Από τον Οσμάν Σεπετσίογλου μέχρι τον Γιοβάν Τσαούς
Το ρεμπέτικο, μια απ' τις μορφές του σύγχρονου αστικού λαϊκού τραγουδιού, οφείλει το ύφος του στη συγχώνευση στοιχείων: του παλαιοτέρου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, της βυζαντινής μελωδίας και του λαϊκού τραγουδιού της Ανατολής.
Φοίβος Ανωγειανάκης
Κασταμονή. Γη αρχαιοελληνικών αποικιών. Αυτή η μάνα βυζαντινών αυτοκρατόρων, αυτή η σχεδόν ξεχασμένη γωνιά του Δυτικού Πόντου έπαιξε στο παρελθόν σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βρίσκεται στην Παφλαγονία και υπήρξε η πατρίδα των Κομνηνών, των βυζαντινών αυτοκρατόρων που μαζί με τους Σελτζούκους Τούρκους τον 11ο αιώνα έκαναν για έμβλημα τους ένα παλιό χιττίτικο σύμβολο, τον δικέφαλο αετό. Εικάζεται ότι το όνομα της ετυμολογικά προέρχεται από το «κάστρο των Κομνηνών». Η πόλη της Κασταμονής κατακτήθηκε πρώτα από τους Σελτζούκους και ύστερα από μία σύντομη επανάκτηση από τον Ιωάννη Κομνηνό πέρασε οριστικά στους Οθωμανούς το 1393.
Λίγα λόγια για το βιλαέτι της Κασταμονής
Το βιλαέτι (περιφέρεια) της Κασταμονής πριν από την ίδρυση του μοντέρνου τουρκικού κράτους είχε 4 σαντζάκια (υποδιαίρεσεις του βιλαετίου): της Κασταμονής, του Μπόλου, των Γαγγρών και της Σινώπης. Στην οθωμανική διοίκηση μια μεγάλη πόλη συνήθως «δάνειζε» το όνομα της στον καζά (νομός), στο σαντζάκι και στο βιλαέτι που υπάγονταν. Για παράδειγμα στη Μακεδονία είχαμε το βιλαέτι, το σαντζάκι, τον καζά αλλά και την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ετσι λοιπόν το βιλαέτι της Κασταμονής πήρε το όνομα του από την ομώνυμη πόλη όπου στην ακρόπολη του ήτανε κατά την παράδοση το κάστρο των Κομνηνών. Το βιλαέτι της Κασταμονής στις αρχές του 20ου αιώνα έχει έκταση 60.000 τ.χ., δηλαδή περίπου μισή Ελλάδα. Το 1/3 καλυπτότανε από δάση. Η γη σε αυτή τη περιοχή είναι πολύ εύφορη λόγω των συχνών βροχών. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία και την παραγωγή οπωροκηπευτικών προϊόντων. Οι γεωργοί ή ορταντζήδες ήτανε φτωχοί. Ο αγάς της κάθε περιοχής τους δάνειζε ένα κομμάτι γής και κρατούσε για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Στην Ποντοηράκλεια υπήρχαν ανθρακωρυχεία που τα εκμεταλευότανε το κράτος. Οι πυρετοί και η σύφιλη ήτανε πολύ διαδεδομένοι. Στις παράλιες πόλεις υπήρχαν ναυπηγεία και επαγγελματικές συντεχνίες. Το οδικό δίκτυο σε αυτό το βιλαέτι ήτανε φτωχό.Σύμφωνα με τις οθωμανικές απογραφές του τέλους του 19ου αλλά και στις αρχές του 20ου αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός ήτανε γύρω στα 2% του συνολικού πληθυσμού. Ανάμεσα στο ένα εκατομύριο των κατοίκων του μόνο 15.000-20.000 ήτανε Ελληνες. Τα ίδια ποσοστά και πληθυσμό μας δίνει και ο Παντελής Κοντογιάννης στο βιβλίο του «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας» που εκδόθηκε το 1921. Οι Ελληνες κατοικούσαν κυρίως στις ακόλουθες πόλεις: Κασταμονή (Kastamonu), Ποντοηράκλεια (Ereğli), Γάγγρα (Çankiri), Σινώπη (Sinop), Ινέπολη (Inebolu), Παρθένιο (Bartın) και Ζαφράμπολη (Safranbolu).
Βλέπουμε λοιπόν ότι το μουσουλμανικό στοιχείο είχε συντριπτική πλειοψηφία. Υποθέτω ότι ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονται και αυτοί που εξισλαμίσθηκαν. Στην Κασταμονή οι Ελληνες ζούσαν σε ένα περιβάλλον όπου ερχότανε σε επαφή με την παράδοση των Τούρκων και Γιουρούκων, τόσο των πόλεων όσο και της ενδοχώρας. Με τους τελευταίους η οθωμανική αυτοκρατορία είχε πολλά προβλήματα. Μάλιστα μέρος από αυτούς τους έστειλε τον 14ο αιώνα από το μπεηλίκι του Καραμάν στη Μακεδονία και σε άλλες ελληνικές περιοχές για να κάμψει την αντίσταση τους. Αυτοί γύρισαν πίσω στην Τουρκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, με εξαίρεση τη Δυτική Θράκη. Για τους Ελληνες της περιοχής πιστεύεται ότι κάποιοι είναι εξελληνισμένοι Παφλαγόνες, κάποιοι από άλλες περιοχές της Οθωμανικής επικράτειας και κάποιοι είναι απόγονοι των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών αποικιών. Για ένα χωριό μάλιστα το Τουχτ στο σαντζάκι των Γαγγρών ο Παντελής Κοντογιάννης μας λέει ότι αυτοχαρακτηρίζονταν ως «Ελλάνοι» ή «Ελλάνικοι». Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί κατά τη βυζαντινή και οθωμανική περίοδο αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι ή Ρωμιοί.
Σήμερα στην Κασταμονή ο πληθυσμός δεν είναι ομοιογενής. Στα παράλια οι ανθρωποι έχουν εν γένει διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό τρόπο ζωής απ' ό,τι στα βουνά και στην ενδοχώρα. Η ενδοχώρα είναι συντηρητική, σε αντίθεση με τα παράλια όπου το ελληνικό παρελθόν τους και τα μεταναστευτικά ρεύματα από τον Ανατολικό Πόντο και τον Καύκασο δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια πιο δυτική στάση ζωής. Το όνομα της Κασταμονής επιζεί στην Ελλάδα σε ένα αθωνικό μοναστήρι, τη Μονή Κασταμονίτου όπου λέγεται ότι το ίδρυσαν μοναχοί από την Κασταμονή. Επιζεί όμως και μέσα από τις μνήμες των ανθρώπων που ήρθαν στις αρχές του 20ου αιώνα μετά από το μεγάλο χαμό που συντάραξε την περιοχή μας. Ναι, η Κασταμονή είναι μία από τις αποκαλούμενες χαμένες, αλησμόνητες πατρίδες. Είναι όμως και η πατρίδα του ζεϊμπέκη Οσμάν Σεπετσίογλου.
Μιά στιγμή! Υπάρχουν ζεϊμπέκες και σε άλλα μέρη εκτός από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας; Ο Θωμάς Κοροβίνης στο βιβλίο του «οι ζεϊμπέκες της Μικράς Ασίας» το επιβεβαιώνει με τις έρευνες του αναφέροντας ζεϊμπέκες και από άλλα μέρη εκτός από τα δυτικά παράλια. Με τη διασπορά των ζεϊμπεκών σε όλη τη Μικρά Ασία συμφωνεί και ο Μουαμμέρ Κετέντζογλου, λάτρης του ζεϊμπέκικου, που προχωράει ακόμα περισσότερο, λέγοντας ότι το ζεϊμπέκικο είναι κοινός ελληνοτουρκικός καρπός, γεννημένος από την δράση Γιουρούκων και Ρωμιών παρανόμων στα βουνά της Μικράς Ασίας. Τελικά οι ζεϊμπέκες ήτανε απλωμένοι σε όλη τη Μικρά Ασία και όχι μόνο σε μία στενή γεωγραφική περιοχή. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουνε τον ζεϊμπέκη Τσακιτζή μαζί με το ομώνυμο τραγούδι. Αυτός ο διάσημος ζεϊμπέκης της περιοχής της Σμύρνης που προστάτευε γυναίκες και ορφανά ανεξάρτητα από την θρησκεία τους ήτανε Εφέ, δηλαδή είχε τον ανώτατο βαθμό στην τάξη των ζεϊμπεκών. Ενας άλλος Εφέ ήτανε και ο Οσμάν Σεπετσίογλου, ο γιος δηλαδή αυτού που έφτιαχνε σεπέτ, δηλαδή καλάθια. Η επίδραση του στην περιοχή της Κασταμονής ήταν τόση, που σήμερα στην Τουρκία, Sepeçioğlu Zeybeği δηλαδή Ζεϊμπέκικο Σεπετσίογλου λέμε το ζεϊμπέκικο χορό που χορεύεται στη Κασταμονή. Ποιος ήταν όμως ο Οσμάν Σεπετσίογλου;
Σεπετσίογλου Οσμάν Εφέ
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Οσμάν ήταν ένας κατασκευαστής καλαθιών που ζούσε στο χωριό Γιουκαρί Αβσάρ, δίπλα στην Κασταμονή. Εζησε την περίοδο του Μαχμούτ του δεύτερου, που ήταν ο Σουλτάνος της εποχής της Ελληνικής Επανάστασης. Η ιστορία του ξεκινάει όταν διαπληκτίζεται με έναν διάσημο παράνομο τον Ζιλελί Ρουστέμ, ο οποίος του ζητούσε λεφτά και καλάθια. Ο Οσμάν αρνήθηκε, λέγοντας του ότι είναι φτωχός. Ο Ζιλελί επιμένει, πιάνονται στα χέρια με αποτέλεσμα ο Οσμάν να τον σκοτώσει. Για να αποφύγει τη σύλληψη πήγε στο βουνό. Εκεί θα γίνει ζεϊμπέκης και στην πορεία θα ανέβει στην ιεραρχία των ζεϊμπεκών όπου θα γίνει γνωστός ως Σεπετσίογλου Οσμάν Εφέ. Στη συνέχεια η παράδοση λέει ότι το δικαστήριο τον αθωώνει για τον φόνο και εκεί αρχίζει το δεύτερο μέρος της ιστορίας.Σε ένα πανηγύρι γνωρίζει την Αφέτ, κόρη του Μπέη Μουσταφά Ταχμιτσίογλου και την ερωτεύεται. Ο Μπέης που το καταλαβαίνει, εγκρίνει την σχέση και τον παίρνει στο σπίτι του. Εκεί όμως προσπαθεί να τον στρέψει ενάντια στον Σουλτάνο γιατί αυτός κατήργησε τον θεσμό των Γενίτσαρων. Ο Οσμάν αρνείται και φεύγει ξανά στο βουνό. Παράλληλα, ο Ταχμιτσίογλου τον καταγγέλνει στον Σουλτάνο σαν επαναστάτη με αποτέλεσμα ο Μαχμούτ ο δεύτερος να στείλει στρατεύματα εναντίον του. Οσο για την Αφέτ, συλλαμβάνεται και ρίχνεται στη φυλακή. Η συνέχεια είναι μυθιστορηματική. Ο Οσμάν με 60 ζεϊμπέκες καταφέρνει να απελευθερώσει την Αφέτ από την φυλακή, αλλά ύστερα περικυκλώνεται από 1500 στρατιώτες, συλλαμβάνεται και στέλνεται αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ταχμιτσίογλου όμως επαναστατεί ενάντια στον Σουλτάνο. Αφού λοιπόν ο Σουλτάνος κατάλαβε το λάθος του, σταματάει την ανταρσία του Ταχμιτσίογλου, απελευθερώνει τον Οσμάν οποίος και ζει μέχρι το τέλος της ζωής του ευτυχισμένος μαζί με την Αφέτ. Ερώτας, μάχες, φυλακές, παιχνίδια εξουσίας και χαρούμενο τέλος. Σαν χολλυγουντιανή ταινία. Καθόλου παράξενο λοιπόν όπου γράφτηκαν τραγούδια για τον Οσμάν Εφέ. Ενα από τα πιο γνωστά είναι και το παρακάτω:
Σεπετσίογλου
Σεπετσίογλου γλυκό παιδί της μάνας του
ακόμα αισθάνομαι τον πόνο στα χέρια μου Εφέ μου, βάι, βάι
έτσι ήταν γραμμένη η μοίρα μας
Ας υποκλιθούν τα βουνά
γιατί ο Οσμάν Εφέ έρχεται
Ας πάμε στην πλατεία του Κισλαονού
ο Εφέ μου άφησε τη ζώνη του να κρέμεται κάτω από τη στενή του μέση, βάι, βάι
τα αγόρια της Κασταμονής γίνονται δυνατά και γενναία
Σεπετσίογλου γλυκό παιδί της μάνας του
ακόμα αισθάνομαι τον πόνο στα χέρια μου Εφέ μου, βάι, βάι
έτσι ήταν γραμμένη η μοίρα μας
Ας υποκλιθούν τα βουνά
γιατί ο Οσμάν Εφέ έρχεται
Ας πάμε στην πλατεία του Κισλαονού
ο Εφέ μου άφησε τη ζώνη του να κρέμεται κάτω από τη στενή του μέση, βάι, βάι
τα αγόρια της Κασταμονής γίνονται δυνατά και γενναία
Σήμερα στην Κασταμονή ο Σεπετσίογλου και οι ζεϊμπέκες έχουν γίνει λαϊκή παράδοση. Το τραγούδι αυτό παίζεται με νταούλια και ζουρνάδες και οι Κασταμονίτες άλλοτε το χορεύουν στα πανυγήρια αντικρυστά, άλλοτε ντύνονται με παραδοσιακές ζεϊμπέκικες φορεσιές οι οποίες διαφέρουν από τις φορεσιές των ζεϊμπέκηδων των παραλίων της Μικράς Ασίας. Μάλιστα, η ρυθμική δομή του ζεϊμπέκικου αυτού είναι το απτάλικο (βέβαια, ο όρος «απτάλικο» στην Τουρκία δεν υπάρχει). Κάποιες φορές ο χορός συνοδεύεται από τις πιστολιές των χορευτών στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου.
Ο Γιοβαν Τσαούς
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον έζησε και ο Γιοβάν Τσαούς ή Γιάννης Εϊτζιρίδης. Γεννήθηκε στο βιλαέτι της Κασταμονής το 1893 και υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό όπου και του κόλλησε το επίθετο «Τσαούς» που σημαίνει λοχίας. Ητανε κορυφαίος μουσικός και κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε παίξει και για τον σουλτάνο, όπως και ο Αγάπιος Τομπούλης. Γι’ αυτούς τους λόγους υποθέτουμε ότι ήξερε καλά όχι μόνο τα ζεϊμπέκικα της Κασταμονής αλλά και τη υπόλοιπη μουσική παράδοση του τόπου του. Ποια από αυτήν την παράδοση πήρε στην Ελλάδα μαζί του; Και ποια από αυτά τα τραγούδια ενσωματώθηκαν στο μουσικό σώμα του Ρεμπέτικου; Ο Μουαμμέρ Κετέντζογλου στη συνέντευξη που έδωσε στην Κλίκα, μας επισήμανε ότι το τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς ο «κατάδικος» είναι παρόμοιο με το παραδοσιακό τραγούδι της Κασταμονής «Üç guzel oturmuş iskambil oynar» που σημαίνει «Τρεις όμορφες κάθησαν να παίξουν χαρτιά».Τρεις όμορφες κάθησαν να παίξουν χαρτιά
Τρεις όμορφες κάθησαν να παίξουν χαρτιά
κάηκα αγάπη μου, αμάν
τ’ αηδόνια έρχονται πάνω στα χαρτιά
μήπως όλος ο κόσμος όταν αγαπάει καίγεται έτσι;
κάηκα αγάπη μου, αμάν
Αχ, τα μαύρα σου τσουλούφια και ο άσπρος σου λαιμός
από γάλα σ’έκανε η μάνα σου; σαν το γάλα είσαι λευκή
Εφτιαξα κονάκια αγάπη μου, μεγάλα κονάκια
κάηκα αγάπη μου, αμάν
για τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ σ’αυτά
και τι δε θα θυσίαζα για το βράδυ εκείνο που θα σε πάρω μες την αγκαλιά μου
κάηκα αγάπη μου, αμάν
Αχ, τα μαύρα σου τσουλούφια και ο άσπρος σου λαιμός
από γάλα σ’έκανε η μάνα σου; σαν το γάλα είσαι λευκή
Τρεις όμορφες κάθησαν να παίξουν χαρτιά
κάηκα αγάπη μου, αμάν
τ’ αηδόνια έρχονται πάνω στα χαρτιά
μήπως όλος ο κόσμος όταν αγαπάει καίγεται έτσι;
κάηκα αγάπη μου, αμάν
Αχ, τα μαύρα σου τσουλούφια και ο άσπρος σου λαιμός
από γάλα σ’έκανε η μάνα σου; σαν το γάλα είσαι λευκή
Εφτιαξα κονάκια αγάπη μου, μεγάλα κονάκια
κάηκα αγάπη μου, αμάν
για τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ σ’αυτά
και τι δε θα θυσίαζα για το βράδυ εκείνο που θα σε πάρω μες την αγκαλιά μου
κάηκα αγάπη μου, αμάν
Αχ, τα μαύρα σου τσουλούφια και ο άσπρος σου λαιμός
από γάλα σ’έκανε η μάνα σου; σαν το γάλα είσαι λευκή
Μες τη φυλακή, στ' Ανάπλι
μ' έριξαν κατάδικο
αμάν δικαστή βοήθεια
κι' αυτό είναι άδικο
αμάν δικαστή βοήθεια
κι' αυτό είναι άδικο
βρ' αμάν αμάν άδικο
Δεν μπορούσα να βαστάξω
και να έχω αντεραστή
τον εσκότωσα και τώρα
είμαι μες τη φυλακή
τον εσκότωσα και τώρα
είμαι μες τη φυλακή
βρ' αμάν αμάν φυλακή
Άπονη, κακούργα ψεύτρα
τώρα ζήσε μοναχή
ο ένας βρίσκεται στο χώμα
κι εγώ μες τη φυλακή
ο ένας βρίσκεται στο χώμα
κι εγώ μες τη φυλακή
Είναι φανερό ότι ο Γιοβάν Τσαούς γνώριζε αυτή τη μελωδία, η οποία έδωσε τη βάση για να συνθέσει αυτό το καταπληκτικό μάγκικο τραγούδι όπου πλέον ο ερωτικός καημός δεν έχει πλέον σαν φόντο τις ωραίες γυναίκες που παίζουν χαρτιά αλλά τις φυλακές στο Ανάπλι. Η εξύμνηση της γυναικείας ομορφιάς γίνεται κραυγή της γυναικείας απονιάς. Αποφάσισα να ψάξω αν υπάρχουν κι άλλα τραγούδια όπου η σκούφια τους κρατάει από την Κασταμονή. Οσπου μια μέρα άκουσα το τραγούδι «Gür Çeşmeden Sular İçtim Ganmadım», που στα ελληνικά σημαίνει «Το νερό της πηγής Γκιρ δε με ξεδίψασε». Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στο τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς «Γιοβάν Τσαούς». Επικοινώνησα με τον Μουαμμέρ Κετέντζογλου γιατί ήθελα τη γνώμη του. Μου είπε ότι όντως φαίνεται οτι πρέπει να εμπνεύστηκε από αυτήν την παραδοσιακή μελωδία.
Το νερό της πηγής Γκιρ δε με ξεδίψασε
Το νερό της πηγής Γκιρ δε με ξεδίψασε
εννιά φορές με τουφέκισαν, αλλά δεν πέθανα
σ΄αυτόν τον κόσμο, απ’ όλα όσα ήθελα τίποτα δεν έκανα
Αμάν Θεέ μου, πάρε απ’ το μυαλό μου αυτόν το σεβντά
τα νιάτα μου τα φυλάκισε
Αυτόν το βράχο πρέπει να τον τρυπήσω πολλές φορές
πρέπει να ξέρουμε τι έχουμε μέσα στην καρδιά μας
που μπορώ να αντικρύσω την όλο νάζια αγάπη μου;
Αμάν Θεέ μου, πάρε απ’ το μυαλό μου αυτόν το σεβντά
τα νιάτα μου τα φυλάκισε
Πηγαίνετε και δείτε ποια είναι η προίκα της
εχει τρία κεφαλομάντηλα, το ένα είναι αστραφτερό
τι έχει παραπάνω από μένα και δεν μου τη δίνουνε;
Αμάν Θεέ μου, πάρε απ’ το μυαλό μου αυτόν το σεβντά
τα νιάτα μου τα φυλάκισε
Το νερό της πηγής Γκιρ δε με ξεδίψασε
εννιά φορές με τουφέκισαν, αλλά δεν πέθανα
σ΄αυτόν τον κόσμο, απ’ όλα όσα ήθελα τίποτα δεν έκανα
Αμάν Θεέ μου, πάρε απ’ το μυαλό μου αυτόν το σεβντά
τα νιάτα μου τα φυλάκισε
Αυτόν το βράχο πρέπει να τον τρυπήσω πολλές φορές
πρέπει να ξέρουμε τι έχουμε μέσα στην καρδιά μας
που μπορώ να αντικρύσω την όλο νάζια αγάπη μου;
Αμάν Θεέ μου, πάρε απ’ το μυαλό μου αυτόν το σεβντά
τα νιάτα μου τα φυλάκισε
Πηγαίνετε και δείτε ποια είναι η προίκα της
εχει τρία κεφαλομάντηλα, το ένα είναι αστραφτερό
τι έχει παραπάνω από μένα και δεν μου τη δίνουνε;
Αμάν Θεέ μου, πάρε απ’ το μυαλό μου αυτόν το σεβντά
τα νιάτα μου τα φυλάκισε
Γιοβάν Τσαούς
Το μπουζούκι μου βαστάω
το ζεϊμπέκικο βαρώ
εμπρός φίλοι σηκωθείτε
και αρχίστε το χορό
Ο Γιοβάν Τσάους βαράει
το μπουζούκι του γλυκά
κι η κιθάρα ακολουθάει
το ζεϊμπέκικο σιγά
Φέρε καπελά ρετσίνα
στου Τσαούση την υγειά
για να παίξει το μπουζούκι
να χορέψουν τα παιδιά
Μήπως πρέπει να εκπλαγούμε για τη σχέση μεταξύ αυτών των τραγουδιών; Κατά τη γνώμη μου όχι. Βρίσκω λογικό ένας καλλιτέχνης να μεταφέρει τη παράδοση του τόπου του και να εμπνέεται από αυτήν. Η αξία του Γιοβάν Τσαούς φαίνεται στο γεγονός ότι «αλλάζει» αυτές τις μελωδίες, τις δίνει αυτό το χαρακτηριστικό ύφος, τις εντάσσει στην ρεμπέτικη παράδοση. Επίσης παρατηρούμε ότι ο Γιοβάν Τσαούς προσαρμόζει τη μελωδία στη δική του θεματολογία και κώδικα, αδιαφορώντας για τους προηγούμενους στίχους, συνεχίζοντας έτσι την παλιά συνήθεια του δανεισμού.Το μπουζούκι μου βαστάω
το ζεϊμπέκικο βαρώ
εμπρός φίλοι σηκωθείτε
και αρχίστε το χορό
Ο Γιοβάν Τσάους βαράει
το μπουζούκι του γλυκά
κι η κιθάρα ακολουθάει
το ζεϊμπέκικο σιγά
Φέρε καπελά ρετσίνα
στου Τσαούση την υγειά
για να παίξει το μπουζούκι
να χορέψουν τα παιδιά
Θεωρώ πιθανόν ότι κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με αυτή την αντιστοίχιση. Δεν μπορεί όμως να διαφωνήσει με το γεγονός ότι αυτά τα δύο τραγούδια του Γιοβάν Τσαούς έχουν μια ιδιαίτερη μελωδική γραμμή και ύφος. Κατά τη γνώμη μου είναι η επίδραση της Κασταμονής.
Κάποια άλλα τραγούδια
Είναι όμως μόνο ο Γιοβάν Τσαούς που μας μεταφέρει με το δικό του τρόπο ένα μέρος της μουσικής παράδοσης της Κασταμονής;Στην Τουρκία υπάρχει ένα πολύ γνωστό το τραγούδι το «Çanakkale içinde» που σημαίνει «Μέσα στο Τσανακαλέ». H πόλη του Τσανακαλέ είναι η τούρκικη ονομασία για τα Δαρδανέλλια. Από αυτήν την πόλη ξεκινούσαν τα τούρκικα στρατεύματα για να πολεμήσουν στη μάχη της Καλλίπολης κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτό το μεγάλο σφαγείο πάνω από 300,000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν. Η μάχη αυτή έγινε το σύμβολο του πατριωτικού αγώνα για τους Τούρκους και περιγράφεται μεσα από τα μάτια ενός απλού στρατιώτη που ανεστενάζει για τα χαμένα νιάτα του πηγαίνοντας να συναντήσει τον εχθρό.
Μέσα στο Τσανακαλέ
Μέσα στο Τσανακαλέ από το Αϊναλί Τσαρσί
μάνα εγώ φεύγω πάω να συναντήσω τον εχθρό
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ με χτύπησαν
πριν την ώρα μου με ρίξαν μες τον τάφο
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ με ένα παγούρι νερό
δεν υπάρχει πλέον ελπίδα για τις μανάδες και τους μπαμπάδες
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ τα κυπαρίσσια είναι στη σειρά
οι λοχαγοί συμβουλεύουν τους στρατιώτες
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ από το Αϊναλί Τσαρσί
μάνα εγώ φεύγω πάω να συναντήσω τον εχθρό
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ με χτύπησαν
πριν την ώρα μου με ρίξαν μες τον τάφο
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ με ένα παγούρι νερό
δεν υπάρχει πλέον ελπίδα για τις μανάδες και τους μπαμπάδες
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Μέσα στο Τσανακαλέ τα κυπαρίσσια είναι στη σειρά
οι λοχαγοί συμβουλεύουν τους στρατιώτες
οφ, νιάτα μου, έι βαχ
Ακούγοντας αυτό το τραγούδι διαπίστωσα ότι είναι ολόιδιο με το «Κατινάκι μου για σένα» του Κώστα Καρίπη από την Κωνσταντινούπολη που ήρθε κι αυτός πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1922. Αυτός ο μεγάλος κιθαρίστας θεωρούνταν ήδη όταν ήρθε φτασμένος μουσικός. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε βάσιμα ότι ήξερε πολλά από τα παραδοσιακά τραγούδια της Μικράς Ασίας. Το τραγούδι αυτό εχει ερμηνευτεί από τον Αντώνη Νταλγκά, τη Ρίτα Αμπατζή αλλά και την Ρόζα Εσκενάζυ.
Κατινάκι μου για σένα
Κατινάκι μου για σένα, με σκοτώσανε, άμαν, άμαν
Κατινάκι μου για σένα, με σκοτώσανε
μέσα στον τεκέ του Φώτη, με ξαπλώσανε,
αχ, αχ μανούλα μου αχ
Με βαρέσανε καλέ μου, ρε με μπαμπεσιά, άμαν, άμαν
με βαρέσανε καλέ μου, ρε με μπαμπεσιά
αχ, τρεις μαχαιριές μου δώσαν, μέσα στην καρδιά,
αχ, αχ μανούλα μου αχ
Κι έτσι χάθηκα για σένα, Κατινάκι μου, άμαν, άμαν
κι έτσι χάθηκα για σένα, Κατινάκι μου
απ' το νταβατζή που έχεις, βρε μανάκι μου,
αχ, αχ μανούλα μου αχ
Κατινάκι μου για σένα, με σκοτώσανε, άμαν, άμαν
Κατινάκι μου για σένα, με σκοτώσανε
μέσα στον τεκέ του Φώτη, με ξαπλώσανε,
αχ, αχ μανούλα μου αχ
Με βαρέσανε καλέ μου, ρε με μπαμπεσιά, άμαν, άμαν
με βαρέσανε καλέ μου, ρε με μπαμπεσιά
αχ, τρεις μαχαιριές μου δώσαν, μέσα στην καρδιά,
αχ, αχ μανούλα μου αχ
Κι έτσι χάθηκα για σένα, Κατινάκι μου, άμαν, άμαν
κι έτσι χάθηκα για σένα, Κατινάκι μου
απ' το νταβατζή που έχεις, βρε μανάκι μου,
αχ, αχ μανούλα μου αχ
Για όλους αυτούς τους λόγους υποθέτω ότι η μελωδία του τραγουδιού είναι παλαιότερη και τοποθετείται στην Κασταμονή ακριβώς γιατί προέρχεται από εκεί. Από τις οθωμανικές στατιστικές βλέπουμε οτι το 1914 ο πληθυσμος της Κασταμονής μειώνεται κατα 350.000 περίπου, που αντιστοιχεί στην επιστράτευση λόγω πολέμου. Πολλοί τούρκοι στρατιώτες από τη Κασταμονή πρέπει να βρέθηκαν στην Καλλίπολη οι οποίοι πιθανότατα γνώριζαν το τραγούδι και το τραγουδούσαν. Πως όμως ένα παλαιότερο τραγούδι «εντυσε» αυτό το ηρωϊκό γεγονός; Ας μη ξεχνάμε ότι ο λαός εύκολα πατάει σε γνωστές αγαπημένες μελωδίες για να υμνήσει εθνικές επιτυχίες. «Τα καβουράκια» του Τσιτσάνη, ανεπίσημος ποδοσφαιρικός ύμνος της εθνικής μας στο Euro του 2004 μπορούν να μας το επιβεβαιώσουν. Κατά τη γνώμη μου οι αρχικοί στίχοι χάθηκαν εξαιτίας της μεγάλης αποδοχής που γνώρισε η νέα έκδοση. Αλλωστε αυτό δεν έχει συμβεί και στη δική μας παράδοση; Σε πόσα τραγούδια που πήραν οι Ρεμπέτες από τη λαϊκή παράδοση και γραμμοφώνησαν γνωρίζουμε τους παλαιότερους στίχους τους;
Σε αυτό το σημείο δεν μπορώ να μη σταθώ στη μεγάλη αντίθεση των στίχων μεταξύ ελληνικής και τουρκικής εκδοχής: ο Τούρκος χάνεται μέσα στη μάχη εκείνη που αποτελεί το σύμβολο της αντίστασης απέναντι στους Συμμάχους της Αντάντ. Η μάχη αυτή είναι για την τούρκικη ιστορία το πρωίμιο της δημιουργίας του σημερινού τους κράτους. Σε αντιδιαστολή, ο Ελληνας χάνεται μέσα στον τεκέ, χτυπημένος μπαμπέσικα με τρεις μαχαιριές στην καρδιά. Αραγε ποιο βιβλίο ιστορίας μπορεί να περιγράψει καλύτερα, με την αντιπαραβολή θυσία-μπαμεσιά, την ψυχική διάθεση των δύο λαών και τα αισθήματα τους μετά το τέλος των πολέμων και των δραματικών γεγονότων, όσο αυτές οι δύο ερμηνείες;
Θα αναφέρω ένα τελευταίο τραγούδι που μου επισημάνθηκε πάλι από τον Μουαμμέρ. Είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι της Κασταμονής με τίτλο «Şu Cide'nin Çeşmesi», «Στη βρύση της Τζιντέ». Η Τσιντέ είναι το Κύτωρο, που βρίσκεται στα παράλια του Εύξεινου Πόντου ανατολικά μετά το Παρθένιο. Μάλιστα το αναφέρει ο Ξενοφώντας στην κάθοδο των Μυρίων (Κοτύωρα) και περιγράφεται από τον Στράβωνα στη Γεωγραφία του.
Στη βρύση της Τζιντέ
Στη βρύση της Τζιντέ
τρέχει γάργαρο νερό
ασε με να φύγω θείε μου
τα κορίτσια με περιμένουν
Αϊντε γιαβρί μου, είσαι σπίτι σου;
με περιμένεις ακόμα;
αϊντε γιαβρί μου, μέσα στο δάσος
έκαψες τη νιότη μου
Βάζοντας ένα φλιτζάνι στο ράφι
έβαλα μέσα ένα κοράλλι.
για την Χουριέ
θυσίασα μία ψυχή
Αϊντε γιαβρί μου, είσαι σπίτι σου;
με περιμένεις ακόμα;
αϊντε γιαβρί μου, μέσα στο δάσος
έκαψες τη νιότη μου
Στη βρύση της Τζιντέ
τρέχει γάργαρο νερό
ασε με να φύγω θείε μου
τα κορίτσια με περιμένουν
Αϊντε γιαβρί μου, είσαι σπίτι σου;
με περιμένεις ακόμα;
αϊντε γιαβρί μου, μέσα στο δάσος
έκαψες τη νιότη μου
Βάζοντας ένα φλιτζάνι στο ράφι
έβαλα μέσα ένα κοράλλι.
για την Χουριέ
θυσίασα μία ψυχή
Αϊντε γιαβρί μου, είσαι σπίτι σου;
με περιμένεις ακόμα;
αϊντε γιαβρί μου, μέσα στο δάσος
έκαψες τη νιότη μου
Μεσα στην πόλη βρίσκομαι
μες τα στενά σοκάκια
βλέπω κοπέλες έμορφες
όλο μικρό χανουμάκια
Βλέπω παιδούλες όμορφες
όλο μικρό χανουμάκια
Αμάν, αμάν, χανουμάκι,
έλα να γίνουμε ταιράκι
έλα να γίνουμε ταιράκι
όμορφό μου χανουμάκι
Τα χανουμάκια σαν περνούν
με λεβεντιά και νάζι
νέοι και γέροι μαραίνονται
μα εκείνες δεν τις νοιάζει
Ολος ο κόσμος τις κοιτούν
μα κείνες δεν τις νοιάζει
Αμαν αμαν χανουμάκι
όμορφο μου βαγιανάκι
όμορφο μου βαγιανάκι
Κάποια συμπεράσματα
Τα τραγούδια της Κασταμονής που αναφέρθηκαν εδώ μας οδηγούν σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Καταρχήν βλέπουμε ότι μία απο τις ρίζες της μουσικής που σήμερα καλώς ή κακώς αποκαλούμε Ρεμπέτικο βρίσκεται και στην Κασταμονή. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό ότι εκτός από αυτά τα τραγούδια να υπάρχουν κι άλλα. Βλέπουμε επίσης ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα παραδοσιακά τούρκικα τραγούδια λειτουργούν ως «απολιθώματα». Μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε κάποιες προηγούμενες μορφές τραγουδιών είτε αυτούσιες είτε αλλαγμένες. Αντίθετα, εαν θελήσει κανείς να κάνει παρόμοια δουλειά στο χώρο του μουρμούρικου ή αδέσποτου αλλά και μάγκικου τραγουδιού αυτά τα «απολιθώματα» δεν υπάρχουν, γιατί οι καινούργιες εκδόσεις τραγουδιών από τους συνθέτες του Ρεμπέτικου έσβησαν τις παλαιότερες αν υπήρξαν. Γι’ αυτόν το λόγο, η μελέτη της τούρκικης μουσικής λαϊκής παράδοσης πιθανότατα μπορεί να απαντήσει σε κάποια από τα ερωτήματα που αφορούν τη δική μας μουσική λαϊκή παράδοση αλλά και το Ρεμπέτικο.Ενα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί κάποια τραγούδια της Κασταμονής να απλωθούν τόσο πολύ γεωγραφικά. Γι’αυτό μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις. Η γεωγραφική εγγύτητα με την Κωνσταντινούπολη και η ανάπτυξη εμπορικών αλλά και κατασκευαστικών δραστηριοτήτων ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο, ιδιαίτερα στο χώρο της Μικράς Ασίας. Ξέρουμε επίσης για την επίδραση των προσφύγων, όπως ο Γιοβάν Τσαούς και ο Κώστας Καρίπης. Αν δεν είχαν έρθει στην Ελλάδα, «ο κατάδικος», ο «Γιοβάν Τσαούς» και το «Κατινάκι μου για σένα» πολύ πιθανόν, αν είχαν γίνει, να μην είχαν τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα. Μία άλλη παρατήρηση έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο τα τραγούδια, «ρεμπετοποιούνται», μέσα από το δανεισμό της μελωδίας και τη προσθήκη νέων στίχων. Διαπιστώνουμε ότι παραδοσιακά τραγούδια αποχτούν «περιθωριακό» ή παραβατικό περιεχόμενο ή μιλάνε για ανθρώπους που ζούνε στο αποκαλούμενο «περιθώριο». Γίνεται λοιπόν φανερό πόσο επιπόλαιο αλλά και παραπλανητικό είναι να κρίνει κανείς το Ρεμπέτικο μέσα από την παραβατικότητα των στίχων του. Να τονίσω βέβαια εδώ ότι τα ρεμπέτικα τραγούδια στο σύνολο τους δεν είναι παραβατικού ή «περιθωριακού» περιεχομένου. Παρολ’ αυτά, πολύ συχνά έτσι χαρακτηρίστηκαν και σαν τέτοια κυνηγήθηκαν.
Ο Γιώργος Μουφλουζέλης μας λέει ότι οι συνθέτες πάτησαν πάνω στη λαϊκή παράδοση. Στην περίπτωση όμως της Κασταμονής βλέπουμε ότι αυτή η παράδοση δεν είναι μόνο ελληνική. Ομως, οι Ελληνες συνθέτες δώσανε τις δικές τους ερμηνείες με αποτέλεσμα τα τραγούδια αυτά να θεωρούνται αλλά και να είναι πλέον ελληνικά. Να προσθέσω επίσης εδώ ότι μπορεί αυτά τα τραγούδια σήμερα να αποτελούν μέρος της τούρκικης λαϊκής παράδοσης αλλά δεν γνωρίζουμε και αυτά με την σειρά τους πόσο βαθιά χάνονται στον χρόνο.
Επίλογος
Τι μας δείχνει λοιπόν αυτό το μικρό δείγμα τραγουδιών από την Κασταμονή; Καταρχήν διαπιστώνουμε ότι οι δημιουργοί του Ρεμπέτικου λειτουργούν και ως δημιουργικός ΦΟΡΕΑΣ μακραίωνης και πλατιάς παράδοσης. Σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση που την περίοδο εκείνη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, εκείνοι συνεχίζουν. Το γιατί αποτέλεσαν τον φορέα αυτοί και όχι κάποιοι άλλοι δημιουργοί είναι ένα θέμα που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Μία πιθανή εξήγηση είναι η καθυστερημένη ένταξη τους στην ιδεολογία των σύγχρονων εθνικών κρατών, γεγονός που τους επέτρεπε να ενσωματώνουν διάφορα στοιχεία στη μουσική τους χωρίς ενοχές και προκαταλήψεις. Η λογοκρισία του Μεταξά θέλοντας να προστατέψει την ελληνική «καθαρότητα» στη μουσική απαγόρεψε τα ανατολίζοντα μακάμια. Ο Γιοβάν Τσαούς, περήφανος και ασυμβίβαστος, δεν ξαναηχογράφησε, ενώ οι περισσότεροι δημιουργοί προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα.Τελειώνοντας, δεν μπορώ να μη σταθώ στη δημιουργική δύναμη του Ρεμπέτικου. Τη δυνατότητα του δηλαδή να αντλεί χυμούς από την ευρύτερη παράδοση της περιοχής και να δίνει καρπό σε μία νέα δημιουργία. Αυτή εμπερικλείει τουλάχιστον στην πρώτη χρονική περίοδο του Ρεμπέτικου την ελληνική ερμηνεία της μουσικής που ονομάζουμε μουσική της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Τσιτσάνης θα έρθει αργότερα.
ΠΗΓΗ: ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ "Η Κλίκα"
http://www.klika.gr/cms/index.php/ar8rografia/ar8ra/276-kastamoni-rembetiko.html?start=5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου