσκος «Τα ταξίμια του Ιορδάνη». Από τη «Lyra» κυκλοφόρησαν και οι «Ζωντανές ηχογραφήσεις» από συναυλίες του στην Ολλανδία το 1991. Σ' αυτόν ο Τσομίδης παίζει και τραγουδά Παπαϊωάννου, Καπλάνη, Βαμβακάρη, Τούντα, Τσιτσάνη, Χιώτη κι ένα δικό του τσιφτετέλι. «Λαμπρό δείγμα της τέχνης του ελληνικού μπουζουκιού... παίξιμο εκφραστικό χωρίς η δεξιοτεχνία να γίνεται αυτοσκοπός, τραγούδι δυνατό κι αφτιασίδωτο που φανερώνει με περηφάνια, αλλά χωρίς έπαρση τα όσα έχει περάσει», γράφει τότε ο Λάμπρος Λιάβας.
Με σποραδικές εμφανίσεις στο «Ταξίμι», στο «Εναλλάξ» και στη Χαλκίδα, ο Τσομίδης διατηρεί μέχρι τέλους την αυτονομία του. «Δουλεύω», εξηγούσε, «όποτε μου γουστάρει κι όπου θέλω. Είμαι μόνος και ήσυχος...».
Στη Χαλκίδα
Τα τρία τελευταία χρόνια ο Τσομίδης εμφανιζόταν στον «Πίκο» στο Μπούρτζι της Χαλκίδας και στη Δροσιά. Συμμετείχε, όμως, συχνά και στις ραδιοφωνικές εκπομπές «Λαϊκοί βάρδοι» του φίλου του Πάνου Γεραμάνη. Εδώ και έναν μήνα ο 74χρονος μουσικός νοσηλευόταν στο «Ευγενίδειο» με σοβαρά προβλήματα υγείας. Εκεί πέθανε χθες. Η κηδεία του γίνεται σήμερα στις 3 μ.μ. στο νεκροταφείο της Καλλιθέας.
Γεννημένος στην Κοκκινιά το 1933, γιος τσαγκάρη, ο Ιορδάνης Τσομίδης ήταν ένα παιδί με δύο μεγάλα ταλέντα: στη μουσική και τον αθλητισμό. Το πρώτο μουσικό όργανο που πιάνει στα χέρια του είναι το μαντολίνο που ανήκε στον εκτελεσθέντα το '44 στο μπλόκο της Κοκκινιάς από τους Γερμανοτσολιάδες μεγαλύτερο αδελφό του, Γιώργο. Λίγο αργότερα, το '48, πρωτοπιάνει στα χέρια του και μπουζούκι, δανεικό από το κουρείο της γειτονιάς του. Μαγεύεται...
Αεικίνητος, όταν δεν δουλεύει στο τσαγκαράδικο ή δεν παίζει μπουζούκι, ασχολείται με τον αθλητισμό. Για ένα μικρό διάστημα εντάσσεται στην εφηβική ομάδα του Ολυμπιακού. Ασχολείται όμως και με το άλμα εις τριπλούν, το πινγκ-πονγκ και τους αγώνες δρόμου. Στα 18 του, μάλιστα, έρχεται πρώτος στα 5.000 μέτρα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων.
Πολύ νωρίτερα από τα 13 του έχει μάθει τόσο καλά το μπουζούκι που δίνει μαθήματα και σε άλλους. Αρχίζει, μάλιστα, με τους φίλους του για το χαρτζιλίκι να παίζει σε ταβέρνες της Κοκκινιάς. Η πρώτη του επίσημη δουλειά, όμως, είναι στην ταβέρνα «Φοίνικες» στον Κορυδαλλό.
Ανήσυχο πνεύμα, το σκάει από το σπίτι του το '57 και πηγαίνει στον Βόλο. Και λίγους μήνες αργότερα φεύγει για την Αμερική. Σταθμοί στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες, στο Χόλιγουντ. Δουλεύει πρώτα σε κέντρα της ελληνικής ομογένειας και αργότερα σε κρουαζιερόπλοια και καζίνο.
Με Νίκολσον και Ντίλαν
Στο Χόλιγουντ τον ακούει μια βραδιά ο Τζακ Νίκολσον και ενθουσιάζεται. Συνδέονται με φιλία και ο ηθοποιός τον φιλοξενεί κάποια καλοκαίρια στο εξοχικό του. Από εκείνον γνωρίζει τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν και αργότερα τον Μπομπ Ντίλαν που του προτείνει να συνεργαστούν δισκογραφικά.
Η συνεργασία αυτή δεν έγινε ποτέ γιατί, όπως έλεγε ο Τσομίδης σε μια συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη, «την "τορπίλισαν" Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες». Συνεργάζεται, ωστόσο, με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και μαζί βγάζουν το 1967 τον τζαζ δίσκο «Greek Cooking» στον οποίο ο Τσομίδης ερμηνεύει κομμάτια από τον «Ζορμπά» του Θεοδωράκη και μουσική από το φιλμ «Σαμψών και Δαλιδά».
Στην Ελλάδα γυρίζει το 1974, συνεχίζει όμως να περιοδεύει με το μπουζούκι του στην Ευρώπη και την Αμερική. Ηχογραφεί ζωντανά εμφανίσεις του στην Ολλανδία, στη Γερμανία και βέβαια στις ΗΠΑ. Οκτώ τέτοιοι δίσκοι του κυκλοφόρησαν συνολικά. Στην Ελλάδα με παραγωγό τον Γρηγόρη Φαληρέα κυκλοφορεί από την εταιρεία Falireas ο δίσκος «Τα ταξίμια του Ιορδάνη». Από τη «Lyra» κυκλοφόρησαν και οι «Ζωντανές ηχογραφήσεις» από συναυλίες του στην Ολλανδία το 1991. Σ' αυτόν ο Τσομίδης παίζει και τραγουδά Παπαϊωάννου, Καπλάνη, Βαμβακάρη, Τούντα, Τσιτσάνη, Χιώτη κι ένα δικό του τσιφτετέλι. «Λαμπρό δείγμα της τέχνης του ελληνικού μπουζουκιού... παίξιμο εκφραστικό χωρίς η δεξιοτεχνία να γίνεται αυτοσκοπός, τραγούδι δυνατό κι αφτιασίδωτο που φανερώνει με περηφάνια, αλλά χωρίς έπαρση τα όσα έχει περάσει», γράφει τότε ο Λάμπρος Λιάβας.
Με σποραδικές εμφανίσεις στο «Ταξίμι», στο «Εναλλάξ» και στη Χαλκίδα, ο Τσομίδης διατηρεί μέχρι τέλους την αυτονομία του. «Δουλεύω», εξηγούσε, «όποτε μου γουστάρει κι όπου θέλω. Είμαι μόνος και ήσυχος...».
ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου