Κοκκινιά, λίγα στενά μετά την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Μεσημέρι σε ένα δρόμο με νεόδμητες μονοκατοικίες χωρίς αυλή, αλλά με λαϊκό χρώμα και αίσθηση γειτονιάς. Το διαμέρισμα που ψάχνω βρίσκεται σε μία ολοκαίνουργια σομόν πολυκατοικία, αρκετά χλιδάτη και πολυτελή, εντυπωσιακή, που μοιάζει παράταιρη ανάμεσα στα τριγύρω χαμόσπιτα. Στο κουδούνι υπάρχει κολλημένο χαρτάκι με καλλιγραφικά παλιομοδίτικα γράμματα, χειρόγραφο, με το όνομα της λαϊκής ντίβας που αναζητώ εδώ και καιρό: Ανθούλα Αλεφραγκή [γραμμένο λάθος, με «ε»]. Χτυπάω κι ανεβαίνω. Με υποδέχεται ένας συμπαθητικός ηλικιωμένος κύριος και με οδηγεί στο σαλόνι. Προσφέρεται να μου φτιάξει καφέ, από το βάθος ακούγεται μια φωνή επιβλητική, «Γιώργο ρώτα το παιδί τι θέλει να τον φιλέψεις, έχει φάει; Ρώτα μήπως θέλει να του φτιάξεις…μπινελίκια!». Παρατηρώ το χώρο, παντού φωτογραφίες μιας ολόκληρης ζωής, παιδιά, εγγόνια, στιγμές παγωμένες στο χρόνο από μία καριέρα πολύχρονη, αξιοζήλευτη, στιγμιότυπα από μαγαζιά, αφιερώσεις, ευχαριστίες.
Η κυρία Ανθούλα Αλιφραγκή, λαϊκή τραγουδίστρια με περισσότερα από πενήντα χρόνια ιστορίας, μέχρι πέρσι ενεργή και μάχιμη στην πίστα, εμφανίζεται με ροζ ρόμπα και μαύρη ψηλοτάκουνη γόβα, με παρουσία αντάξια του ονόματός της. Αγέρωχη και καλοστεκούμενη, ένας λαϊκός μύθος που δεν έτυχε ποτέ να γίνει πρώτο όνομα –ίσως επειδή ποτέ δεν το επεδίωξε.
Βυθίζεται στην απέναντι πολυθρόνα, και δηλώνει πρόθυμη να μιλήσει «για όλα». Για τη ζωή και τη καριέρα της. Πριν ξεκινήσουμε πλησιάζει ο άντρας της διακριτικά και με προτρέπει να καθίσω κοντά της, «πήγαινε δίπλα της και μίλα της δυνατά, η Ανθούλα δεν ακούει πολύ καλά».
«Δεν ακούω από τα μεγάφωνα, αγόρι μου, τόσα χρόνια με τα όργανα κουφάθηκα. Δεν το πήρα και χαμπάρι. Κάπου-κάπου δεν ακούω όταν μου μιλάνε σιγά. Τι να κάνω; Δεν πάω στους γιατρούς, καλύτερα να κουφαθώ τελείως να ησυχάσω από όλους».
Ο διάλογος δύσκολος, της ζητάω να μου μιλήσει για τη ζωή της, το ξεκίνημά της και την καριέρα της. «Θα στα πω όλα» μου λέει, «ρώτα με ό,τι θες». Ξεκινάει έναν συγκλονιστικό μονόλογο που διαρκεί ώρες, με εξάρσεις συγκίνησης, συναισθηματικής φόρτισης και εκνευρισμού. Όταν θυμάται άσχημες στιγμές, κυρίως άδικες, αγριεύει.
Μου λέει ότι δεν έχει παλιές φωτογραφίες της, τις έχει χάσει. «Δεν ήξερα πριν από 20 χρόνια, ήρθε κάποιος στο σπίτι μου στα Ιλίσια πήρε ένα σακί γεμάτο και δεν μου τις επέστρεψε ποτέ. Έχω χάσει όλη την ιστορία μου».
«Το λοιπόν…
Εδώ έχω γεννηθεί, λίγο πιο κάτω, στου Παπαστράτου στα Μανιάτικα. Το 1931. Είμαι το τρίτο παιδί από έξι αδέλφια –οχτώ γέννησε η μάνα μου συνολικά, δυο φορές δίδυμα, τα πέντε με τον Ευριπίδη, σκατά στα μάτια του. Ο διάολος δεν την άφησε να προκόψει, ήταν καλόγρια μικρή -ο παππούς μου την έβγαλε με την κουμπούρα απ’ το μοναστήρι για να την παντρέψει. Δυο γάμοι, πέντε παιδιά τουρκοσπορίτικα -ήταν Κωνσταντινουπολίτης ο Ευριπίδης. Τον έδιωξε η κυρά Ζωίτσα αλλά πρόλαβε και της έκανε τα τσογλάνια. Μεγάλωσα με τη γιαγιά μου μέχρι τα έντεκα, μετά έπεσαν οι δέκα μπόμπες στην Δεξαμενή –πέντε στενά από κει που μέναμε. Πόλεμος του 40, μας πήρε η μάνα μου και πήγαμε στην Αθήνα. Μέναμε Σίνα και Σόλωνος γωνία, σε ένα υπόγειο. Δύσκολα χρόνια.
Στα δεκατέσσερα με είδε ο πρώτος μου άντρας στο σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μάνας μου και με ερωτεύτηκε. Με μπέρδεψε η θειά μου, εν πάση περιπτώσει, με πάντρεψαν και η ζωή μου πήγε στράφτι. Αυτός 28, Μανιάτης, Μανιαούρος. Δεν ήταν άνθρωπος για οικογένεια. Στα 17 χώρισα. Έμεινα μόνη μου, μικρή κοπέλα με τρία παιδιά. Δυο κορίτσια, ένα γιο. Μέναμε σε ένα υπόγειο στη Φιλολάου, στον Άγιο Αρτέμη με τον αχαΐρευτο, είκοσι σκαλιά κάτω απ’ το δρόμο. Κράτησα μόνο τη Σοφία μου -τη μικρή -γιατί τη βύζαινα, τα άλλα δύο όταν χώρισα τα πήγα στη μάνα μου. Αυτή τα μεγάλωσε, μου στάθηκε κολώνα η μάνα μου. Εκείνη τα τάιζε, εκείνη τα ξεσκάτιζε. Και οι αδελφές μου το ίδιο. Η μοίρα με χτύπησε και το αγόρι μου πέθανε όταν ήταν έξι. Πέρασα Γολγοθά αγόρι μου.
Όταν χώρισα έκανα διάφορες δουλειές. Η καλύτερη ήταν στην πρεσβεία, στο προξενείο, οδός Κανάρη και Μέρλιν. Βέβαια, δεν ήξερα γράμματα, καθάριζα τα γραφεία, δεν ντρέπομαι να το πω. Μπήκα καθαρίστρια και δούλεψα εκεί αρκετά χρόνια. Πήγαινα και καθάριζα τα σπίτια απ’ τις αγγλίδες και μου έδιναν ρουχαλάκια, μικρό κοριτσάκι ήμουνα, με αγαπούσαν. Όλες τις δουλειές τις έκανα στη ζωή μου. Ατιμία ποτέ. Ποτέ. Είμαι περήφανη γι’ αυτό, το έχω και το καυχιέμαι. Μέχρι τώρα το κράτησα. Μεγάλωσα δύσκολα, δούλευα για να ζω, αυτό έμαθα και στα παιδιά μου.
Από μικρό κοριτσάκι μου άρεσε το λαϊκό τραγούδι. Όταν ήμουν 8-9 χρονών τραγούδαγα κι άνοιγα το παράθυρο να με ακούν οι έξω. Δεν είχα υπόψη μου ποτέ ότι θα γίνω τραγουδίστρια, το είχα από τότε το τραγούδι μέσα στην ψυχή μου, μες στην καρδιά μου. Εκεί στη γούβα της Φιλολάου είχα μια γειτόνισσα κομμώτρια. Νέα κοπέλα, αυτή με βοήθησε. Ανθουλίτσα, κάθεσαι και πεινάς γαμώτο, μου έλεγε, πας και καθαρίζεις γραφεία με τέτοια φωνή; Πέρναγα εκεί όλη τη μέρα μου, άκουγα τα μπουζούκια που μπαίναν στα ραδιόφωνα και τα ξεσήκωνα. Μια μέρα μου λέει έλα δω μωρή, δεν ξέρεις τι έχεις και πάει χαμένο, και με κουβαλάει με το ζόρι σε μια κοπέλα που γνώριζε, την Ανθούλα Διάνα. Τραγουδίστρια. Δούλευε στο Μενίδι με τέσσερις φίρμες: τον Κουλουβάτο, τον Τάκη τον Μπίνη, το Γιώργο το Λαύκα κι έναν που δεν θυμάμαι. Αυτή κανόνισε να με πάρει ο Μπίνης. Ωραίος τραγουδιστής, αλλά έπινε και μέθαγε και δεν θυμήθηκε το ραντεβού για να ’ρθει. Αντί γι’ αυτόν έρχεται ο Λαύκας ο Μανιάτης, το καλύτερο μπουζούκι της εποχής. Και με βούτηξε. Δεν είχα κλείσει τα 19.
Αυτός ήταν ο δάσκαλός μου, Θεός ’σχωρέστον, αυτός με έβγαλε στη δουλειά. Ο Λαύκας με βοήθησε να γίνω η κυρία Ανθούλα Αλιφραγκή, γράψτο αυτό, γιατί αυτός μου ’δωσε ψωμί και έφαγα. Μου ’δωσε και την πρώτη μου επιτυχία, το Σκαλοπάτι. Σουξέ, όλη η Ελλάδα το τραγουδούσε, ακόμα και τα μωρά. Σε καταραμένες στράτες… Ακόμα και τώρα τραγουδιέται. Μου έδωσε δέκα τραγούδια τα πιο βαριά, χασικλίδικα, είδε ότι εγώ μπορούσα να τα πω. Όλα. Μπορεί να ήμουνα μικρή, αλλά την ήξερα τη βρωμιά, ήμουνα διαόλου κάλτσα. Αν δεν ήμουν έξυπνη, ξέρεις πού είχα πέσει; Τι χασίσια, τι έτσι, τι αλλιώς, εγώ όμως...Από κει και πέρα στην ταλαιπωρία.
Μετά με πήρε ο Ζαμπέτας. Δεν ήταν τίποτα ακόμα ο Γιώργος, ένα μπουζουκάκι ήταν τότε –βέβαια πολύ καλό μπουζούκι και πολύ μπριόζος, χαχαχα και χοχουχου, έτσι ήταν και τότε. Με άκουσε, με ζήτησε και με πήρε μαζί του. Μ’ αυτόνε έγινα μάγκας. Ο Λαύκας μ’ έβγαλε, αλλά ο Ζαμπέτας με έκανε μάγκα. Πες το μωρή, μου έλεγε για να μου δώσει θάρρος, γαμώ τη μάνα σου, με έβριζε, τι να σου πω τι τράβηξα, εγώ να κλαίω. Δεν ήμουνα μαθημένη η φουκαριάρα, αλλά μετά από καναδυό μήνες άνοιξε το αυτί μου και κατάλαβα. Να πας να γαμηθείς, μου έλεγε, να πας εσύ κι η μάνα σου του έλεγα, πούστη. Εδώ να δεις τι στόμα έκανα αγόρι μου. Αυτός φταίει. Αν δεν είχα αυτό το στόμα κι αν δεν με έτρεμαν –τους πλάκωνα όλους, ήμουν αντρούτσος, ποιος μπόραγε εμένα να μου κολλήσει; -δεν θα επιβίωνα. Να μου ριχτεί εμένανε; Μουσικός; Έπρεπε να τον επεθάνω απ’ τις μπουνιές κι απ’ τις κλωτσιές, να τον σκοτώσω. Μέχρι τώρα που είμαι εβδομήντα έξι χρονών μπορώ –με συγχωρείς- να τους γαμήσω όλους άμα λάχει και με πειράξει κανένας. Είναι αυτό που είχα και σώθηκα.
Έκατσα πάρα πολλά χρόνια με τον Ζαμπέτα, δέκα χρόνια παρτενέρ του κι αυτός το μπουζούκι μου. Αλλά μ’ έκανε τραγουδίστρια. Μπριόζα. Μ’ έκανε να μην καταλαβαίνω τίποτα. Ήτανε τέτοιος ο Ζαμπέτας. Όλο φωνή, αλλά εγώ αυτό ήθελα. Πήγαμε μαζί Αμερική, στη Νέα Υόρκη, Ελβετία, μας κάλεσε η Μελίνα με τον Ντασέν να πάμε αντιπρόσωποι με τα Παιδιά του Πειραιά. Μέναμε στα καλύτερα ξενοδοχεία και περιοδεύαμε όλοι μαζί, παίζαμε το βράδυ στη λοκάντρα του ξενοδοχείου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι γινόταν. Μου έκανε κάτι όμως και σταμάτησα μαζί του. Όχι πονηρό, προς Θεού, ήτανε ηθικός και με πρόσεχε, στην Αμερική μέναμε σε ένα δωμάτιο. Ξέρεις τι μου έκανε; Μου έτρωγε το μεροκάματο. Η Μερκούρη μας πλήρωνε 1500 φράγκα ελβετικά το ’60, 7 φράγκα δικά μας, κι εμένα μου έδινε ένα κατοστάρικο ελληνικό! Το ’κανε μία, το ’κανε δύο, 15 μέρες! Τα παιδιά μου πίσω πεινάγανε, τι να στείλω; Ένα καλσόν ήθελα να πάρω και χάλαγα ένα σωρό λεφτά, ήταν πολύ ακριβή η ζωή εκεί. Σηκώθηκε κι έφυγα… Μου ’χε κάνει κι άλλα, μια ρουφιανιά, όταν τραγουδάγαμε στην Αμερική. Είχε κανονίσει με έναν πρώτο μου ξάδερφο ναυτικό και έφερναν τις γκόμενες και τις γάμαγαν δίπλα κι εγώ ν’ ακούω, νέα κοπέλα. Άμα είσαι μαλάκας τέτοια κάνεις. Γι’ αυτό τον παράτησα στην Αμερική και έφυγα. Στη ζούλα. Σκαστή. Μετά με ξαναγυρέψανε αλλά δεν ξαναπήγα, χαζή ήμουν να πάω να με σκοτώσουν; Το βράδυ με έψαχναν κι εγώ ήμουν στο αεροπλάνο για την Ελλάδα. Ξέρεις τι μου είπε ο Ζαμπέτας; Δεν ήσουν και τόσο απαραίτητη. Δεν ήμουν απαραίτητη και μου το λες τώρα ρε διάολε; Φάε τα’ αρχίδια μου του είπα. Και τέρμα.
Δεν μου κόλλησε κανένας απ’ το σινάφι μας. Ήξερε ότι θα φάει τις κλωτσιές του. Είχα τον γκόμενό μου απ’ έξω, αυτόν που’ θελα εγώ, δεν ήμουνα γεροντοκόρη να ήμουνα μόνη μου. Είχα το αίσθημά μου, αλλά ποτέ απ’ τη δουλειά μέσα. Ούτε με πελάτη πήγα. Αυτοί οι αλανιάρηδες που μπαίνανε τότε που η Τρούμπα ήτανε γεμάτη αγαπητικούς με σεβόντουσταν σαν να ήμουνα σερνικιά. Κι εγώ στις εξηγήσεις μου ήμουνα μάγκας. Ποτέ δεν πήγα να τους κάνω ούτε κονσομασιόν, ούτε να τους πάρω λουλούδια να τους χρεώσω. Δεν τα ’κανα αυτά εγώ. Τους έλεγα τι θέλετε ρε; Λουλούδια; Βούταγα απ’ την γκαρνταρόμπα όλα τα καλάθια και τους τα πέταγα. Α γαμηθείτε. Αυτές ήταν οι λέξεις μου. Και τους έλεγα είναι δικά μου αυτά. Δεν τα πλήρωναν, αλλά τους έκανα νταλαβέρι αλλού. Τους είχα κάθε βράδυ. Ήτανε δικοί μου αυτοί απ’ την Τρούμπα. Οι αγαπητικοί, αυτοί με ανεβάσανε πιο πολύ. Με τις πουτάνες είκοσι-είκοσι. Τότε, την εποχή που βγήκα εγώ, το 53, η Τρούμπα ήτανε ακόμα μπουρδέλο. Δεν υπήρχε μέρος να περάσεις. Γεμάτο πουτάνες, όλες κοπελίτσες. Όλες καλά κορίτσια, από οικογένειες, τις είχαν παρασύρει. Αυτές όλες μόλις είπα το σκαλοπάτι έγιναν δικές μου. Είχε τέτοια ωραία λόγια [σε καταραμένες στράτες μ’ έριξε η απελπισιά, σκαλοπάτι σκαλοπάτι έχω πέσει χαμηλά / με άφησες να λιώνω στου χωρισμού τον πόνο…] και να δεις τι γινότανε με αυτές τις κοπέλες στον Πειραιά… Όπου ήταν η Αλιφραγκή από πίσω της…Αυτές με σηκώσαν. Εγώ όμως ήμουνα αντρούτσος, λάθος που γεννήθηκα γυναίκα. Ξηγημένη. Επήγα στην Τρούμπα, στα μπουρδέλα που δουλεύανε. Ήξερα, δεν ήμουνα κορόιδο. Άσε που είχα και τέσσερα αδέλφια που είχανε βουρτσάδικα μέσα στην Τρούμπα. Χαλάγανε λεφτά για μένα, τις είχα πελάτισσές μου, έλα Ανθούλα για καφέ μου έλεγαν, θα ’ρθω μωρή πουτάνα τους έλεγα, δεν έχω ανάγκη εγώ. Ήμουν μέσ’ στα όλα. Με καλούσαν και πήγαινα. Μια φορά με κάλεσε μία –αυτό δεν θα το ξεχάσω- Ντίνα τη λέγανε. Μέθαγε, έκοβε τα χέρια της στα μπουζούκια, από χωριό ήταν, την είχανε κάνει του δρόμου εντελώς. Φτάνω. Μου λέει κάτσε εδώ. Τι να κάνω μωρή εδώ πέρα να κάτσω της λέω, κάνε μου ένα καφέ. Ήρθα γιατί λες δεν σας καταδέχομαι. Δεν σας υποτιμώ, πάω για καριέρα, δεν είναι να με πιάσουν και να με τρέχουν στο ηθών. Εκεί που πίναμε καφέ ξέρεις τι μου ’κανε; Φεύγει, πήγε πίσω, πήρε βίζιτα και ξανάρθε. Ντινάκι, φεύγω κοριτσάκι μου γιατί δεν έχω κοιμηθεί απόψε της είπα. Έφυγα και δεν ξαναπάτησα.
Με τον Παπαϊωάννου έχω δουλέψει, με τον Τσιτσάνη όχι. Με ζήτησε μόλις πρωτοβγήκα –τότε ήταν άρρωστη η Νίνου και είχε πάει στη Αμερική- τον βρήκα στην Columbia και μου έδωσε ραντεβού. Ανθούλα μου λέει, να έρθεις την τάδε ώρα στο μπαράκι του Μάριου στην Ίωνος. Το λοιπόν, λέω του Ζαμπέτα: ρε ο Τσιτσάνης μου κλεισε ραντεβού! Πού μωρή, στου Μάριου; Θα σε γαμήσει μωρή πουτάνα μην πας, μου λέει. Βρε α στο διάολο του είπα που μπορεί εμένα κανείς να με αγγίξει, αφού με ξέρεις εμένανε. Στο λέω να ξέρεις ότι με ζήτησε, σιγά μην πάω. Θα περάσω όμως απ’ το μπαράκι να δω αν είναι μέσα. Περνάω απ’ την Ίωνος, τον βλέπω στο τραπέζι να με περιμένει και λέω μόνη μου –με συγχωρείς- πάρτα αρχίδια μου που θα ’ρθω εγώ μέσα που με περιμενεις, ξου. Η Αλιφραγκή στην στάση να πάρει το λεωφορείο για το Αιγάλεω. Γλίτωσα γιατί ήμουν έξυπνη.
Δυο δεσμούς έκανα, κι οι δύο δεν ήταν για μένα. Κι ο τρίτος δεν ήτανε, αλλά εντάξει. Τον πήρα. Χέστα τώρα τ’ άλλα. Παιδεύτηκα όμως. Πολύ. Και μ’ αυτόνε. Πενήντα χρόνια είμαι μαζί του. Τον πήρα μαγκάκι και ξέρω γω, βρε άστο διάολο του είπα, γίνε άνθρωπος, εγώ δεν θέλω μαγκάκια δίπλα μου. Είναι πάρα πολύ καλό παιδί, αλλά κουράστηκα και μ’ αυτόν να τον στρώσω. Ήταν αλλιώς μαθημένος. Δεν μπορώ να πω, αγάπησε τα παιδιά μου, τις κόρες μου. Και τις δυο τις πήγε νύφες στην εκκλησία, παππού τον λένε, δεν τον λένε μπαμπά. Εντάξει, έκανε κι αυτός τις βλακείες του… Είχε πολλά λεφτά, όχι όταν τον γνώρισα, μετά τα ’κανε. Αν έχεις ακουστά το κέντρο Σου Μου στην Ιερά Οδό, στο Αιγάλεω, δικό του ήταν, εγώ του το’ φτιαξα. Και το κράτησα ξέρεις πόσα χρόνια; Από κει περάσανε φίρμες. Πρώτος ο Διονυσίου. Στο μαγαζί τα δικό μου έγινε. Δίπλα στην Ανθούλα. Όταν ήρθε δεν είχε άνθρωπο να του πει καλησπέρα. Τον πήραμε πεθαμένο από δισκογραφία, ψόφιο στην πείνα. Του’ χε κάνει δέκα κουστούμια τούτος δω πέρα, τι να σου πω. Κι αυτός δεν τα αναγνώρισε. Μη νομίζεις, του ’φαγε λεφτά αυτουνού του μαλάκα, ήταν καψούρης ο δικός μου. Του γέμιζα όλο το μαγαζί, του κουβάλαγα, του χάλαγα κόσμο και τα ’παιρνε ο Στράτος. Δεν μου’ δωνε φράγκο το πρωί. Θα’ χα εγώ δέκα σπίτια. Στην εποχή μου [άσε γιατί με πιάνει πνίξιμο μόλις τα σκέφτομαι] που είχα τα σουξέ μου και ήμουνα κοπέλα, τα ’δωνε στον Στράτο. Ο Στράτος έκατσε τέσσερις σεζόν μαζί μου, στο Σου Μου, από μπατίρης που δεν είχε πού να μείνει έκανε πολυκατοικίες στη Θεσσαλονίκη. Όλα από την Αλιφραγκή. Εγώ να ξεβρακώνομαι, και να χορεύω και να κουβαλάω κόσμο που με αγάπαγε. Χέστα τώρα, άμα τα λέω αρρωσταίνω. Η ιστορία μου ήτανε βάσανο, πολύ βάσανο, και μέχρι τώρα βασανίζομαι αγόρι μου.
Ο Στράτος το σουξέ Γιατί Καλέ Γειτόνισσα το έκανε στο Σου Μου. Τότες ήταν το όνομά μου απ’ έξω. Ανθούλα Αλιφραγκή και Στράτος Διονυσίου. Όταν έκανε τη Γειτόνισσα του λέω έλα δω ρε μαλάκα, -τι λες μαρή Ανθούλα μου’ λεγε [μαρή Ανθούλα με έλεγε, Θεσσαλονικιός], βρε α στο διάλο του λέω βγάλε το όνομά μου και βάλε το δικό σου πρώτο. Γιατί έχεις δισκογραφία κι εγώ δεν έχω. Έβγαλα το όνομά μου από πρώτο και έβαλα του Στράτου. Τρελάθηκε αυτός. Βρε α γαμήσου του λέω, αφού πρέπει να το κάνω. Πάλι με βρίζεις μαρή Ανθούλα, μου έλεγε...
Ο Άγγελος Διονυσίου βγήκε από το μαγαζί μου. Ήταν στην γκαρνταρόμπα, του την είχαμε δώσειτσάμπα, τετοιος μπούφος ήταν ο άνδρας μου. Τα χάριζε όλα παιδάκι μου, νόμιζε ότι θα ήταν για πάντα νέος και θα κονομάμε. Του Άγγελου του λέω μια μέρα έλα δω ρε μαλάκα, τρία μέτρα πούστης να κάθεσαι να πουλάς λουλούδια, έλα να πεις δυο τραγούδια ρε στην πίστα, αφού ξέρω ότι τραγουδάς. Άμα δεν είσαι καλός θα σου πω φύγε γαμημένε δεν κάνεις για τραγούδι. Τον εβάζω με το ζόρι και λέει δυο του πατέρα του και χάλασε ο κόσμος απ’ το χειροκρότημα. Εγώ ήμουνα κι έμπορας, δεν ήμουνα μόνο τραγουδίστρια. Τα είπε ωραία όμως. Τον πήρα κοντά μου. Αμέσως. Δεν ήξερε πού να μπει, στο κάντο. Την ώρα που έπρεπε να μπει, έμπαινα εγώ για να καταλάβει. Τον βοήθησα πάρα πολύ. Αλλά είναι αχάριστο παιδί αυτό. Ο μικρός, ο Στέλιος, είναι πολύ καλό παιδί. Ο μεγάλος είναι αρχίδης, με συγχωρείς που μιλάω έτσι. Αλλά ο Στέλιος αναγνωρίζει. Από τόσο δα τον μεγάλωσα, στα χέρια μου. Αναγνωρίζει. Κάναμε μια εκπομπή με τη Σεμίνα και μίλησε για μένα με τα καλύτερα λόγια. Η Ανθούλα μας έμαθε να τραγουδάμε όλους της λέει της Σεμίνας, είναι πολύ καλό παιδί.
Ευκαιρίες; Έχασα. Πολλές. Ευκαιρίες κι αν έχασα. Κοίταξε όμως, αυτό πιστεύω, όταν είσαι γεννημένος να μην ξηγιέσαι λάθος, έτσι θα πεθάνεις. Αυτό ξέρω εγώ. Απ’ τον εαυτό μου το ξέρω. Εγώ ήμουνα συνηθισμένη να είμαι στο σπίτι μου, με τα παιδιά μου. Έτυχε να βγω στο ξενύχτι, το πρόσεξα όμως. Ούτε ήπια, ούτε κάπνισα, ξέρεις τι πα να πει αυτό την εποχή εκείνη; Ούτε τσιγάρο να μην καπνίσω εγώ, η Αλιφραγκή; Ούτε τα θέλω. Καμιά φορά ανάβω κανένα το πρωί με τον καφέ μου, έτσι για μένανε, και δεν το καταπίνω. Το ρουφάω στο στόμα και το φτύνω, το κάνω φου, φου, μισό τσιγάρο. Μήπως ξέρω και να το καπνίσω; Δεν έμαθα ούτε ναρκωτικά, δεν έγινα πουτάνα, επολέμαγα με τούτο δω [πιάνει το λαιμό]. Τους καψούρευα, ήμουνα ωραία κοπέλλα, άστους να’ ρχονται έλεγα να τα χαλάνε. Δεν έφυγα ποτέ από το μαγαζί με άνθρωπο ούτε για να πάω να πιω καφέ. Εγώ, η Αλιφραγκή η Ανθούλα, δεν έφυγα με κανέναν καψούρη για να πάω να πιω καφέ. Τους έλεγα να πα να γαμηθείτε. Εγώ έξω από το μαγαζί δεν βγαίνω, εδώ να σας κάνω τα κέφια όλα, έτσι που μ’ ακούς. Και όλοι αυτοί οι αλανιάρηδες με αγαπάγαν περισσότερο. Δεν το’ κανα γι’ αυτό, έτσι αισθανόμουνα.
Όταν ανεβαίνω στην πίστα, τρίζει η πίστα αγόρι μου. Γιατί; Πρώτα-πρώτα ξέρω πώς να σταθώ. Πώς να τα αποδώσω σωστά, να τα ερμηνεύσω, που δεν μπορεί κανένας να τα πει έτσι. Και ο άλλος τα γουστάρει έτσι να τα ακούει. Αλλά δεν πάω. Γιατί, ξέρεις τι γίνεται; Εμένα μου έχουν δώσει και μια τιμητική σύνταξη, δεν μπορώ να πάω να χάσω οχτακόσια τόσα ευρώ το μήνα που μου δίνει το κράτος για να πάρω δυο κατοστάρικα. Που δεν πρόκειται να μου τα δώσουνε κάθε μέρα. Γιατί να πάω; Δεν πάω. Έχω προσφέρει τόσα χρόνια στο λαϊκό τραγούδι, άμα δεν πάρω εγώ τιμητική σύνταξη ποιος θα ’παιρνε; Κι όμως έχουνε βρεθεί κάτι τσούλες –λουλούδια πούλαγε μία- κι έκατσε να με κατηγοράει στον κόσμο ποια είμαι εγώ… Ποια είναι η Αλιφραγκή που παίρνει σύνταξη τιμητική; Εσύ ποια είσαι μωρή που σου πιάνουν τον κώλο για να πάρουν ένα καλάθι λουλούδια; Δεν ντρέπεσαι; Λουλουδού είναι, αλλά απ’ τις καργιόλες λουλουδούδες.
Με την Αρβανιτάκη δούλεψα τουλάχιστον 4-5 μήνες μαζί στον Απόλλωνα. Μαγαζάρα με δύο χιλιάδες άτομα γεμάτη. Όταν έβγαινα γινόταν το σώσε. Με έτρεμε, και η κυρία Ανθούλα Αλιφραγκή να φωνάζει όλη νύχτα η κακομοίρα. Αφού ήμουν το δεξί της χέρι, μπόραγε να μου κάνει πουστιά; Λέω εγώ δεν είμαι από τα κοριτσάκια που έχουν ανάγκη να είναι δίπλα σου, σαν εσένα έχω δουλέψει εγώ με αντρικά ονόματα πρώτα, που εσύ δεν έχεις. Με πρόσεξε όμως, δεν μπορώ να πω. Έλεγα και δυο τραγούδια μόνη μου στο δίσκο, το Μινόρε της Αυγής -το ξεσκίζω- και το Είδα κι Έπαθα Κυρά μου. Στη Νύχτα Κατεβαίνει. Έχω πει και τραγούδια στο δίσκο της Πρωτοψάλτη, το Θεός αν είναι κι άλλα τρία στο Παραδέχτηκα.
Απ’ τους καινούργιους έχω ξεχωρίσει δυο τρεις που μου αρέσουν. Υπάρχουν ωραίες φωνούλες αλλά όταν βλέπω ότι καβαλάνε το καλάμι με ένα δίσκο, δεν τους πάω. Θέλω να δουλέψουνε, να πούνε τραγούδια, να καταλάβουνε τι είναι το λαϊκό τραγούδι. Δεν είναι άντε φου και φου, πρέπει να το καταλαβαίνεις εσύ πρώτα. Να μπορείς να το ερμηνεύσεις, να το δώσεις στον κόσμο. Ο Κουρκούλης, αυτό το παιδάκι έχει καλό λαιμουδάκι, μου αρέσει.
Τώρα πια η νύχτα δεν είναι για να είσαι έξω. Πάρα πολλή βρωμιά. Η Ελλάδα έχει γίνει χειρότερα απ’ την Αμερική. Όταν πήγα στην Αμερική άμα είχες ένα δολάριο έπρεπε να σε σκοτώσουν για να στο πάρουν, το ίδιο είναι κι εδώ τώρα. Ληστείες. Δεν μπορείς να με μαχαιρώνεις, να μου μπαίνεις στο σπίτι και να μου γαμάς τη γυναίκα, τι πράγματα είναι αυτά; Σκότωσαν ένα γέρο και του πήραν τα λεφτά, για ποιο λόγο; Είναι δυνατόν να κλειδώνουμε και να βάζουμε αλυσίδες; Τις έβαζαν στην Αμερική και τους κορόιδευα.
Τα
μαγαζιά έχουν γίνει βαριετέ, δεν κάνεις κέφι πια. Αυτός που θέλει να
γλεντήσει δεν θα πάει. Δεν μπορώ να δω το σόου του κάθε μαλάκα και να με
πονάει το κεφάλι μου, δεν γλεντάω. Για να βγω αγόρι μου το σκέφτομαι.
Πρέπει να χαλάσω εκατόν πενήντα ευρώ το λιγότερο, για μία μπόμπα. Εγώ
δεν πίνω, φοβάμαι να μην πιει αυτός εδώ να μεθύσει και με σκοτώσει στο
δρόμο. Κι αν τύχει και πάμε παρέα θα πιω σόδα ή λεμοναδίτσα. Δεν ήπια
ποτέ στη ζωή μου. Που λένε θα πιω να μαστουριάσω και θα βγω να
τραγουδήσω. Εγώ έβγαινα νηστική και τα ’σπαγα!
Ποτέ δεν πήρα
μεροκάματο ολόκληρο. Τι αρρώστια ήταν αυτή να σου τάζουν ένα μεροκάματο
και μετά να σου δίνουν το μισό…Μια, δυο, τρεις, όποιον δεν πλήρωνε τον
έφτιαχνα το Σάββατο. Με περίμεναν γεμάτοι κόσμο κι έψαχναν να με βρούνε.
Δεν εμφανιζόμουν. Καθόμουν να κοιμηθώ, προτιμούσα να πεινάσω, παρά να
με πιάσουν κορόιδο.
Το τραγούδι το νιώθω. Όταν είμαι στεναχωρημένη
κλαίω στην πίστα. Κάθε φορά που λέω το Καρδιά μου πάψε να πονάς, κλαίω.
Και μ’ ένα άλλο που λέει Ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά
παραπονιάρα κι απαρηγόρητη. Μ’ αυτό το τραγούδι κι αν έχω κλάψει…
Ζεϊμπέκικο. Άμα ήμουνα στεναχωρημένη παρακαλούσα να μην μου το
ζητήσουνε. Έψαχνα να μου σβήσουν τα φώτα να μην φαίνονται τα δάκρυα.
Δεν
έγινα πρώτη φίρμα γιατί έκανα δικό μου μαγαζί, 25 χρόνια, δεν δούλεψα
στα ξένα. Κάποια στιγμή τα βρόντηξα όλα κι έφυγα. Και τα ’χασαν όλα.
Είμαι καλή, αλλά άμα με τσιμπήσεις, θα σε φάω.
πηγη
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου