Με τον κ. Γιάννη Σταματίου είχα την τύχη να βρεθώ αρκετές φορές και να κουβεντιάσω μαζί του. Για την ακρίβεια είχα την τύχη να τον ακούσω να μιλάει για τη ζωή του και την καλλιτεχνική του πορεία. Παραθέτουμε μεγάλο μέρος από αυτές τις αφηγήσεις, όπου εκτός από την αυτοβιογραφία του, ο δεξιοτέχνης μουσικός δίνει πρωτογενείς περιγραφές για το χώρο του κλασσικού λαϊκού τραγουδιού και τους ανθρώπους του, αλλά και αρκετές απόψεις του για την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής.
Απ’ τη γειτονιά στο πάλκο
Ξεκίνησα παίζοντας κιθαρίτσα στη γειτονιά. Καμιά σχέση με επάγγελμα. Καντάδες με τους φίλους στη γειτονιά ή σε κανένα πάρτι. Κιθάρα υπήρχε στο σπίτι μου. Έπαιζε ο πατέρας μου για δικιά του ευχαρίστηση. Αυτός μου έδειξε και τα πρώτα πράγματα. Στου Χαροκόπου έμενε η αδερφή του πατέρα μου κι εγώ πήγαινα συχνά σπίτι της. Εκεί κοντά, συγκεκριμένα στην Αγίων Πάντων, έμενε και ο Άκης Πάνου, ο οποίος το «σκάλιζε» το όργανο. Μάλιστα ο αδερφός του ο Βαγγέλης έπαιζε καλή κιθάρα. Γνωριστήκαμε, πήγαινα σπίτι τους και παίζαμε.
Κάποια στιγμή μάς «βγήκε» μια δουλειά. Ήταν ένας περίεργος τύπος ονόματι Τζον, που γυρνούσε τις ταβέρνες με μια κιθάρα κι έπαιζε. Το παρατσούκλι του ήταν Τζον. Πήγαμε λοιπόν εγώ, αυτός και ο Άκης σε μια ταβέρνα στο Κουκάκι, στου Συλιβάνη. Μάλιστα θυμάμαι ένα βράδυ τον κυνηγάγαμε, γιατί πήραμε χαμπάρι ότι μας έριχνε στα «τυχερά». Αυτή ήταν η πρώτη -ας πούμε επαγγελματική- επαφή με το χώρο. Θα ήμουνα τότε 12-13 χρονών. Τότε δουλεύαμε για ένα πιάτο φαΐ και ότι τυχερό πιάσουμε. Παράλληλα μεσολαβούσε και το σχολείο. Πολλές κοπάνες. Την κοπανάγαμε και πηγαίναμε σε κινηματογράφους, πηγαίναμε σε διάφορα σπίτια και παίζαμε. Είχα μανία με την κιθάρα. Βέβαια, εκείνη η γειτονιά είχε βγάλει κι άλλους πολλούς. Ήταν τ’ αδέρφια Ευσταθίου, ο Μήτσος κι ο Σπύρος, ήταν ο Στέλιος ο Μακρυδάκης, ήταν ο Παναγιώτης ο Μενεξής, ήταν ο Θέμης ο Ρούσσος, δηλαδή άτομα που αναγνωρίστηκαν μετά στο επάγγελμα. Θυμάμαι λοιπόν, θα ήτανε καλοκαίρι του ’48, σ’ ένα μαγαζί στη Φραντζή που το λέγανε «Νίκη», απέναντι απ’ το αστυνομικό τμήμα, δούλευε ο Γιάννης Παπαδόπουλος (κιθαρίστας ήταν αυτός και τραγούδαγε), ο Μήτσος ο Μέρτηκας πιάνο (ο γέρος, γιατί αργότερα έγιναν γνωστοί και οι γιοι του, ο Γιάννης που έπαιζε με το Ζαμπέτα κλπ.), ο Μήτσος κι ο Σπύρος Ευσταθίου και ο Μακρυδάκης. Τρία μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα πιάνο. Εγώ είχα ξεφύγει κάπως από τη γειτονιά -από το ερασιτεχνικό να πούμε- και με παίρνανε μαζί τους για κιθάρα οι Ευσταθίου, ο Μακρυδάκης κι ένας άλλος φίλος -ο Μανώλης ο «Πονηρός» τον λέγανε- όταν έπαιζαν για το κέφι τους. Αυτοί ήταν επαγγελματίες. Πιτσιρικάς δηλαδή είδα όλα τα κουτούκια, τους τεκέδες, τα καταγώγια, τους αργιλέδες, τα μαύρα. Όμως, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν, παρόλα αυτά τα νταραβέρια είχαμε και μια αξιοπρέπεια.
Εγώ κάποια στιγμή άρχισα και ζήλευα! Γιατί αυτοί «πριμάρανε» κι εγώ ακομπανιάριζα και δε μ’ άρεσε ν’ ακομπανιάρω. Πιάνω λοιπόν την κιθάρα του πατέρα μου την πάω σ’ έναν οργανοποιό στην Κολοκοτρώνη -Καζάκο τον έλεγαν- και της βάζω διπλές χορδές για να μπορώ κι εγώ να «πριμάρω»! Ο Καζάκος μόνο κιθάρες έφτιαχνε. Μετά πάω στον Παναγή και του ζητάω μπουζούκι. Οι αδερφοί Παναγή έφτιαχναν μπουζούκια. Τότε ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτοί που έφτιαχναν μπουζούκια. Ο Ζοζέφ, ο Παναγής και δυο-τρεις άλλοι. Πάω που λες και ζητάω του Παναγή μπουζούκι. Δε μου ’δινε όμως γιατί δε φτάνανε τα λεφτά. Τέλος πάντων, δίπλα στο σπίτι μου είχε ένας κάποιο μπουζούκι κι έπαιζε λίγο. Είδε την κάψα που είχα εγώ και μου το ’δινε και το ’παιρνα σπίτι να παίζω.
Ένα βράδυ που καθόμουνα με την παρέα μου στο καφενείο του Παναγιωτάκη στη Βουλιαγμένης -εκεί ήταν η πιάτσα μας- περνάει ο Μήτσος (σ.σ. ο Ευσταθίου). Μου λέει: «Μπουζούκι έχεις;». Του λέω: «Έχω». Μου λέει: «Πάρτο κι έλα για δουλειά στη «Νίκη», γιατί έφυγε ο αδερφός μου και πήγε με τον Παπαϊωάννου». Η «Νίκη» ήταν το πρώτο πάλκο που ανέβηκα. Πήγα το βράδυ, κούρδισα, ξεκινήσαμε να παίζουμε, αλλά εγώ απ’ το ρεπερτόριό τους ήξερα κάπου το 20%. Γιατί τότε δεν είχαμε τα μέσα για να μαθαίνουμε πολλά τραγούδια. Αν θα στο ’δειχνε κανένας ή περνώντας από κανένα καφενείο με γραμμόφωνο έπιανα καμιά μελωδία με τ’ αυτί κι έτρεχα σπίτι να τη μάθω. Με το μυαλό δηλαδή αντικαθιστούσαμε το μαγνητόφωνο. Αλλά πόσα να κρατήσεις, πόσα να θυμηθείς; Εν πάση περιπτώσει, το ρεπερτόριό μου ήταν περιορισμένο. Παίζαμε τα τραγούδια που κυκλοφορούσαν τότε: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Χατζηχρήστο, Μάρκο... ό,τι κυκλοφορούσε. Έπαιζα λοιπόν αυτά που ήξερα. Στα άλλα... έκανα το κορόιδο! Γύρναγε ο Μήτσος ο Μέρτηκας και με καλαμπούριζε: «Πότε παίζεις, πότε δεν παίζεις. Θα πας για μεροκάματο το πρωί!». «Άσε με κύριε Μήτσο» του έλεγα εγώ. Έτσι έβγαλα όλο το καλοκαίρι.
Στο «Μπαράκι»
Εμένα οι Ευσταθίου με αγαπούσανε πολύ. Πήγαινα συχνά στο σπίτι του Σπύρου. Σε «μόρτο» σαιζόν καθόμασταν μέχρι αργά. Αυτός πέρναγε τραγούδια κι έδινε σε μένα να παίζω το πρίμο για να βγάλει αυτός τα σιγόντα. Ο Σπύρος ήτανε «μπροστά». Του άρεσε ο Χιώτης, εκτός από τ’ άλλα δηλαδή που έπαιζε, του άρεσε να ψάχνεται. «Χιωτέικα» τραγούδια... Μακάρι να τα θυμόμουνα! Κάποια λίγα μισοθυμάμαι... Και δεν μπορώ να τα βρω τώρα πουθενά! Εγώ λοιπόν ήθελα να γνωρίσω τους «επώνυμους», αυτούς που άκουγα. Μου λέει ο Σπύρος: «Θα σε πάω στο «Μπαράκι» εγώ».
Το «Μπαράκι» ήταν του Γιάννη του Χαριτόπουλου στην Ίωνος, πριν το πάρει ο Μάριος. Εγώ ακόμα φόραγα το καπέλο με την κουκουβάγια, πήγαινα δηλαδή Γυμνάσιο. Πήγαμε στο «Μπαράκι» κι ο Σπύρος και μου λέει: «Αυτός είναι ο Τατασόπουλος, αυτός είναι ο Τζουανάκος, αυτός είναι ο Χιώτης, αυτός είναι ο Μπέμπης». Μου τους έδειχνε δηλαδή από μακριά και με κάποιους χαιρετήθηκα. Ε... χάρηκα εγώ! Ο Σπύρος μού είχε εμπιστοσύνη. Κάποια στιγμή, όπως καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι, λέει του σερβιτόρου: «Πιάσε ένα μπουζούκι». Υπήρχαν πάντα όργανα στο «Μπαράκι». Παίρνει το μπουζούκι και πάει στο Χιώτη που καθόταν δίπλα και του λέει: «Έχω έναν πιτσιρικά φίλο μου, ένα ταλεντάκι. Θα τον βάλω να τον ακούσεις». Λέει ο Μανώλης: «Αμέ». Γυρνάει ο Σπύρος σε μένα και μου λέει: «Παίξε». Παίζω ένα κομμάτι, πιάνει και κι άλλο ένα μπουζούκι ο Σπύρος και παίζουμε άλλα δυο-τρία κομμάτια. Μου έκανε σιγόντα ο Σπύρος. Μόλις σταματήσαμε λέει ο Χιώτης: «Για κοίτα το σποράκι!». Ήμουνα κι εγώ αδύνατος, κατοχικός και μού ’μεινε το «Σπόρος» από τότε μέχρι σήμερα που κοντεύω να γίνω ...δέντρο!
Εν τω μεταξύ το σχολείο συνέχιζε. Να μη στα πολυλογώ, κάποια στιγμή από το πολύ τράβηγμα με τη μουσική τα χαλάσαμε με το σχολείο. Πήγα μια φορά στην τάξη και μου λέει ο καθηγητής της Φυσικής: «Καλώς τον κομήτη»! Είχα να πάω κανα μήνα... Έπαιρνα κάθε πρωί τα βιβλία κι έφευγα απ’ το σπίτι, αλλά πού να πάω σχολείο... Μανία! Ε... το πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου το θέμα και μια μέρα, καθώς μπαίνω με τα βιβλία στο σπίτι, τρώω ένα χαστούκι που με ξαναπέταξε έξω στην αυλή! Το μοναδικό χαστούκι που μου ’ριξε ο πατέρας μου. Και δεν το ’φαγα γιατί δεν πήγαινα σχολείο, αλλά γιατί πήγαινα κάθε πρωί με τα βιβλία και γύρναγα με τα βιβλία, χωρίς να πηγαίνω σχολείο. Τους κορόιδευα δηλαδή. Έπεσε η σχετική πίεση, με πήγανε σε ιδιωτικό, στο Βυζάντιο. Δακτυλοδεικτούμενο το Βυζάντιο! Στ’ άλλα σχολεία ήταν 50 παιδιά στην τάξη, στο Βυζάντιο ήμασταν 23. Αλλά εγώ ψώνιο! Ήθελα να γίνω επαγγελματίας μουσικός. Καταλάβανε... Σου λέει «τούτος δε γίνεται άνθρωπος... άστονε». Από κει άρχισε το τράβηγμα.
Άλλαξα κάτι επαγγέλματα σαν πιτσιρίκος, κάτι μηχανουργεία, ένα μεγάλο ψιλικατζίδικο κ.ά. Σιγά-σιγά ξεκινάει και η ιστορία με τη μουσική. Δούλεψα σ’ ένα μαγαζί στη Βουλιαγμένης κοντά στο σπίτι μου με το Χρυσίνη, τον Κερομύτη, δε θυμάμαι ποιοι άλλοι ήταν. Το έλεγαν «Άνεση», ανεβαίνοντας τη Βουλιαγμένης αριστερά, δυο τετράγωνα μετά τη διασταύρωση Μπραχάμι-Ηλιούπολη. Εν τω μεταξύ, ο τύπος που μου είχε δώσει το μπουζούκι, κάποια στιγμή το ζήτησε πίσω. Ξαναπάω στου Παναγή και του λέω: «Κύριε Γιώργο σε παρακαλώ δώσε μου ένα μπουζούκι, γιατί πρόκειται να πιάσω δουλειά και θα στο πληρώσω». Είχε πάρει χαμπάρι κι αυτός την κάψα που είχα και μου λέει: «Εντάξει, θα σου δώσω ένα κι όποτε μπορείς πλήρωσέ το». Λέγοντας μπουζούκι, μιλάμε για τρίτης κατηγορίας και κάτω το όργανο. Εντελώς του εμπορίου που λέμε. Ε... εντάξει, μέχρι εκεί έφτανε η μεγαλοπρέπεια της χειρονομίας που έκανε ο άνθρωπος. Να μη ζητάμε να είναι και το πρώτο!
Μου δίνει λοιπόν ο Παναγής ένα μπουζούκι. Αρχίζω και πηγαίνω στο «Μπαράκι». Όταν είχα λεφτά για εισιτήρια είχε καλώς. Αλλιώς, Βουλιαγμένης-Ομόνοια με τα πόδια! Εκεί έχω αρχίσει και γνωρίζομαι με τους άλλους και περίμενα κανένα Σαββατοκύριακο να με πάρουνε για κανένα «εξτρά». Αλλά σαν πιτσιρίκος που ήμουνα με σαμποτάρανε και δε με παίρνανε σε δουλειές. Άντε με το πόδι πάλι πίσω... Μιλάμε ότι τη δουλειά τη μάθαμε εμείς με μαρτύρια! Μάθαμε τ’ όργανο στο πεζοδρόμιο. Οι σημερινοί είναι άλλη ιστορία. Κάποια στιγμή με πιάνει ο Βασίλης ο Καραπατάκης -Θεός συγχωρέστον- και μου λέει: «Ρε συ, πάμε Λάρισα»; Φεύγω με τον Καραπατάκη για τρεις μήνες και γυρίζουμε Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα. Στη Λάρισα δουλεύαμε στην αλογοπανήγυρη. Πουλάγανε ζώα. Αύγουστος μήνας στον κάμπο με 40-45 βαθμούς θερμοκρασία. Πιάναμε δουλειά στις 12 το μεσημέρι και σχολάγαμε στις 12 το βράδυ! Αλλά το μπουζούκι του Παναγή έχει γίνει ...σκάφη! Οι χορδές έχουν φτάσει δυο δάχτυλα πάνω! Και πάλι δεν έπαιρνα χαμπάρι! Λόγω ηλικίας βέβαια. Να μου το δώσεις τώρα αυτό το μπουζούκι θα το πετάξω!
Λοιπόν, δουλεύαμε και το βράδυ πήγαινα για ύπνο στο ξενοδοχείο, σ’ ένα δωμάτιο με έξι κρεβάτια! Όταν πήγαινα το βράδυ οι άλλοι -έμποροι από άλλες περιοχές- κοιμόντουσαν κι όταν ξύπναγα είχαν ήδη φύγει απ’ το πρωί. Δεν ήξερα ποιος κοιμάται δίπλα μου. Το μεσημέρι ξύπναγα και πήγαινα σ’ ένα εστιατόριο για φαΐ. Μια φορά την ημέρα έτρωγα. Έχω μια φωτογραφία το πάλκο, κάτι σανίδια με δυο-τρεις κουρελούδες από πίσω κι απάνω του όλοι γύφτοι! Ο μόνος …λευκός ήμουν εγώ και φοράω και γυαλιά ηλίου! Γυρίσαμε στην Αθήνα μετά από τρεις μήνες δουλειά με 300 φράγκα! Και μη νομίζεις ότι είχαν κάποια αξία τα 300 φράγκα τότε. Καλοκαίρι του ’50 ήταν.
Στα μαγαζιά και στη δισκογραφία
Γύρισα πάλι στο «Μπαράκι» και τώρα τσίμπαγα καμιά δουλίτσα. Δούλεψα πάλι στην «Άνεση» με το Ζαγοραίο, δούλεψα σ’ ένα μαγαζί στα «Πηγαδάκια» στην Ιερά Οδό, πάλι με το Ζαγοραίο. Με τα πόδια πηγαίναμε και δεν παίρναμε και μεροκάματο. Παίζαμε και στο καφενείο που αράζαμε στη Βουλιαγμένης για το κέφι μας. Με έβλεπαν που «πηγαίνανε» τα χέρια μου.
Μου λέει μια μέρα ο Τατασόπουλος: «Είναι ένα κινηματογραφικό έργο που γυρίζουν και θέλω να ’ρθεις να παίξουμε μαζί». Ήταν ένα έργο του Πέτρου Γιαννακού, του Κοκοβιού, που το γυρίζανε σ’ ένα μαγαζί στη Ν. Φιλαδέλφεια, όπως ανεβαίνουμε τη Δεκελείας δεξιά. Ένα ωραίο καλοκαιρινό μαγαζί. Η ταινία λέγεται «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος». Τραγουδούσε ο Στράτος ο Παγιουμτζής και ήμασταν τέσσερα μπουζούκια, εγώ, ο Τατασόπουλος, ο Γιώργος ο Τσιμπίδης και ο Σπύρος ο Καλφόπουλος. Στο πιάνο ήταν ο Αγάπιος και κιθάρα ο Σταύρος ο Πλέσσας. Τότε πρωτοπαίξαμε το τραγούδι του Τατασόπουλου «Ελα, σήκω, χόρεψέ το», που δεν είχε βγει ακόμα σε δίσκο. Βγήκε μετά με τραγουδιστή τον Τσαουσάκη. Κολλητά, μου λέει ο Γιάννης: «Το χειμώνα θα δουλέψουμε μαζί». Τότε πρωτοσυνεργάζεται ο Τατασόπουλος με το Τζουανάκο. Εγώ είμαι ο τρίτος της κομπανίας, πιάνο έχουμε τον Αγάπιο, ακορντεόν τον Τόλη Εζρά -ένα εβραιάκι- και κιθάρα το Σταύρο τον Πλέσσα. Και δουλεύουμε το χειμώνα στο μαγαζί του Γιώργου του Βελουδάκη, το«Ταμπού» στο Ν. Ψυχικό, επί της Κηφισίας. Για πρώτη φορά άνοιγε αυτό το μαγαζί. Από κει αρχίζει η δική μου άνοδος. Αρχίζουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, αρχίζω να χώνομαι στις φωνοληψίες.
Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα είναι το «Είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά» του Τζουανάκου. Μετά ακολουθούν το «Έλα σήκω χόρεψέ το», το «Σπάστα γκρέμιστα κυρά μου», το «Κλείσαν οι πόρτες οι βαριές», ο «Μαχαραγιάς» κι άλλα πολλά του Τζουαννάκου και του Τατασόπουλου. Σ’ άλλα παίζω μόνος μου, σ’ άλλα μαζί με το Γιάννη. Ο Τζουανάκος, παρόλο που έπαιζε καλό μπουζούκι, ήταν κύρια τραγουδιστής. Πρίμα-σιγόντα παίζαμε εγώ κι ο Τατασόπουλος. Δε θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά ήμασταν το καλύτερο ντουέτο της εποχής. Μετά φτιάχτηκαν κι άλλα, πολύ καλά ντουέτα. Μάλιστα σ’ ένα μεταγενέστερο τραγούδι ο Βίρβος λέει: «Τα καλύτερα μπουζούκια ο Ντίλιγκερ κι ο Σπόρος». Φτάνει κάποια στιγμή που εγώ λύνω και δένω μέσα στην Κολούμπια. Έχω γίνει μόνιμος και στην Κολούμπια, και στην Οντεόν. Παρόλο που ήμουν ακόμα πιτσιρικάς. Είμαι ο πρώτος που έβαλα το όνομά μου σε δίσκο, ως εκτελεστής. Είχαμε παίξει τότε το «Μάμπο ζεϊμπεκάνο» σε δυο εκτελέσεις: Μία με τον Μπιθικώτση και μία με τη Σαπουτζάκη. Το τραγούδι είναι του Δερβενιώτη, αλλά οι εισαγωγές είναι δικές μου. Πάω στο Μηλιόπουλο (σ.σ. διευθυντής της Κολούμπια) και του λέω: «Αν είναι τραγούδια «γκρινιάρικα» δε με νοιάζει. Αλλά σε αξιόλογα τραγούδια που έχω βάλει εγώ εισαγωγές, θα γράφεις το όνομά μου».
Τους «φτιάχναμε» τα τραγούδια. Πολλές φορές μου δίνανε ένα σκελετό κι εγώ τον «χτένιζα», έβαζα εισαγωγές κλπ. Γιατί τότε παίρνανε «μαεστρικά». Εγραφε ο δίσκος: Τίτλος τραγουδιού: Τάδε, τραγουδιστής: Τάδε, συνθέτης: Τάδε, μαέστρος: Τάδε, εκτελεστής: εγώ. Τους στιχουργούς τότε δεν τους βάζανε γιατί καμιά φορά κάνανε και κομπίνες, δηλαδή δίνανε κάποια λεφτά στο στιχουργό και γράφανε στίχο και μουσική στ’ όνομά τους. Εγώ έπαιρνα «εκτελεστικά». Ο Μπακάλης μου έδινε και τα μισά «μαεστρικά» που έπαιρνε. Μου έλεγε π.χ. ο Πετσάς στην ηχογράφηση: «Βάλε μου μια εισαγωγή. Θα μπει ο Μητσάκης όπου να ’ναι μέσα και δε θα προλάβω να βάλω το τραγούδι. Θα τρέχω τον άλλο μήνα πάλι...». «Δώσε μου τη μελωδία» του έλεγα. Την έπιανα... της έβαζα μια εισαγωγή. Αμέσως. Είχα μια φοβερή «τριβή» πάνω στη φωνοληψία. Και με άλλους... Πάω μια φορά στο σπίτι του Τσιτσάνη στην Αχαρνών να προβάρουμε το «Άσπρο πουκάμισο φορώ». Μου λέει ο Τσιτσάνης: «Ρε Γιάννη για άκου αυτή την εισαγωγή». Μου παίζει μια εισαγωγή. «Για άκου κι αυτή». Μου παίζει άλλη μία. «Παίξε τώρα και μια δικιά σου, χωρίς όμως να επηρεαστείς από μένα». Παίζω εγώ μία, μου λέει: «Όπα, αυτή είναι. Ξαναπαίξτη, αυτή θα βάλουμε». Όχι βέβαια ότι ο Τσιτσάνης δε μπορούσε να φτιάξει μια εισαγωγή. Προς θεού! Αλλά καμιά φορά, μπορείς να ’χεις γράψει εκατό χιλιάδες τραγούδια κι όμως να κολλήσεις κάπου. Κι ο Τσιτσάνης ήταν ξύπνιος άνθρωπος, εκμεταλλευότανε κάθε δυνατότητα που του δινόταν.
Στην Αμερική
Στα τέλη του ’57, Οκτώβρη ή Νοέμβρη, έφυγα για την Αμερική. Επειδή πλησίαζε ο καιρός να με καλέσουν στο στρατό, δεν μπορούσα να πάρω από εδώ βίζα για την Αμερική και γι’ αυτό πήγα στη Ρώμη, όπου έκατσα 15 μέρες. Περιπέτεια για να πάρω τη βίζα εκεί, καθώς δεν ήξερα ούτε ιταλικά ούτε αγγλικά. Τέλος πάντων, μετά από πολλά περιστατικά μπήκα στο αεροπλάνο και πήγα στο Σικάγο. Τη δουλειά την είχα κλείσει από εδώ με την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού «Πάνθεον» που είχε έρθει να με βρει. Το μαγαζί βρισκόταν στην ελληνική παροικία του Σικάγο. Εκεί γύρω, σε άλλα μαγαζιά, έπαιζαν ο Καπλάνης, ο Τατασόπουλος κ.ά.
Εκεί δούλεψα τρία χρόνια. Είχα δικό μου συγκρότημα. Μέχρι τότε πήγαιναν στην Αμερική το πολύ ντουέτα, ένα μπουζούκι και μια φωνή. Εγώ κανόνισα και πήγα με δικό μου συγκρότημα. Είχα το Γιώργο Κωνσταντίνου -που δούλευε χρόνια με το Χιώτη- στην κιθάρα, το Γιώργο Καρακό στο κλαρίνο, τον Μπάμπη τον Κουλαξίζη στο ακορντεόν και τη Νίτσα Γκρέζη -την πρώτη γυναίκα του Μπακάλη- τραγουδίστρια. Αυτή μάλλον είναι ακόμα εκεί. Ενδιάμεσα είχα αρκετές προτάσεις να πάω σε άλλα μαγαζιά, αλλά με απειλούσαν οι ιδιοκτήτες του «Πάνθεον» και δεν ήταν εύκολο να φύγω. Ευτυχώς είχα την προνοητικότητα να παντρευτώ γρήγορα με μια Αμερικάνα, και να γλιτώσω προβλήματα με βίζες κλπ. Τα είχα μαζί της 6 μήνες. Αγγλικά δεν ήξερα και βγαίναμε ραντεβού παρέα με το ...λεξικό!
Τελικά κάποια στιγμή έφυγα από εκεί μαζί με όλο το συγκρότημα και πήγα σε ένα άλλο μαγαζί, πάλι στο Σικάγο, στο «Athenian Garden», του Μπουλαχάνη. Αυτοί ήταν εννιά αδέρφια, γεννημένοι όλοι στο Σικάγο και ανακατεμένοι στη …σαβούρα. Κυκλοφορούσαν με μαύρους μπράβους κλπ. Δούλεψα εκεί αλλά δύο χρόνια. Κάποια στιγμή έρχεται ένας -με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι από το ’59 και έμενε στο Χόλιγουντ- και μου λέει: «Θα σε κεράσω ένα ταξίδι. Ελα κάτσε μια βδομάδα στο Χόλιγουντ και μετά γυρνάς». Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ακόμα κρατούσαν τα έθιμα στην ελληνική παροικία του Σικάγο, δηλαδή πέρναγε Επιτάφιος, έκλειναν τα μαγαζιά κλπ. Οπότε είχα μια βδομάδα ρεπό και πήγα.
Στο Σικάγο απ’ τον Οκτώβρη ως τον Απρίλιο δε βλέπαμε πεζοδρόμιο από το πολύ χιόνι και τον πάγο. Μόλις έφτασα στο Χόλιγουντ έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα. Είχα πάει σ’ άλλη χώρα! Εφυγα από τα χιόνια και βρέθηκα ξαφνικά σε καλοκαίρι! Τότε μάλιστα το Χόλιγουντ ήταν στις καλές του μέρες. Περπατούσες τη νύχτα στους δρόμους και δε διέτρεχες κανέναν κίνδυνο. Όχι όπως κατάντησε τώρα. Τρία ελληνικά μαγαζιά είχε το Χόλιγουντ και τα τρία μού έκαναν πρόταση για δουλειά. Και το ωράριο εκεί ήταν καλύτερο. Από τις εννιά ως τις δύο, ενώ στο Σικάγο δουλεύαμε εννιά με πέντε το πρωί χωρίς διάλειμμα! Κάθισα τρεις μέρες και γύρισα στο Σικάγο. Στο καζίνο «Sahara». Στην ταμπέλα αναφέρεται ως John Stamatis.Συνέχισα τη δουλειά και το Γενάρη του ’62 πιάνω τον Μπουλαχάνη και του λέω: «Πιτ, το Μάη θα σταματήσω τη δουλειά. Πρέπει να φύγω». Μου λέει: «Αν φύγεις, θα φύγεις με σπασμένα χέρια!». Του λέω: «Μα αφού σε προειδοποιώ τρεις μήνες πριν, γιατί ξηγιέσαι έτσι;». Μου απαντάει: «Οσο θα με πονέσεις εσύ, θα σε πονέσω κι εγώ», κάπως έτσι μεταφράζεται από τα αμερικάνικα. «Αφού το βλέπεις έτσι, εντάξει» είπα κι εγώ και έκανα το κορόιδο. Άφησα και πέρασε ένας μήνας και μια Δευτέρα ξημερώματα που είχαμε την άλλη μέρα ρεπό, φορτώνω ρούχα, όργανα, μηχανήματα κλπ. στο αμάξι και την κοπανάω. Οδήγησα τέσσερις μέρες κάνοντας τρεισήμισι χιλιάδες μίλια! Με το που έφτασα στο Χόλιγουντ, οι Μπουλαχάνηδες άρχισαν να μου στέλνουν παραγγελίες. Εγώ τράβηξα το δρόμο μου χωρίς να δώσω πολύ σημασία, αλλά πάντοτε ...κοίταγα πίσω μου. Ετσι κι αλλιώς και στο Σικάγο κοίταγα πίσω μου, γιατί κι εκεί είχα ανοίξει κάτι προηγούμενα. Τέλος πάντων, ευτυχώς οι απειλές έμειναν ...απειλές.
Έπιασα αμέσως δουλειά στο Χόλιγουντ. Το συγκρότημά μου έμεινε στο Σικάγο και μαζί μου ήρθε ο Κομποθέκλας (Κομποθέκρα τον λέγανε, αλλά εμείς του είχαμε αλλάξει το όνομα), ένας τραγουδιστής που είχε τραγουδήσει με Γούναρη, με Μαρούδα, με ορχήστρα Κανελλίδη, ο οποίος τραγούδαγε πολύ ωραία ιταλικά, γιατί είχαμε πολλούς πελάτες από τη Μαφία και χρειαζότανε. Μετά από λίγο καιρό ήρθε και ο Καρακός, το κλαρίνο. Εκεί ερχόταν και μας άκουγε ένας μουσικός, το πρώτο βιολί της ορχήστρας της κινηματογραφικής Paramount. Ο Χαράτς Γιακούμπιαν, Αμερικάνος με αρμένικη καταγωγή. Κάποια στιγμή με πιάνει και μου λέει: «Θέλω να φτιάξουμε ένα international group που θα παίζει πολλά είδη μουσικής». Πήγα μαζί του και κάναμε τρεις μήνες πρόβες και οντισιόν. Εκεί στις πρόβες γνώρισα ένα σωρό ηθοποιούς. Το Ρόμπερτ Μίτσαμ, τον Κέρκ Ντάγκλας κ.ά. Ερχόταν και μας άκουγε στις πρόβες και ο Ντιμίτρι Τόμκιν, που έγραφε μουσική για ταινίες. Λέει του Γιακούμπιαν: «Όλα τα όργανα τα έχουμε στην Αμερική. Αυτό εδώ (σ.σ. το μπουζούκι) δεν έχουμε. Αυτό να προωθήσεις».
Μετά από τρεις μήνες πρόβες ξεκινήσαμε να δουλεύουμε σε ένα μικρό καζίνο στη Νεβάδα και από εκεί πήγαμε στο Ρίνο. Μετά στο «Μπίμπολς 365» στο Σαν Φραντζίσκο και ακολούθησαν αρκετά μαγαζιά σε διάφορες πόλεις κοντά στην Καλιφόρνια. Όλα αυτά ήταν καλά μαγαζιά απ’ όπου πέρναγαν «βαριά» ονόματα και οι δουλειές κλείνονταν για δυο-τρεις βδομάδες. Μόλις θεωρήσαμε ότι είμαστε έτοιμοι, πήγαμε στο Λας Βέγκας, γιατί εκεί ήταν η κορυφή. Παίξαμε στο «Σενς» που είχε οχτακόσια άτομα υπαλληλικό προσωπικό! Είμασταν τέσσερα γκρουπ σε ένα περιστροφικό πάλκο και παίζαμε από ένα σαρανταπεντάλεπτο το κάθε γκρουπ, τρεις φορές.
Βέβαια δεν σου κρύβω ότι δουλεύαμε τζάμπα, γιατί δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στον τζόγο και ό,τι παίρναμε το τρώγαμε στα παιχνίδια. Αυτή η δουλειά κράτησε τέσσερα χρόνια. Γυρίσαμε όλα τα μεγάλα μαγαζιά, μέχρι και στο Πουέρτο Ρίκο πήγαμε μια φορά. Είχαμε μεγάλη επιτυχία. Έρχονταν από κάτω Αμερικάνοι μουσικοί και μας άκουγαν, προσπαθώντας να μετρήσουν τι παίζαμε. Γιατί παίζαμε πολύ γρήγορα σε 9/8, 5/8, 7/9, ρυθμούς ασυνήθιστους γι’ αυτούς. Το γκρουπ το αποτελούσαν 13 άτομα. Μπάσα, κιθάρες, πιάνο. Ντραμς είχαμε τον Μπόμπι Μόρις, τον ντράμερ του Πρίσλεϋ, ο οποίος έπαιζε με δύο κάσες. Από Έλληνες είχαμε μείνει τέσσερις γιατί δεν άντεχαν τις απαιτήσεις της δουλειάς. Εγώ, ο ακκορντεονίστας Νότης Ησυχόπουλος, η Νίτσα Γκρέζη η τραγουδίστρια και μια τραγουδίστρια-χορεύτρια, η Ήβα. «Χαράτς Γιακούμπιαν εντ κόμπανι» λεγόταν το γκρουπ και βγάλαμε και δυο μεγάλους δίσκους.
Μετά από μια πρωτοχρονιά, μέσ’ στην τρέλα που κουβάλαγα κι εγώ σαν νέος, παρατάω το γκρουπ σύξυλο και πάω σε ένα ελληνικό μαγαζί, στο «Balcan Village» στο Mountainview, 50 μίλια από το Σαν Φραντζίσκο. Δούλεψα ένα διάστημα εκεί και δε σου κρύβω ότι ένιωσα μια φτώχεια στο πάλκο. Γιατί στο γκρουπ με τον Γιακούμπιαν ένιωσα μουσικός, ένιωσα καλλιτέχνης, υπήρχε προγραμματισμός, υπήρχε απόλυτη συνέπεια. Διδάχτηκα πολλά πράγματα εκεί, γιατί κι εγώ είχα ξεκινήσει με την ελληνική νοοτροπία.
Μετανάστης στην Αμερική - Τουρίστας στην Ελλάδα
Όπως είπα πιο πριν, είχα το πρόβλημα με τη θητεία μου στο στρατό. Το ’65 βγάζει ο Γεώργιος Παπανδρέου έναν νόμο που έλεγε ότι οι τάδε περιπτώσεις ανυπότακτων μπορούν να πληρώσουν. Εμένα μου είχανε βάλει πέντε χρόνια φυλακή. Με χρέωσαν 500 δραχμές το μήνα. Μαζί με κάτι χαρτόσημα κλπ. μού βγήκανε τριάντα χιλιάδες, όσο έκανε τότε ένα διαμέρισμα! Μέσα όμως στο απολυτήριο υπήρχε κι ένας όρος που έλεγε ότι έχω δικαίωμα να μένω έναν χρόνο στην Ελλάδα και μετά πρέπει να βγαίνω υποχρεωτικά τρία χρόνια στο εξωτερικό, αλλιώς θα με επιστράτευαν! Εγώ μέσα στη λαχτάρα μου να έρθω μετά από 8 χρόνια στην Ελλάδα, δέχτηκα, πλήρωσα και πήρα έτσι απολυτήριο.
Γυρνάω στην Ελλάδα το Νοέμβρη του ’65 γεμάτος χαρά, γιατί η ψυχή μου δεν είχε φύγει ποτέ απ’ την Αθήνα. Πάω στη «Βεντέτα», στου πρώην «Τζίμη του Χοντρού», όπου παλιότερα είχα δουλέψει με Τατασόπουλο, Τζουανάκο, Νίνου κ.ά. Με το που με βλέπουν, πέφτουν απάνω μου η Πόλυ Πάνου και ο Μπαμπακιάς ο ιδιοκτήτης και μου λένε «πού είσαι, έλα αμέσως για δουλειά». Εγώ δεν ήθελα να δουλέψω, είχα έρθει για διακοπές να ξεκουραστώ και να ανέβω ψυχολογικά. Μετά από μερικές μέρες έρχεται ξημερώματα ο Μπαμπακιάς στο σπίτι μου και με ψήνει να πάω να πιάσω δουλειά. Και εκεί που ήθελα να ησυχάσω, βρίσκομαι με πέντε τραγουδιστές στο κεφάλι μου (Πόλυ Πάνου, Διαμάντη, Αντωνάτου, Μουστάκας και Τσετίνης) και ένα ρεπερτόριο από το οποίο εγώ απείχα χρόνια κι έπρεπε να κάτσω να το βγάλω.
Έβγαλα μια κουραστική χειμερινή σαιζόν στη «Βεντέτα» και το καλοκαίρι με φωνάζει ο Βασίλης ο Χειλάς. Στην «Τριάνα» του Χειλά έπαιζα πριν φύγω το ’57 για την Αμερική. Είχα μάλιστα συμβόλαιο τότε, αλλά με άφησε να πάω, γιατί κι ίδιος είχε καημό να πάει ξανά στην Αμερική απ’ όπου τον είχαν απελάσει παλιότερα ως μαφιόζο. Ο Χειλάς λοιπόν είχε το Γαβαλά στην «Τριάνα» και για να μην τον χάσει την καλοκαιρινή περίοδο, ανοίγει ένα καινούργιο μαγαζί, το «Παγκόσμιο». Πάω λοιπόν και βρίσκω την ορχήστρα Μουζάκη, το Γιάννη Βογιατζή (στις δόξες του τότε), την Μπελίντα, το μπαλέτο Μεταξόπουλου, τη Μοντάνα, την Άντζελα Ζήλια, τη Μαντζουράνη, τον Βαβάτσικο και κλείνει εμένα με τη Μαρινέλα. Η Μαρινέλα μόλις έχει χωρίσει από τον Καζαντζίδη και βγαίνει για πρώτη φορά μόνη της κι επειδή χρειαζόταν δουλειά, έχει κλείσει ταυτόχρονα και σ’ ένα θέατρο. Μόλις τέλειωνε από το θέατρο, άλλαζε μέσ’ στο ταξί για να προλάβει να εμφανιστεί και στο κέντρο. Γιατί τα νούμερα ήταν στάνταρ προγραμματισμένα. Αν δεν ήσουν εκεί να βγεις στην ώρα σου, έχανες το μεροκάματο. Θυμάμαι λοιπόν, στο πλάι της θεόρατης πίστας υπήρχε ένα πορτάκι. Πριν βγει η Μαρινέλα έπαιζα ένα σόλο και κοίταγα στο πορτάκι. Συχνά την έβλεπα αναμαλλιασμένη να προσπαθεί να φτιαχτεί. Αν δεν την έβλεπα το τρενάριζα το σόλο για να προλάβει και το σόλο γινόταν …τρίσολο! Ακόμα το θυμάται η Μαρινέλα και το λέει.
Πέρασα ένα υπέροχο καλοκαίρι το ’66. Όμως ο νόμος-νόμος και μετά το καλοκαίρι έπρεπε υποχρεωτικά να φύγω. Ξανά λοιπόν στο Χόλιγουντ. Μόλις φτάνω εκεί χωρίζω με τη γυναίκα μου και την πρωτοχρονιά φεύγω και πάω στο «Balcan Village», στο Mountainview. Μέχρι το ’70 δουλεύω σε διάφορα μαγαζιά, από Χόλιγουντ μέχρι το Σαν Φραντζίσκο. Εν τω μεταξύ έχω ξαναπαντρευτεί κι από το ’68 έχω και την κόρη μου. Το ’70, με το που περνάει η τριετία, παίρνω γυναίκα και κόρη και έρχομαι στην Ελλάδα. Βγαίνει τότε κι ένας νέος νόμος και καθαρίζω οριστικά με το θέμα του στρατού. Συναντιέμαι με τον Μαρκέα και κλείνουμε μαζί δουλειά στην «Παλιά Αθήνα», στην Πλάκα. Μαζί μας η Κλειώ Δενάρδου, ο Τέρης Χρυσός, η Ζωζώ Κυριαζοπούλου, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Πέτρο Μήλα, μπαλέτο ο Φλερύ με τη Λίντα Άλμα κ.ά. Αριστοκρατικό μαγαζί, αλλά κάναμε και λαϊκό πρόγραμμα στο τέλος. Ταυτόχρονα παίζω και σε ηχογραφήσεις στην Κολούμπια. Με το τέλος του χειμώνα έρχεται και με βρίσκει ο Βοσκόπουλος και κλείνω μαζί του για το καλοκαίρι. Ήταν μαζί με το Διονυσίου, αλλά ήθελε να παίξω μόνο γι’ αυτόν. Δεν περνούν λίγες μέρες και η γυναίκα μου (Αμερικάνα κι αυτή) μού λέει: «Δεν μπορώ άλλο εδώ, παίρνω το παιδί και φεύγω». Τι να κάνω κι εγώ, βρίσκω τον Τόλη και του λέω έτσι κι έτσι, οικογενειακό πρόβλημα και θα φύγω.
Μπαίνω στο αεροπλάνο και πάω στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνια, στο μαγαζί «Zorbas», όπου είχα ξαναδουλέψει παλιότερα. Χωρίζω με τη γυναίκα μου και καταφέρνω να πάρω και το παιδί, πράγμα πολύ δύσκολο στην Αμερική. Φέρνω τη μάνα μου στην Αμερική και αρχίζει ο αγώνας για να ανταπεξέλθω στις πολλές πια υποχρεώσεις. Δουλειά σε ένα σωρό μαγαζιά, σε πολλές πόλεις.
Ο επαναπατρισμός - Οι ηχογραφήσεις
Το ’79 έρχομαι βόλτα την Ελλάδα. Με συναντάει η Πόλυ Πάνου και μου λέει να δουλέψουμε μαζί. Τα συμφωνάμε και πηγαίνω για πρόβα στο μαγαζί. Με το που μπαίνω συναντάω έναν μουσικό, τον οποίο πήγα να πλακώσω στις μπουνιές σε ένα παλιότερο περιστατικό. Με το που τον βλέπω, λέω στην Πόλυ «γεια σου». Αποφασίζω να φύγω πάλι για Αμερική, αλλά είπα να κάτσω μερικές μέρες να κάνω καμιά βόλτα. Ένα βράδυ πάω στην Πλάκα να δω το Βλάχο (σ.σ. τον Τσιτσάνη) και συναντάω στο καμαρίνι τον Μπιθικώτση. «Πάμε Γερμανία;» μου λέει. «Μα το ρεπερτόριο» του λέω «πώς θα παίξω χωρίς πρόβες». Μου λέει: «Μια πρόβα θα κάνεις και φύγαμε». Αυτό ήταν! Κόλλησα!
Κάναμε πολλές δουλειές, και με τον Μπιθικώτση, και με την Πόλυ Πάνου. Σε μαγαζιά, στις «Νταλίκες», στα «Δειλινά», στη «Λαλέουσα» και αλλού. Και σε πολλές συναυλίες με τον Μπιθικώτση. Γύρισα όλη την Ευρώπη, Παρίσι, Λονδίνο, σε όλη τη Γερμανία, ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη της, στην Κύπρο, μέχρι και στην Αφρική πήγα. Ατελείωτα ταξίδια. Μέσ’ στα Αεροπλάνα και με τις βαλίτσες μόνιμα στα χέρια. Κούραση πολλή. Βέβαια πληρωνόμουν καλά. Κάποια στιγμή μάλιστα έκανα και μιαν άλλη συμφωνία. Οι τραγουδιστές, όταν έκλειναν το συμβόλαιο με το τάδε μαγαζί στο εξωτερικό, έλεγαν στον ιδιοκτήτη: «Ξέρεις θα έχω και το Σπόρο μαζί, γι’ αυτό πρέπει να πληρώσεις τόσα παραπάνω». Εγώ το έμαθα από τους καταστηματάρχες. Τους έπιανα λοιπόν και τους έλεγα: «Κανονίστε με τον Τάδε τραγουδιστή τι λεφτά θέλει. Εγώ για να ’ρθω μαζί του θέλω τόσα».
Αυτή η δουλειά κράτησε μέχρι το ’95. Και ωραία πέρασα, και μέρη πολλά είδα, αλλά κουράστηκα. Τους παράτησα όλους και από το ’95 δουλεύω για μένα. Δηλαδή μαζεύω δικούς μου μουσικούς, κανονίζω εγώ πού θα πάω να παίξω. Μέχρι σήμερα γίνεται αυτό. Δε θέλω πια παρτίδες με τους επώνυμους. Οποιοσδήποτε και να με φωνάξει, δεν πάω. Άσε που είμαι και εκτός ρεπερτορίου και δεν έχω καμιά διάθεση να περνάω τώρα καινούργια τραγούδια. Εμένα μ’ αρέσει το κλασσικό λαϊκό τραγούδι. Αυτό που γνώρισα από το ’47.
Δικά μου τραγούδια πέρασα σε δίσκους πολύ λίγα. Τότε η τακτική της εταιρίας ήταν: Κάθε μήνα, 10 δίσκοι λαϊκά (από 2 τραγούδια στο δίσκο), 4 δίσκοι ελαφρά, 2 δίσκοι δημοτικά και 1 δίσκος κρητικά. Όπως καταλαβαίνεις, γινόταν χαμός για το ποιος θα προλάβει να γράψει δίσκο. Εγώ είχα τα μέσα και μπορούσα να γράψω δίσκο ότι ώρα ήθελα. Και με τραγουδιστές «Α΄ Εθνικής», όπως ο Καζαντζίδης, η Πόλυ Πάνου, η Λύδια, ο Καλλέργης, ο Κυριαζής, ο Στράτος Παγιουμτζής κ.ά. Ο Μηλιόπουλος μου έλεγε: «Φέρε τραγούδια δικά σου». Ερχόταν ο Τσάντας και μου έδινε στίχους. «Άσε με ρε Μπάμπη» του έλεγα. Και δεν έβγαλα δίσκους δικούς μου. Προτιμούσα να φτιάχνω τραγούδια άλλων. Αυτή ήταν και η κουταμάρα μου...
Βέβαια υπήρχε και το άλλο ζήτημα. Εγώ έπρεπε να ήμουν στις 8 το πρωί στην εταιρία για ηχογράφηση μέχρι τις 4 το απόγευμα. Γιατί τότε ήταν ζόρικα τα πράγματα. Ηχογραφούσαμε όλοι μαζί. Με το παραμικρό «κόλλημα» που γινόταν έπρεπε να ξαναρχίσουμε πάλι απ’ την αρχή. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορέσαμε να βάλουμε ούτε ένα τραγούδι. Αν μας πήγαινε καλά, βάζαμε δύο-τρία τραγούδια. Στις 8 με 9 το βράδυ έπρεπε να ήμασταν στο μαγαζί, εφτά μέρες τη βδομάδα. Δεν υπήρχε το σημερινό, όπου να μαγαζιά δουλεύουν τρεις μέρες και ξεκινούν το πρόγραμμα τα μεσάνυχτα. Δεν έβαλα λοιπόν δικά μου τραγούδια γιατί εκτός από την κούραση ήταν και η ηλικία. Ήμουν νέος και ήθελα να κάνω κι εγώ τα …δικά μου. Θέλαμε και τις κοπέλες μας, θέλαμε και τις τρέλες μας, θέλαμε να αλητέψουμε και λιγάκι. Απ’ τη μια λοιπόν το μαγαζί, απ’ την άλλη οι ηχογραφήσεις. Αν καθόμουν να γράψω και τραγούδια, τότε θα ήμουν πια αιχμάλωτος της δουλειάς. Φώναζε ο Μηλιόπουλος να του πάω τραγούδια. Κάποια στιγμή του πήγα μερικά. Με τη Μάγια Μελάγια, με τη Σαπουντζάκη...
Δεν πήγα στην «Α΄ Εθνική» των τραγουδιστών για να ξεμπλέξω πιο γρήγορα. Παρόλ’ αυτά έκανα μερικά σουξέ. Πέρασα και κάμποσα οργανικά κομμάτια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έπαιξα δύο σόλα, το «Γαλατιανό χασαποσέρβικο» και τις «Γλυκιές πενιές». Είναι δικά μου κομμάτια, αλλά ο Περιστέρης, σαν διευθυντής που ήταν, ήθελε να βάλει τ’ όνομά του στο δίσκο. Μου το ’πε φιλικότατα ο άνθρωπος, να φαίνεται σαν συνθέτης και τα ποσοστά τα έπαιρνα εγώ απ’ την ΑΕΠΙ. Αργότερα πέρασα το «Μπουζούκι και ουίσκι» που είναι επίσης δικό μου και κάποια σόλα που είναι είτε δικά μου είτε πρόκειται για διασκευές παραδοσιακών μελωδιών από άλλες χώρες. Ποτέ δεν πίστεψα στη ζωή μου ότι το μπουζούκι πρέπει να παίζει μόνο ζεϊμπέκικα, χασάπικα και τσιφτετέλια. Αυτό το θεωρώ λάθος. Το μπουζούκι είναι ένα μουσικό όργανο και μπορεί να παίξει οτιδήποτε. Στην Αμερική όταν δούλευα και είχα να κάνω και με ξένο κοινό, έπαιξα Ιταλικά, Σπανιόλικα, Μεξικάνικα, Αργεντίνικα, Κουβανέζικα, Αρμένικα, Εβραϊκά, μέχρι και Κάντρι.
Το μπουζούκι
Τα παλιά τα χρόνια αν κράταγες μπουζούκι στα χέρια σου ήσουν κατηγορούμενος! Ήσουν ναρκομανής, ήσουν το ’να, ήσουν τ’ άλλο... πολλά κουσούρια μάς βγάζανε. Μας θεωρούσαν «κάτω γκάμα». Να σκεφτείς ότι πολλές φορές το μεροκάματο που έπαιρνα, το χάλαγα στα ταξί γιατί δεν ήθελα να μπω στο λεωφορείο με το μπουζούκι στα χέρια! Ήταν ένα κόμπλεξ που δε σου κρύβω ότι το έχω και σήμερα: Μη μου πεις να κυκλοφορήσω με το μπουζούκι στα χέρια!
Την καριέρα μου στην Ελλάδα την έκανα με τρίχορδο μπουζούκι, το οποίο το λατρεύω. Δεν υπήρχαν άλλα τότε. Μάλιστα πρόλαβα και τα τρίχορδα με τις τρεις Re πάνω. Την μπουργάνα και δυο ψιλές. Πρόλαβα και τρεις La στη μέση. Τις βάζανε για να ’χει πιο πολύ ντουζένι τ’ όργανο, ν’ ακούγεται καλά στις ανοιχτές. Καταργήσανε την τρίτη μεσαία, μετά καταργήσανε την τρίτη πάνω και μείνανε ζευγάρια. Τα πρόλαβα όλα αυτά... Το τετράχορδο το έπιασα το ’59 - ’60. Έμενα στο Σικάγο, στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Τατασόπουλο. Ο Γιάννης έπαιζε τετράχορδο. Του έστειλαν τότε μια μπομπίνα από την Ελλάδα και πρωί-πρωί φέρνει το μαγνητόφωνο και μου βάζει ν’ ακούσω τη «Φλόγα» του Χιώτη και μου λέει: «Άκου τι παίζει ο χριστιανός!». Να μην το κρύβουμε, «πήραμε βελόνα» με αυτό το κομμάτι. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να παραγγείλω τετράχορδο μπουζούκι στον Παναγή, γιατί ποτέ δε σταμάτησα να φτιάχνω σ’ αυτόν όργανα, από τότε που μου έδωσε το πρώτο μου μπουζούκι. Την πρώτη βραδιά που ξεκίνησα με τετράχορδο μου κακοφάνηκε, γιατί -παρόλο που έπαιζα κιθάρα- έπαιξα πολλές «πράσινες», πολλές λάθος νότες. Το έβαλα στην άκρη και συνέχισα τη βραδιά με το τρίχορδο. Τη δεύτερη βραδιά όμως δεν το άφησα, παρόλο που έκανα πάλι πολλά λάθη, γιατί είπα «Αν το αφήσω δε θα ξεκολλήσω». Μας είχε πιάσει μανία με εκείνη τη φουρνιά τραγουδιών του Χιώτη. Κατέληξα λοιπόν κι εγώ να γίνω ένας παίχτης και λάτρης του τετράχορδου μπουζουκιού, χωρίς όμως να φύγει ποτέ απ’ την ψυχή μου το τρίχορδο, χωρίς να το κατηγορήσω ποτέ. Και τα δυο όργανα ανταποκρίνονται στην ιδιοσυγκρασία μου και δε θα σταματήσω να τα αγαπώ εξίσου και τα δυο.
Όσο για τον ηλεκτρισμό... Σε αναγκάζουν οι καιροί. Τότε εμείς παίζαμε σκέτοι σε τρακοσάρι μαγαζί με ένα μικρόφωνο μπροστά μας. Όταν έπρεπε να παίξουμε ένα σόλο ή ένα ταξίμι, βάζαμε το μικρόφωνο μπροστά στο μπουζούκι. Γύρω στο ’55 πήραμε με τον Τατασόπουλο μια ιταλική κεφαλή Τζελόσο, φτιάξαμε ένα κουτί ξύλινο με ένα μεγάφωνο μέσα, πήγαμε στον μαστρο-Πέρο και μας έφτιαξε και δυο μαγνήτες με το πηνίο τυλιγμένο στο χέρι. Ξεκινήσαμε λοιπόν να δουλεύουμε στο μαγαζί με αυτό το μηχάνημα που είχε μεν πολύ πρωτόγονο ήχο, όμως ανέβαζε αρκετά την ένταση κι έτσι εμείς δεν αναγκαζόμασταν να «σκάβουμε». Θα σου πω όμως κάτι. Η τεχνολογία κάνει καλό, κάνει όμως και κακό. Πιάνοντας τα ηλεκτρικά μπουζούκια (γιατί στην Αμερική πήρα πιο εξελιγμένο μηχάνημα και συνέχεια ψάχναμε τον ήχο τον ηλεκτρικό) χάσαμε κατά κάποιον τρόπο τα χέρια μας! Με τον ηλεκτρισμό χάσαμε το νταηλίκι, το νεύρο που είχαμε, λόγω την άνεσης που προσφέρει η ένταση. Εμένα στη δεκαετία του ’50 και του ’60 με θαύμαζαν για την πένα που είχα, για τον καθαρό ήχο και τις γεμάτες νότες που έβγαζα. Αυτό το πράγμα με τον ηλεκτρισμό σιγά-σιγά το χάνεις. Από μια μεριά θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος αν είχα μείνει στο σκέτο, αλλά δεν μπορώ να το κάνω τώρα πια.
Οι παλιοί
Έτυχε να συνεργαστώ και με τους παλιούς. Με το Μάρκο έχουμε δουλέψει μαζί σ’ ένα μαγαζί στην Κοκκινιά αλλά και σε κάμποσα πανηγύρια. Θυμάμαι σ’ ένα πανηγύρι στα Μεσόγεια ήμασταν καμιά δεκαριά άτομα ορχήστρα, γιατί εκεί τα πανηγύρια αρχίζανε στις οχτώ το βράδυ και τελειώνανε στις οχτώ το πρωί! Βλέπω λοιπόν το Μάρκο να πηγαίνει και να κάθεται πίσω-πίσω στο πάλκο! Ντράπηκα, γιατί ο άνθρωπος είχε μια ιστορία. Σηκώνομαι με σεβασμό και του λέω: «Κύριε Μάρκο -κύριε, όχι σκέτο Μάρκο- ελάτε κάτσετε μπροστά». Και μου απαντάει ο Μάρκος: «Όχι παιδί μου, κάτσε εσύ μπροστά και καθάρισε. Εγώ ήρθα να πάρω το μεροκάματο».
Μπορεί να είμαι διαφορετικού στυλ μουσικός από το Μάρκο, αλλά το λαϊκό τραγούδι είναι λαϊκό τραγούδι. Όταν παίξεις στο μαγαζί ή στο πανηγύρι, ο κόσμος θα σου ζητήσει και Μάρκο. Γιατί ο Μάρκος δεν ήταν τυχαίος. Είχε πολύ περιεχόμενο κι έμεινε στην ιστορία. Είναι μνημείο. Με τον Τσιτσάνη ήμασταν φίλοι. Έπαιξα σε τραγούδια του παλιά, αλλά και σε συναυλίες μετά το ’80, μαζί με τον Μπιθικώτση. Με τον Παγιουμτζή έχω δουλέψει στη Λάρισα, μαζί με τον Καλδάρα. Περίπτωση ο Στράτος! Καλαμπούρι μεγάλο! Δεν ήξερε να διαβάζει και τα τραγούδια για να τα μάθει του τα λέγανε. Κάναμε μαζί και ηχογραφήσεις. Φοβερός! Δεν τον ένοιαζε από τι τόνο θα παίξεις. Ό,τι τόνο και να ‘παιζες αυτός θα τραγούδαγε! Με τον Παπαϊωάννου δεν έπαιξα μαζί. Έπαιξα όμως σε τραγούδια του τη δεκαετία του ’50. Ήταν άγιος άνθρωπος! Γενικά οι παλιοί ήταν ψυχούλες. Ψάχνω να βρω έναν από τους παλιούς που να ήταν βρώμικος, που να ήταν καρφί, που να ήταν μπαγάσας και δεν μπορώ να βρω κανέναν. Ο Χατζηχρήστος ήταν κύριος. Λιγομίλητος άνθρωπος, αλλά πάντα με το χαμόγελό του. Ο Κερομύτης ήταν πολύ σοβαρός και ο πιο καλοντυμένος απ’ όλους. Με το Χιώτη έχουμε παίξει μαζί δυο μπουζούκια σε δίσκο σε μερικά τραγούδια του. Σε αρκετά άλλα παίζει αυτός μπουζούκι κι εγώ κιθάρα. Δουλέψαμε μαζί και σε μαγαζιά, στα «Γερμανικά» και για ένα διάστημα στην «Τριάνα». Δούλεψα ακόμη μαζί του στην «Πίνδο» του Αλεξανδριανού. Ένα μαγαζί-σχολή, γιατί έπρεπε να παίζεις πολλά πράγματα εκτός από τα λαϊκά. Έπρεπε να παίζεις τσιγγάνικα, σπανιόλικα κ.ά. Θα μου μείνει αξέχαστη εκείνη η περίοδος γιατί δούλεψα ανάμεσα σε δυο γίγαντες: Χιώτης και Μπέμπης. Μαζί μας ήταν ακόμη ο Χρυσούλης στο βιολί, ο Γιάννης Ψωμιάδης στο πιάνο, ο Αντώνης Φιλιππαίος στο ακορντεόν και ο Ανδρέας Σπαγγαδώρος στην κιθάρα. Μετά ξαναδούλεψα στο ίδιο μαγαζί με το Λαύκα και τον Τσιμπίδη. Στο Χιώτη είχα ιδιαίτερη αδυναμία και μ’ αγαπούσε κι αυτός. Αργότερα, όταν ο Χιώτης, η Λίντα και άλλη μία τραγουδίστρια δούλευαν Σικάγο, έγινε ένα περιστατικό και χωρίσανε. Ο Χιώτης έφυγε και η Λίντα με κάλεσε να πάω να παίξω στη θέση του. Δεν πήγα.
Ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος ήταν μυστήρια περίπτωση. Γύρναγε με κείνο το παράξενο μπουζούκι που είχε, το Εριβάν. Τετράχορδο ήταν το Εριβάν. Ήταν δεξιοτέχνης μπουζουξής και από αυτόν πήρε πολλά ο Χιώτης. Ο Τζουανάκος ήταν μεγάλος καλλιτέχνης και άνθρωπος μάλαμα. Ο Σταύρος ήταν παιδί, ένα μεγάλο παιδί. Τρομερός τραγουδιστής, δουλέψαμε πέντε χρόνια μαζί. Και με τον Τατασόπουλο. Καλός φίλος, πολύ καλός παίχτης και πολύ καλός τραγουδιστής. Με το Γιάννη, αν και αγαπιόμασταν πολύ, αρχίσαμε να τρωγόμαστε, γιατί ζήλευε. Έρχονταν τα βράδια κάτι «σκύλοι» και του τη «λέγανε» του Γιάννη: «Άσε ρε τον πιτσιρικά να παίξει κανα ταξίμι» κι ο Γιάννης τα «έπαιρνε»... Μετά πήγαμε στου Τζίμι του Χοντρού στην Αχαρνών, όπου κάτσαμε πολλά χρόνια, στο «Λουζιτάνια», στο «Ροζ Μαρί» του Κόκκαλη στην Κυψέλη... Στην Αμερική κάναμε παρέα, αλλά δε δουλέψαμε ποτέ μαζί, γιατί εκεί δε σήκωνε δυο μπουζούκια, δυο σολίστες στο ίδιο πάλκο. Με το Γιάννη κάναμε κι ένα δίσκο στην Αμερική, στη «Nina», με την Πόλυ Πάνου. Με το Γιάννη τον Κυριαζή έχω δουλέψει μαζί στου «Μανωλιά». Καλός τραγουδιστής και καλός κιθαρίστας.
Στις ηχογραφήσεις ήμουν χρόνια με πολλούς συνεργάτες. Με το Γιάννη το Δέδε, μεγάλος κιθαρίστας, με τη Μαργαρώνη και βέβαια με το Χρυσίνη. Αμέτρητες φωνοληψίες έχουμε κάνει μαζί με το Χρυσίνη. Άναβε το κόκκινο φως για την έναρξη της ηχογράφησης και έπρεπε να σκουντήσω το Στέλιο, να του δώσω σήμα (σ.σ. ο Στέλιος Χρυσίνης ήταν τυφλός), κι εγώ τον σκούνταγα με το μπουζούκι στο κεφάλι. Έβαζε αυτός τις φωνές, «θα σε σκοτώσω» μου έλεγε, γελάγαμε όλοι, χάλαγαν τα κεριά της φωνοληψίας και γκρινιάζανε στην εταιρία. Ο Στέλιος ήταν ο μεγαλύτερος κιθαρίστας απ’ όλους. Ο Δερβενιώτης ήταν καλός και διαβασμένος μουσικός. Και μεγάλος συνθέτης! Έχει γράψει τρομερά τραγούδια, σε πολλά από τα οποία παίζω εγώ. Με τον Καζαντζίδη συνεργαστήκαμε στις ηχογραφήσεις, αλλά και σε πανηγύρια. Ποτέ δεν είχα μαζί του κανένα πρόβλημα. Μια φορά μόνο, πολύ παλιά, «τρακάραμε» για μια …γκομενοδουλειά. Ήταν τη μέρα που ηχογραφούσαμε το «Πουκάμισο» του Τσιτσάνη. Αλλά μείναμε πάντα φίλοι. Όταν έβγαλε το βιβλίο του ο συγχωρεμένος ο Γεραμάνης, ο Στέλιος μού το έστειλε με μια αφιέρωση μοναδική, που με ευχαρίστησε πολύ.
Με τον Μπέμπη κάναμε κάθε μέρα παρέα στο «Μπαράκι». Μια φορά μάλιστα λέγαμε να παίξουμε ένα σόλο παρέα σε δίσκο. Δεν το κάναμε. Ο Μπέμπης ήταν άλλη ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν τον ήθελαν οι εταιρίες στους δίσκους γιατί δεν του είχαν εμπιστοσύνη, λόγω ασυνέπειας. Για να παίξεις στην εταιρία έπρεπε το πρωί στις οχτώ να είσαι εκεί, μετά το ξενύχτι στο μαγαζί. Και να είσαι στην ώρα σου, γιατί αλλιώς χανόταν η ηχογράφηση. Εμένα, πολλές φορές που δεν ξύπναγα, μου έστελναν πειρατικό ταξί να με πάρει από το σπίτι. Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο είχαμε Κολούμπια και Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή είχαμε Οντεόν. Ο Μπέμπης δεν άντεχε τέτοιους προγραμματισμούς. Έπινε και πολύ. Σαν παίχτης όμως ήταν θεός. Το πρώτο το «Μπαράκι» ήταν του Γιάννη του Χαριτόπουλου. Του «Μάριου» ήταν μπουζουξίδικο. Μετά κατέβηκε κάτω ο Μάριος και το έκανε μπαράκι και ο απάνω όροφος έμεινε άδειος και ανεβαίναμε καμιά φορά για να κάνουμε καμιά πρόβα, να περάσουμε κανένα τραγούδι.
Το «Μπαράκι» ήταν μεγάλη ιστορία. Από το μεσημέρι μαζεύονταν όλοι οι μουσικοί. Εκεί κλείνονταν οι δουλειές, εκεί γίνονταν όλα. Ακόμη και ...ευτράπελα. Μια φορά ο Λαύκας είχε μια γκόμενα και ο Νίκος ο Καλφακάκος της κόλλαγε. Ο Καλφακάκος ήταν δυο μέτρα άντρας, ένα θηρίο, νταής αλλά και καλό παιδί. Του είχε λοιπόν κάνει μεγάλες πλάκες του Λαύκα. Κάποια στιγμή ο Λαύκας δεν άντεξε. Πήρε ένα πιστόλι και ήρθε στο «Μπαράκι». Ο Καλφακάκος καθόταν απέξω. Τον πλακώνει ο Λαύκας στις πιστολιές και σηκώνεται και φεύγει, πάει στο Αστυνομικό Τμήμα και τους λέει: «Σκότωσα τον Καλφακάκο και ήρθα να παραδοθώ». Όμως ο Λαύκας δεν ήξερε από τέτοια και όλες οι σφαίρες είχαν πάει ψηλά στις πολυκατοικίες και στ’ αστέρια! Ο δε Καλφακάκος για καλό και για κακό βούτηξε αμέσως κάτω από ένα αυτοκίνητο και δεν έπαθε τίποτα. Ήρθαν οι μπάτσοι και τους λέει ο Καλφακάκος ότι δεν έγινε τίποτα. Και ο Λαύκας τη γλίτωσε με πεντέξη μήνες για άσκοπους πυροβολισμούς και δεν πήγε φυλακή.
Η σημερινή κατάσταση
Τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλά σε σχέση με το λαϊκό τραγούδι, με τη δουλειά μας, με τα μαγαζιά. Υπάρχουν π.χ. τα λεγόμενα ρεμπετάδικα. Εκεί έγιναν διάφορα πασαλείμματα. Άνθρωποι που ήταν σε διάφορα επαγγέλματα πήραν έναν μπαγλαμά ή ένα μπουζούκι και ανέβηκαν στο πάλκο να το παίξουν ρεμπέτες. Με ένα πολύ άσχημο παρουσιαστικό για το οποίο ντρέπομαι. Τα παλιά τα χρόνια, παρά τη φτώχεια μας, φροντίζαμε ν’ ανεβαίνουμε στο πάλκο με το σακάκι, με τη γραβάτα μας. Κοίτα όλες τις παλιές φωτογραφίες που υπάρχουν. Πουθενά δε θα δεις μπάχαλο. Οι παλιοί σέβονταν πρώτ’ απ’ όλα τον εαυτό τους. Ίσως είμαι ντεμοντέ, ίσως είμαι λάθος, αλλά το παρουσιαστικό που βλέπω σήμερα μου κακοφαίνεται. Όταν βλέπω ανθρώπους με μπλουτζίν, μπότες, σκουλαρίκια, κοτσίδες, κορδέλες, να κρατούν μπουζούκι, νιώθω άσχημα.
Υπάρχουν σήμερα πολλά και καλά μπουζούκια. Βρήκαν πολύ υλικό από τους παλιούς και μελέτησαν. Έχουν τα μαγνητόφωνά τους, τα κομπιούτερ τους, έχουν δυο-τρία όργανα και μελετούν. Εγώ ένα ξερό όργανο είχα και στην εταιρία έπαιζα με του Μπακάλη και του Δερβενιώτη τα μπουζούκια. Τα δικά μας χρόνια τότε ήταν δύσκολα, μεγάλη φτώχεια. Όχι γραμμόφωνο δεν υπήρχε, αλλά ούτε ραδιόφωνο. Τα τραγούδια τα μάθαινα περνώντας έξω από κανα καφενείο με γραμμόφωνο και προσπαθούσα να πιάσω τη μελωδία. Πηγαίνοντας σπίτι έπιανα το μπουζούκι και προσπαθούσα να το μάθω. Μέχρι να φτάσω όμως σπίτι θυμόμουν τη μισή μελωδία! Ξανά την άλλη μέρα έξω απ’ το καφενείο μπας και βάλει το ίδιο τραγούδι, ν’ αρπάξω την υπόλοιπη μελωδία. Έτσι ήμασταν όλοι τότε. Αυτοδίδακτοι του πεζοδρομίου! Οι σημερινοί μπουζουξήδες βρήκαν πεδίο να μελετήσουν και μπράβο τους. Έχουν βγει πάρα πολλοί καλοί παίχτες. Ένα πράγμα μόνο με ενοχλεί: Που δεν έχουν αυθορμητισμό, είναι τυποποιημένοι. Τρέχουν μεν τα χέρια τους «σφαίρα», αλλά λείπει λίγο η ψυχή, το δικό τους ύφος. Από τους παλιούς άκουγες ένα …«ντραν» κι έλεγες, εδώ παίζει ο Χιώτης, εδώ ο Τσιτσάνης, εδώ ο Ζαμπέτας, εδώ ο Τσιμπίδης. Οι σημερινοί δεν έχουν ταυτότητα.
Το λαϊκό τραγούδι πέθανε από τότε που πέθανε το συγκρότημα. Υπήρχαν τότε συγκροτήματα. Συγκρότημα Τσιτσάνη, συγκρότημα Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Καπλάνη, Χατζηχρήστου κλπ. Εκτός από αυτά όμως έπαιξε ρόλο και η έξοδος πολλών πρωτοπόρων δημιουργών και δεξιοτεχνών στην Αμερική. Μετά το ’55 άρχισε μια περίεργη έξοδος, εξαφανιστήκαμε όλοι. Έφτασαν σε σημείο οι δισκογραφικές εταιρίες να μην έχουν εκτελεστές να παίξουν στις ηχογραφήσεις. Έχω δει το Χρυσίνη να πριμάρει σε ηχογράφηση με την κιθάρα του, παίζοντας το ρόλο του μπουζουκιού! Με εξαίρεση κάποιους που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι σημερινοί δημιουργοί είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μπουζουξήδες. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Θυμάμαι κάποτε το Μαρκέα που ήταν σπουδαίος μουσικός και έχω παίξει σε μερικά τραγούδια του. Μου έλεγε: «Για άκου Γιάννη αυτή τη φράση, κολλάει στο μπουζούκι»; Γιατί άλλο πιάνο κι άλλο μπουζούκι. Μπορεί π.χ. μια χρωματική που παίζει το πιάνο να μην κάθεται καλά στο μπουζούκι. Ψειρίζαμε λοιπόν το κομμάτι μέχρι να το φέρουμε στο όργανο το δικό μου. Γιατί έτσι πρέπει να γίνει αν θέλεις πρωταγωνιστή το μπουζούκι.
Παλιά παίζαμε και τρία μπουζούκια πάνω στο πάλκο. Όλοι μαζί. Άλλος σιγόντα, άλλος πρώτο, άλλος σε άλλη οκτάβα… Και εμείς το «ψάχναμε» το πράγμα, αλλά και ο κόσμος από κάτω είχε πολλές απαιτήσεις από τα μπουζούκια. Υπήρχε μια μανία για καλά ακούσματα. Η σημερινή εποχή είναι δυστύχημα. Δε δέχομαι σήμερα αυτό που λένε «πάμε στα μπουζούκια». Σήμερα πρέπει να λένε «πάμε στα τραγουδιάρικα». Σπάνια θα πας σε μαγαζί που πραγματικά να παίζουν δυο μπουζούκια. Βγαίνει ο τραγουδιστής μέσα από καπνούς και ακτίνες λέιζερ, μαζί με δέκα γυναίκες να χορεύουν δίπλα του και πίσω-πίσω ένα μπουζούκι να κάνει τέσσερες νότες στο δέκατο μέτρο κι άλλες τέσσερες στο δέκατο όγδοο. Δηλαδή έχει γίνει το μπουζούκι κομπάρσος και Φιλιππινέζα. Δεν ξέρω πόσο ανάγκη το έχουν το μεροκάματο, αλλά ντρέπομαι για τα παιδιά αυτά. Όλο αυτό το σκηνικό δε θυμίζει σε τίποτα λαϊκό μαγαζί, αλλά θέατρο. Κι όταν φτάσει η ώρα 2 και 3 το βράδυ και χορτάσουν απ’ τα λέιζερ και τα μπαλέτα, τότε αρχίζουν και παίζουν τα παλιά λαϊκά τραγούδια για να γλεντήσει ο κόσμος. Γιατί μόνο με αυτά τα τραγούδια γλεντάει. Γιατί είναι διαχρονικά. Απ’ τα σημερινά τραγούδια δε θα μείνει τίποτα.
Θα παρακαλούσα τους σημερινούς τραγουδιστές να κάνουν μια μέρα όλο το πρόγραμμα με τις δικές τους σημερινές επιτυχίες, χωρίς να παίξουν παλιά λαϊκά τραγούδια. Να δούμε πόση επιτυχία θα έχει το μαγαζί τους... Άλλο ένα σοβαρό ζήτημα για τη σημερινή κατάσταση του λαϊκού τραγουδιού είναι ότι έχουν κλείσει όλες οι πόρτες και είναι ανοιχτές μόνο για 3-4 άτομα. Δεν αναφέρω ονόματα. Κι εγώ έχω τραγούδια, πολλά τραγούδια. Κι ο καθένας μπορεί να έχει σήμερα τραγούδια. Να πάω να τα βάλω πού και να μιλήσω με ποιον; Με τον τραγουδιστή που θα περιμένω έξω απ’ το καμαρίνι σαν ζητιάνος για να ακούσει τα τραγούδια μου αν του κάνουν ή όχι; Ή να πάω στην εταιρία σε κάποιον παραγωγό του στυλ «θα τ’ ακούσουμε και θα σας ειδοποιήσουμε»; Δεν το ’χω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Μια φορά έκανα την απόπειρα και πέρασα από την Odeon και μόλις με είδε ο Μάτσας, ο σημερινός Μάτσας, μου είπε: «Έχω ακούσει τόσα πολλά για σας από τον πατέρα μου. Φέρτε μου μερικά τραγούδια». Του πήγα 16 τραγούδια και μου είπε: «Θα τ’ ακούσουμε και θα σας ειδοποιήσω». Πέρασε ένας μήνας, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Έριξα τον εγωισμό μου και είπα να πάρω εγώ τηλέφωνο. Μου λέει ο Μάτσας: «Μας άρεσαν πάρα πολύ τα τραγούδια σας. Φέρτε κι άλλα». Δηλαδή σκέτη κοροϊδία. Αφού σου πήγα 16 τραγούδια και σου άρεσαν, γιατί δε διαλέγεις δυο-τρία να τα βάλεις σε ένα δίσκο; Τι τα θέλεις και ζητάς κι άλλα; Δεν ξαναπήρα τηλέφωνο.
Οι πόρτες λοιπόν είναι κλειστές για πολλούς. Για τους περισσότερους. Προσωπικά δεν σκάω γι’ αυτό. Δεν προσπαθώ να λύσω τώρα το πρόβλημα της ζωής μου. Η σελίδα μου στο βιβλίο του λαϊκού τραγουδιού είναι γραμμένη κι αυτό μου αρκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου