Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ ( ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ) βιογραφία και τραγούδια...

Δημήτρης Γκόγκος

Από Rebetiko_wiki

Πίνακας περιεχομένων

[απόκρυψη]
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας γεννήθηκε στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά στην οδό Βύρωνος 27 το 1904. Ο πατέρας του, Ιωάννης Γκόγκος, ήταν Ποριώτης, υπαξιωματικός του Λιμεναρχείου Πειραιά και η μητέρα του, Αγγελική, ήταν Υδραία στην καταγωγή (το γένος Τζιέρη). Ήταν το 21ο από τα 22 παιδιά της οικογένειας. Τελείωσε τήν σχολή «Προμηθέας» και πήρε την ειδικότητα χειριστή ηλεκτρολόγου. Το 1910 έπιασε στα χέρια του το μαντολίνο και περίπου την ίδια εποχή κάποιος κουμπάρος της οικογένειας ονόματι Γεώργιος Νιανούρης του έμαθε τόν μπαγλαμά. Εργάστηκε σε τσιμεντάδικο και στα Λιπάσματα ως συντηρητής μηχανών. Την περίοδο 1923-24 έπαιζε με φίλους του, σε διάφορα γλέντια, μία δική του διασκευή της Ιταλικής οπερέττας «Μπαγιαντέρα» και από τότε του έμεινε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Το 1939 παντρεύτηκε την καπνεργάτρια Δέσποινα Αραμπατζόγλου, μικρασιατικής καταγωγής.

 Μουσική σταδιοδρομία

Το 1923-24 καί ενώ υπηρετεί ως ναύτης γνωρίζεται και συνάπτει φιλία μέ τόν Γιώργο Μπάτη. Το 1934 μέ την βοήθεια του δημοσιογράφου Κώστα Φαλτάιτς ηχογραφεί στην Columbia τις «Καπνουλούδες», ως πρώτος «ανταγωνιστής» του Μάρκου. Την αμέσως επόμενη χρονιά ηχογραφει τα «Ήταν άνοιξις» και «Πάντα με γλυκό χασίσι». Την ίδια χρονιά ανεβαίνει στο πάλκο στο μαγαζί του Σαραντόπουλου με τον Ανέστη Δελιά, τον Δημήτρη Λορέντζο-Μπαρούση στο βιολί, τον τραγουδιστή Κ. Φλώρο και μια τραγουδίστρια της εποχής, την Γιώτα. Αργότερα, παρέα με τον Στράτο Παγιουμτζή καί τον Γιώργο Μπάτη και έναν ντόπιο κιθαρίστα θα εμφανιστούν για δύο μηνες στην Θεσσαλονίκη καί στο μαγαζί του Κέρκυρα. Στην επιστροφή τους θα σχηματίσουν μια κομπανία πάλι με τον Δελιά, τον Λορέντζο, τον Κώστα Καρίπη στήν κιθάρα καί τόν Γιώργο Κάβουρα και θα εμφανιστούν για οκτώ μήνες στό «Συράγγειον» στο Πασαλιμάνι. Την εποχή αυτή διαμορφώνει το προσωπικό του στύλ που τον διέκρινε. Ύστερα θα παίξει με σχεδόν όλους τους διακεκριμένους μουσικούς της εποχής στο θρυλικό «Δάσος» του Βλάχου στο Βοτανικό (σίδερα Μαυρομάτη). Εκεί γνώρισε και τον 16χρονο τότε Μανώλη Χιώτη με τον οποίο θα συνεργαστεί στενά τα επόμενα χρόνια. Τον Ιούνιο του 1941 όμως, και ενώ βρισκόταν στο πάλκο του κέντρου διασκέδασης «Πειραιεύς» στο Μαρούσι, ο Δημήτρης Γκόγκος θα χάσει την όρασή του από ραγδαία εξελισσόμενο γλαύκωμα.
Ο Δημήτρης Γκόγκος απεβίωσε στις 18 του Νοέμβρη του 1985 από λοίμωξη του αναπνευστικού.

 Δισκογραφία

#
ΤΙΤΛΟΣ
ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
ΕΙΔΟΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΙΣΚΟΥ
1
Καπνουλούδες (Καπνουλού μου όμορφη)
Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος
χασαποσέρβικο
1934
Columbia DG 6106
2
Ήταν άνοιξις
Μπαγιαντέρα
Δ. Γκόγκος
ζεϊμπέκικο
1935
Columbia DG 6163
3
Πάντα με γλυκό χασίσι
Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος
χασάπικο
1935
Columbia DG 6163
4
Για μια Κουτσικαριώτισσα
Δ. Γκόγκος- Στρ. Παγιουμτζής
Στράτος Παγιουμτζής - Στελλάκης Περπινιάδης
χασάπικο
1938
Columbia DG 6417
5
Με ξέχασες
Δ. Γκόγκος- Στρ. Παγιουμτζής
Στράτος Παγιουμτζής - Στελλάκης Περπινιάδης (- Χρυσίνης;)
χασάπικο
1938
Columbia DG 6417
6
Το μαναβάκι
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δ. Γκόγκος - Γεράσιμος Σαγιάς
ζεϊμπέκικο
1940
Columbia DG 6590
7
Να ζει κανείς στη μοναξιά
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Ιωάννα Γεωργακοπούλου - Στελλάκης Περπινιάδης
ζεϊμπέκικο
1947
Columbia DG 6677
8
Ξεκινά μια ψαροπούλα
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Στελλάκης Περπινιάδης - Ιωάννα Γεωργακοπούλου
συρτός
1947
Columbia DG 6677
9
Έχω απόψε τρελλό μεράκι
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Ι. Γεωργακοπούλου - Στελλάκης Περπινιάδης
ζεϊμπέκικο
1949
Columbia DG 6768
10
Τόσα τράβηξα για σένα
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Ι. Γεωργακοπούλου - Στελλάκης Περπινιάδης

1949
Columbia DG 6768
11
Το δρόμο μόνος πήρα
Δ. Γκόγκος
Θανάσης Ευγενικός
ζεϊμπέκικο
1950
Columbia DG 6824
12
Το παιδί της νύχτας (Ρέστος είμαι και μπατίρης) (Ο Νώντας του Ψυρρή)
Δ. Γκόγκος
Θανάσης Ευγενικός - Μαρίκα Νίνου
ζεϊμπέκικο
1950
Columbia DG 6824
13
Πάψε το κλάμα
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δημ.Γαλανάκης

1950
Columbia DG 6884
14
Τρείς γλυκές μελαχροινούλες
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δημ. Γαλανάκης

1950
Columbia DG 6884
15
Θα κλέψω μια μελαχρινή
Δ. Γκόγκος - Κ. Κάνουλας
Στράτος Παγιουμτζής - Στελλάκης Περπινιάδης
χασάπικο
1938
Columbia HMV AO 2480
16
Εσύ είσαι τρελοκόριτσο
Δ. Σέμσης - Δ. Γκόγκος
Ρίτα Αμπατζή

1938
HMV AO 2483
17
Ομορφη Σαλονικιά
Δ. Σέμσης - Δ. Γκόγκος
Ρίτα Αμπατζή
χασάπικο
1938
HMV AO 2483
18
Ξαβεριώτισσα (Θέλω να σ'ανταμώσω)
Δ. Γκόγκος
Στράτος Παγιουμτζής - Στελλάκης Περπινιάδης
χασάπικο
1939
HMV AO 2522
19
Η μικρή απ'τό Πασαλιμάνι
Δ. Γκόγκος
Στελλάκης Περπινιάδης
χασάπικο
1939
HMV AO 2522
20
Γιά κάποια στα Υδρεικα
Δ. Γκόγκος
Στελλάκης Περπινιάδης

1939
HMV AO 2541
21
Κεντήστρα ξεμυαλίστρα
Δ. Σέμσης - Δ. Γκόγκος
Δ.Ρουμελιώτης - Στελλάκης Περπινιάδης

1939
HMV AO 2541
22
Γυρνώ σάν νυχτερίδα(Μέσα στής ζωής τά μονοπάτια)
Δ. Γκόγκος
Στράτος Παγιουμτζής
χασάπικο
1939
HMV AO 2591
23
Χρυσό γαιτάνι
Δ. Γκόγκος
Ρίτα Αμπατζή

1939
HMV AO 2559
24
Τό πέρασμα
Δ. Γκόγκος
Οργανικό (μπουζούκια: Δ. Γκόγκος - Μ. Χιώτης)
χασάπικο
1939
HMV AO 2591
25
Εσύ θα μετανιώσεις
Στράτος Παγιουμτζής - Δ. Γκόγκος
Στράτος Παγιουμτζής
χασάπικο
1939
HMV AO 2621
26
Κουράστηκα στήν ξενητειά
Δ. Γκόγκος
Ρίτα Αμπατζή
συρτός
1939
HMV AO 2621
27
Μ' έχεις μαγεμένο (Σάν μαγεμένο τό μυαλό μου φτερουγίζει)
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δ. Γκόγκος - Μανώλης Χιώτης
χασάπικο
1940
HMV AO 2658
28
Τό τραγούδι της αγάπης(Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη)
Δέσποινα Αραμπατζόγλου - Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος - Μανώλης Χιώτης
χασάπικο
1940
HMV AO 2658
29
Τό αλανάκι
Δέσποινα Αραμπατζόγλου - Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος
ζεϊμπέκικο
1940
HMV AO 2668
30
Μάτια γλυκά καί γαλανά
Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος - Μανώλης Χιώτης
χασάπικο
1940
HMV AO 2668
31
Δέν θέλω να σε ξέρω
Στράτος Παγιουμτζής-Μπαγιαντέρας
Αθ. Ευγενικός - Δ. Γκόγκος
ζεϊμπέκικο
1939
HMV AO 2601
32
Ελα να μπερμπαντέψεις
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δ. Γκόγκος - Δ. Γαλανάκης
χασάπικο
1947
ODEON GA 7388
33
Η διαθήκη
Δ. Γκόγκος
Κώστας Μαυρομιχάλης
ζεϊμπέκικο
1962
RCA VICTOR 47G 2250
34
Η Κοτούλα
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δ. Γκόγκος - Στέλιος Χρυσίνης
ζεϊμπέκικο
1946
HMV AO 2729
35
Κι αν χωρίσαμε δεν φταίω
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Ι. Γεωργακοπούλου - Στελλάκης Περπινιάδης
ζεϊμπέκικο
1947
HMV AO 2835
36
Μιά τράτα Κουλουριώτικη
Δ. Γκόγκος
Στελλάκης Περπινιάδης - Ιωάννα Γεωργακοπούλου
συρτός
1947
HMV AO 2835
37
Το μαγικό σου σκέρτσο(Ναζιάρα σε φωνάζουνε)
Δ. Γκόγκος
ΣτράτοςΠαγιουμτζής
ζεϊμπέκικο
1938

38
Όμορφη Πειραιώτισα
Κώστας Καπλάνης
Τάκης Μπίνης - Σεβάς Χανούμ
ζεϊμπέκικο
1952
ODEON GA 7688
39
Όμορφη Σμυρνιά
Δ. Γκόγκος
Στράτος Παγιουμτζής - Στελλάκης Περπινιάδης
χασάπικο
1939
HMV AO 2555
40
Πλανεύτρα της αγάπης
Δ. Γκόγκος
Στράτος Παγιουμτζής



41
Στ'αμπέλι στ'αμπελάκι σου θα μπώ
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Α. Χρυσάφη - Τ. Μπίνης - Σούλα Καλφοπούλου

1952
ODEON GA 7705
42
Στής Πίνδου τα βουνά(Ψηλά βουνά κι απάτητα)
Δ. Γκόγκος
Μήτσος Γκόγκος
ζεϊμπέκικο
1940
VICTOR 2681180A
43
Τί κι αν είσαι φτωχοπούλα
Δ. Γκόγκος
Ρένα Ντάλια - Νίκος Καλλέργης
χασάπικο
1952
HMV AO 5075
44
Τό γελεκάκι σου μικρή
Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος
χασάπικο
1940
HMV AO 2631
45
Τού Κυριάκου το γαιδούρι
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Δ. Γκόγκος - Στέλιος Χρυσίνης
χασάπικο
1946
HMV AO 2729
46
Τούς κενταύρους δέν φοβάμαι (Συντροφιά έχω τήν λόγχη)
Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος
ζεϊμπέκικο
1940
VICTOR 2681180A
47
Φεύγεις ταξίδι γιά να πάς
Δέσποινα Αραμπατζόγλου
Α. Χρυσάφη - Τ. Μπίνης - Γιάννης Τατασόπουλος - Σούλα Καλφοπούλου

1952
ODEON GA 7705
48
Χαράματα λυπητερά (Η μοναξιά μέ λιώνει)
Δ. Γκόγκος
Σταύρος Τζουανάκος
ζεϊμπέκικο
1952
HMV AO 5075
49
Μεσ'την Καλλίπολη
Δ. Γκόγκος
Δ. Γκόγκος

1939
ODEON GA 7154
50
Όλα γιά σένα
Δέσποινα Αραμπατζόγλου - Δ. Γκόγκος
Χαρ.Μαυρίδης

1940
HMV AO 2680

 Πηγές

1)Περιοδικό Λαικό τραγούδι τεύχος15(αποσπάσματα απο μαρτυρίες του συνθέτη στόν Κώστα Χατζηδουλή)
2)"Νά συλληφθεί το ντουμάνι" Λ.Παπαδόπουλου εκδόσεις Καστανιώτη-Αθήνα 2004
3)Σημειώσεις του αρθρογράφου συμφορουμίτη Σάκη Πάπιστα

 Σύνδεσμοι

http://www.prato.linux.it/~lmasetti/antiwarsongs/do_search.php?lang=it&idartista=1801&stesso=1
http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?t=972&start=0
http://www.koutouzis.gr/gogos.htm
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2106326&publDate=28/12/2003
http://www.rempetika.com/diafora/synenteyjh_gkogkoy.htm
http://www.angelfire.com/music2/rebetiko/gkogkos.htm


ΡΕΜΠΕΤΗΣ  ΠΟΡΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
   ΜΗΤΣΟΣ  ΓΚΟΓΚΟΣ   -  ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ
                                                
       Ο μεγάλος «ρεμπέτης», λαϊκός τραγουδιστής,  Μήτσος ( Δημήτρης) Γκόγκος  ή «Μπαγιαντέρας»  καταγόταν από τον Πόρο.    Ο πατέρας  του   Γιάννης Γκόγκος, ήταν  Ποριώτης, και η μητέρα του  Αγγελική από την Ύδρα. Ο πατέρας του ήταν υπαξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού -  στον Λιμενικό τομέα-    και  μια μετάθεση, έφερε τα πράγματα   έτσι, ώστε  ο Μήτσος  να γεννηθεί στον Πειραιά,  στο Χατζηκυριάκειο, το 1903. Η οικογένειά του   είχε χτήματα  στο   Καραπολίτι  του Πόρου.
         Ο   Μπαγιαντέρας  φοίτησε στο δημοτικό  και όταν το   τελείωσε  συνέχισε και πήρε  το πτυχίο του καθιερωμένου, τότε, τετρατάξιου  Γυμνασίου. Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Ποτέ, όμως  δεν άσκησε  το επάγγελμά του.
        Ο  Μπαγιαντέρας  ξεκίνησε τη μουσική πολύ νέος. "Από ηλικία επτά χρονώ πήρα ένα μαντολίνο στα χέρια μου. Το 1910... Μα νομίζω 16 δραχ­μές το 'χα πάρει. Σκέψου τι εποχή ήτανε, ε; Μ' αυτό, χωρίς δάσκαλο, χωρίς τίποτα, άρχισα κι έπαιζα"  αφηγήθηκε ο ίδιος. 
         Μέχρι το 1920 έπαι­ζε μαντολίνο και κιθάρα, μετά βιολί και από το 1924 άρχισε  να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1925 διασκεύασε την Ιταλική οπερέτα "Μπαγιαντέρα", του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε απέκτησε το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας με το οποίο έγινε και γνωστός. Λίγο πριν  τη δεκαετία του 1930 άρχισε να τριγυρνάει στα Πειραιώτικα στέκια που σύχναζε ο εργατόκοσμος του λιμανιού, παίζοντας το «πρόστυχο» για την εποχή μπουζούκι.
       «Το μεταχειριζότανε μόνο ο υπόκοσμος της τότε εποχής αυτό το όργανο. Στους τεκέδες και σε καμιά ταβερνούλα έβρισκες καμιά κιθαρίτσα και κάνα τέτοιο, μπουζουκάκι κρεμασμένο επάνω», είχε δηλώσει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και διευκρίνισε: "Όταν λέμε «υπόκοσμος», πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπόκοσμος λέγεται   κι ο κλέφτης. Γενικά οι χασισοπότες. Αυτοί ήταν όλοι ντερβισάδες, χασίκλες... Κατά τ' άλλα ήτανε εντάξει. Νοικοκυραίοι.   Άλλοι ήτανε ψαράδες, άλλοι αραμπατζήδες μες το τελωνείο".
        Παρά  τις αντιρρήσεις του πατέρα του –τον προόριζε  για το  Λιμενικό Σώμα-  ο   Μήτσος   από  17  ετών  επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία.  
      Ο Μπαγιαντέρας είχε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του Ρεμπέτικου, κυρίως με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Μεθενίτη ρεμπέτη Γιώργο Μπάτη. Το 1937 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο στην Κολούμπια με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.
       Τα   τραγούδια του   έγιναν  αμέσως γνωστά, και μερικές από τις επιτυχίες του είναι: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «μέσα στης ζωής τα μονοπάτια»,  «αποβραδίς ξεκίνησα», « σαν μαγεμένο το μυαλό μου  φτερουγίζει»,  « Ξεκινάει μια ψαροπούλα»,    « Ξαβεργιώτισσα»,  «Πειραιωτοπούλα», «παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», « Αλάνι  με   φωνάζουν»     και  ακόμη:
     «To μαναβάκι», «Θα κλέψω μια μελαχρινή»,  «Για μια κουτσουκαριώτισσα»,  «Μάτια γλυκά και γαλανά»,   «Γυρνώ σαν νυχτερίδα»,   «Το τραγούδι της αγάπης»,  «Μ' έχεις μαγεμένο»,   «Το αλανάκι»,   «Ελα να μπερμπαντέψεις», «Του Κυριάκου το γαϊδούρι»,  «H μικρή από το Πασαλιμάνι», « Η άνοιξις», « Με ξέχασες», « Το πέρασμα», « Η κοτούλα», « Μια τράτα  Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω»  και άλλα.
         Εκτός από τα 100, περίπου, τραγούδια και τα 30  ανέκδοτα, έχει στο ενεργητικό του και μια μέθοδο για την εκμάθηση  του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου.
 
                                      ΤΥΦΛΩΘΗΚΕ  ΑΠΟ ΓΛΑΥΚΩΜΑ
 
        Τυφλώθηκε , όμως , νωρίς, τον Απρίλη του 1941.  Ο   Μπαγιαντέρας  λέει  πως   έχασε το φως του:
   «Δούλευα  στου  «Δασκαλά­κη», στο Μαρούσι. Τότε το με­ροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μια μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ηξερα ότι είχα γλαύκωμα. Ετσι, μία μέρα, εκεί που  έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χα­νόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει κι' έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια   σε μένα.  Εκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη.  Αρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπου­ζούκι και  κιθάρα, παρ' όλο ότι είχα χάσει το φως μου.  Αλλά   ήρθε μετά η Κατοχή».
 
                                     ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ  ΣΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ 
 
        Ο  ίδιος αφηγήθηκε  στον Κώστα Χατζηδουλή  που έκανε σχετική έρευνα για τους «Ρεμπέτες»:
      «Το πρωί ξεκίναγα μόνος, τυφλός με το μπαστούνι για τα διάφορα συσσίτια κι όπου μοίραζαν γάλα για τα παιδιά. Με γνώριζαν απ’ τα τραγούδια μου, ήμουν
και  τυφλός και με συμπονούσαν, δεν ήμουν κι' εγωιστής, έπρεπε να αγωνιστώ για να  ζήσουμε κι' έτσι έκανα. Με­γάλος μουσικός ο φουκαράς ο 'Αττίκ και πέθανε τότε από την πείνα  και  τη   δυστυχία.
         » Ηταν μια  κυρία τότε εκεί προϊσταμένη στις διανομές που με συμπονούσε πάρα πολύ. Με γνώριζε καλά από τα τραγούδια μου και της άρεσα σαν μουσικός και με βοηθούσε. Κάθε μέρα πήγαινα και μου  γέμιζε ταγάρια ολόκληρα με τρόφιμα και γάλατα. Κάθε μέρα γινόταν αυτό, ενώ το βράδυ γύριζα στα ταβερνάκια και  με  τα λεφτά συμπλήρωνα τις ανάγκες μου.
      Η γυναίκα αυτή  μου έδινε  θάρρος και μου 'λεγε κάνε υπομονή και εμείς θα σε βοηθούμε. Κι' έτσι   γινόταν.. …Καλή της  ώρα  αν ζει.
      Έτσι ξεπέρασα τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Σποραδικά όμως πήγαινα σε  μαγαζιά και  δούλευα με συγκροτήματα.   Όπως σ'   ένα μαγαζί στον Προφήτη Δανιήλ  και αργότερα στο μαγαζί του Νό­τη του 'Αγύρτη, όπως τον έλε­γαν. Από τα μαγαζιά αυτά  πέρασε και ο Μανώλης ο Χιώτης,  ο Γιώργος Μητσάκης και άλλοι.  
      Στου Νότη ήταν και ο Κορίνθιος και κάποιος άλλος –που δε χρειάζεται να πω το όνομά του, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο – ο οποίος ήταν  Εβραίος κι έπαιζε ακορντεόν.
      Ολοι ξέρουμε τι γινόταν τότε με τους Εβραίους  στην περίοδο της Κατοχής. Οι Γερμανοί    τους  γύρευαν όλους, τους κυνηγούσαν με τόσο μίσος, κι όταν τους έπιαναν ή τους έστελναν  σε στρατόπεδα  συγκεντρώσεως ή τους σκότωναν. Ο ακορντεονίστας  αυτός που ήταν από τα πιο καλά παιδιά, έκρυβε ότι ήταν Εβραίος. Μόνο εμείς λίγοι  άνθρωποι, συνάδελφοί του γνωρίζαμε την καταγωγή του, κι εμείς τον κρύβαμε, κανείς δεν το έμαθε.
 
                                          ΣΤΗΝ «ΤΡΙΑΝΝΑ»  ΤΟΥ ΧΕΙΛΑ
 
      Μετά την κατοχή το πρώ­το μαγαζί   που δούλεψα,  ήταν του Χειλά,   η  θρυλική «Τριά­ννα», στη λεωφόρο Συγγρού. Στο μαγαζί αυτό δούλεψα ένα χρόνο συνέχεια. Στην «Τριά­ννα»   είχα  τότε  μαζί  μου  μπουζούκι τον Σπύρο Ευσταθίου. τον   αδελφό του Μήτσου,   αυτόν που τον λέγαμε  χαϊδευτι­κά  «μπουμπούνα». Καλά παλ­ικάρια και  οι δυο τους.
      Μέσα εκεί   έγραψα  το «Ξεκινάει  μια ψαροπούλα», που το  τραγούδησε ο Στελλάκης  Περπινιάδης. Και σ αυτό νομίζω  παίζει  μπουζούκι ο Τσιτσάνης.  Σιγόντο  έκανε στο Στελλάκη μια καλή ρεμπέτισσα τραγουδίστρια η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Αυτό τραγούδι είχε γκραν επιτυχία.  Αλλωστε το τραγούδησε, είπαμε , ο Στελλάκης.
          Λίγο μετά έγινε δίσκος και η «όμορφη Πειραιώτισσα». Κι  αυτό είχε μεγάλη επιτυχία.  Αυτό το τραγούδι το είχα γραμμένο, στίχους και μουσική, από προπολεμικά, από 1938-39, όταν έγραψα το «ζούσα  μοναχός», το «μαγεμένο»  και  το  « Χατζηκυριάκειο»…….  
 
                                     ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ  ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΕΡΟΘΕΟ
 
      Τα τελευταία χρόνια  ο Μπαγιαντέρας  τα έζησε απομονωμένος  στο σπίτι του στον Αγιο  Ιερόθεο, συντροφιά  με τη  σύζυγό του Δέσποινα.
  Στις αρχές 'Οκτω­βρίου   1985  υπέστη εγκεφαλικό επει­σόδιο και μπήκε στο νοσοκομείο. Εγινε καλά και βγήκε. Δυστυ­χώς, όμως, στις 24 'Οκτωβρίου μπήκε πάλι στον "Ευαγγε­λισμό", γιατί έπαθε ουρολοίμω­ξη, και μετά  λοίμωξη του αναπνευστικού.  Σιγά – σιγά  έχασε την επαφή με το περιβάλλον.
        Και πέθανε  18 Νοέμβρη του 1985. Κοντά  του    τις τελευταίες του  στιγμές  ήταν   η  κόρη του Ελλη  Μαργαρίτη, που του συμπαραστάθηκε σ όλη  του τη  ζωή  ( η άλλη του κόρη ζούσε στο Σικάγο).  και  ο  γιος  του  που  ακολούθησε   το   ίδιο  επάγγελμα.

                                                                                              ΒΑΣΙΛΗΣ  ΠΑΝ. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ
                                                                                                            15-11-03

© ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ- KOUTOUZIS NEWS  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .





















ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ) ΣΥΝΕΤΕΥΞΗ...
Ένας από τους πιο σπουδαίους ερμηνευτές, οργανοπαίχτες και συνθέτες της εποχής, ο Μπαγιαντέρας, μιλάει ο ίδιος για την ζωή του, σε μια συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στο σπίτι του, το 1972, τυφλός και σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο καλό περιοδικό Δίφωνο, πολλά χρόνια μετά, τον Οκτώβριο, του 1997.


Μ. Μόλις τελείωσα το γεύμα μου. Δεν τρώω ποτέ το βράδυ. Δυστυχώς, έχασα, μαζί με τα μάτια, και τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Δεν έχασα το θάρρος μου όμως. Δυστυχώς η κοινωνία με πέταξε, να το πούμε έτσι, πιο ξεκάθαρα. Παλιοί συνεργάτες μου, που τους ανέδειξα, φερ`ειπείν. Οταν άρχισα καριέρα είπα τρία-τέσσερα τραγούδια μόνος μου. Μετά πήρα κοντά μου τον Χιώτη, τον Μανώλη.

Ποια χρονολογία γίνονταν αυτά;
Μ. Προ του `40. Τραγούδησα "Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει". Τραγουδάω πρώτη έκδοση μόνος μου, μαζί με τον Χιώτη, "Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη" μαζί με τον Χιώτη, ¨Μάτια μου γλυκά και γαλανά" μαζί με τον Χιώτη, "Αλάνι πώς κατάντησα" μαζί με τον Χιώτη. Λοιπόν, ολ`αυτά. Μετά άρχισα: "Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια" έδωσα στον Ευστράτιο Παγιουμτζή, τον συχωρεμένο τον Στράτο. Μετά στον Περπινιάδη, τον γέρο Περπινιάδη, τον Στέλιο, τον παλιό. Του` δωσα "Αποβραδίς ξεκίνησα", "Νυχτερίδα", "Ξεκινάει μια ψαροπούλα απ` το γιαλό" - όλα τα παλιά μου που έκανα σουξέ, αυτοί τα είπανε. Και όμως δεν ήρθε ο Στράτος ποτέ να μου χτυπήσει την πόρτα και... Ούτε ο Παπαϊωάννου... Οταν πρωτοβγήκε εγώ τον πήρα, σ`ένα κέντρο στην περιοχή Χατζηκυριάκειου που άνοιξα. Δυστυχώς. Και αναγκάστηκα λοιπόν - έχασα τα μάτια μου, δεν θ`άφηνα όμως και την οικογένειά μου να λιμάξει το ψωμί, ε; - άρπαξα το μπουζούκι, έβγαζα ένα νουμεράκι σε πέντ`-έξι μαγαζιά, κονόμαγα το μεροκάματο και γύρναγα σπίτι. Ξεπετάξαμε τα παιδιά μας, παντρεύω το πρώτο στη Γερμανία, το δεύτερο τον παρελθόντα Αύγουστο (σ.σ.: σηκώνεται και σταυροκοπιέται). Δόξα το Θεό, με αξίωσε κι έμεινα με τη γριούλα μου και το αγόρι αυτό.

Εσείς απ`ότι βλέπω, είστε μορφωμένος άνθρωπος.
Μ. Οχι, εγώ δεν έκανα αυτή τη δουλειά. Εχω πτυχίο ηλεκτριστού. Να σας το φέρει τώρα η κυρία μου να το δείτε.

Πόσων χρόνων είστε;
Μ. Εξήντα εννέα.

Που γεννηθήκατε;
Μ. Πειραιεύς. Χατζηκυριάκειον.

Οι γονείς σας τι ήταν;
Μ. Ο πατέρας μου ήτανε υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος και η μητέρα μου μια οικοκυρά.

Εσείς, που πρωτακούσατε μπουζούκι; Λαϊκά τραγούδια.
Μ. Από ηλικία επτά χρονών πήρα ένα μαντολίνο. Το 1910... Μα νομίζω 16 δραχμές το`χα πάρει. Χωρίς δάσκαλο, χωρίς τίποτα, άρχισα κι έπαιζα. Προχώρησα καλά. Είχα το εκ φύσεως ταλέντο.

Μπορείτε να θυμηθείτε κανένα τραγούδι απ`αυτά που έλεγαν εκεί στη γειτονιά σας;
Μ. Σ`ένα καφενείο, στη γωνιά του σπιτιού μας, έλεγαν αυτά τα παλιά τα μάγκικα. Αυτό το "Αντιλαλούν δυο φυλακές", κάτι άλλα.

Μα είχανε βγει αυτά τα τραγούδια;
Μ. Αυτά ήταν παμπάλαια που τα `βγαλε ο Μάρκος.

Δεν είναι του Μάρκου;
Μ. Οχι. Αυτά, μην ακούτε,... αυτά είναι όλα παλιές στιχουργίες διαφόρων, ακόμη παλαιοτέρων. Κατάλαβες;

Μπουζούκι έπαιζαν πολλοί τότε;
Μ. Πολλοί λίγοι και όχι τέλεια. Το πρώτομπουζούκι που βγήκε στον Περαία ήμουν εγώ.

Και τραγούδια συνθέτατε;
Μ. Οχι, όχι. Επαιζα σκοπούς της εποχής. Δώδεκα χρονώ ήμουνα. Πήγαινα και στο σχολείο. Στο Β` Δημοτικό σχολείο, μετά στο σχολαρχείο, μετά γυμνάσιο.

Πότε αρχίσατε να παίζετε μπουζούκι; Παίζατε μπαγλαμά.
Μ. Ναι. Τον μπαγλαμά δεν τον κράτησα παραπάνω από ένα χρονάκι. Ξανασυνέχισα με το μαντολινάκι μου μέχρι τα 18. Από `κει και πέρα, πήρα ένα βιολάκι. Επαιξα κάνα δυο χρόνια, το άφησα και αυτό.

Ησασταν γεννημένος για μπουζούκι...
Μ. Ναι. Από `κει και πέρα, μου `φερε ένα μπουζουκάκι ο Πετρόπουλος, που είχε μια ταβέρνα, του το πλήρωσα, άρχισα μόνος μου κι έπαιζα. Μέχρι κλασικά. Ο,τι πεις τα παίζω `δω πάνω.

Τότε υπήρχαν άλλα μπουζούκια;
Μ. Οχι. Μόνο κάτι γυρολόγοι που και αυτοί είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.

Το μπουζούκι ήταν του υποκόσμου. Μήπως και αυτοί ανήκαν στον υπόκοσμο;
Μ. Οταν λέμε "υπόκοσμος", πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπόκοσμος λέγεται κι ο κλέφτης. Γενικά οι χασισοπότες. Αυτοί ήταν όλοι ντερβισάδες, χασίκλες. Τσιμπούκι πίνανε. Αργιλέ. Δεν ήταν κλέφτες. Αλλοι ήταν ψαράδες, άλλοι αραμπατζήδες μες στο Τελωνείο.

Που το ξέρετε ότι τραβάγανε χασίσι; Αφού ήταν απαγορευμένο και δεν καπνίζανε μπροστά σας.
Μ. Α, εδώ να δεις. Μέσα στα καφενεία, μεταξύ τους, οι ίδιοι μιλάγανε, είχανε την αφέλεια να μιλάνε. Κατάλαβες; Οπως αίφνης εκεί στου Κολιέρου. Και καφές υπήρχε, και βαρελάκια κρασί υπήρχαν, και η γλώσσα λυνότανε... "Χτες πήγαμε και ήπιαμε τα τσιμπούκια μας στου Σειρηνάκι", φέρ` ειπείν.

Εσείς, πότε πήγατε για πρώτη φορά σε τεκέ, για να μας τον περιγράψετε;
Μ. Να σας πω. Κάποιο βράδυ, κάποιος άλλος, ο οποίος κι αυτός έπαιζε λίγο μπουζουκάκι, Ιωάννης Μιχαλαρέας το όνομά του, μου λέει "γίνεται μια εορτούλα σ`ένα μαγαζί του Μίχαλου", χωρίς να μου πει ότι είναι τεκές και τέτοια. Εγώ όμως είχα ακουστά. Λέω "ξέρω, ξέρω που θες να με πας". Τέλος με πήγε λοιπόν και λέει "θα` ρθει κι ο διοικητής της Ασφάλειας". Ο Νίκος Τσαγκλής. "Θα παίξεις και θα μας πάρουν φωτογραφίες". " Α, πα, πα, δεν έρχομαι" του λέω. Με παρακαλέσανε λοιπόν και πήγα, έπαιξα τρία-τέσσερα τραγουδάκια έτσι κι έφυγα. Εκεί είδατο περιβάλλον, πως γίνεται, πως σερβίρεται ο αργιλές.

Πως ήτανε; Κάντε μου μια περιγραφή. Ηταν ένα δωμάτιο ο τεκές;
Μ. Μια σάλα να πει κανείς. Ανοιγε μια πόρτα κι από ένα άλλο διαμέρισμα ερχότανε κάποιος με μία καρύδα, αυτές τις ινδιάνικες. Με το καλάμι της να πούμε, αργιλές, αποπάνω ο λουλάς, τουμπεκί μέσα (ο καπνός, τα φύλλα), το χασίσι και σ` το` φερνε και σ` το σερβίριζε.

Κι ο καθένας τράβαγε από μία; Βόλτα; Δηλαδή, η περιγραφή που κάνει ο Τσιτσάνης: "και βόλτα φέρνει ο αργιλές...";
Μ. Αυτός κατά φαντασίαν και κατά ερωτήματα, όπως ρωτάτε και εσείς, τα` χει δει. Εγώ τα` χω ζήσει στην πραγματικότητα.

Παντως έτσι είναι, όπως τα λέει το τραγούδι.
Μ. Ναι. Εχει έναν ταμπή. Ταμπής, όπως είναι στους καφέδες. Αυτός έφτιαχνε τους αργιλέδες. Επαιρνε το καρύδι, το άναβε... Ξέρεις, τη φλούδα του καρυδιού, την κάνανε φωτιές. Την έβαζε απάνω κι ερχότανε κοντά σου και σου `λεγε "ορίστε κύριε, τράβα". Εβαζες στο στόμα σου τον αργιλέ... Αλλοι είχανε, που ήτανε πιο ντερβισάδες να πούμε, "χάντρα". Πως είναι οι αργιλέδες οι σπιτίσιοι, που έχουνε μπροστά ένα κοκαλάκι... Το βγάζουνε απ` την τσέπη και το βάζουνε άλλος για το στόμα του, άλλος έτσι. Πατ, το έβαζε μπροστά λοιπόν και τράβαγε. Την ώρα που τελείωνε έπαιρνε τη "χάντρα". Αν ήθελε έπαιρνε μακροβούτι, να αδειάσει τον αργιλέ. Να μην μείνει τίποτα.

Κι εκεί πόσα πλήρωνε;
Μ. Ενας τα πλήρωνε. Αυτός που θα έκανε την παραγγελιά. Αν ήθελε κέρναγε. Αν ήθελε ατομικά να τον πιει τον αργιλέ μόνος του, αλλά...Οπως και το κρασί δεν μπορείς να το φχαριστηθείς μόνος σου, έτσι και οι χασισοπόται εκείνη την εποχή - και τώρα ακόμα, που δεν υπάρχουν βέβαια πια, έχει ενταθεί η δίωξή τους τόσο πολύ που δεν υπάρχουν πια... Μέχρι την εποχή αυτή είχε δέκα δραχμές ο αργιλές.

Η Αστυνομία δεν έμπαινε μέσα να τους πιάσει;
Μ. Και βέβαια έκανε μπλόκα. Κάθε τόσο. Τους τσακώνανε, τρώγανε τρεις μέρες κράτηση και δρόμο. Μόνο τόσο διότι εκείνη την εποχή δεν είχε νομοθεσία της δίωξης λαθρεμπορίας και ξέρω `γω τι.

Υπήρχε και κάποιος που έπαιζε μπουζούκι εκεί;
Μ. Εκεί πάντα υπήρχε κα`νας μπαγλαμάς, κα`να μπαλάκι κρεμασμένο, κα`νας παλιός φωνόγραφος, κι εκεί που τους έβλεπες να`ναι σε βαριά μέθη, αναλόγως να πούμε, που μαστουριάζανε να το πούμε έτσι, γινότανε και κα`να μπλόκο, τους αρπάζανε. Αν ήταν εκεί μέσα κανένας που έπαιζε μπουζούκι, διασκέδαζε όλους τους άλλους.

Εσείς μαθαίνεται καλό μπουζούκι γύρω στο 1923. Αρχίζεται και να συνθέτεται κιόλας;
Μ. Οχι. Συνθέσεις άρχισα το 1937, γιατί είχα άλλη απασχόληση. Είχα πτυχίο ηλεκτριστού είπαμε. Ερασιτεχνικά, όχι μόνο το μπουζούκι αλλά και την κιθάρα.

Επαγγελματίες δεν υπήρχαν τότε;
Μ. Μπουζουκιού; Οχι ,κανένας. Ο πρώτος που βγήκε ήταν ο Μάρκος. Αυτός βγήκε πριν από μένα και ο οποίος χρωμάτισε και όλους τους τεκέδες με το πρώτο του τραγούδι. Εγραψε ένα τραγούδι και υπόδειξε , να πούμε, τις τοποθεσίες που υπήρχανε τεκέδες κι από τότε...τους κυνηγούσε η αστυνομία. Γιατί το πρώτο του τραγούδι έλεγε "Χαρμάνης είμαι απ` το πρωί", δηλαδή ξεμαστουρωμένος, "και πάω να φουμάρω. Μες στον τεκέ του Μίχαλου που` χει το σύρμα μαύρο." Βγήκανε οι πλάκες αυτές στην κυκλοφορία, ακούει η Αστυνομία "στου Μίχαλου πάω να φουμάρω", ποιος είναι ο Μίχαλος, που είν` ο Μίχαλος, βγήκε το άντρο του στην επιφάνεια. Αλλά δεν έλεγε στα τραγούδια του μόνο του Μίχαλου, έλεγε κι άλλους. Αυτά όλα έγιναν το `34-`35, ένα-δυο χρόνια πριν από μένα βγήκε.

Βγαίνανε τότε δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια;
Μ. Βγαίνανε, αλλά όχι με μπουζούκια. Σαντούρια, κιθάρες, βιολιά και τέτοια, δημοτικά τραγούδια με κλαρίνα και τέτοια. Ο Μάρκος είναι ο πρώτος που έβαλε μπουζούκι στα ρεμπέτικα.

Εσείς έχετε γράψει ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια.
Μ. Δεν έχει καμιά σημασία. Ο Μάρκος έβγαλε δίσκο. Οταν έμπαινα εγώ στα κεντράκια αυτά που πήγαινε κι αυτός, καμιά φορά, κι έπιανα το μπουζούκι στα χέρια, αυτόνε τόνε πιάνανε τρεμούλες. Δεν είχε την τέχνη και την ευχέρια στο μπουζούκι που είχα εγώ και μου έλεγε "για` δεν πα` να βγάλεις...". Ωσπου ήρθε ο Στράτος, ο συχωρεμένος ο Στράτος αν έχεις ακουστά, το `37. Ηρθε λοιπόν και με βρήκε στο Χατζηκυριάκειο και μου λέει: "Ερχεσαι να πάμε ένα τουρνέ στη Θεσσαλονίκη;". "Να κάνουμε τι;". "Ρε Στράτο, εγώ δεν ξέρω τι...". "Αυτά που ξέρεις" μου λέει, "θα πάρεις τόσο μεροκάματο" - μού όρισε ένα μεροκάματο μεγάλο, 300 δραχμές, 250, δεν θυμάμαι, ενώ ως ηλεκτρολόγος έπαιρνα 100 φράγκα στην Εταιρεία Λιπασμάτων. Μπορούσα να μην πάω; "Ερχομαι" του λέω. "Θα σου δώσω...". Α, κι ο Μπάτης ο συχωρεμένος μαζί. "Ερχομαι" του λέω.

Ο Δελιάς;
Μ. Ο Δελιάς είν` ένας Σμυρνιός. Τώρα που τον θυμηθήκατε κι αυτόν; Τ` Ανεστάκι λεγόμενο. Πολύ καλό μπουζουκάκι και γλυκοδάχτυλο, ο πατέρας του έπαιζε τσέμπαλο, απ` τη Σμύρνη, κι όταν ήρθε εδώ παραστράτησε, έγινε πρεζάκιας και ξεψύχησε πρεζάκιας. Ερωτεύθηκε μια γυναίκα, η οποία τον έριξε στην πρέζα, στην ηρωίνη. Πέθανε πολύ νέος και ήταν ομορφάντρας. Κι έχει γράψει και κάτι τραγούδια... "Απ` τον καιρό πού έμαθα την πρέζα να φουμάρω", "Τον ξέρεται μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια", ένα ζεϊμπέκικο, και κά`να δυο άλλα τραγουδάκια.

Εν τέλει πήγατε στην Θεσσαλονίκη;
Μ. Πήγαμε για ένα δίμηνο. Το 1937. Γυρίζοντας έριξα και τον πρώτο μου δισκο. Στην ορχήστρα υπήρχαν ένα μπουζούκι, εγώ, μια κιθάρα και δυο μπαγλαμάδες. Ο Μπάτης και ο Στράτος ήταν μπαγλαμάδες, δεν ξέραν οι άνθρωποι. Κατάλαβες; Λέγαμε τραγούδια του Τούντα, ενανού παλιού, του Σκαρβέλη...

Πείτε μου κανένα τραγούδι.
Μ. Που να θυμάμαι... Να, Σκαρβέλης "Τι σου λέει η μάνα σου για μένα". Και ο Τούντας είχε γράψει εκείνη την εποχή ορισμένα τραγούδια, και επειδή ούτε ο Μαρκος είχε ευρύνει τον κύκλο του σε τραγούδια να πούμε της προκοπής, για να μπορεί κανείς να τα πει δημοσία, δεν μπορούσε να λέει όλο χασικλίδικα πάνω στο πάλκο... Φυλαγόμουνα, όταν είχε βγάλει μια σειρά έπειτα από δυο χρόνια που βγήκα εγώ, να παίζω αίφνης τα τραγούδια, τη "Φραγκοσυριανή" μάλιστα, άλλα τραγουδάκια του Μάρκου, να πούμε, που ήτανε λίγο πιο σεμνά και πιο ξέρω `γω τι. Κάτι ζεϊμπεκάκια έτσι όμορφα του Μάρκου επίσης τα παρουσίαζα. Αμα ήτανε βαριά και τέτοια, απόφευγα.

Ολοι αυτοί ήταν μεγαλύτεροι από σας;
Μ. Βέβαια μεγαλύτεροι. Και πιο πεπειραμένοι από τέχνη. Οχι ο Μπάτης, μόνο ο Σκαρβέλης. Ο Μπάτης ήταν ένας απλός άνθρωπος που βάσταγε ένα οργανάκι και δεν ήξερε ούτε να παίξει ούτε τίποτα. Το ακομπανιάριζε μόνο. Ο Τούντας έπαιζε μαντολίνο και ήτανε και καλός συνθέτης. Ούτε κατά σύγκριση να τον βάλεις, να τον προσεγγίσεις με τους άλλους... Είχε χτυπήσει δίσκους πρωτύτερα από τον Μάρκο. Οχι με μπουζούκια. Μετά επειδή πιαστήκανε το μπουζούκι του Μάρκου και το δικό μου, άμα γράφανε κα`να τραγουδάκι μας το δίνανε από τα μαντολίνα τους, μας το μαθαίνανε στο μπουζούκι και το παίζαμε. Φερ` ειπείν ο Τούντας: "Είν` ευτυχής ο άνθρωπος π`αγάπη δεν γνωρίζει, και με κοπέλες όμορφες το νου του δεν σκοτίζει". Δάσκαλος καλός και στην πένα και συγγραφεύς καλός. Εγραφε κι ο ίδιος στίχους , κατάλαβες;

Πότε θυμάστε να πρωτοεμφανίστηκαν λαϊκές ορχήστρες στον Πειραιά;
Μ. Από την εποχή του Μάρκου και μετά :`34, `35, `37. Εγώ δεν έπαιξα σε καμιά απ`αυτές. Επαιζαν ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Δελιάς, καμιά γυναίκα εκείνης της εποχής- η Δήμητρα, η Ρόζα Εσκενάζη, η Ρίτα Αμπατζή, που πέθανε και αυτή.

Γιατί γράφατε για τεκέδες; ήταν της μόδας;
Μ. Ητανε η εποχή τέτοια. Ητανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ` αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σ` αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε.

Ο Μάρκος έγραφε εκείνη την εποχή;
Μ. Βέβαια. Ο Μάρκος είχε κάνει το σάλτο από `κει (Κολούμπια), μόλις παρουσιάστηκα εγώ, και πήγε στην Οντεόν, απέναντι. Εγώ εκεί πήγα με μια συστατική επιστολή, για να είμαι ειλικρινής, γιατί δεν με προσέξανε εμπορικώς, πριν. Εχω ένα φίλο ο οποίος είναι καθηγητής στο Πανεπηστήμιο, Μανώλης Πρωτοψάλτης. Εκεί λοιπόν είχε έναν υφιστάμενο. "Ελα πάνω" μου λέει μια μέρα. Πήγα στην Ακαδημία, εκεί έμενε. Μου` δωσε μια συστατική επιστολή. Προς τον κ. Φαλτάις. Ηταν ένας τσιγγάνος ο οποίος ήταν επί της διαλογής των μουσικών τεμαχίων μες τον Λαμπρόπουλο. Και πρωτόγραψα τον πρώτο δίσκο. Μετά λοιπόν ο κ. Φαλτάις άρχισε: "κάτι πιο ωραίο, πιο πεταχτό", "άσ`τα αυτά" μου λέει, "γράφει ο Μάρκος τέτοια είδη". Γράφω λοιπόν "Αποβραδίς ξεκίνησα" μαζί με το ζευγαράκι του τρία χρόνια μετά. Τα λόγια τα έγραψα μόνος μου.

Στους άλλους ποιοι τα γράφανε; Στον Μάρκο;
Μ. Ο Μάρκος; Πότε λέει ότι τα `γραφε μόνος του. Ορισμένα έγραφε μόνος του. Τα περισσότερα είχα ακούσει ότι κάποιος του `τάδινε και διάφοροι μάγκες, να πούμε, τα ταιριάζανε και του τα κάνανε πάσα.

Εχετε γράψει κι `ένα τραγούδι που θεωρείται κλασικό ελληνικό: "Ξεκινάει μια ψαροπούλα". Πότε το γράψατε αυτό;
Μ. Ενα μήνα μετά την απελευθέρωση, στο κέντρο του Χειλά, την "Τριάνα".

Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΤΕΥΞΗΣ
www.rempetika.com/.../synenteyjh_gkogkoy.htm -

Δεν υπάρχουν σχόλια: