του Άρη Νικολαίδη
Τα ρεμπέτικα τραγούδια, εδώ και δεκαετίες, αποδεικνύουν καθημερινά τη διαχρονικότητά τους, δικαιώνοντας το χαρακτηρισμό τους ως το πιο γνήσιο κομμάτι της λαϊκής μας μουσικής. Αυτοί που δε δικαιώνονται είναι οι δημιουργοί του ρεμπέτικου, οι άνθρωποι που πλούτισαν τη μουσική μας κουλτούρα με εκατοντάδες αριστουργήματα. Σχεδόν όλοι έχουν ακούσει το «Αλήτη μ' είπες μια βραδιά», το «Παραπονιάρικο», τον «Καϊξή». Λίγοι, όμως, είναι αυτοί, που γνωρίζουν τον δημιουργό τους, τον Απόστολο Χατζηχρήστο.
Το 1937 θα ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, την«Κοκκινιώτισσα», και στο διάστημα μέχρι την Κατοχή θα περάσει στη δισκογραφία καμιά τριανταριά τραγούδια, ανάμεσά τους μερικά απ' τα πιο γνωστά ρεμπέτικα. Παράλληλα, θα συμμετέχει σαν τραγουδιστής σε αρκετές ηχογραφήσεις παλιότερων γνωστών δημιουργών.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ
Πρώτης γραμμής λαϊκός δημιουργός
Η ζωή του
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901, γόνος γνωστής εύπορης οικογένειας. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, μαθαίνοντας μαντολίνο, πιάνο και ακορντεόν.
Το 1922 θα πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και θα πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Καταφέρνει να δραπετεύσει την ώρα που τον πήγαιναν για εκτέλεση και να φτάσει μετά από περιπέτειες στην Τζια. Τελικά, θα βρει την οικογένειά του και θα εγκατασταθεί οριστικά στον Πειραιά.
Πιάνει δουλιά σαν ηλεκτροσυγκολλητής, ενώ, παράλληλα, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, μαθαίνοντας κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά. Μετά την επιτυχία της ξακουστής «Τετράδος του Πειραιώς», του Μάρκου, του Μπάτη, του Στράτου και του Δελιά, αρχίζει να παίζει σε ταβερνάκια του Πειραιά, όπου θα γνωριστεί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τον οποίο θα μείνει αδελφικός φίλος μέχρι το τέλος, τον κιθαρίστα Γιώργο Κωνσταντινίδη και τον μπουζουξή Ηλία Ποτοσίδη. Το '36 θα γνωριστεί με τον Μάρκο και την παρέα του και από τότε θα δουλέψει σαν επαγγελματίας μουσικός στα γνωστότερα μαγαζιά της εποχής (στου «Πίκινου», στου Δερέμπεη, στο «Δάσος» και αλλού).
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, θα παλέψει για την επιβίωση, δουλεύοντας - όπως οι περισσότεροι ρεμπέτες - με μικρά συγκροτήματα στα λίγα μαγαζιά που λειτούργησαν εκείνη την περίοδο.
Από το '46 έως το '53 θα δουλέψει στου «Τζίμη του χοντρού», στο «Πίγκαλς», στου «Καλαματιανού», στα καλύτερα λαϊκά μαγαζιά. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 θα πέσει κι αυτός - όπως οι περισσότεροι προπολεμικοί ρεμπέτες - θύμα της πολιτικής των εταιριών και θα παραμεριστεί απ' τη δισκογραφία. Για να βγάλει το μεροκάματο, θα αναγκαστεί να παίζει σε «κατώτερης ποιότητας» μαγαζιά ή να κάνει περιοδείες με μικρά συγκροτήματα σε μαγαζιά της επαρχίας. Θα φύγει πρόωρα απ' τη ζωή, τον Ιούνη του 1959, χτυπημένος απ' τον καρκίνο.
Ο ρεμπέτης
Για τον Απόστολο Χατζηχρήστο, μπορούμε να υποστηρίξουμε ανεπιφύλαχτα ότι και με τις τρεις του καλλιτεχνικές ιδιότητες (μουσικός - τραγουδιστής - δημιουργός) ήταν κορυφαίος.
Δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης, κατείχε τα μυστικά έξι τουλάχιστον μουσικών οργάνων. Στα λαϊκά πάλκα ανέβηκε σαν μπουζουξής. Συνεργάστηκε με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς, φτιάχνοντας τις καλύτερες κομπανίες. Επίσης, πήρε μέρος σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων (άγνωστος ο αριθμός), όχι μόνο σε δικά του τραγούδια, αλλά και σε δημιουργίες άλλων συνθετών.
Είναι ένας απ' τους δυο - τρεις καλύτερους τραγουδιστές του ρεμπέτικου. Εχοντας απίστευτες φωνητικές δυνατότητες, τραγουδούσε συχνά σε τόσο ψηλούς τόνους, που πολλές φορές έπαιξε το ρόλο της γυναικείας φωνής, τραγουδώντας ολόκληρο το τραγούδι μια οκτάβα πάνω απ' την πρώτη φωνή! Μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη τραγούδησε πασίγνωστα τραγούδια («Τα δυο σου χέρια πήρανε», «Ο Αντώνης ο βαρκάρης», «Με πολεμάς μπαμπέσικα» κ.ά.) και αποτέλεσαν - κατά προσωπική εκτίμηση - το καλύτερο ρεμπέτικο αντρικό ντουέτο. Μια από τις ενδεικτικές στιγμές του μεγαλείου της φωνής του Απόστολου Χατζηχρήστου, είναι η συνάντησή του με τον «μυθικό» τραγουδιστή Γιώργο Κάβουρα στο τραγούδι του Κώστα Σκαρβέλη «Κανείς δε βρέθηκε γιατρός». Μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, είναι η μοναδική φορά, που ο Κάβουρας σιγοντάρει σε δίσκο άλλον τραγουδιστή!
Το έργο του
Ο Χατζηχρήστος πέρασε στη δισκογραφία ογδόντα πάνω - κάτω τραγούδια, αριθμό όχι ιδιαίτερα μεγάλο, αν τον συγκρίνουμε με τη δισκογραφική παραγωγή άλλων, αντίστοιχης κλάσης, δημιουργών. Θεωρούμε ότι δυο είναι οι βασικοί λόγοι:
Πρώτον, η μικρή χρονικά συμμετοχή του στη δισκογραφία, απ' το '37 έως το '54. Δεύτερον, η ανυπαρξία «αδιάφορων» τραγουδιών στο δισκογραφικό του έργο, κάτι που μας δημιουργεί βάσιμα την εντύπωση ότι απέφυγε συνειδητά να ηχογραφήσει τραγούδια, που ο ίδιος, προφανώς, θεωρούσε «δευτεροκλασάτα».
Παρότι έγραφε κι ο ίδιος στίχους, προτίμησε κατά κύριο λόγο να συνεργαστεί με επαγγελματίες στιχουργούς και μάλιστα με τους πιο αξιόλογους: Γιάννης Λελάκης, Γιώργος Φωτίδας, Χαράλαμπος Βασιλειάδης («Τσάντας»), Κώστας Μάνεσης κ.ά.
Η μικρασιατική καταγωγή και η κλασική μουσική παιδεία του, σε συνδυασμό με τις κακουχίες που πέρασε, επέδρασαν καταλυτικά πάνω στην έμπνευσή του. Το έντονο παράπονο είναι αυτό που διαφαίνεται ακόμα και στα πιο «ανώδυνα» τραγούδια του:
«Το παλικάρι στη γωνιά μια ζεϊμπεκιά γουστάρει
απ' το γλυκό μπουζούκι σου φίλε παραπονιάρη».
Οπως όλοι οι γνήσιοι ρεμπέτες, ο Χατζηχρήστος περιγράφει με τα τραγούδια του την ίδια του τη ζωή. Θεματικά, κινείται κύρια σε δυο άξονες: Ερωτική διάθεση και κοινωνική κατάσταση.
Τα τραγούδια του, είτε ερωτικά είτε κοινωνικά, χαρακτηρίζονται ως επί το πλείστον από ένα κύμα απογοήτευσης, που συχνά φτάνει στην απελπισία:
«Γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς ανέμελα γλεντάει
την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει».
Η αφορμή για τους στίχους του παραπάνω τραγουδιού μπορεί να αναζητηθεί οπουδήποτε. Απ' το σαράκι που τρώει την ψυχή του ερωτευμένου μέχρι την απελπισία του φυματικού και από το έσχατο σημείο φτώχειας έως τον - για διάφορους λόγους - κυνηγημένο της κοινωνίας. Κάποια στιγμή, όταν ο δημιουργός καταφέρνει να ξεπεράσει το σκόπελο της λογοκρισίας, έρχεται και η καταγγελία:
«Μαράθηκε η καρδούλα μου μ' αυτή την αδικία
παλιοζωή, ψεύτη ντουνιά και παλιοκοινωνία».
Γνήσιος κι αυθόρμητος
Ο Χατζηχρήστος ήταν υπόδειγμα τιμιότητας, συνέπειας και συναδελφικότητας. Ας δούμε τι λένε γι' αυτόν οι πλέον αρμόδιοι, οι συνάδελφοί του:
Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης (λαϊκός μουσικός): «...Με τον Αποστόλη γνωριστήκαμε προπολεμικά. Ωραίος άνθρωπος, καλός συνεργάτης, συνθέτης από τους λίγους. Εγραψε τραγούδια ολόμαλλα, να πούμε, όχι βαμβακερά, που θα μείνουν για πάντα. Γνήσιος και αυθόρμητος σαν Σμυρνιός που ήταν - όπως όλοι οι Σμυρνιοί - έγραψε απλά τραγούδια, αλλά γεμάτα νόημα! Μπορούσες να τα παίξεις και να τα τραγουδήσεις εύκολα. Εγραψε για τη φτώχεια, την προσφυγιά, την αδικία...» (Τάσου Σχορέλη: «Ρεμπέτικη Ανθολογία», εκδόσεις «Πλέθρον»).
Τάκης Μπίνης (λαϊκός τραγουδιστής): «Ολοι του σιναφιού μας είχαμε ελαττώματα. Σε κείνον, που δεν μπορούσες να του καταλογίσεις τίποτα, ήταν ο Χατζηχρήστος. Σαν άνθρωπος, αυτός ήταν η κορυφή, ο καλύτερος όλων» (Από αφήγηση του Τάκη Μπίνη στον γράφοντα, τον Απρίλη του 2003).
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ανήκει στην πρώτη γραμμή των λαϊκών δημιουργών. Τα τραγούδια του πολλές φορές αποτέλεσαν βάση για μεταγενέστερους δημιουργούς, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου υπάρχουν υπόνοιες κλοπής. Υπάρχουν αρκετά τραγούδια («Ο ζόρικος», «Μοίρα με καταδίκασες» κ.ά.), που, ενώ «θυμίζουν» πολύ έντονα το Χατζηχρήστο, εντούτοις είναι καταχωρημένα σε ονόματα άλλων συνθετών.
Συνολικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Χατζηχρήστος είναι ένας απ' τους δυο - τρεις (την «πρώτη θέση» κατέχει σίγουρα ο Βαγγέλης Παπάζογλου) πιο αδικημένους δημιουργούς. Καθώς δεν πρόλαβε την αναβίωση του ρεμπέτικου στα χρόνια μετά το '60, μέσω των επανεκτελέσεων, αλλά και των συναυλιών στις μπουάτ, έμεινε άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, τη στιγμή που τα τραγούδια του, όχι μόνο τραγουδιούνται ακόμα, αλλά συχνά εκφράζουν και τον σύγχρονο Ελληνα, αφού αρκετά προβλήματα, ουσιαστικά, παραμένουν τα ίδια.
πηγη
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
1 σχόλιο:
Από τους κορυφαίους....
Δημοσίευση σχολίου