Από το Blogger.

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ...

Από τον Πάνο Σαββόπουλο
Το πρόβλημα της καταγωγής και της εμφάνισης των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι θολό και δυσεπίλυτο. Βασικοί λόγοι είναι η πληθώρα των, συχνά ασαφών, στοιχείων που υπεισέρχονται στο πρόβλημα, η έλλειψη έγκυρων γραπτών αναφορών, αλλά και ο ορισμός-περιγραφή του ίδιου του αντικειμένου. Τι εννοούμε δηλαδή με τον όρο «ρεμπέτικα». Για την ίδια τη λέξη πάντως, αλλά και τον ώς τις μέρες μας «ελευθεριάζοντα» χαρακτήρα της, έχω αναφερθεί εκτεταμένα στο βιβλίο μου Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα... και άλλα, εκδόσεις «Οδός Πανός».
Το παρόν κείμενο θα προσπαθήσει να αναζητήσει την προέλευση των «πρώτων ρεμπέτικων» τραγουδιών, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε επίσης «μάγκικα», «κουτσαβάκικα», «μόρτικα» κ.λπ., δηλαδή τα τραγούδια που προήλθαν και εξέφραζαν τους μάγκες, τα κουτσαβάκια, τους μόρτες κ.λπ. Πρόκειται για μια πρώτη και μερική δημοσίευση για το θέμα, η οποία όταν θα συμπληρωθεί πλήρως, θα εκδοθεί χωριστά.
Στα πρώτα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια δεν υπάρχει επώνυμος δημιουργός και γι' αυτό συνήθως τα λένε «παραδοσιακά ρεμπέτικα» ή «ρεμπέτικα της ανώνυμης δημιουργίας». (Προτιμώ τον σαφέστερο όρο «παραδοσιακά ρεμπέτικα».) Τα τραγούδια αυτά τα γνωρίζουμε μόνον από τις ηχογραφήσεις τους, οι οποίες έγιναν, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις, από το 1906 ώς το 1930, κυρίως όμως στη δεκαετία του '20, στην Αμερική και στην Ελλάδα. Ποιος είναι ο ακριβής αριθμός αυτών των ηχογραφήσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί, κυρίως γιατί θα πρέπει να καθοριστεί τι θα λέμε «παραδοσιακό ρεμπέτικο». Για λόγους λοιπόν απλούστευσης, αν θεωρήσουμε ότι «παραδοσιακά ρεμπέτικα» είναι τα παραδοσιακά τραγούδια που τα στιχάκια τους μιλάνε για μάγκες, αλάνια, ντερβίσια κ.λ.π., για χασίσια και τεκέδες, μαχαιρώματα και φόνους, παρανομία, εξουσία και φυλακές, τυχερά παιχνίδια κ.λπ., τότε οι ηχογραφήσεις τους είναι τουλάχιστον 100. (Μιλάμε πάντα για ηχογραφήσεις σε δίσκους γραμμοφώνου στις 78 στροφές, αλλιώς το «παιχνίδι» είναι χαμένο από χέρι...) Σημειωτέον ότι οι ηχογραφήσεις αυτές αντιστοιχούν μόνο σε 60 διαφορετικά τραγούδια, αφού υπάρχουν επανηχογραφήσεις κάποιων διάσημων τραγουδιών. Επειδή όμως για το ίδιο τραγούδι οι επανηχογραφήσεις του δεν είναι σχεδόν ποτέ ίδιες στιχουργικά, και μάλιστα κάποιες φορές ούτε μελωδικά, θεωρούνται όλες ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές.
Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί ο τόπος καταγωγής κάθε τραγουδιού από αυτά τα 60, δηλαδή σε ποια (ευρύτερη) περιοχή πρωτοεμφανίστηκε και πώς στη συνέχεια διαδόθηκε. Γενικά μιλώντας, τα πρώτα αυτά ρεμπέτικα, τα «παραδοσιακά», εμφανίστηκαν στις περιοχές της Σμύρνης, της Πόλης και της Αθήνας-Πειραιά. Για τα 30 από αυτά υπάρχουν βάσιμες «υποψίες» για τον τόπο καταγωγής τους. Για τα υπόλοιπα, ας ενδιαφερθεί και κάνας πολυπράγμων ρεμβετοβαρεμένος πανεπιστημιακός, απ' αυτούς που δεν έχουν ακούσει στη ζωή τους περισσότερα από 300 ρεμπέτικα!
Η μελέτη πάντως αυτών των περίπου 100 ηχογραφήσεων που διασώθηκαν, βοηθάει πολύ στο να σχηματιστεί μια ικανοποιητική εικόνα για τη δημιουργία τους και κατ' επέκταση για τις ρίζες των ρεμπέτικων τραγουδιών, άσχετα αν ανακύπτουν και κάποια ζόρικα ερωτήματα... Από τις 100 λοιπόν αυτές ηχογραφήσεις οι 18 ανήκουν σε τραγούδια με συγκεκριμένη θεματολογία στίχων. Π.χ. «Το κουτσαβάκι» (Κα Κούλα, 1919 και Μ. Παπαγκίκα 1920 και 1925), «Μάγκας του Ψυρρή» (Τ. Νικολάου, 1931), «Πολίτικο ζεϊμπέκικο» (Α. Νταλγκάς, 1928) κ. ά. Οι 82 υπόλοιπες ηχογραφήσεις, οι οποίες και είναι «όλα τα λεφτά», ανήκουν σε τραγούδια τα οποία αποτελούνται από μία σχεδόν τυχαία «συρραφή» διαφόρων στίχων, χωρίς καμία εννοιολογική σύνδεση μεταξύ τους και με ποικιλία συνδυασμών. Οι στίχοι αυτοί συνήθως είναι:
1. Αδέσποτα γνωστά «πονηρά» στιχάκια που γνώριζε και χρησιμοποιούσε ευρύτατα η μαγκιά, και οι ...παραφυάδες της.
2. Στιχάκια αδέσποτα (αλλά και όχι) από αστικά-λαϊκά και δημοτικά τραγούδια.
3. Στιχάκια που έφτιαχναν (επινοούσαν, εμπνέονταν...) οι ευφυείς μάγκες της παρέας και που συχνά περιέγραφαν συμβάντα και καταστάσεις τους.
Φυσικά δεν είναι πάντα εύκολο να βρει κανείς από πού προέρχεται κάθε στιχάκι.
Κρίνω σκόπιμο, τώρα, να σας δώσω συγκεκριμένα παραδείγματα τραγουδιών αποτελούμενα από αδέσποτα στιχάκια.
Δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται;
Λ. Μενεμενλής, 1927
Δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται; / Το πουλούν οι δερβισάδες στους Απάνω μαχαλάδες.
Μες στου Τσαμπάκη την αυλή σκοτώσαν ένα χασικλή / και τον κλαίγαν χασικλήδες που 'ταν όλοι μερακλήδες.
Βρε συ Γιάννη, σαν πεθάνεις, το λουλά τι θα τον κάνεις; / Θα τον βάλω προσκεφάλι να φουμάρω και στον Αδη.
Γύρω γύρω τα δερβίσια και στη μέση τα χασίσια, να φουμάρουνε τ' αλάνια που 'ν' απ' το πρωί χαρμάνια.
Σα με δεις και κάνω βόλτα βάλε το κλειδί στην πόρτα / να 'μπω μέσα να φουμάρω χασικλίδικο τσιγάρο.
Να κι ο Γιάννης από πέρα, τράκα-τρούκα τη μαχαίρα / και του κάνει τα πλευρά του μαλακά σαν την κοιλιά του.
Κυρ λοχαγέ κυρ λοχαγέ μας έσπασες τον αργιλέ / μας έσπασες και το καλάμι που θα γεννόμαστε χαρμάνοι.
Εδώ, όλοι οι στίχοι είναι αδέσποτοι και φαίνεται να τους ήξερε καλά και να τους χρησιμοποιούσε φυσικά η μαγκιά. Ειδικότερα ο δεύτερος (Μες στου Τσαμπάκη την αυλή...) είναι διασκευή του γνωστού στίχου «Μες στου Συγγρού τη φυλακή...», γιατί ίσως εδώ περιγράφεται ένα περιστατικό σε κάποια παρέα ή γειτονιά, στην αυλή κάποιου κυρίου Τσαμπάκη! Το ημιστίχιο «Σα με δεις και κάνω βόλτα βάλε το κλειδί στην πόρτα» φαίνεται να είναι αστικό λαϊκό, ενώ το προτελευταίο ημιστίχιο «Να κι ο Γιάννης από πέρα, τράκα-τρούκα τη μαχαίρα» είναι γνωστό δημοτικό και απαντάται κυρίως σε αποκριάτικα τραγούδια. Προφανώς παρεισέφρησε λόγω της «μαχαίρας»!
Πήραν τα φρύγανα φωτιά
Πωλ Γαδ, 1929
Πήραν τα φρύγανα φωτιά και κάψανε το μαχαλά / εκάψανε κι εμένανε που μ' έχει η μάνα μ' ένανε.
Ανοιξε μάνα, άνοιξε, γιατί με κυνηγούνε / κι αν δεν ανοίξεις το πορτί, το αίμα μου θα πιούνε.
Το πρώτο ημιστίχιο, από τον πρώτο στίχο, είναι αστικό-λαϊκό, ενώ το δεύτερο ημιστίχιο είναι γνωστό δημοτικό.
Ο δεύτερος στίχος είναι από την «παρακαταθήκη» της μαγκιάς.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι στίχοι, στα τραγούδια με αδέσποτα στιχάκια, σχηματίζουν δύο ή και τρεις ομάδες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
α. Μία ομάδα με αδέσποτα στιχάκια και μία με στιχάκια που σχηματίζουν μια υποτυπώδη θεματολογία.
β. Δύο ή και τρεις διαφορετικές μικροθεματολογίες.
γ. Μία ομάδα με θεματολογία και κολλητά διάφορα αδέσποτα «πονηρά», αστικά-λαϊκά και δημοτικά.
Πάντως είναι συχνές οι περιπτώσεις αδέσποτων στίχων που «σουλατσάρουν» ελεύθερα σε διάφορα τραγούδια και οι οποίοι στίχοι, με την κατάλληλη επιλογή, σχηματίζουν, ένα είδος θεματολογίας. Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις από ποικίλους συνδυασμούς αδέσποτων στίχων και τραγουδιών που προέκυψαν, και φυσικά για όλες αυτές τις περιπτώσεις έχω χαρακτηριστικά παραδείγματα. Δεν είναι όμως του παρόντος (χώρου και χρόνου), γι' αυτό επιφυλάσσομαι. Θα σας αναφέρω μόνο ένα τραγούδι.
Καλογεράκι-Ντουντού
Α. Νταλγκάς, 1931
Καλογεράκι θα γινώ και ράσο θα φορέσω / και κομπολόι θα κρατώ, φως μου, για να σ' αρέσω.
Μωρή Ντουντού δεν ντρέπεσαι να λες πως δεν παντρεύεσαι; / Μωρή Ντουντού κάτσε καλά γιατί θα έμπω σε μπελά.
Αντιλαλούν οι φυλακές, τ' Ανάπλι κι ο Γιεντί-Κουλές.
Κάλλιο έχω πέντε μαχαιριές παρά τα λόγια που μου λες.
Τα δύο πρώτα στιχάκια αποτελούν μία θεματολογία (έστω την... ελάχιστη) και μάλλον προέρχονται από τη δημοτική παράδοση. Τα δύο επόμενα αποτελούν μία άλλη, διαφορετική, θεματολογία, μάλλον από την αστική-λαϊκή παράδοση. Τέλος, τα δύο τελευταία είναι πολύ γνωστά αδέσποτα, το πρώτο («Αντιλαλούν οι φυλακές...») από τη δημοτική παράδοση, μάλλον πριν από το 1900, και το δεύτερο είναι πονηρό, που έχει περάσει τουλάχιστον σε τρία παραδοσιακά ρεμπέτικα με αδέσποτα στιχάκια.
Να σημειώσω εδώ ότι η συγκρότηση τραγουδιών με αδέσποτα στιχάκια δεν ήταν αποκλειστικό «προνόμιο» της μαγκιάς, αφού υπάρχουν τουλάχιστον 35 ηχογραφήσεις με αστικά-λαϊκά και δημοτικά, με την ίδια ακριβώς δομή, αλλά χωρίς πονηρά στιχάκια, βεβαίως βεβαίως. Ενα απ' τα χαρακτηριστικότερα είναι το «Αθήνα και Πειραία μου» (Μ. Παπαγκίκα, 1925) και απολαύστε στιχουργικό... σεργιάνι.
Αθήνα και Πειραία μου
Αθήνα και Πειραία μου και γαλανή σημαία μου. / Ελα βαρκούλα πάρε με και στον Περαία βγάλε με. / Ελα βαρκούλα πάρε με και μες στη Σμύρνη βγάλε με. / Ελα βαρκούλα Συριανή πάρε και με την ορφανή. / Ελα να πάμε 'κεί που λες που κάνουν τα πουλιά φωλιές. / Ελα να πάμε μάτια μου κι ας φέρουν τα κομμάτια μου. / Ελα να πάμε στο νησί η μάνα σου, εγώ κι εσύ. / Τα μάτια σου τ' αράπικα μ' έκαναν και τρελάθηκα. / Εχεις δυο μάτια σαν ελιές που 'ναι γεμάτα μαριολιές. / Τα μάτια σου τ' αλλιώτικα τα Πασαλιμανιώτικα.
Θα ήθελα να σας δώσω εδώ μόνο ένα παράδειγμα για το μέγα σουλάτσο κάποιων στίχων. Για ευκολία παίρνω το στιχάκι «Δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται;». Και σας παραθέτω σε ποια τραγούδια έχει σουλατσάρει και με τι μορφή:
Α. «Οι ντερβίσηδες» (Κα Κούλα, 1920): «Δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται».
Β. «Ερχομαι τον τοίχο-τοίχο» (Γ. Κατσαρός, 1930): «Δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται;».
Γ. «Δυο ψαράκια μελανούρια» (Κα Κούλα, 1919): Μπαρμπα Γιάννη μου ντερβίση πού πουλιέται το χασίσι;».
Δ. «Το βλαμάκι» (Κα Κούλα, 1922): «Μπαρμπα Γιάννη μου ντερβίση πού πουλιέται το χασίσι;».
Ε. «Μπαρμπα-Γιάννης» (Παπαγκίκα, 1925): «Δε μού λέτε, δε μού λέτε το χασίσι πού πουλιέται;».
Στ. «Η νταμίρα» (Βιδάλης, 1924): «Δε μού λέτε, δε μού λέτε το χασίσι πού πουλιέται;».
Ζ. «Η νταμίρα» (Α. Νταλγκάς, 1926): «Δε μού λέτε, δε μού λέτε το χασίσι πού πουλιέται;».
Η. «Η νταμίρα» (Μενεμενλής, 1927): «Δε μού λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται;».
Θ. «Η νταμίρα» (Καρίπης, 1928): «Δε μου λέτε, δε μου λέτε η νταμίρα πού πουλιέται;».
Ι. «Η νταμίρα» (Πωλ, 1928): «Δε μου λέτε, δε μου λέτε η νταμίρα πού πουλιέται;».
Επιπρόσθετα σας αναφέρω απλά ότι το γνωστό στιχάκι «Γύρω γύρω μπαγλαμάδες και στη μέση...» το συναντάμε σε οκτώ τουλάχιστον ηχογραφήσεις, το δε «Τράβα μάγκα στη δουλειά σου να μην...», σε ισάριθμες.
Κι αν οι στίχοι των πρώτων ρεμπέτικων μπαινόβγαιναν σε τραγούδια... όπως γουστάραν, σαν «αλητεμένοι» που ήταν, μη νομίσετε ότι οι «ηδονικές» μελωδίες τους έμεναν πίσω. Η μελέτη των τραγουδιών αυτών δείχνει ότι οι μελωδίες τους «πατάνε», μερικώς ή και καθ' ολοκληρίαν, σε προϋπάρχουσες μελωδίες, κυρίως από την αστική-λαϊκή παράδοση, αλλά και από την τουρκική. Να δώσω κάποια παραδείγματα για διαφώτιση:
1. Η εισαγωγή από τα «Κομμένα μαλλιά» (Γ. Βιδάλης, 1926 και Μ. Παπαγκίκα, 1927) και από τους «Ψαράδες» (Μ. Παπαγκίκα, 1927) απαντάται στο «Bahriye Cifte Teli», αγνώστων (σε εμένα) λοιπών στοιχείων (1935;) και στο «Γιαντίμ γιαντίμ γιανιόρουμ μπεν» με τον Μ. Μελκών (1954;).
2. Το τραγούδι «Το μωρό μου» (Κ. Δούσας, 1931) έχει εισαγωγή που είναι απ' το «Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο» και το κύριο θέμα από το «Ησουνα ξυπόλυτη» (Α. Κωστής, 1930).
Η πρωιμότερη ηχογράφηση του «Αϊβαλιώτικου ζεϊμπέκικου» πρέπει να έγινε το 1923 στην Αμερική από το Ντούο Κυριακάτη-1923 Victor Αμερικής Vi-68637.
3. Η μελωδία από την «Ελληνική απόλαυση» (Γ. Κατσαρός, 1927) είναι βασισμένη ποικιλοτρόπως:
α. Στο «Χανούμικο» (παραδοσιακό οργανικό), 1920.
β. Στο «Χανούμικο ζεϊμπέκικο» (παραδοσιακό οργανικό), 1927.
γ. Σε ένα τουρκικό τραγούδι, άγνωστου τίτλου και τραγουδιστή. Είναι έγγιστα της δεκαετίας του 1910 και μάλλον της Odeon, ο δε τραγουδιστής δεν αποκλείεται να είναι ο Yashar. (Η ετικέτα είναι εντελώς κατεστραμμένη.)
δ. Στο «Aydin Zeybek», 1927.
ε. Στο «Κασαμπαλιώτικο ζεϊμπέκικο», 1931.
στ. Σε άλλες τούρκικες ηχογραφήσεις.
Και ο σχετικός κατάλογός μου είναι... γεμάτος.
Να επισημάνω τώρα μερικά χαρακτηριστικά των «παραδοσιακών» ρεμπέτικων με τα αδέσποτα στιχάκια τους.
1. Εμφανίζονται νωρίτερα στη δισκογραφία, απ' ό,τι τα υπόλοιπα «παραδοσιακά», τα οποία έχουν θεματολογία στους στίχους τους, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είναι και παλαιότερα. Δηλαδή πρώτα έγινε η εύκολη, βολική, εκφραστική και αυθαίρετη -τυχαία, αν θέλετε- «συρραφή» στίχων και μετά ήρθε το συγκροτημένο θεματολογικά τραγούδι.
2. Το μελωδικό τους ύφος παραπέμπει, ως επί το πλείστον, στη μικρασιατική μουσική παράδοση.
3. Η ορχήστρα που ερμηνεύει είναι στο ύφος που έχουν τα «σαντουρόβιολα».
4. Σε ό,τι αφορά τους χορούς στους οποίους χορεύονται τα τραγούδια αυτά, ουδέν μη αναμενόμενον. Από τα 82, τα 66 είναι ζεϊμπέκικα (ο βασικός χορός της μαγκιάς), τα 10 είναι χασάπικα, τα 4 καρσιλαμάδες και τα 2 τσιφτετέλια.
5. Κανένα απ' αυτά δεν έχει ηχογραφηθεί με μπουζούκι.
6. Οι 45 από τις 82 ηχογραφήσεις έγιναν στην Αμερική, οι 35 στην Ελλάδα και 2 στη Μ. Ασία.
7. Οι μελωδίες και τα στιχάκια απ' αυτά τα τραγούδια «πέρασαν», είτε ολόκληρα είτε και μερικώς, σε κλασικά ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1930, σε λαϊκά της δεκαετίας του 1950 και σε πρόστυχα σκυλάδικα του 1960. Για παράδειγμα, το «Αντιλαλούν οι φυλακές» του Μάρκου έχει όλα τα στιχάκια του αδέσποτα και ολόκληρη τη μελωδία του δανεισμένη από παραδοσιακό («Τα ούλα σου», 1919).
Πάντως το ζήτημα των αδέσποτων στίχων και της «κυκλοφορίας» τους σε διάφορα ελληνικά τραγούδια, αλλά και η μελέτη των μελωδιών των αντίστοιχων τραγουδιών, είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα, γιατί αποκαλύπτει άγνωστα στοιχεία που έχουν σχέση με την τοπογραφία των τραγουδιών, τις μετακινήσεις πληθυσμών εν ταυτώ και τις νέες πατρίδες, τις επιδράσεις της εποχής, την ανάμειξη πολιτισμών, τις μουσικές επιδράσεις μεταξύ των λαών, τις νέες δημιουργίες κ.λπ.
Υστερα από όλα τα παραπάνω και ανακεφαλαιώνοντας, πιστεύω ότι πρώτα πρώτα εμφανίστηκαν τα «παραδοσιακά» ρεμπέτικα που αποτελούνταν από μία συρραφή αδέσποτων στίχων και ότι αυτά δημιουργήθηκαν με «συλλογικό» τρόπο από το «περιβάλλον» που εξέφραζαν. Και όταν λέω συλλογικό εννοώ ότι ξεκινούσε το τραγούδι μ' ένα - δυο στιχάκια πάνω σ' ένα γνωστό μοτίβο και στη συνέχεια από «στόμα σε στόμα και από χέρι σε χέρι» (από τραγουδιστή σε τραγουδιστή και από οργανοπαίκτη σε οργανοπαίκτη) «συρραπτόταν» το τραγούδι σε μία μορφή. Και η μορφή αυτή μπορούσε να παραλλαχτεί ανάλογα με τα στιχάκια που μπαινόβγαιναν. Η μελέτη των 82 αυτών τραγουδιών, σας βεβαιώνω, αποκαλύπτει και τον τρόπο της δημιουργίας τους και την αυθεντικότητά τους. Κι αν κάποιος ισχυριστεί ότι ίσως στο «διάστημα» από την πονηρή παρέα στο φωνογράφο τα τραγούδια αυτά υπέστησαν κάποιες αλλαγές, κάτι που ίσως ελαττώνει την αυθεντικότητά των ηχογραφήσεων, έχω τις εξής απαντήσεις: Πρώτον, οι τραγουδιστές που τα οδήγησαν στα αυλάκια της δισκογραφίας δεν είχαν ποτέ τη φήμη... δημιουργού, ώστε να παρέμβουν καταλυτικά (πλην Α. Νταλγκά). Δεύτερον, και αν ακόμα έγιναν κάποιες αθέλητες «αλλαγές» από τους τραγουδιστές, επειδή ίσως δε θυμούνταν καλά τα στιχάκια ή μπέρδευαν τη «σειρά» τους κ.λ.π., αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο, αφού το ίδιο ακριβώς γινόταν και στην παρέα, μια και τα τραγούδια αυτά δεν είχαν θεματολογία με «στόρι» και... ροή. Εξάλλου η επιλογή της τεχνικής της ελεύθερης «συρραφής» αδέσποτων στίχων, πολλούς από τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι μάγκες και στην καθημερινή τους ομιλία, ήταν προφανώς σε αρμονία με τη γενικότερη διάθεσή τους, με τον χαρακτήρα τους, αλλά και τη ζωή τους συνολικά. Οι μάγκες, ως γνωστόν, ζούσαν τη στιγμή, το «τώρα» υπακούοντας ασυνείδητα στον παμπάλαιο κανόνα «φάγομεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν... και όλα τέρμα». Ε, λοιπόν, η «στιγμή», το «τώρα», στο τραγούδι δεν θα μπορούσε να τονιστεί καλύτερα από ένα γνωστό, ζουμερό, περιγραφικό και χαρακτηριστικό αδέσποτο στιχάκι, μερικές φορές μάλιστα και σοφό σαν τις παροιμίες. Και σίγουρα η ομήγυρη θα βαριόταν ν' ακούει ένα ολόκληρο τραγούδι-«σίριαλ» (ιστορία), μάλιστα ύστερα από φουμάρισμα αγνού μελαχρινού «αφγάνι» από ξερικά «φυτά», τα οποία επιτηρούσαν και επόπτευαν αυστηρά όλο το εικοσιτετράωρο φτερωτά βιβλικά φίδια, τα οποία μπορούσαν μάλιστα να ισορροπήσουν και όρθια! Προτιμούσαν, λοιπόν, οι μάγκες τις εναλλασσόμενες μικρές, ζωντανές και «νωπές» εικόνες, ακριβώς σαν τις τζουρίτσες που τραβούσαν, εικόνες που έρχονταν ξαφνικά και μετά έφευγαν, για να δώσουν τη θέση τους στις επόμενες, ενώ αυτή η εναλλαγή θα 'χε, φαντάζομαι, και κάποια επήρεια στην ποικιλία των στροφών του ζεϊμπέκικου. (Θα μπορούσε κάποιος εδώ να σκεφτεί τι γίνεται στα κρητικά γλέντια με τις μαντινάδες τις «γυρίστρες».) Καλό παράδειγμα γι' αυτά που λέω είναι «Τα ούλα σου» (Μ. Παπαγκίκα, 1925), «Δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται;» και άλλα.
Αυτά λοιπόν τα τραγούδια της απόλυτης ελευθερίας επιλογής αδέσποτων στίχων και ανάλογων μελωδιών θεωρώ ότι είναι οι ρίζες των ρεμπέτικων τραγουδιών. Και βέβαια, παράλληλα μ' αυτά τα εκ «συρραφής» ρεμπέτικα «κυκλοφορούσαν» ευρέως κι αυτά τα λίγα με συγκεκριμένη θεματολογία στίχων, όπως: «Το κουτσαβάκι» (1919), «Αλανιάρη με φωνάζουν» (1919) κ.ά. Ο ...σπόρος φαίνεται να 'χε πέσει, και η πανταχού παρούσα, όπως σε Σμύρνη, Πόλη, Πειραιά, Αθήνα..., μαγκιά είχε τα δικά της τραγούδια...

ΠΗΓΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΑΠΑΝΤΗΣΗ- ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΗ  ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ
Για μεν το νόημα της λέξης Ρεμπέτικο, το έχω αναλύσει στην Κλίκα σχολιάζοντας ακριβώς το δημοσίευμα του Π. Σαββόπουλου στις εκδόσεις «Οδός Πανός». Για το είδος των τραγουδιών που ονομάζονται ρεμπέτικα δεν έχω καταλήξει ακόμα σε κάτι ανακοινώσιμο, πάντως έχω ήδη διαφοροποιήσει και τα «πρώϊμα» αλλά και τα «Σμυρναίικα» και δεν τα ονομάζω πλέον ρεμπέτικα. Υπάρχει ένας όρος «προ – ρεμπέτικα» που έχει εισάγει η Γκαίηλ Χόλστ. Όπως και να έχει, ο όρος «παραδοσιακό ρεμπέτικο» δεν υφίσταται και μπράβο του κ. Σαββόπουλου αν με το άρθρο του αυτό (ή με την έκδοση που προαναγγέλλει) καταφέρει να τον επιβάλλει. Όμως, το «γι’ αυτό συνήθως τα λένε παραδοσιακά ρεμπέτικα» το λέει μόνο ο ίδιος.

Δεν είναι μόνο οι ηχογραφήσεις στις 78 στροφές που μας προσφέρονται ως βάση για τη μελέτη των αδέσποτων πρώϊμων τραγουδιών, ο μεθοδικός ερευνητής θα ψάξει στη γενικότερη ελληνική και διεθνή γραμματεία για γραπτές πηγές και θα βρεί υλικό. Θα λείπει από πολλά παραδείγματα η μουσική, αλλά και μόνοι οι στίχοι αρκούν για να βγούν αρκετά συμπεράσματα. Ο Φωριέλ π.χ. (1824) βρίθει παραθεμάτων από δίστιχα, απ’ όλη την Ελλάδα (κυρίως στο δεύτερο τόμο της Ελληνικής έκδοσης). Δεν είναι βεβαίως «πονηρά», ούτε μιλούν για μαχαιρώματα και πόσιμο αιμάτων αλλά σε νεώτερες πηγές υπάρχουν αρκετά που μυρίζουν αστικό λαϊκό.

Ένα (κατά τη γνώμη μου) λάθος που συχνότατα κάνει ο Σαββόπουλος είναι να βγάζει συμπεράσματα από «στατιστικές». Βγάζει απόφθεγμα «τόσα τραγούδια υπάρχουν, τόσες φορές υπεισέρχεται η λέξη χψω άρα, αυτό κι αυτό κι αυτό». Οι φωνογραφήσεις είναι βέβαια ένα ενδεικτικό στοιχείο για το γενικότερο κλίμα μιας εποχής αλλά αν τις δούμε μόνες τους, ο κίνδυνος στρεβλώσεων παραμονεύει.

Παραδέχεται ότι χρειάζεται απλούστευση και επομένως θεωρεί ότι πρώϊμα («παραδοσιακά») ρεμπέτικα είναι όσα (και μόνον όσα) μιλάνε για μάγκες, χασίσια, τεκέδες, μαχαιρώματα, φυλακές ή μπαρμπούτι. Έτσι όμως μένουν απ’ έξω κομμάτια όπως το Αϊδίνικο του Καραπιπέρη (ρίξε τα μαλλιά σου πίσω) ή το Και γιατί δεν μας το λές, που είναι καθαρά νεώτερα παραδοσιακά και τα δύο. Προβληματίζεται για τον πιθανότερο τόπο καταγωγής κάθε τραγουδιού, κάτι που και αν ακόμα αποδεικνύεται σαφώς, δεν προσθέτει τίποτα στην ουσία του θέματος, μόνο ειδικότερο ενδιαφέρον μπορεί να έχει. Εξ’ άλλου, ο ίδιος λέει ότι το δίστιχο «μέσ’ στου Συγγρού τη φυλακή» της Αθήνας «μετακομίζει» στου Τσαμπάκη την αυλή. Έτσι είναι, τα τραγούδια ταξιδεύουν πολύ ευκολότερα απ’ ό τι φανταζόμαστε και η κάθε περιοχή θα προσαρμόσει το στίχο στα οικεία για αυτήν ακούσματα.

Πολύ μεγάλο βάρος δίνει στη διαπίστωση ότι η πλειοψηφία των τραγουδιών είναι συρραφή διστίχων, είτε με υποτυπώδη διασύνδεση μεταξύ τους σε ό τι αφορά την υπόθεση του τραγουδιού, είτε χωρίς καθόλου διασύνδεση. Μα αυτό είναι πασίγνωστο, σε όλη την Ελλάδα ισχύει κατ’ αρχήν και ειδικότερα στις νησιώτικες περιοχές, με ιδιαίτερη έμφαση στην αιγαιοπελαγίτικη Μικρασία. Είναι τα γνωστά Μανεδάκια, δίστιχα ή τετράστιχα δημοφιλή και σε παλαιότερα φτηνά ημερολόγια τοίχου, των οποίων η ετυμολογία συνδέεται με την τουρκική λέξη manı (χωρίς τελίτσα το γιώτα, σημαίνει στιχούργημα) από την οποία κατά τη γνώμη μου ετυμολογείται και ο (α)μανές. Από τον Μεσαίωνα έχουμε τέτοιες ρίμες όπως αποδεικνύει και το χειρόγραφο της Βιέννης.

Το μεγαλύτερο όμως αυτοτελές τμήμα του άρθρου (6.000 σε σύνολο 13.000 χαρακτήρων περίπου) είναι η παράθεση διαφόρων διστίχων, παραλλαγών τους και συμφυρμών τους. Αυτό είναι επικίνδυνο γιατί, ο απληροφόρητος αναγνώστης που δεν γνωρίζει το πραγματικό σύνολο των διστίχων της «πρώιμης» παραγωγής (δισκογραφημένης ή όχι), εύκολο είναι να παρασυρθεί σε λαθεμένες εντυπώσεις. Αναφέρει, για παράδειγμα, δέκα περιπτώσεις τραγουδιών με το στιχάκι «δεν μου λέτε, το χασίσι (η νταμίρα) που πουλιέται» και ο αδαής αναγνώστης θα σκεφτεί - βρε βρε! Όλο για χασίσια μίλαγαν αυτοί. Είναι όμως έτσι; Μόνο αν μελετήσουμε τις φράσεις με αναφορά σε ουσίες σε σχέση με το σύνολο των τραγουδιών που κυκλοφόρησαν (ηχογραφημένα ή μη) σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα μπορέσουμε να έχουμε ακριβή συμπεράσματα. Και αν, όπως σωστά λέει ο κ. Σαββόπουλος, η μελέτη των αδισκογράφητων τραγουδιών δεν είναι δυνατή, τότε καλύτερα ας μη βγάλουμε κανένα συμπέρασμα.

Αναφέρεται και στις διάφορες μουσικές, οι οποίες προσαρμόστηκαν σε στίχους, ο κ. Σαββόπουλος και σημειώνει ότι και εδώ το φαινόμενο του δανεισμού (και των μικροπαραλλαγών, θα σημείωνα εγώ) γνωστών ήδη παλαιοτέρων μουσικών μοτίβων είναι ιδιαίτερα έντονο. Μα και αυτό είναι πασίγνωστο από πολύ παλαιότερα. Η δημιουργία μιας εντελώς πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης δεν είναι τόσο εύκολη όσο ένας καινούργιος στίχος, επομένως το φαινόμενο της προσαρμογής ενός νεώτερου τραγουδιού σε υφιστάμενη παλαιότερη μελωδία απαντάται συχνότατα και στα δημοτικά τραγούδια.

Αναφέρεται και στον τρόπο με τον οποίο, κατά την άποψή του, δημιουργήθηκαν τα συγκεκριμένα στιχουργήματα. Ο τρόπος αυτός όμως δεν διαφέρει καθόλου, μα καθόλου, από το μηχανισμό που προϋπήρξε και στο δημοτικό τραγούδι για αιώνες και δεν παίζει ρόλο, αν ο στιχουργός είναι σκέτος χωριάτης ή φυλακισμένος, ή εξαρτημένος από ουσίες. Αλλά και η μετέπειτα προσαρμογή και «λείανση» που παρατηρείται όταν το τραγούδι εξαπλώνεται, με τον ίδιο ακριβώς «παραδοσιακό» μηχανισμό επετελέσθη και στα κουτσαβάκικα, τα μόρτικα κλπ. Πώς αλλοιώς να γινόταν, άλλωστε;

Το τελικό του συμπέρασμα, πάντως, είναι ενδιαφέρον: «τα τραγούδια αυτά είναι οι ρίζες των ρεμπέτικων τραγουδιών», λέει. Ναι, αλλά το έχουν πεί και άλλοι πολλοί, πριν από αυτόν.

Το δικό μου τώρα συμπέρασμα: Με δεδομένο το στόχο του, που είναι το γενικό κοινό μιας εφημερίδας με ευρύτατη διάδοση, ο Σαββόπουλος καταθέτει μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, με ελάχιστες και όχι σημαντικές στρεβλώσεις. Στην έρευνα για το Αστικό Λαϊκό Τραγούδι το άρθρο δεν προσθέτει κάτι καινούργιο.
ΠΗΓΗ
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ

Δεν υπάρχουν σχόλια: