Σπύρος Γκούμας
Οκτώβριος 2010
Από το 1968 που ήμουν τεσσάρων ετών, μπορώ να πω πως έχω αναμνήσεις από πρόσωπα, ήχους, γεγονότα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Καμίνια του Πειραιά. Τα Καμίνια ήταν μια αμιγώς λαϊκή εργατική συνοικία, ένα τέταρτο της ώρας με τα πόδια από το κέντρο του Πειραιά. Μια μικρή κοινότητα που τα όριά της ήταν από το εργοστάσιο του Κεράνη μέχρι το μηχανοστάσιο των τραίνων στους Αγίους Απόστολους και από τη Λεωφόρο Πειραιώς μέχρι τη Λεωφόρο Θηβών. Η περιοχή ήταν αραιοχτισμένη, με πολλά περιβόλια και αλάνες ανάμεσα στα σπίτια, που τα περισσότερα ήταν μονοκατοικίες με αυλή. Όλοι οι Καμινιώτες γνωριζόμαστε μεταξύ μας, οι περισσότεροι με τα παρατσούκλια μας.
Οι καθημερινές μετακινήσεις των κατοίκων της περιοχής εκείνη την εποχή, ήταν ελάχιστες σε σχέση με το σήμερα. Οι περισσότεροι μετακινούνταν για να πάνε στις δουλειές τους με τα πόδια ή με ποδήλατο ή με μηχανάκι. Σ’ αυτές τις καθημερινές μετακινήσεις οι περισσότεροι λέγανε τα νέα τους και κανονίζανε πού θα βρεθούνε μετά τη δουλειά.Τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, γυρνώντας με το ποδήλατό του από το εργοστάσιο που δούλευε, ο πατέρας μου έκανε μια στάση στην ταβέρνα του Σπέντζου. Εκεί σταματούσαν οι περισσότεροι εργάτες για ένα ούζο, μια μπύρα και κανά μεζέ στο πόδι. Εγώ έβρισκα την ευκαιρία να πάω εκεί, με δικαιολογία τη βόλτα με το ποδήλατο από εκεί μέχρι το σπίτι. Στην ταβέρνα υπήρχε μπουζούκι και κιθάρα και ο πατέρας μου, είτε μόνος του με το μπουζούκι, είτε με τον κυρ' Αντώνη να τον συνοδεύει με την κιθάρα, έπαιζαν μερικά τραγούδια για τους φίλους τους και μετά από λίγο επιστρέφαμε με το ποδήλατο για φαγητό και ξεκούραση στο σπίτι.
Στη διαδρομή προς το σπίτι άρχιζε η γνωστή ανάκριση:
- Ποιο ήταν αυτό το τραγούδι που παίξατε σήμερα; Θα με μάθεις και 'μένα να παίζω μπουζούκι;
Η ίδια απάντηση και ο ίδιος διάλογος:
- Είσαι μικρός ακόμα.
- Καλά, εσύ πώς έμαθες, ποιος σου έδειξε;
- Αφού σου έχω πει, ο παππούς ο Σπύρος έπαιζε κιθάρα όταν ήταν νέος, ο αδερφός του ο Γιώργος που πουλάει παπούτσια έπαιζε κιθάρα, ο αδερφός του ο Χρίστος έπαιζε μισοφωνία και ο αδερφός του ο Φίλιππος έπαιζε σαντούρι και είχε δικιά του κομπανία και έπαιζε σε κέντρα. Αυτούς άκουγα και έβλεπα από τότε που γεννήθηκα.
- Αυτοί σου δείξανε μπουζούκι;
- Όχι, μπουζούκι μου έδειξε ο θείος σου ο Κώστας, ο κουρέας, που έχει παντρευτεί την αδελφή μου την Πόπη.
Φτάνοντας στο σπίτι, χαιρετούσαμε τον κυρ Αντώνη που έμενε ακριβώς απέναντι απ' το δικό μας, στη Θήρας 122 και πηγαίναμε για φαγητό. Ο κυρ' Αντώνης, Αντώνης Πανάρετος, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε πολύ καλά και ήταν πάντα παρών σε όλα τα γλέντια της γειτονιάς. Αυτό που πάντα μ' ενθουσίαζε ήταν οι συγκεντρώσεις με αφορμή κάποια γιορτή. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις θυμάμαι τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια του και τους φίλους του να σχηματίζουν ορχήστρα και να παίζουν για τη γιορτή. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γνώρισα τους πρώτους μουσικούς, οι οποίοι ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου. Θυμάμαι το πάθος τους για όλο αυτό που συνέβαινε. Από τα αδέλφια του πατέρα μου, ο θείος ο Μηνάς έπαιζε κιθάρα, ο οποίος είχε το εξής χαρακτηριστικό: ενώ ήξερε τέσσερα ακόρντα όλα κι όλα και το ρεπερτόριο του ήταν πολύ μικρό, είχε το χάρισμα να μεταδίδει αυτό που έπαιζε σε τέτοιο βαθμό, που ήθελες δεν ήθελες, ήξερες δεν ήξερες, ερχόσουν σε κέφι και χόρευες. Τα αγαπημένα του κομμάτια ήταν: «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά», «Η μικρή του καμηλιέρη», «Νύχτες μαγικές», «Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη». Θυμάμαι το θείο Μηνά να παίζει και τον πατέρα μου να του λέει από δίπλα τα ακόρντα του κομματιού. Ο θειος έβαζε τα γέλια κι ο πατέρας μου του έλεγε: «Αμάν ρε Μηνά, δε θα μάθεις ποτέ τα ακόρντα» κι ο θείος τού απαντούσε : «Γιατί να τα μάθω; Καλά δεν περνάμε; Κοίτα, όλοι χορεύουν».
Ο θείος ο Παράσχος έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε κανταδόρικα κομμάτια. Ο θείος Λευτέρης έπαιζε λίγα και εύκολα κομμάτια. Τέλος, ο θείος ο Γιώργος δεν έπαιζε κανένα όργανο, ήταν υπεύθυνος για την ψησταριά και την καλή διάθεση. Το σπίτι του, στην πάροδο Σερίφου 11, ήταν πάντα ανοιχτό σε όλους κι εκεί έχουν γίνει τα περισσότερα οικογενειακά γλέντια. Σ' ένα απ’ αυτά τα γλέντια που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, πάνω στο χορό άρχισαν να σπάνε ένα-ένα όλα τα πιάτα που υπήρχαν στο τραπέζι και αφού τέλειωσαν τα πιάτα του τραπεζιού, έβαλαν χέρι και στην πιατοθήκη. Δεν έμεινε ούτε ένα. Τα μόνα που σώθηκαν ήταν τα φλιτζανάκια του καφέ και την άλλη μέρα έβαλαν όλοι χρήματα και αγόρασαν καινούργια πιάτα στην θεία Καίτη, τη γυναίκα του θειου Γιώργου, η οποία μαγείρευε και χόρευε καταπληκτικά.
Εκτός από τις γιορτές που οι συγκεντρώσεις ήταν προγραμματισμένες, πολλές φορές το γλέντι άναβε από το τίποτα. Έτσι ξαφνικά πέρασε ο Μήτσος απ’ το Γιώργο να δει τι κάνει, πέρασε κι ο Μηνάς κι όλα άρχιζαν. Ένας έβαζε το κρασί, άλλος το μεζέ, άλλος το όργανο, άλλος την καλή διάθεση, άλλος τα πειράγματα, άλλος το χορό και το γλέντι ξεκινούσε.
ΠΗΓΗ
http://www.klika.gr/cms/index.php/ar8rografia/ar8ra/283-afaneis-mousikoi.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου