Ιούνιος 2007
α λάνης ο, αλάνι το, ουσ. [+] (για χαρακτηρισμό ανδρών) (τουρκ. alan = ξέφωτο δάσους) (βλ. ΣΧΟΛΙΟ): ”εγώ είμ’ αλάνης, μάνας γιος, μάγκας (βλ.λ.) σωστός στην τρίχα ” (βλ.λ.)|”Στου Πειραία το λιμάνι μου συστήσαν έν’ αλάνι “|”αμολάς (βλ.λ.) τα βράδια και γυρνάς μ’ όλα τ’ αλάνια “|”αν είσαι μόρτισσα (βλ.λ.) εσύ, αλάνι λεν εμένα, κι αν έχεις δυνατό αρκά (βλ.λ.), δε νοιάζομαι κανέναν “ ( = δε φοβάμαι κανέναν)
| αλανιάρης ο, αλανιάρα, αλάνα η, ουσ.[+] (ειδικότερα γιά τον ξεχωριστό ορισμό αρσενικού – θηλυκού, βλ. παρόν σχόλιο και προβληματισμό στις εισαγωγικές σελ. του λεξικού, κεφ. Στίχοι περί των «ελευθέρων» γυναικών του ΄30) : “Αλανιάρα, με τους μάγκες, κάθε βράδι ξενυχτάς, κι όλο με μπαγλαμαδάκια, αχ, και με μαύρο την περνάς “|”μού’κανε τη χωριατάρα (βλ.λ.) μιά χαρά, μα αυτή ήταν αλανιάρα, στα γερά “|”γιατί ’μαι ’γω η αλανιάρα η Λιλή, η πρώτη σκανταλιάρα (βλ.λ.) που δε δίνω γρόσι (βλ.λ.) γιά τους μάγκες (βλ.λ.) και δεν τρώω κρύγιες ματσαράγκες “ (βλ.λ.)|“σα το κεράκι, αλανιάρα μου, θα λειώσεις “|”θυμάσαι, όταν γύριζες στους δρόμους, αλανιάρα, γιά σένανε δεν έδινε κανένας μιά δεκάρα “|”Tώρα με αποστρέφονται, με λένε αλανιάρη “|”Αχ, έγινα αλανιάρης, κακούργος και γκρινιάρης και μεθάω κάθε μέρα, κούκλα μου, εγώ γιά σένα “|”Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω, κι απ’ την πολλή μαστούρα (βλ.λ.) μου κανέναν δε γνωρίζω “| αλανάκι το, ουσ.[ν](υπκρ.)(γιά χαρακτηρισμό γυναικών) : “Αλανάκι με φωνάζουν ( = με ονομά- ζουν), αλανάκι με καλούν γιατί όλοι το σεβντά (βλ.λ.) τους τον περνούν “ | αλανιάρικο, επιθ.[ν](χαϊδευτικό υπκρ. γιά τις αλανιάρες γυναίκες): “όλο μες τα ταβερνειά πας και μπεκρουλιάζεις, αλανιάρικο | αλάνικο το, ουσ.[ν](χαϊδευτικό υπκρ.): “κάθε μέρα μια γουλιά, αλάνικο, φαρμάκι με ποτίζεις“ΣΧΟΛΙΟ: Λέξη που δε μπορεί να εξηγηθεί επακριβώς. Μαζί με τις λέξεις «μάγκας», «μόρτης», «ρεμπέτης», ανήκει σ’ αυτές που η ερμηνεία τους είναι ασαφής, σαν ένα πουλί που ολοένα ξεφεύγει.
Τα λεξικά και τα διάφορα γλωσσάρια αποτελούν κι αυτά φορείς διαμόρφωσης ή επισημοποίησης ιδεολογίας.
Παραθέτω τα σχετικά λήμματα από πχ., το ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΚΡΙΑΡΑ ΕΜΜ., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1995. Ο παραπάνω λεξικογράφος παραθέτει στην αρχή του λεξικού και το ακόλουθο:
«... την κοινή λέξη σαφή χωρίς χυδαιότητα,
την λόγια λέξη εύστοχη, μα όχι σχολαστική,
το τέλειο ταίρι χορεύοντας μαζί».
(T.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα, ελλ. μετάφρ. Αριστοτέλη Νικολαϊδη, σελ. 245)
την λόγια λέξη εύστοχη, μα όχι σχολαστική,
το τέλειο ταίρι χορεύοντας μαζί».
(T.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα, ελλ. μετάφρ. Αριστοτέλη Νικολαϊδη, σελ. 245)
αλάνι το, ουσ. (λαϊκ). 1 (σπανίως) ανοιχτός υπαίθριος χώρος (συνήθως μέσα σε μια πόλη): Μέσα στ’ –ια ο άνεμος σήκωνε...πέτρες (Κόντογλου)(συνων. αλάνα). 2 αλητόπαιδο, αλήτης: ένα –ι απ’ το λιμάνι (λαϊκ. τραγ.). [τουρκ. alan] αλανιάρης, θηλ. –άρα και –ισσα, ουδ. –ικο, επιθ.(συνιζ., λαϊκ.) 1. που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους: παιδί –ικο | (ως ουσ.) γέμισε το μαγαζί –ηδες (συνων. αλήτης, ρέμπελος, σοκακάς). 2. που δεν έχει καλή ανατροφή ή συμπεριφορά: γυναίκες –ες (συνων. χυδαίος)».
Όπως θα δείτε παρακάτω, οι ίδιοι οι στιχουργοί των ρεμπ. αφήνουν ανοιχτές αιχμές που «συμπαρατάσσονται» με τις παραπάνω ερμηνείες. Αυτό δεν είναι παράξενο, γιατί ήταν εκτεθειμένοι σε μια «ιδεολογική» σύγχυση και σε σήματα που εκπέμπονταν και από τα «ανώγεια» και από τα «κατώγεια». Ωστόσο, το λεξικό αυτό αρνείται να παραδώσει αυτή τη λέξη, κυρίως στους νέους ανθρώπους, χωρίς να σχολιάσει. Υπάρχει μια τρέχουσα ρομαντική άποψη ότι «αλανιάρης» και «αλανιάρα» ή «αλανιάρισσα» ήταν, καταπώς πιστεύεται ότι εννοούσαν οι «ρεμπέτες», ο/η ξένοιαστος, γλεντζές, μποέμ, ο «ωραίος τύπος». Μιά συνηθισμένη τακτική των σχολιαστών αυτής της μουσικής είναι να «τσιμπάν» στίχους, τυχαία (;), επιλεκτικά (;) και να στήνεται μια άποψη ή θεωρία. Δεν είναι παράξενο μέχρι ενός σημείου, κάτι αντίστοιχο κάνει κι αυτό το λεξικό. Για ορισμένα θέματα, πχ. τις «αλανιάρες» γυναίκες, δεν έχουμε άλλες πηγές εκτός απ’ τους στίχους, τα λεχθέντα από διάφορους επώνυμους της εποχής και τα σκόρπια δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών. Τα λεχθέντα των επωνύμων είναι αμφίβολης ασφάλειας και τα δημοσιεύματα, όπως είναι φυσικό, «χρωματισμένα» από την ιδεολογία του εντύπου, του δημοσιογράφου, την αυτολογοκρισία του και την επίσημη «ηθική» της εποχής. Έτσι, απομένουν οι στίχοι. Στίχοι όμως υπάρχουν πολλών ειδών. Αν υπάρχει ένας (πολύ περιωρισμένος, τελικά) αριθμός τραγουδιών που αφήνουν να κατανοηθεί ότι το ουσ. «αλανιάρης» ήταν για τους «ρεμπέτες» ο ξένοιαστος κλπ., υπάρχει πλειοψηφία παραδειγμάτων που δείχνει καθαρά κάτι άλλο. Ο Μ. Μαμβακάρης γιά παράδειγμα (πού τόσο έχουμε ασχοληθεί μαζί του γιατί άφησε την πιο «εσώψυχη» βιογραφία), χρησιμοποιούσε, από νωρίς, τη λέξη με αρνητικό τρόπο. Κανονικά, και για να είμαστε πιο δίκαιοι, θα έπρεπε να παραθέτουμε και τα μεν και τα δε παραδείγματα και ν’ αφήνουμε τα συμπεράσματα – τελικά δεν υπάρχουν συμπεράσματα, αλλά μόνο άνθρωποι – να πλανιούνται στον αέρα.
Παραθέτω μια μικρή σειρά παραδειγμάτων όπου είναι σαφές το αρνητικό φορτίο που κουβαλάει η λέξη. Τα 1,2,3 και 4, προέρχονται από τρ. του Μάρκου Βαμβακάρη:
- “τώρα με αποστρέφονται, με λένε αλανιάρη “ , τι θέλω τέτοια μιά ζωή, ο Χάρος ας με πάρει “
- “κι αν είμ’ αλάνης φουκαράς δε φταίω, σας το λέω “ (και τα δύο, από το τρ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» (1937)(Σπ. Περιστέρη)
- ”Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω ” («Αλανιάρης» (1934) Μ. Βαμβακάρη)
- “Λούστρος κι αν εγίνηκες, αλήτης κι αλανιάρης, πρέπει να το καλοσκεφτείς, εμέ δεν έχεις πάρει “ (« Ο Μάρκος πολυτεχνίτης» (1937)(Σπ. Περιστέρη) Μ. Βαμβακάρης)
- ”Χρόνια μες την Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρης, φρόντισε να μάθεις κι ύστερα να με πάρεις ” (« Χρόνια στον Πειραία» (1946) Μ. Βαμβακάρης
Σημείωση: Το παράδειγμα 5 μπορεί να εκληφθεί και με άλλο τρόπο, σαν «εύσημο». Κατά την προσωπική μου άποψη, είναι «τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά» το να υποστηρίζεται κάτι τέτοιο, αλλά για περισσότερη ανάλυση για το συγκεκριμένο, βλ.λ. Τρούμπα. - ”Αχ, έγιν’ αλανιάρης, αχ, κακούργος και γκρινιάρης ” («’Εγινα αλανιάρης», Δημ. Ατραϊδη)
- ”μ’ έκανε και αλανιάρη , χασικλή και κουρελιάρη ” (παραλλαγή, “μπουρδελιάρη” )
- ”μπροστά με λέγαν έξυπνο και πίσω αλανιάρη” («Ξεμάγκας» ή Βαρέθηκα τον αργιλέ, Βαγγ. Παπάζογλου)
- ”Βρε αλανιάρηδες , για κάντε μου τη χάρη κι απ’ το μαγαζί να πάρετε ποδάρι ”
- “αλάνι με φωνάζουνε και με κατηγορούνε, η μάνα και τ’ αδέρφια μου δε θέλουν να με δούνε “
- “αλάνι πως κατάντησα το πως, κανείς δεν ξέρει “ (δυό παραδείγματα από τους στίχους του τρ. «Το αλανάκι» (1940) (Δ. Γκόγκου.Μπαγιαντέρα)
- “μα ’συ μου λες πως δε με θες γιατ’ είμαι αλανιάρης και μου χτυπάς κατάμουτρα (βλ.λ.) πως πλούσιο θα πάρεις “ («Κάθε βραδάκι τραγουδώ» , με τον Σ. Παγιουμτζή και Κ. Ρούκουνα)
- “μπορεί να είμαι λίγο αλάνης, μ’ αξίζω τάληρα πολλά “ («Καπριτσιόζα» Γ. Μητσάκη με τη Γεωργακοπούλου)
- ”θυμάσαι όταν γύριζες στους δρόμους αλανιάρα, γιά σένανε δεν έδινε κανένας μια δεκάρα ” («Εσύ μ’ αυτά τα πείσματα» - (Κ. Καρίπη) στίχοι Γ. Πετροπουλέα,
To 14 είναι από τα ελάχιστα παραδείγματα όπου το ουσ., στο θηλυκό του γένος, χρησιμοποιείται καθαρά αρνητικά. - Ο Μάρκος Βαμβακάρης, όταν στόλισε τον εαυτό του με λεβέντικες ιδιότητες στο χασάπικο « Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο» (1936), διάλεξε τα ουσ. «σεβνταλής», «ντερβίσης», «ντερμπεντέρης». Το ότι το ουσ. «αλανιάρης» δεν ταίριαζε στο μέτρο, αν ήθελε να το χρησιμοποιήσει, δεν αποτελεί εξήγηση
- Τέλος, σε ένα υπέροχο ερωτικό τρ. του Μανώλη Χιώτη (πριν περάσει σε άλλα τοπία), το «Είσαι φίνος χαρακτήρας», φαίνεται καθαρά η υποτίμηση και ο κατατρεγμός και της πιάτσας, απέναντι στους «αλανιάρηδες».
-
Παραθέτω τους στίχους του τραγουδιού που μιλάνε καθαρά :
Είσαι φίνος χαρακτήρας ( ; )
(Μ. Χιώτη) – Μ. Νίνου, Στελλάκης
Το καλύτερο παιδί του κόσμου είσαι ’σύ
κι ας σε λένε αλανιάρη και μπερμπάντη
κι αν δεν έχεις τρόπους έχεις μιά καρδιά χρυσή,
είσαι φίνος χαρακτήρας, σα διαμάντι
Όσοι φίλοι σε κατηγορούν, ζηλεύουνε
κι ελατώματα πολλά βρίσκουν σ’ εσένα,
που γυρίζουμε μαζί με κοροϊδεύουνε,
μα τα λόγια τους πηγαίνουν στα χαμένα
Σου το λέω καθαρά, ότι κι αν κάνουνε,
δεν αλλάζει το μυαλό μου να σ’ αφήσω.
Δε μπορούν απ’ την καρδιά μου να σε βγάλουνε,
γιατί μ’ έκανες τρελά να σ’ αγαπήσω
Το αρνητικό φορτίο δεν υπήρχε μόνο στον γενικότερο κοινωνικό περίγυρο των «άλλων» όπου, σαφώς, η λέξη ήταν μειωτική και υβριστική, αλλά και μέσα στους κύκλους της μαγκιάς βιωνόταν, σχεδόν πάντα, σα «κατάντια». Μεταφέρω επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Κ. Χατζηδουλή «Μπαγιαντέρας»: «Μέσα σ’ αυτό το μαγκότοπο, μεγάλωνα κι εγώ. Μόνο εγώ από την οικογένειά μου βγήκα αλανιάρης. Και μόρτης βέβαια, στο ξαναείπα, αλλά ούτε προκαλούσα, ούτε ενοχλούσα. Ρώτα ανθρώπους που ζούνε ακόμα, παιδικούς φίλους μου να σου πούνε. Δεν ήθελα όμως να με ενοχλεί κανένας. Δεν σήκωνα νταηλίκια και μαγκιές και παρόμοια… Αλλά κι εγώ άμα παρατσαντιζόμουνα δεν πήγαινα πάσο, ε; … Τον έβρισα κι εγώ πολύ άσχημα γιατί δεν χάριζα κάστανα. «Για τον τελευταίο αλανιάρη παίζω, για σένα και την παρέα σου δεν παίζω, ρε κωλοχανά, γαμώ τα κέρατά σου», του φώναξα απ’ το πάλκο!»
Ταυτόχρονα όμως, οι λέξεις μέσα στα ρεμπ. και στα μικρ. αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τη στιγμή, τον τόνο της φωνής, τη διάθεση, το συνθέτη, το τραγούδι. Τα τραγούδια αυτά είναι ένα ρέον ποτάμι. Μέσα στο τραγούδι « Λέλα» (1926 ή 1929)(Παναγ. Τούντα), ακούγεται ένας μουσικός που φωνάζει στη Ρόζα Εσκενάζι, «γεια σου Ρόζα, αλανιάρα». Απ’ ότι γνωρίζω, είναι το μοναδικό παράδειγμα τέτοιου «χαιρετισμού». Εδώ μπορούμε να σταθούμε λίγο και να σκεφτούμε. Το τρ. «Λέλα« φέρεται να είναι η πρώτη εγγραφή δίσκου της Ρόζας, μετά την ανακάλυψή της από τον Τούντα. Υπάρχει δυσκολία να ορίσουμε την ηλικία της, εκείνη την ημέρα. Η μεγάλη τραγουδίστρια την έκρυβε. Έχει δηλώσει πως γεννήθηκε το 1910, ενώ ο Παναγ. Κουνάδης πιστεύει πως ήρθε στον κόσμο μεταξύ 1883-1887. Άλλοι την υπολογίζουν ανάμεσα στα 1890-1900. Σύμφωνα με τη δήλωση της ίδιας της Ρόζας, ήτανε 16 ή 19 χρονών εκείνη την ημέρα ή, κάπου μεταξύ 25-26. Η στιγμή ήταν σημαντική για κείνη. Να υποθέσουμε ότι αυτό το, «γεια σου Ρόζα, αλανιάρα», ήταν για να δώσει μια ζωντάνια στην εγγραφή, όπως συνηθιζόταν; Ή, ήταν προμελετημένο και «πετάχτηκε» για να της κρατήσει «σφιγμένα τα λουριά»; Η ατμόσφαιρα στη διάρκεια των ηχογραφήσεων ήτανε πιεσμένη από τις βουλές των υπευθύνων και παιχνίδια οικονομικά παίζονταν κάθε στιγμή. Αν υποθέσουμε η Ρόζα θεώρησε το «χαιρετισμό» μειωτικό θα τολμούσε, στην πρώτη της εγγραφή, να προβάλλει βέτο; Αμφίβολο. Είχε βέβαια ήδη ένα παρελθόν μέσα στ’ αγκάθια της ζωής αλλά, όταν κάτι εγγράφεται παίρνει μιά άλλη διάσταση και, ίσως να της ήρθε κατακέφαλα. Βέβαια, παιζόταν ένα παιχνίδι που απέβλεπε στο «χάιδεμα» του αγοραστικού κοινού και οι τραγουδίστριες, που δεν ήταν κοριτσάκια του Παρθεναγωγείου, ήξεραν πολύ καλά περί τίνος πρόκειται. Επιπλέον, οι γυναίκες εκείνων των εποχών δε παίρναν και πολύ στα σοβαρά τους άντρες, σοφά δασκαλεμένες απ’ τις μανάδες τους. Παρόλ’ αυτά, δεν πείθομαι ότι άρεσε (ή δεν τις ενοχλούσε) στις γυναίκες να τις φωνάζουν «αλανιάρες». Όπως συνήθιζαν οι άνδρες τραγουδιστές να πετάν κοπλιμέντα στον εαυτό τους ή σε παρόντες παιχνιδιατόρους την ώρα της εγγραφής των δίσκων (π.χ. «γεια σου, Κάβουρα/Σαμιωτάκι μου», «να χαρώ το στόμα σου» κλπ.), το ίδιο κάναν και οι γυναίκες, κυρίως τα δύο αηδόνια, η Ρίτα Αμπατζή και η Ρόζα Εσκενάζι. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα παράδειγμα που να «φοράν» στον εαυτό τους τη λέξη «αλανιάρα». Όταν αυτό συμβαίνει, όπως με την παραπάνω περίπτωση, ακούγεται από στόμα ανδρών. Ακόμα περισσότερο πείθομαι για όσα παραπάνω υποστηρίζω, όταν ακούω στο τρ. « Αλανιάρα » (Columbia DG6273) του Δημ. Λαδόπουλου ή Μανησαλή, μιά βαριεστημένη Ρόζα να τραγουδάει το στερεότυπο στιχουργικό μοτίβο των προτιμήσεων (γούστων) μιάς «αλανιάρας» (μεθύσια, ταβέρνες, δε με νοιάζει ο κόσμος κτλ...). Ιδιαίτερα, όταν φτάνει η στιγμή του σαχλού στίχου : “μ’ αρέσει τ’ αλανιάρικο γιατί έχει σημασία, δεν εκτιμάω τα λεφτά, ούτε τη φαντασία “ (...)
Ένα άλλο, από τα πολλά παραδείγματα, μπορεί να είναι ο τρόπος που χρησιμοποίησε τη λέξη ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Στο τρ. «Η Βολιώτισσα» λέει : «μού’ κανε τη χωριατάρα μια χαρά, μα, αυτή ’ταν αλανιάρα στα γερά». Σε πρώτο επίπεδο εννοεί πως δεν ήταν «αθώα περιστερά» όπως του εμφανιζόταν, αλλά «βγαλμένη στη ζωή» (…). Σε δεύτερο επίπεδο, μπορεί κανείς να δώσει διάφορες ερμηνείες. Οπωσδήποτε, εμείς έχουμε το πρόβλημα. Αυτοί διοχέτευαν αλλού τις ευαισθησίες τους.
Στο βιβλίο «Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα… και άλλα», ο Πάνος Σαββόπουλος κάνει μια, «εξ’ απαλών ονύχων» (όπως δηλώνει κι ο ίδιος), προσέγγιση στο θέμα της κατηγορίας των επαναστατημένων «ρεμπετισσών του ’30 (βλ. περισσότερα στις εισαγωγικές σελ., κεφ. Στίχοι περί των «ελευθέρων» γυναικών του '30). Καταλαβαίνω τι εννοεί, παρασυρμένος από την αντιπαράθεση ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο και τους «άλλους», διαφωνώ όμως μαζί του και προσθέτω, ότι οι «πληροφορίες» για τις «ελεύθερες» γυναίκες του '30, προέρχονται από στίχους που γράφτηκαν από άντρες. Αυτό είναι προς τιμή τους, αν τους εκλάβουμε, όπως και ήταν, «ευαίσθητα θερμόμετρα» της γύρω τους πραγματικότητας. Οπωσδήποτε όμως, αυτά που γράφουν είναι φιλτραρισμένα μέσα από την αντρική τους ψυχολογία και τρόπο θέασης. Βλέπουν λοιπόν, βιώνουν, «γεύονται» το φαινόμενο και το καταγράφουν. Υπάρχει ένα «ναι μεν, αλλά…». Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι, στους στίχους που αναφέρεται η λέξη αλανιάρης, χρησιμοποιείται, όπως ανέφερα παραπάνω, σαν ένα είδος «κατάντιας». Αντίθετα, όταν περνάει σε γυναίκες, τα πράγματα αλλάζουν. Η χρήση του θηλυκού «αλανιάρα» κουβαλάει μια αίσθηση «γαργαλήματος» και στέλνει «διφορούμενα –για να μη πω, ξεκάθαρα αρνητικά– αλλά και αμήχανα σήματα. Όχι ξεκάθαρα καταφατικά και θετικά, όπως υποστηρίζει ο Π.Σ. Σύμφωνα με το δείγμα των 10.000 τραγουδιών που χρησιμοποίησε αυτό το λεξικό, δε συναντήθηκε ούτε ένα τραγούδι όπου μια γυναίκα να «παραπονιέται», με τον ένα ή άλλο τρόπο (και, πάντοτε διαμέσου των ανδρών στιχουργών), ότι «κατάντησε» να γίνει αλανιάρα. Αντίθετα, οι αρσενικοί «ήρωες» των τραγουδιών το δέχονται, σε πολλά παραδείγματα, σα ξεπεσμό. Παραθέτω τους στίχους ενός τραγουδιού. Σ’ αυτούς μπορεί κανείς να «δοκιμάσει» τις ηθικές του προκαταλήψεις:
Αλανάκι (1933)
του Ι. Χατζηαντωνίου
τρ. Κατίνα Χωματιανού ή Χωματοπούλου
Αλανάκι με φωνάζουν αλανάκι με καλούν,
γιατί όλοι το σεβντά τους, με τα μένα τον περνούν.
Κάθε βράδι εγώ γλεντάω με σαντούρια και βιολιά
και ξεχνώ τα ντέρτια ούλα, μες τον ψεύτικο ντουνιά
Είμαι ’κείνο το αλανάκι το γνωστό, το ξακουστό,
κάθε βράδι μες τις μπύρες που γλεντάω και μεθώ
Έτσι πάντα μου αρέσει η τσαχπίνικια ζωή,
γιατί αγαπώ έναν άντρα ντερμπεντέρη και νταή
Μου αρέσουνε οι μάγκες, γιατί μάγκα αγαπώ,
θέλω σεβνταλήδες νά’χω στην παρέα που μεθώ
(για παραπέρα ανάλυση και σχόλια για το τρ. βλ. εισαγωγικές σελίδες, κεφ. Στίχοι περί των «ελευθέρων» γυναικών του '30, Aντιμετώπιση 3)
Καταλήγοντας, μπορούμε να εστιάσουμε σε τρεις κατηγορίες ερμηνειών, σχετικά με τον αλανιάρη, -ισσα :
- την τρέχουσα και «επιπόλαιη» των λεξικών που απηχεί τον τρόπο που βιώνουν τη λέξη οι «άλλοι«, που δεν είχαν καμιά σχέση με αυτού του είδους τη μουσική, ούτε και τον τρόπο που σκέφτονται, λειτουργούν και υποφέρουν οι λαϊκοί άνθρωποι. Η ερμηνεία της λέξης κατ’ αυτούς είναι, χοντρικά, αλήτης, ρεμπέλος, άτομο που γυρίζει άσκοπα (…) κλπ. Ιδιαίτερα αυτό το «άσκοπα» είναι κωμικό...
- τον τρόπο που ερμηνεύεται η λέξη πχ., στο βιβλίο «Περί της λέξεως ρεμπέτικο το ανάγνωσμα και άλλα...» του Πάνου Σαββόπουλου, εκδ. Οδός Πανός: «...Για τους ρεμπέτες, όμως, τις ρεμπέτισσες και τα τραγούδια τους σήμαινε τον ξέγνοιαστο, το γλεντζέ, τον μποέμ, δηλαδή τον «ωραίο τύπο»,
- τον τρόπο ματιάς του παρόντος λεξικού που συμφωνεί, εν μέρει, με την ερμηνεία (2) – για μια συγκεκριμένη «ηρωική» περίοδο, αλλά συμπληρώνει με το ότι, «αλανιάρης» (μόνο για τη χρήση στο αρσενικό γένος) είναι ένα άτομο που, για διάφορους προσωπικούς λόγους (συνήθως ερωτικούς, όπως θέλει να παρουσιάζεται μέσα απ’ τους στίχους) και κοινωνικές αιτίες, πλάθει μιά «ιδεολογία» για το περατό της ζωής και, μην έχοντας πολλές επιλογές γίνεται, κυρίως οι άντρες, «αυτοκαταστροφικό» και «ζεί σύμφωνα με τις στιγμιαίες παρορμήσεις του», όπως σημειώνει ο Τάσος Σχορέλης.
Έτσι, μιά και τ’ αποτελέσματα αυτής της «κατάντιας» ποικίλλουν (πχ. μεθύσια, ξενύχτια, ναρκωτικά), είναι δύσκολο να βρεθούν επεξηγηματικές, συνώνυμες λέξεις. Ο πειρασμός του χαρακτηρισμού «έκλυτος βίος» είναι μαγνητικός, αλλά ασαφής και ηθικοπλαστικός. Οπωσδήποτε, το να ξεμπερδέψει κανείς με το πρόβλημα αυτών των δύο λέξεων ερμηνεύοντας, κυρίως το ουσ. «αλανιάρης», σα γλεντζές, μποέμης, ανέμελος, ωραίος τύπος, είναι μιά απλοποίηση. Όπως επίσης, αφελείς στίχοι σαν το “μ’ αρέσει τ’ αλανιάρικο γιατί έχει σημασία, δεν εκτιμάω τα λεφτά, ούτε τη φαντασία “ (...) , από το τρ. «Αλανιάρα» του Δημ Λαδόπουλου-Μαγνησαλή, με τη Ρόζα Εσκενάζι, δεν προσθέτουν τίποτα στον προβληματισμό.
Το 1950 ηχογραφείται το χασαποσέρβικο του Β.Τσιτσάνη «Τα διαλεχτά παιδιά». Παραθέτω τον 1ο στίχο και το ρεφρέν:
Τα διαλεχτά παιδιά
Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα!
Τι τα θες, τι τα θες; Πάντα έτσι είν’ η ζωή,
θα γελάς, ή θα κλαις, βράδι και πρωί...
Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα!
Τι τα θες, τι τα θες; Πάντα έτσι είν’ η ζωή,
θα γελάς, ή θα κλαις, βράδι και πρωί...
Ο Β. Τσιτσάνης ήταν ένας ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος. Το χασαποσέρβικό του έχει τον ακίνδυνο τίτλο : «Τα διαλεχτά παιδιά». Η λέξη «αλάνια», που την παρασύρει και της αφαιρεί το «επικίνδυνο» βάρος, το αμέσως επόμενο «διαλεχτά παιδιά», αποδυναμώνεται και εισπράττεται σαν «έξυπνα παιδιά», «χαϊδεύοντας» το ανδρικό ελληνικό κοινό. Έτσι, βιώνεται, εν είδει παράσημου, και σήμερα (00), αυτή η παλιά και φορτισμένη λέξη. Οι παραπάνω στίχοι αποτελούν ένα παράδειγμα ευελιξίας και «στιλβώματος» της εμπειρίας που αποκόμισε ο συνθέτης από το καθεαυτού ρεμπέτικο. Μια σύγκριση με το ογκολιθικό και κάθετα ειλικρινές «Αλανιάρης» (1934) του Μάρκου Βαμβακάρη, δείχνει τις αλλαγές νοοτροπίας και τεχνοτροπίας.
Αλανιάρης
Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω
κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω...
Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω
κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου