Από το Blogger.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει για τον Πειραιά και το λιμάνι (από την ιστοσελίδα "Ερανιστής"...


Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει για τον Πειραιά και το λιμάνι
Ο Μάρκος Βαμβακάρης σε ηλικία περίπου 12 χρονών, έπειτα από μια μάλλον ασήμαντη παιδική αταξία που έκανε, νομίζοντας ότι τον αναζητούσε η αστυνομία, φτάνει στον Πειραιά (1917) και φιλοξενείται με το αζημίωτο σε μια θεία του στα Ταμπούρια. Κάποια στιγμή βρίσκεται ανάμεσα σε πατριώτες του Φραγκοσυριανούς και πιάνει αρχικά δουλειά μαζί τους ως εργάτης στο κάρβουνο,, σε συνθήκες πολύ δύσκολες. Αν αφήσουμε κατά μέρος το μπουζούκι και τη σύνθεση, με τα οποία  καταπιάνεται εξάλλου πολύ αργότερα, η ιστορία του Μάρκου είναι η ιστορία χιλιάδων εργαζόμενων ανθρώπων της εποχής οι οποίοι, κυριολεκτικά κάθε καρυδιάς καρύδι, συνέρρεαν στο λιμάνι του Πειραιά. Είχε προηγηθεί η μαζική προλεταριοποίηση των αγροτικών πληθυσμών στη Σύρο, με την έκρηξη της εμπορευματικής βιοτεχνικής οικονομίας προς τα τέλη του 19ου αι, ενώ μετά το 1922 στον Πειραιά καταφτάνουν κατά χιλιάδες  εξαθλιωμένοι οι πρόσφυγες από τη Μικρασία. Με την περίοδο πριν τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση είχα ασχοληθεί σε δύο παλιότερα σημειώματα εδώ, πάλι με βάση την αυτοβιογραφία του Συριανού ρεμπέτη.
Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ο Μάρκος γράφει απολύτως ρεαλιστικά για τα ήθη των ανθρώπων του μεσοπολέμου και τις συνθήκες της ζωής τους, χωρίς να ωραιοποιεί τίποτα. Η ματιά του, βεβαίως, η ματιά του μάγκα της εποχής, είναι υποκειμενική, οι πληροφορίες ωστόσο που αναφέρει είναι αυθεντικές και συχνά εκπλήσσουν με τις λεπτομέρειές τους.
Ο “Φράγκος”  όπως τον έλεγαν οι φίλοι, ο μεγάλος έρωτας του, η Ζιγκοάλα, τον έλεγε υποτιμητικά “φραγκόσκυλο”, έζησε και εργάστηκε στον Πειραιά ως καρβουνιάρης, χαμάλης και χασάπης για αρκετά χρόνια. Ο ίδιος θέλοντας να γράψει την ιστορία του, όπως “τράβηξε η καρδιά του”, αναφέρεται συχνά στα βάσανα και τους καημούς  των ανθρώπων της τάξης του, στα επαγγέλματα που έκανε, στους μάγκες, στο μαύρο, τους τεκέδες και πλήθος άλλα, πάντα σε ατόφια δημοτική της αγοράς, χωρίς πολλά φτιασίδια και περιττά. Κι όταν ακόμα ορκιζόταν πώς “ή θα μάθει μπουζούκι ή θα κόψει το χέρι του με την τσατίρα (σ.σ.= μεγάλη μαχαίρα)”, ποτέ δεν υπολόγιζε ότι θα βιοπορίζονταν ως οργανοπαίχτης ή μουσικός.  Το επόμενο κείμενο είναι αυτούσιο από την αυτοβιογραφία του (σελ 81 έως 94), πρόσθεσα  τις εικόνες και τα τραγούδια.

Το κάρβουνο και η χαμαλίκα

"Στο τελωνείο ήταν ανθρώποι που παίρνανε ογδόντα δραχμές μεροκάματο, κι ήταν ανθρώποι που παίρναν εκατόν είκοσι δραχμές μεροκάματο. Λοιπόν αυτοί ήταν ξεχωριστή παρέα, γεροί άνδρες όπως ήμουνα και γω. Κάτι Αούτηδες, κάτι Μυκονιάτιδες, κάτι Σαντορινοί και κάτι Ασίντηδες και γω μέσα ως Συριανός, παιδί ε; Εί­χαν έρθει εν τω μεταξύ οι πρόσφυγες. Και εκουβαλάγαμε με τη χαμαλίκα πράματα βαριά. Χαμαλίκα είναι ένα πράμα σα στρωμάτσα που το βάζαμε στην πλάτη, περνούσε από τις μασχάλες, για να μη μας κόβουνε τα βάρη. Ενώ οι άλλοι που δουλεύανε στις μαούνες βγάζανε ζάχαρες, ρύζια, αλεύρια, πιο αλαφρά, και επαίρνανε ογδόντα δραχμές. Δουλεύαμε από τις οχτώ το πρωί μέχρι δύο, τρεις, δρόμο." Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία. Φωτό: χαμάλης στη Θεσαλονίκη, αρχές 19 αι.
“Όταν έφυγα από τη Σύρα και ήρθα στον Πειραιά, έμεινα σε μια θεία μου που τη λέγανε Ειρήνη Αλτουβά, στην οδόν Φωτίου Κορυτσάς, τέρμα στα Ταμπούρια.[...]. Κατάκοπος κάθε βράδυ, εκοιμόμουνα με δύο κουβέρτες στο πά­τωμα της θείας μου, και φαινόμουνα και βάρος, μολονότι της έδινα εξήντα δραχμές τη βδομάδα. Με τάιζε και μ’ έπλενε. Από τις υπόλοιπες έστελνα στη μανά μου όσες μπορούσα. Δεν ήμουνα και σπάταλος ακόμη. Ως μικρός, και στο καφενείο στη ζού­λα εχωνόμουνα. Εκεί εγνώρισα κάτι πατριώτες μου Φραγκοσυριανούς. Αν και μικρός, το βραδάκι στο καφενείο τους γνώρισα, και συναναστράφηκα μαζί τους.Αυτοί, ήταν κι αυτοί γαιανθρακεργάτες. Τους παρεκάλεσα και με πήραν μαζί τους, αν και μικρός, επειδή γνωρίζανε τον πατέρα μου. Με αύτη τη σκληρή δουλειά που έκανα, δεκαπέντε χρονών να κουβαλώ ζεμπίλι στην πλάτη με τα κάρβουνα, εκέρδιζα είκοσι, σαράντα δραχμές γιατί εδουλεύαμε με τον τόνο. Τότες μού φάνηκε και μένα πως πλούτισα, και για πρώτη φορά αγόρασα κι έβαλα παπούτσια στο ποδάρι μου. Ως τότε από την ξυπολισά είχανε κάνει οι πατούσες μου σχισίματα.
Τα γράμματα από το σπίτι μου πηγαινοερχόντουσαν σε μένα και στη θειά μου, την οποία η μάνα μου παρακαλούσε να με προσέχει, για να μην πάρω μεγαλύτερο κακό δρόμο. Είχα αρχίσει πια να εί­μαι παλικαράκι. “Έπιασα διάφορους φίλους, της γειτονιάς τα παιδιά.
Πειραιάς εδώ. Λιμάνι. Ο κόσμος αλητεμένος. Τα παιδιά άλλος έπαιζε χαρτιά, άλλος γύριζε στις γυναίκες, άλλος κάπνιζε. Αρχί­νησα και γω να καπνίζω στου Φωκά. Τότες ο κόσμος, χωρίς εμπόδιο από κανέναν, τρεις μέρες κράτη­ση μοναχά για όποιον πιάνανε να φουμάρει, κάπνιζε χασίσι εύκολα, χωρίς να νιώθει πως τον πειράζει. Το χασίσι ερχόταν από την Τουρκία λαθραίο. Υπήρχε και στην Ελλάδα, κατώτερης ποιότη­τος. Όσοι εργαζόντουσαν στα λιμάνια απόκτησαν τη συνήθειας και τη διέδωσαν στους χαμάληδες, απλούς εργάτες, και σ’ όποιον αποζητούσε να ξεχνά.
Εννιά μήνες μετά τον ερχομό μου στον Πειραιά ήρθε και ολόκληρη η οικογένεια μου στον Πειραιά, και μέναμε όλοι μαζί στα Ταμπούρια. Ο πατέρας αμέσως έπιασε δουλειά μαζί μου στο κάρ­βουνο. Βολευόμαστε οικονομικά.
Μια μέρα πήγαμε να δώσουμε κάρβουνο σ’ ένα μεγάλο καράβι που πήγαινε τότε Ελλάς – Αμερική. Δεν το θυμάμαι τ’ όνομά του. Παλαιό καράβι πόκανε τη γραμμή Αμερικής χρόνια. Εδούλευα με το συχωρεμένο τον πατέρα μου. Έλαχε να με βά­λουνε χαφιαδόρο εμένανε στα αμπάρια κάτω. Να πέφτουν από πάνω από τα μάτια τα κάρβουνα, να ρίχνουνε και γω να τρα­βάω με το φτιάρι το κάρβουνο. Εκεί εγώ ετεμπέλιασα. Δε βαριέ­σαι, λέω, να κάτσω να κοιμηθώ και δεν πα να ρίξουνε. Ρίχνανε. Μα εγώ δεν τράβαγα. Ρίξανε ενενήντα τόνους κάρβουνο, το οποί­ον όταν είδανε πια ότι δεν τραβάω, σου λέει τι έπαθε; Μήπως έπαθε  κάτω τίποτε; Γιατί δεν τραβάει; Τι κάνει; Εγώ κοιμόμουνα. Όταν εξύπνησα όμως και είδα το κάρβουνο από πάνω μου φοβήθηκα. Τι είναι αυτό. Πως θα το βγάλω αυτό το πράμα; Είδα κι έπαθα να βγω από κει μέσα. Με βγάλανε αναίσθητο. Πήγα να σκάσω. Με βγάλανε με χίλια ζόρια, με χίλια βάσανα. Πήγανε από κει από κάτω που τραβάνε κάρβουνο για τη μηχανή και μπήκαν μέσα και με τραβήξανε και με βγάλανε και κατόπιν τραβήξανε το κάρ­βουνο και έπεσε από πάνω.

"Αφού όπως σας είπα είχα παρασυρθεί στην αλητεία, άρχισα να ζω κι όλες τις κακοπάθειές της. Και μια μέρα, με τσακώνουνε μέσα στον τεκέ του Σωτηράκη με πέντε άλλους και μου δίνουνε τον αργιλέ και τα καλάμια και τα χασίσια και τα τουμπεκιά στα χέρια, και δεμένον με περνούσαν, μαζί με τους άλλους, απ’ την παραλία του Πειραιώς, της Ζέας, και μας πηγαίνανε για το τρίτο που ήταν στην οδό Ρετσίνα. Κάτι ξυλιές, κάτι κλωτσιές, και την άλλη μέρα για το πλημμελειοδικείο. Τότε μάς έδινε δυο τρεις μέρες κράτηση, και όσες φορές κι αν μας πιάναμε το ίδιο." Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία.
Το πρωί κατά τις έξι ξυπνούσαμε. Ο πατέρας σηκωνόταν πρώ­τος και με σήκωνε και έμενα. Άντε πάμε για δουλειά. Σηκωνό­μουνα. Όλο κουρασμένος ήμουνα. Ήμουνα και παιδάκι ακόμη. Την εφοβούμουνα τη δουλειά και την κούραση, γιατί ήτανε βαριά δουλειά. Αλλά τι να κάνω; Έπρεπε να πάω και με τον πατέρα μου γιατί κι ο πατέρας μου ήτανε φιλάστενος. Τον ελυπόμουνα. Αλλά ήμουν και μικρό παιδί, δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ παιδί. Για λογαριάστε τώρα να κουβαλάς τόσα κάρβουνα.
Πίναμε ένα τσάι, ένα φασκόμηλο και λίγο ψωμί. Γάλα ποτέ. Μας έδινε η μάνα φαγιά να πάρουμε μαζί μας, να κάτσουμε κει πέ­ρα να φάμε. Κατά τις εννιάμισι δέκα σταματάγαμε για να κάνουμε κολατσό. Το πρωί, μισή ώρα ποδαρόδρομο απ’ τα Ταμπούρια να φτάσουμε στις δεξαμενές του Βασιλειάδη, στον Κάνθαρο. Εδώ μπροστά στο λιμάνι που μπαίνουμε μέσα, τότες υπήρχαν οι καρβουναποθήκες διαφόρων, του Παληού, του Εμπειρίκου, αυτών που είχαν καράβια. Εμείς γεμίζαμε τις μαούνες από τις αποθήκες και το βά­ζαμε στα καράβια. Το κάρβουνο ερχότανε από την Αγγλία, από την Ρωσία, από διάφορα μέρη. Ερχόντανε τα καράβια, τα φορτη­γά, και αδειάζανε εκεί στις αποθήκες, και το κουβαλάγαμε απ’ όξω μέσα στις αποθήκες. Κι ύστερα από τις αποθήκες στα καρά­βια που ήταν να ταξιδέψουν. Αύτη ήταν η δουλειά μας.
Στο δρόμο βλέπαμε όλους τους εργάτες, τον κόσμο που κατέ­βαινε στη δουλειά του. Άνθρωποι από διάφορες εργασίες. Η πα­ρέα, δέκα δώδεκα νομάτοι με τον κάπο επικεφαλής, μαζευότανε στον Κάνθαρο. Πιο πέρα ήταν τα ναυπηγεία του Βασιλειάδη που ανεβαίνανε τα ποστάλια και τα καθαρίζανε. Δηλαδή μικρά καρά­βια, αυτά που πήγαιναν στη Σύρα, στην Άνδρο, στα νησιά. Στην παρέα του Στέφανου είμαστε δέκα νοματαίοι και όλοι Συριανοί και Φράγκοι, μισοσυγγενείς σχεδόν. Ο Στέφανος καθολικός κι αυτός.
Ήτανε κι άλλες πέντε δέκα παρέες, Σαντορινοί, Συμιακοί. Τις ήξερα. Προσπαθούσανε να είναι έτσι κι αυτοί συγγενείς, δέκα δώδε­κα νοματαίοι. Η παρέα του Μανόλη, η παρέα του Γιώργη κλπ.
Οι δουλειές ήτανε αργολαβία. Υπήρχαν άλλοι πιο μεγάλοι κάποι. Κάποι ονομαζόντουσαν στην δουλειά αυτοί όπως είχαμε το όνομα βάρκοι εμείς. Το σωματείο των γαιανθρακεργατών είχε κάπους, αρχιεργάτες. Κι αυτοί οι κάποι εμεριμνούσανε για τις παρέες που κάνανε τη δουλειά. Ήτανε πέντε δέκα παρέες. Κι ερχόντανε. Αυτή η μαούνα είναι πενήντα τόνοι, να πούμε. Άντε δουλέψτε την εσείς. Πάρτε δρόμο να τη βγάλτε. Φώναζαν π.χ. να ‘ρθει η παρέα των Φραγκοσυριανών να κάνουν τη δουλειά.
Πότε βγάζαμε το κάρβουνο όξω από τα φορτηγά που ξεφορτώ­ναμε. Πότε πηγαίναμε κάτω στο λιμάνι, πιάναμε μια μαούνα εξήντα εβδομήντα τόνους, δέκα νοματαίοι, δώδεκα, την όποια  έπρεπε να την αδειάσουμε στον Κάνθαρο, μέσα εκεί που είχανε τις αποθήκες του κάρβουνου  οι μεγάλοι εφοπλιστές. Και πότε παίρναμε με τη μαούνα και πηγαίναμε και δίναμε κάρβουνο από τις αποθήκες στα καράβια που ήταν να πλεύσουν.


"Πειραιάς εδώ. Λιμάνι. Ο κόσμος αλητεμένος. Τα παιδιά άλλος έπαιζε χαρτιά, άλλος γύριζε στις γυναίκες, άλλος κάπνιζε. Αρχί­νησα και γω να καπνίζω στου Φωκά. Τότες ο κόσμος, χωρίς εμπόδιο από κανέναν, τρεις μέρες κράτη­ση μοναχά για όποιον πιάνανε να φουμάρει, κάπνιζε χασίσι εύκολα, χωρίς να νιώθει πως τον πειράζει. Το χασίσι ερχόταν από την Τουρκία λαθραίο. Υπήρχε και στην Ελλάδα, κατώτερης ποιότη­τος. Όσοι εργαζόντουσαν στα λιμάνια απόκτησαν τη συνήθειας και τη διέδωσαν στους χαμάληδες, απλούς εργάτες, και σ' όποιον αποζητούσε να ξεχνά." Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία.
Εδούλευα. Κουραζόμουνα. Με το ζεμπίλι στον ώμο. Κι έλεγα πότε θα ‘ρθει η ώρα να σχολάσουμε. Εγώ ήμουνα μικρός κι έπρεπε να κουβαλάω. Τα γεροντάκια φκιαρίζανε. Αλλά κι αυτοί εκουραζόντουσαν. Αύτη ήτανε η δουλειά μου μέρα, νύχτα, συνέχεια, τρία, τέσσερα χρόνια.
Οι κάποι μιλούσαν με τα διάφορα γραφεία που είχαν τα καρά­βια, με τα γραφεία που είχαν τις αποθήκες και με το σωματείο. Στο σωματείο ανήκαμε όλοι οι ανθρακεργάτες και είχαμε πρόεδρο των γαιανθρακεργατών έναν ονομαζόμενος Γεράσιμος Γαλιατσάτος. Μάλλον Κεφαλλονίτης ήταν αυτός, ο οποίος στο τέλος έγινε καταχραστής. Κάθε μήνα δίναμε ένα τάλιρο στο σωματείο. Το σωματείο εμεριμνούσε για όλα τα πράματα. Για τους γιατρούς, άμα τον χρειαζόντανε κανένας, να πάει κανένας στο νοσοκομείο. Όχι και να κά­τσεις βέβαια. Δεν είχαμε λεπτά για να κάτσεις πέντε δέκα μέρες.
Οι κάποι μόνο διατάζανε και κανονίζανε. Τους κάπους τους πλήρωνε το σωματείο, δηλαδή από αυτούς που είχαν τις αποθήκες τους και τα καράβια. Ήταν άνθρωποι του σωματείου. Πήγαιναν στα γραφεία και πληρωνόντουσαν.
Σήμερα εδώσαμε εκατό τόνους κάρβουνο στο τάδε καράβι. Δώσε μας τα λεφτά μας. Ο κάπος ο δικός μας, της ομάδας, Ο Στέφανος, αφού  σπατσάραμε από τη δουλειά και φεύγαμε, επήγαινε στο γρα­φείο του σωματείου. Πόσο δώσαμε σήμερα, πόσο βγάλαμε; Τόσο κάνει με τον τόνο. Και τα έπαιρνε. Το βράδυ μάς τα ‘δινε. Όλη αύτη η παρέα μας εκαθόμαστε στα Ταμπούρια και το βράδυ πάλι σμίγαμε σ’ ένα καφενεδάκι, πάλι Συριανό, κι ερχόταν εκεί και μας έβρισκε ό Στέφανος και μας έδινε τα λεφτά. Κι αν δεν έβρισκε κανέναν, την άλλη μέρα το πρωί του τα ‘δινε.
Στην παρέα ο κάπος κι όλοι οι άλλοι ήταν ίσοι. Ο κάπος της παρέας δεν εκουραζόνταν τόσο όσο εκουραζόμαστε εμείς που είμα­στε εργάτες. Δηλαδή ερχόνταν ένας,  φώναζε από το γραφείο. Έ­βγαινε. Εμείς  δουλεύαμε. Ερχόντανε άλλος για να δει, να λύσει, να δέσει, τι χρειαζόταν εκεί πέρα. Πήγαινε. Ενώ οι άλλοι οι κά­ποι του σωματείου που διατάζανε τους κάπους της παρέας καθόλου δεν δουλεύανε.
Αυτός o Στέφανος ήταν καλός άνθρωπος, ένα ανθρωπάκι όπως εμείς ήτανε. Ένας αγράμματος, αφού δεν ήξερε ούτε το όνομά του να υπογράφει. Αγράμματος τελείως. Γιατί κι αυτός έλαχε και ώ­ρες που εδούλευε. Άμα δεν είχε δουλειά άλλη, δεν μπόραγε να κάθεται να διατάζει, εμπρός, πιάσε, φκιάριζε. Γύριζε, κουβάλαγε. Αλλά ήταν λίγο πιο ελεύθερος  από ένανε σαν εμάς που εμπαίναμε τώρα μέσα και επιάναμε γραμμή δουλειά. Ο κάπος έπαιρνε εξ ίσου με τους άλλους. Τον εμπιστευόμασταν. Ήταν άνθρωπος του σωμα­τείου. Εξάλλου ξέραμε πόσα λεφτά κάνανε οι τόνοι που εβγάλαμε. Το ξέραμε ακριβώς. Ούτε να πάρει ούτε ένα τάλιρο παρά πάνω. Μπορώ να σου πω ότι καμιά φορά χάλαγε κι από τα δικά του.
Το καλοκαίρι ζέστη μεγάλη. Ήταν ανυπόφορη η δουλειά. Το χειμώνα μπορεί να έκανε λιγάκι κρύο αλλά ήσουνα ντυμένος, ύστε­ρα έπιανες τη δουλειά σου, δούλευες καλύτερα.
Από εμφάνιση είμαστε άστα, γιατί πηγαίναμε στα κάρβουνα. Μουτζούρες. Ένα ντρίλινο παντελόνι, ένα πουκάμισο, ένα σακάκι της φωτιάς. Και βέβαια μετά, όταν κάναμε τη δουλειά μας και πη­γαίναμε στα σπίτια μας και ντυνόμαστε, κάπως ήμαστε συμμορφωμένοι.
Στο λιμάνι δεν είχε μέρος να πλυθείς. Καθένας ήθελε να πάει στο σπίτι του να σαπουνιστεί, να πλυθεί, να γίνει ωραίος στα καθαρά.
Στο κεφάλι φορούσαμε μαντίλι από μια πετσέτα. Τη δέναμε στα μαλλιά για να μη πηγαίνει η μουτζούρα. Πάντως επήγαινε. Ένα μαντίλι που δέναμε στο λαιμό μας για να μην πηγαίνουν από πίσω από το λαιμό, στην πλάτη, τα κάρβουνα. Πετσέτα ειδήμων γι’ αύτη τη δουλειά, δηλαδή περίπου ενάμιση πήχης φάρδος και ενάμισης πήχης μάκρος. Την έβαζες εκεί πέρα κι έπαιρνε το κάρβουνο, τον ιδρώτα, ξέρω γω τι. Αυτή ήτανε ταχτική. Μόλις πηγαίναμε στο σπίτι τη βγάζαμε και ή την πλέναμε ή την αφήναμε εκεί, στέ­γνωνε και την άλλη μέρα τα ίδια.

"Φαγί γερό, ό,τι υπήρχε μες στο σπίτι, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά, μακα­ρόνια, μπακαλιάρο. Το καθημερινό. Μετά ξάπλα. Κούραση. Εγώ που ήμουνα παιδάκι κουραζόμουνα. Έπεφτα και κοιμόμουνα μέχρι το βράδυ στις τέσσερις πέντε η ώρα. Μετά σηκωνόμαστε και πη­γαίναμε στο καφενείο. Βέβαια εγώ δεν πήγαινα στο καφενείο και τόσο." Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία.
Εγώ τότες στο κάρβουνο που δούλευα, άρχισα και τα έψηνα μ’ αύτη την πρώτη την γυναίκα που πήρα. Εγώ αυτήν είχα στο νου μου.
Από τον καιρό που ήμουνα παιδάκι μου άρεσε ο χορός. Χό­ρευα ζεμπέκικο, χασάπικο και σέρβικο, κι ακόμη από μικρός έφτια­χνα στίχους κι ας ήταν άσημα τα τραγουδάκια μου. Ήμουνα και μάγκας κι ομορφόπαιδο.
Εκεί στα Ταμπούρια επήγαινα και άραζα ταχτικά στο σπίτι μιας εξαδέρφης μου Κούλας Ριγούστου, και στην ίδια αυλή καθόταν η κοπέλα που αγάπησα. Αύτη ήταν ορθόδοξος, καταγόταν από την Πελοπόννησο και λεγόταν Ζιγκοάλα. Αυτού άραζα το λοιπόν κι έ­βλεπα αυτήνε το λεοντάρι που ήθελα να πάρω αργότερα.
Όλο κρυφά πολεμάγαμε. Να μην την δούνε oι δικοί της, η μάνα της, ο πατέρας της, τα’ αδέλφια της. Εμένα οι δικοί μου δε μ’ ένοιαζε. Το ξέρανε που της μίλαγα. Κι αύτη περίμενε με παντοίους τρόπους να με βρει ζούλα να μου μιλήσει. Έβγαινε έξω να ψωνίσει στο μπακάλικο. Την περίμενα εγώ στην πόρτα, καμιά φορά έβγαι­να και έξω, πήγαινα στο δρόμο που θα ‘ρχότανε, την έβρισκα και μιλάγαμε. Και λέγαμε τέλος πάντων, έτσι και έτσι και ξέρω γω τι, να τη φιλήσω, κι ότι θα σε πάρω να σε κάνω γυναίκα μου, και πότε θα γίνει αύτη η δουλειά. Ίσως να ‘ναι σωστή η παροιμία που λέει ότι όποιος σ’ αγαπάει σε κάνει και κλαις. Δεν είχαμε γνωριστεί δέ­κα μέρες και η Ζιγκοάλα με είπε Φραγκόσκυλο.
Όμως μ’ όλο το Φραγκόσκυλο ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος σχεδόν. Απ’ τις πρώτες μέρες επιάστηκε και ένας χρόνος πέρασε χωρίς να μικρύνει η φλόγα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις δέκα η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου.Ήταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχρινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα.[...]
Αφού δούλεψα τέσσερα χρόνια στο κάρβουνο πέτυχα να πάω στη Ζέα, στο τελωνείο του Κυργιάκου Μαργιόλη για να οικονομάω περισσότερα. Αυτός ήτανε ο κάπος εκεί που ήτανε oι αποθήκες κι έκανε κουμάντο. Εδουλεύανε περίπου εκατό, έκατον πενήντα εργάτες κάθε μέρα υπό την προστασία αυτουνού.
Εκεί βγάζαμε τα εμπορεύματα. Ήμαστε μια παρέα πάλι δώ­δεκα νοματαίοι των βαρέων βαρών. Φορτωνόμουνα και είχα μια χα­μαλίκα και έφτασα να φορτωθώ εκατόν τριάντα πέντε οκάδες σέγια χάρτου.

"Δεν μπορώ να το σηκώσω πια. θα με χτυπήσει το τραμ. Φεύγουν αυτοί και το πέταξα αυτό το βάρος. Κι έπεσε χάμω. Κι έφυγα. Και εβρήκε αυτό απάνω μπροστά στη μούρη του τραμ. Το τραμ σταμάτησε, το κιβώτιο άνοιξε. Έκανα και ζημιά στο τραμ δηλαδή. Όχι μεγάλη ζημιά, μια φορά έσπα­σα τα τζάμια. Και τέλος πάντων με βοηθάγανε οι ανθρώποι και με χίλια ζόρια το ξαναφορτώθηκα και το πήγα μέσα στην αποθήκη. Και μόλις το λοιπόν το βάλαμε χάμω, δε γύρισα πάλι στην μαούνα που ξεφορτώναμε. Σηκώθηκα κι ανέβηκα πάνω σε μια στίβα από σακιά ζάχαρης, αλεύρια, ρύζια, μοναχός μου κι έκλαιγα σα μωρό παιδί." Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία.
Μια μέρα με φορτώσανε ένα πράμα σαν το τραπέζι, αλαφρύ πρά­μα αλλά μπούγιο, ε; Αψηλό πράμα, δεν ήτανε μαζωμένο να το πεις αυτό είναι βαρύ, θα το βάλεις στον ώμο σου να το πας. Αυτό με φορτώσανε το λοιπόν, δηλαδή ήτανε οκάδες πολλές, ήτανε κα­μιά εκατοσταριά οκάδες, εκατοπενήντα. Και το φορτώθηκα εγώ και το πήγα από το μουράγιο, από το τελωνείο τώρα της Ζέας, να το βγάλω όξω στις αποθήκες, δηλαδή να περπατήσω δέκα λεπτά φορτωμένος. Και από τις τέσσερις άκρες που είχε αυτό, ήταν τέσσερις ανθρώποι και με κρατάγανε και γω ήμουνα από κάτω με τη χαμα­λίκα. Το λοιπόν, τώρα που πρόκανα και βγήκα στο δρόμο, που περνάγανε τα τραμ, βλέπω ότι έρχεται το τραμ εκείνο. Δεν ξέρω πώς ζαλίστηκα, πώς φοβήθηκα και φωνάζω σ’ αυτούς που με βοηθούσαν, βάρδα από κάτω, θα το ρίξω. Δεν μπορώ να το σηκώσω πια. θα με χτυπήσει το τραμ. Φεύγουν αυτοί και το πέταξα αυτό το βάρος. Κι έπεσε χάμω. Κι έφυγα. Και εβρήκε αυτό απάνω μπροστά στη μούρη του τραμ. Το τραμ σταμάτησε, το κιβώτιο άνοιξε. Έκανα και ζημιά στο τραμ δηλαδή. Όχι μεγάλη ζημιά, μια φορά έσπα­σα τα τζάμια. Και τέλος πάντων με βοηθάγανε οι ανθρώποι  και με χίλια ζόρια το ξαναφορτώθηκα και το πήγα μέσα στην αποθήκη. Και μόλις το λοιπόν το βάλαμε χάμω, δε γύρισα πάλι στην μαούνα που ξεφορτώναμε. Σηκώθηκα κι ανέβηκα πάνω σε μια στίβα από σακιά ζάχαρης, αλεύρια, ρύζια, μοναχός μου κι έκλαιγα σα μωρό παιδί. Φοβήθηκα, κουράστηκα, εσκέφτηκα και λέω. Παναγιά μου, Χριστέ μου, άραγες αύτη θα είναι η δουλειά μου εμένανε; Όσα χρό­νια ζω να με τρώει ό κόπος κι ο ιδρώτας και τα τέτοια, και τι να πάρω, τι να κάνω; Άραγες θεέ μου, τέτοια ζωή θα κανω, χαμά­λης; Και τι χαμάλης, χαμάλαρος!  Έκλαιγα σα μωρό παιδί και περικάλαγα το Χριστό. Χριστέ μου βοήθησε με δηλαδή να φύγω να πάω σε μιαν άλλη δουλειά να γίνω κάπως διαφορετικά, να παίρνω λεπτά, να μην είμαι με τέτοια.
Εν τω μεταξύ, από κάτω το πόδι μου, η καμάρα, σχίσθηκε κι έτρεχε αίματα. Ήταν το πρώτο λύγισμά μου απ’ τον κόπο. Το πρώτο σοβαρό. Κι άλλη φορά είχα κλάψει μικρός και ξυπόλυτος όταν δούλευα και κρύωνα στο κάρβουνο. Τώρα όμως, μεγάλος πια κι έκλαψα.
Τότες που είχα πάει στο τελωνείο, ήμουνα παντρεμένος, είχα  πάρει το μουλάρι αυτό που συζητάμε, την πρώτη μου γυναίκα. Και εκεί κάνα δυο τρια χρόνια έμεινα.
Ύστερα από ‘κει πέρα το λοιπόν με πήρε ο πατέρας της αυτηνής στη δουλειά. Είχανε μια άλλη παρέα αυτοί σ’ ένα κέντρο στο λιμάνι μέσα, και κει έκανε κουμάντο κάποιος Σαλιμίδης. Κάπος ήταν κι αυτός. Κι ο πατέρας μια και μ’ έκανε γαμπρό τι θα ‘κανε; Το παιδί του είχα, με πήρε κει στη δουλειά και δούλευα μ’ αυτόνε. Ή­μουνα εργάτης, άλφα εργάτης.
Αυτός ήτανε καλός άνθρωπος, αν και δε με ήθελε με κανένα τρόπο έμενα να με κάνει γαμπρό. Αυτό διότι εγώ ήμουνα καθολι­κός. Καλότατος άνθρωπος, ήσυχος. Και εδούλευα εκεί πέρα μ’ αυτόν να πούμε, διότι είχα την κόρη του. Ξεφορτώναμε μαούνες με διάφορα πράματα. Εβγάζανε σταφίδα, εβγάζανε μελάσσες, εβγάζανε χαρούπια, διάφορα πράματα που φέρναν από την Κρήτη, από τα νησιά. Και ήτανε κει να πα να δεις στο Τελωνείο της Ζέας στο λιμάνι, στου Γιαννουλάτου στο Τζελέπη που αλλάζανε τα καρά­βια. Και θυμάμαι αυτό και πλείστα άλλα ακόμα.
Άλλη μια φορά με φορτώνουνε ένα κιβώτιο που ‘χε μέσα λεφτά, τα οποία τα φέρνανε από την ‘Αγγλία, εκεί που τα κόβανε να πούμε, και θα τα κυκλοφορούσαν εδώ. Λοιπόν με φόρτωσαν ένα κασάκι, το οποίο ήταν τόσο πολύ μικρό αλλά τόσο πολύ βαρύ. Είπαμε λεφτά, και ήτανε βαριά. Και μέσα εκεί το λοιπόν που φορτώναμε, πήρα το πέταξα, κάνω έτσι και άνοιξε. Πήρα και κάμποσα τα ‘βαλα στην τσέπη μου. Δίφραγκα ήτανε. Αλλά δεν περνάγανε αυτά τα λεφτά. Κι έκατσα κι εκεί πέρα κάμποσο καιρό, οχτώ εννιά μήνες εν όλω στο τελωνείο.
Ε, κατόπιν το λοιπόν από κει πέρα τα παράτησα όλα. Έ, δεν μπόραγα να κάνω αύτη τη δουλειά δεν ήτανε δουλειά για μένανε αύτη. Λέω, θα πάω να γίνω χασάπης, αν και στο νου μου, με όλες αυτές τις δουλειές που συζητάω, ήτανε μπροστά μου τα γράμ­ματα και η σύνθεση. Το ‘βλεπα κάθε μέρα αυτό το πράμα, πότε θ’ αρχινήσω να γράψω, να κάνω αύτη τη δουλειά. Όπως είχα γράψει εκείνο το τραγούδι που έλεγα Μια χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ η  βραδιά. Αυτό το χα γράψει στη Σύρα μικρός, δεκα­πέντε δεκατεσσάρω, τόσο ήμουνα. Κι έκτοτε το θυμάμαι. Το ‘γραφα, το πέταξα το χαρτί, άλλα το θυμάμαι απ’ όξω. […]
Όλον αυτόν τον καιρό δεν έγραφα, επειδής ήμουνα κουρασμένος, επειδής έκανα άλλες δουλειές, επειδής κοίταζα αυτήνε, επειδής είχα μπροστά μου χίλια δυο άλλα. Αλλά από το νου μου δεν μού έ­φευγε αυτό. Δεν σκεπτόμουνα ότι θα βγάλω λεπτά μ’ αυτό το πρά­μα. Ούτε και ήξερα τέτοιο πράμα. Είμαστε παιδάκια στη Σύρα και πηγαίναμε και παίζαμε εκεί στην Πορτάρα, στην Πηγή, στο Πλα­τύ, στα Νερά και ελέγαμε κάτι τραγουδάκια, όχι τραγουδάκια, ποιήματα, άσημα πράματα, ούτε καν τα θυμάμαι.
Μια φορά θυμάμαι που πηγαίναμε τέσσερα πέντε παιδάκια με κάτι ντενεκέδες και με πέτρες και με ξύλα που τα χτυπάγαμε σε μια μου συγγενή γριά, την οποία τη λέγανε Μαρία. Και της είχα βγάλει εγώ ένα τραγουδάκι. Λέγαμε τώρα με τα ξύλα που παίζαμε
Για μια Μαρία η Σταζού είναι καλό λατάρι.
Σηκώνεται κάθε πρωί σκουπίζει μ’ ένα φτυάρι.
Παιδάκια ελέγαμε τώρα αυτό το πράμα. Είχα μια τάση τέτοια.Το σκεφτόμουνα με λαχτάρα αυτό το πράμα. Σου λέω που μ’ άρεσε να διαβάζω εφημερίδες. Και τότες μ’ όλη αύτη τη δουλειά, μη νομίζετε ότι μου παράλειπε η εφημερίδα. Την αγόραζα και διά­βαζα. Κι αν δεν είχα λεφτά να την αγοράσω, πάγαινα στο καφε­νείο και καθόμουνα και διάβαζα απ’ το καφενείο. Όχι μια, δέκα να ‘τανε στο καφενείο, εγώ τις διάβαζα. Και τα παρακολουθούσα όλα. Καθ’ όλα. Θυμάμαι όλα, τους πολέμους που γενήκανε τους ευρωπαϊκούς, τον πρώτο, το δεύτερο πόλεμο, όλα. Ούτε καν δεν είχα τέτοιο πράμα, ότι θα κάνω τέτοια δουλειά, ούτε εβασιζόμουνα ποτές. Έπαιζα μπουζούκι όμως ε, έπαιζα.
Το λοιπόν, εκεί είπαμε βρισκόμαστε στη βρωμόλιμνη, στη Ζέα δηλαδή. Εκεί βούιζε η κλεψιά, ήτανε oι παπατζήδες, oι πορτοφο­λάδες, oι λαχανάδες κι oι χασικλήδες κι oι διάφοροι, και μάγκες κι εγκληματίες και κουτσαβάκια.
Αφού εγνώρισα αρκετούς τέτοιους φίλους, οι οποίοι ήτανε και καλοί και κακοί μαζί, αρχίνισα με τους πιο καλούς να κάνω και συχνή παρέα. Η παρέα έφερε και τις αταξίες εκείνου του καιρού. Δεκαεννιά χρονών έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης απ’ τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώ­τη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οχτώ χρο­νών, μου ‘δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα την Ζιγκοάλα, και την απαράτησα. Όμως και μετά τον γάμο μου, πηγαίναμε, εγώ αν και νιόπαντρος, σε κοινές γυναί­κες που ακμάζανε τότες στα Βούρλα. Εκεί έκανα και γω τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλ­λους έκανα και γω. Σιγά σιγά, σκαλί σκαλί, πήρα τον κατήφορο. Άρχισα να πηγαίνω και γω στους τεκέδες. Αφού τα γύρισα Όλα αυτά και τα ξεσκόνισα, όλους τους τεκέδες του Πειραιώς και των Α­θηνών και των περιχώρων, κι όπου ύπαρχε τεκές, κύλαγα στο βούρκο, όπως κυλιόντουσαν όλοι. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής και δεν είχα ταίρι.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου, που τον έτρωγε το μεράκι για το κατρακύλισμά μου, και η μάνα μου η κακομοίρα που ήθελε πάντα το καλό μου, όλο γκρίνιαζαν. Εγώ δεν άκουγα τίποτες. Έβρισκε η μάνα μου το μπελά της από τον πατέρα μου, γινότανε καυγάδες για μένα, ποιος φταίει.
Τα δύο μικρότερα αδέλφια μου ακολούθησαν το παράδειγμά μου. Ό ένας, ο Λινάρδος, τρελλάθηκε απ’ το χασίσι, στα δεκαεφτά του χρόνια. Έζησε τρελλός και πέθανε το σαράντα από την πείνα. Ο άλλος, ο Φραντζέσκος, έπινε κρασί κι απόχτησε ένα χαρακτήρα ανθρώπου επικίνδυνου. Μαχαίρια τραβούσε, και φόνο έκανε στο τέ­λος, και φυλακή επήγε.
Αφού όπως σας είπα είχα παρασυρθεί στην αλητεία, άρχισα να ζω κι όλες τις κακοπάθειές της. Και μια μέρα, με τσακώνουνε μέσα στον τεκέ του Σωτηράκη με πέντε άλλους και μου δίνουνε τον αργιλέ και τα καλάμια και τα χασίσια και τα τουμπεκιά στα χέρια, και δεμένον με περνούσαν, μαζί με τους άλλους, απ’ την παραλία του Πειραιώς, της Ζέας, και μας πηγαίνανε για το τρίτο που ήταν στην οδό Ρετσίνα. Κάτι ξυλιές, κάτι κλωτσιές, και την άλλη μέρα για το πλημμελειοδικείο. Τότε μάς έδινε δυο τρεις μέρες κράτηση, και όσες φορές κι αν μας πιάναμε το ίδιο.
Για μένα είναι σταθμός όμως αυτή η περιπέτεια. Για πρώτη φορά κρατητήρια, δικαστήρια, αποτυπώματα.

Μόλις βγήκαμε, τρέξαμε να βρούμε ναργιλέ. Άρχισε και μπήκαν στην ζωή μου και οι συλλήψεις πια τακτικές. Πώς να μην α­πελπιζόταν ο πατέρας μου;
Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους, στα Αθάνατα του Αϊ-Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλ­λος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός, λι­μενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι σαράντα, τριάντα πέντε χρονών, χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναρ­γιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον έμετο, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κό­σμος σβούρα. Ήταν αδύνατο να κουνηθώ απ’ τη θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω, μου δίνανε λεμόνι ξυνό να φάω. Έγινε αυτό στα Αθάνατα του Αϊ-Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, στο είκόνισμα του Αϊ-Γιωργιού. Ήμουνα δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ. Αφού περάσανε δύο τρεις ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου.
Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ’ άγαπάγανε, τους αγάπαγα, σ’ ό,τι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν εί­χαμε σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες.[…]
Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά.
Όταν πήγαινα αργά στο σπίτι μεθυσμένος απ’ το χασίσι, έμ­παινα σιγά σιγά στη ζούλα, για να μη ξυπνήσω τον πατέρα μου γιατί τον εντρεπόμουνα. Ένιωθα ότι δεν ήθελα να τον κοιτάξω στα μά­τια του, που δείχνανε όλο τον πόνο του για μένα. Δεν φτάνει που είχε τη φροντίδα τη δικιά μου, αλλά ήταν υποχρεωμένος να ζει και τη γυναίκα μου.
ΠΗΓΗ
http://eranistis2.wordpress.com/2010/12/04/%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%80%CE%B5%CE%B9/?preview=true&preview_id=7435&preview_nonce=3bdbf14464

Δεν υπάρχουν σχόλια: