Από το Blogger.

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Το μπαράκι του Μάριου




Ένα στενόμακρο μαγαζάκι (με το πατάρι του) ήταν τόπος συνάντησης, δημιουργίας και διασκέδασης ενός κόσμου που ζούσε από το λαϊκό τραγούδι. Εκεί ξημεροβραδιάζονταν μουσικοί, συνθέτες, μπουζουξήδες, τραγουδιστές, στιχουργοί, οργανοπαίκτες, οργανοποιοί, μάγκες, αριστοκράτες, νταήδες, νταβατζήδες, κοκότες. Έπαιζαν, τραγουδούσαν, έκαναν πρόβες, τσακώνονταν και έφταναν ακόμη και σε πυροβολισμούς. Παλιοί πελάτες και πρωταγωνιστές στου «Μάριου» θυμούνται και αφηγούνται μοναδικές στιγμές που έζησαν στο «στρατηγείο του Ρεμπέτικου».
ΚΑΦΕ-ΜΠΑΡ Ο «ΜΑΡΙΟΣ»
  • Ο άρχων του λαϊκού τραγουδιού, έξω από το «στρατηγείο» του! Ο Μάριος Δαλέζιος έξω από το μπαράκι του στην Ομόνοια, όπου σύχναζε ένας κόσμος ολόκληρος που είχε να κάνει με το ρεμπέτικο
«Όποιος δεν ήπιε ούζο στου “Μάριου” δεν λογίζεται μπουζουξής, δεν έχει θέση στην οικογένειά μας», έλεγε πάντα ο γενάρχης του μπουζουκιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης. Τα λόγια του μας μεταφέρει σήμερα ο Τάκης Μπίνης, ένας από τους βετεράνους του λαϊκού τραγουδιού και από τους μόνιμους θαμώνες στο θρυλικό μπαράκι της οδού Ίωνος, στην Ομόνοια. Έχει κι αυτός την ίδια γνώμη με τον Μάρκο και την λέει: «Όσοι δεν πέρασαν από του “Μάριου” και δεν ήπιαν ποτό ή καφέ, δεν πήραν το βάφτισμα του μουσικού ή του μπουζουξή. Ήταν το στέκι μας, το δικό μας στρατηγείο», θυμάται ο Μπίνης και δεν ξεχνά τις βραδιές εκείνες που έπαιζε και τραγουδούσε, στο πατάρι του μπαρ, με τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Στέλιο Κηρομύτη, τον Λευτέρη Τσαγκάρη, τον Γιώργο Λαύκα και τον Ορφέα Κρεούζη.
Μέρες και νύχτες μαγικές και ονειρεμένες για ορισμένους, σκληρές και άχαρες για κάποιους άλλους, μέσα στο στενόμακρο καφέ-μπαρ, με το υπερυψωμένο πατάρι. Ένας κόσμος αλλιώτικος, με τις δικές του συνήθειες, τις παραξενιές, τους καβγάδες, τις φιλίες, τις «λυκοφιλίες», αλλά και άνθρωποι μπεσαλήδες, ειλικρινείς και ντόμπροι χαρακτήρες. Ο Μάριος Δαλέζιος, καθολικός από τη Σύρα, ιδιοκτήτης του καφέ-μπαρ, είχε το γενικό πρόσταγμα, ήταν ο απόλυτος άρχων μέσα και έξω από το μαγαζί του. Ήταν πολύ ψηλός και παχύς. Ντυμένος πάντα στο καντίνι και στην πένα, παντρεμένος, από το 1944, με τη χορεύτρια (και αργότερα τραγουδίστρια) Άννα Γκαλ, μια όμορφη κοπέλα που την γνώρισε όταν χόρευε με τον Μανώλη Καστρινό στο θέατρο «Περοκέ» με τον θίασο Κοκκίνη – Μαυρέα – Ντάβου και τους ηθοποιούς Δέσπω Διαμαντίδου, Νίκο Σταυρίδη, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίτσα Μόλυ, Καλή Καλό, Μπέμπα Δόξα. Η εντυπωσιακή Άννα Γκαλ (Μπινοπούλου) ήταν αδελφή της Ρίτας Μπινοπούλου, που είχε παντρευτεί τον Σταύρο Τζουανάκο, συνθέτη, τραγουδιστή και σολίστα του μπουζουκιού.
  • Η Άννα Γκαλ, χορεύτρια από τα μπαλέτα Καστρινού, στο μπαράκι του Μάριου, με τον οποίο παντρεύτηκε
Από το 1946 που πρωτολειτούργησε μέχρι το 1962 που έκλεισε, το μπαράκι του «Μάριου» ήταν το καθημερινό στέκι των επώνυμων του ρεμπέτικου, του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού. Δίπλα ακριβώς υπήρξε κι άλλο στέκι, του Γιάννη Χαριτόπουλου (πιο παλιό) όπου σύχναζαν οι ανώνυμοι ή τα «δεύτερα» και «τρίτα» ονόματα του ρεμπέτικου ή ακόμη όσοι δεν χωρούσαν στου «Μάριου», όπου σχεδόν κάθε μέρα, μετά το μεσημέρι, υπήρχε πολύ στριμωξίδι και γινόταν μεγάλη φασαρία. Εκεί άκουσαν τα τραγούδια τους, για πρώτη φορά, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Καλδάρας, ο Μητσάκης, ο Βίρβος και δεκάδες δημιουργοί και τραγουδιστές. Ο Μάριος πάνω στον μπουφέ είχε ένα πικάπ της εποχής (κι αργότερα ένα τζουκ-μποξ), όπου έπαιζαν τους δίκους και γινόταν κριτική από τους λαϊκούς βάρδους. Έλεγαν τη γνώμη τους και βαθμολογούσαν τα τραγούδια πριν ακουστούν από τους κρατικούς ραδιοσταθμούς ή πριν φύγουν οι δίσκοι από τις εταιρείες για τα δισκάδικα. Ακόμη, στα τραπεζάκια οι μπουζουξήδες «περνούσαν» τις νότες με τα καινούργια τραγούδια πριν πάνε για εγγραφή στο στούντιο της Columbia στη Ριζούπολη. Στο μπαράκι του «Μάριου» κλείνονταν και τα συγκροτήματα για τα πανηγύρια ή και για κάποια τριήμερα σε κέντρα λαϊκά της Αθήνας, του Πειραιά και της επαρχίας.
Από τους πρώτους και καλύτερους πελάτες στο ιστορικό μπαράκι της οδού Ίωνος στην Ομόνοια ο στιχουργός (με τα 2.500 τραγούδια) Κώστας Βίρβος, ζωντανεύει τώρα εικόνες και παραστάσεις όπως τις έζησε ο ίδιος: «Ο Μάριος ήταν ένας λεβεντάνθρωπος. Ψηλός, γεμάτος, 150 κιλά, σαν ογκόλιθος. Κάπνιζε, έπινε κι έπαιζε χαρτιά. Δίπλα από τον πάγκο του μαγαζιού υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι όπου έπαιζαν ραμί (πρόδρομος του κουμ-καν) και πρέφα. Ο Μπιθικώτσης και κάποιοι ταξιτζήδες ήταν οι μόνιμοι πρεφαδόροι.
  • Ο Σταύρος Τζανακάκος με τον Μάριο Δαλέζιο ήταν σύγαμβροι (μπατζανάκια) με τις αδελφές Μπινοπούλου, την Άννα (Γκαλ) και τη Ρίτα. Δίπλα ένας οικογενειακός φίλος τους
Όταν ερχόταν στον Πειραιά ο 6ος Στόλος, ο Μάριος για κάποιες νύχτες μετέτρεπε το μπαρ, στον χώρο με το πατάρι, σε καμπαρέ με ζωντανή μουσική. Είχε μια μικρή ορχήστρα με κεντρικό όργανο το σαξόφωνο και οι Αμερικανοί ναύτες έπιναν, χόρευαν και έκαναν φασαρία. Όσοι απ’ αυτούς μεθούσαν και προσπαθούσαν να κάνουν επεισόδια, τούς πέταγαν σηκωτούς στο πεζοδρόμιο της Ίωνος και τους μάζευε η Αμερικανική Ναυτική Αστυνομία».
Η μεγάλη έκπληξη ήταν η παρουσία στο μπαράκι τού «Μάριου» του Μάνου Χατζιδάκι, γύρω στα 1952-’53: «Έμπαινε μέσα, θυμάται ο Κώστας Βίρβος, έπιανε ένα τραπεζάκι σε μία γωνία κι έπινε το καφεδάκι του. Χαιρετούσε διά νεύματος και δεν μιλούσε. Καθόταν μια-δυο ώρες κι έφευγε. Ήξερε μόνον τον Ζαμπέτα, αλλά και μ’ αυτόν μιλούσε αραιά και πού».
Εντυπωσιακές είναι οι μαρτυρίες και οι εμπειρίες που έζησε στου «Μάριου», από τα παιδικά του χρόνια, ο Γιάννης Σταματίου ή «Σπόρος», γνωστός μουσικός και από τους πρώτους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού:
«Όταν με πήγε για πρώτη φορά στο μπαράκι ο συνάδελφός μου ο Σπύρος Ευσταθίου, φορούσα το καπέλο του σχολείου με την κουκουβάγια και κρατούσα από το ένα χέρι τα βιβλία και από το άλλο το μπουζούκι. Την είχα κάνει κοπάνα από το σχολείο κι όταν γύρισα στο σπίτι, ο πατέρας μου μού έδωσε ένα χέρι ξύλο, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Εγώ όμως είχα βαφτιστεί μπουζουξής μέσα στου “Μάριου”. Εκεί έγινα μάρτυρας μιας πολύ γερής κόντρας ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τον Χιώτη. Ένα μεσημέρι κάθονταν σε διπλανά τραπέζια και συζητούσαν έντονα για το μουσικό ύφος στο λαϊκό τραγούδι. Σε κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης υψώνει τη φωνή του και με τη γνωστή θεσσαλιώτικη προφορά του τού λέει: “Τι είναι αυτά ρε που γράφεις τελευταία; Δεν ακούγονται για λαϊκά. Όλο μάμπο και σουίνγκ, όλο μοντέρνα”. Ο Χιώτης εκνευρίστηκε και είπε στον Τσιτσάνη: “Ό,τι και να μου πεις, εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στην κιθάρα μου”. “Κι εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στο μπουζούκι μου”, απάντησε ο Τσιτσάνης. “Θα σου δείξω ποιος είναι ο Χιώτης”, είπε θυμωμένος ο Μανώλης και μέσα σε μια βδομάδα είχε έτοιμες δύο συνθέσεις του, δύο βαριά λαϊκά με κοινωνικό χαρακτήρα: “Σύρτε και φέρτε τον παπά” και “Τι θέλεις, μάνα δυστυχισμένη, κι όλο τον Χάρο παρακαλείς”. Τα τραγούδησε και τα δύο ο Τάκης Μπίνης κι έγιναν επιτυχίες της εποχής. Όταν βγήκαν τα τραγούδια, ο Χιώτης πήρε υπομάλης τον δίσκο των 78 στροφών, τον πήγε στου “Μάριου”, τον έβαλαν στο πικάπ κι όλοι έμειναν ικανοποιημένοι από το βαρύ στυλ που έγραψε ο Χιώτης».
Έξω από το μπαράκι έγινε και μία δολοφονική απόπειρα, τον Οκτώβριο του 1953, ένα μικρό θρίλερ όπως το θυμάται και το περιγράφει ο Γιάννης Σταματίου:
«Γνωστοί νταήδες και σωματέμποροι της εποχής εκείνης, που έκαναν περατζάδα και σαματάδες στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, περνούσαν πολύ συχνά κι από του “Μάριου”. Μεταξύ τους οι Νίκος Καλφακάκος, Γιάννης Κατσιμίχας, Σωτήρης Πανολιάπης, Κατελαναίοι και κάποιοι άλλοι. Ο Γιώργος Λαύκας, συνθέτης και μπουζουξής και μόνιμος πελάτης στο μπαράκι, είχε μια κοκότα (γυναίκα που έκανε βίζιτα με μεγάλο ποσόν) και μπαινόβγαινε μ’ αυτήν στου “Μάριου”. Όμως ένας από τους νταήδες, ο Καλφακάκος, ενοχλούσε και απειλούσε τον Λαύκα για πολύ καιρό. Ο τελευταίος είχε αγανακτήσει και ένα απόγευμα οπλίστηκε με περίστροφο. Όταν πλησίασε ο Καλφακάκος, ο Λαύκας έβγαλε το πιστόλι και πυροβόλησε. Ο νταής πρόλαβε και κρύφτηκε κάτω από ένα τραπεζάκι. Ο Λαύκας, όμως, έντρομος, πήγε κατευθείαν στο Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας και είπε: “Είμαι ο Λαύκας ο συνθέτης, σκότωσα τον Καλφακάκο και παραδίδομαι”. Δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Η σφαίρα χτύπησε στο άλλο μέρος του πεζοδρομίου και ο Καλφακάκος γελούσε. Πήγε στο τμήμα και ζήτησε να μην ασκηθεί δίωξη κατά του Λαύκα. Γενικά η παρουσία των νταήδων στου “Μάριου” και σ’ όλα τα λαϊκά κέντρα της νύχτας ήταν ένας μόνιμος βραχνάς για τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, ήταν μια παραφωνία στην ήρεμη και οικογενειακή διασκέδαση που επικρατούσε τότε».
Στο πατάρι του «Μάριου» ο Γιάννης Σταματίου δεν βαφτίστηκε μόνο μπουζουξής, αλλά και «Σπόρος». Έτσι τον αποκάλεσε ο Μανώλης Χιώτης, επειδή φορούσε κοντό πανταλόνι κι έπαιζε πολύ ωραίο μπουζούκι.
«Μπράβο, ρε σποράκι, εσύ είσαι καλός τόσο μικρός, είσαι δικός μας σαν κι εμάς». Οι αληθινές ιστορίες, οι αναμνήσεις από του «Μάριου» δεν τελειώνουν. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης, λαϊκός συνθέτης και μαέστρος για πολλά χρόνια στην Columbia, θυμάται το αδιαχώρητο στου «Μάριου». Σε μέρες καλές, που δεν έβρεχε, η εικόνα έξω από το μαγαζί, στην οδό Ίωνος, δεν σβήνει. Δεκάδες αστέρες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού συζητούσαν με τις ώρες. Όρθιοι και καθιστοί, σαν πολύβουο μελίσσι. Και μέσα στο στενόμακρο μπαράκι πρόβες με τα μπουζούκια, ακροάσεις νέων δίσκων, με φιλοφρονήσεις ή και ειρωνείες: «Έλα, μωρέ Βασίλη, καλούτσικο είναι», «Τι το θες τώρα, ρε Μπάμπη, θα γράψεις άλλα καλύτερα», «Μπράβο, Μανώλη, είσαι πάντα πρώτος», «Α, ρε Κώστα Βίρβο, είσαι ο ποιητής των όλων!», «Στέλιο Χρυσίνη, έπρεπε να σ’ ακούσει ο Σεγκόβια όταν παίζεις κιθάρα», «Μαέστρο Περιστέρη, χωρίς εσένα τι θα κάναμε;», «Ευτυχία, είσαι η μεγαλύτερη λαϊκή ποιήτρια».
Ονόματα χωρίς τελειωμό. Μικροί και μεγάλοι του ρεμπέτικου εν πλήρει δράσει από το 1946 έως το 1962. Στο δικό τους «στρατηγείο», όπου βαφτίζονταν και εξορμούσαν για να κατακτήσουν τον χώρο και τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού.


Ο Μάριος, έξω από το μπαράκι του, προσπαθεί να τιθασεύσει τους... άτακτους. Με το καβουράκι ο γνωστός ηθοποιός και φίλος του ρεμπέτικου Πέτρος Γιαννάκος (Κοκοβιός), καθιστός (που κοιτάζει περίεργα) ο Χριστάκης, πίσω ο συνθέτης και μαέστρος Θεόδωρος Δερβενιώτης και δίπλα ο συνθέτης Μπάμπης Μπακάλης

Το θρυλικό μπαράκι του «Μάριου» είναι το μεγάλο, το ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού.
Τραγούδια για τον «Μάριο»
Ο στιχουργός Κώστας Βίρβος περιγράφει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν καθημερινά στου «Μάριου». 

Τους περισσότερους τούς αναφέρει με τα παρατσούκλια τους. 
ΟΔΟΣ ΙΩΝΟΣ
Ίωνος μέσα στο στενό στο Μάριο το Συριανό
επήγαιναν να πιουν ρακί οι καλλιτέχνες οι λαϊκοί.
Ο Στράτος ο «τεμπέλης» με το «βραχνό» το Μάρκο
που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο
ο «Βλάχος» ο Τσιτσάνης κι η Νίνου η Μαρίκα
η Σωτηρία Μπέλλου με μια παρέα γλύκα.
Ίωνος μέσα στο στενό στο Μάριο το Συριανό
επήγαινε κι ο «σερ Μπιθί» πινάκλ να παίξει και ραμί
ο Παπαϊωάννου ο «ψηλός» κι ο Καζαντζίδης ο ντροπαλός
ο Μπάτης πούταν παληατζής και ο «κομψός» ο Κυριαζής
τα πιο καλά μπουζούκια ο «Ντίλιγκερ» κι ο «Σπόρος»
εδώ κι ο Τσαουσάκης κάθε τραγούδι ντόρος
Χρυσίνης, Περιστέρης οι δυο μαέστροι τότες
αυτοί στις εταιρείες σού άνοιγαν τις πόρτες
Ίωνος μέσα στο στενό στο Μάριο το Συριανό
η Ευτυχία μας η «Γρηά» πουλούσε στίχους μπιρ παρά
Να κι ο «Κοριός» με τον Πετσά και το Νταράλα το Λουκά
ο Χατζηχρήστος ο «γλυκός» κι ο Δερβενιώτης ο «χοντρός»
ο Χιώτης ο Μανώλης ο «Γκραν Αριστοκράτης»
μαζί κι η Μαίρη Λίντα με τα γουναρικά της
ο Τόλιος ο Καλδάρας καθόταν στη γωνία
τον πήρε το μπουζούκι απ’ τη Γεωπονία
«Τσάντας ο Λόγιας» πάντα εδώ Βασιλειάδης το σωστό
ο Λαύκας και ο «Μπιρ – Αλλάχ» κι η όμορφη «Χανούμ Σεβάχ»
Να κι ο Ζαμπέτας προσπαθεί στις εταιρείες για να μπει
η Γκρέυ και ο Γαβαλάς που τότες ήτανε ψαράς
το Γκόγκο τον Δημήτρη τον ‘λεγαν «Μπαγιαντέρα»
γιατί για μπαγιαντέρες τραγούδησε μια μέρα
ο Σταύρος Τζουανάκος κι ο Γιώργος ο Μητσάκης
να κι ο Κολοκοτρώνης και ο Καραπατάκης
ταλέντο φωτεινό που λες μα πούλαγε τις μουσικές
Ίωνος μέσα στο στενό επήγαινα παιδί κι εγώ
επήγαινα παιδί κι εγώ Ίωνος μέσα στο στενό.
* Οι στίχοι μελοποιήθηκαν από τον Γιάννη Μαρκόπουλο και περιλαμβάνονται στον κύκλο τραγουδιών του «Παιχνίδι με τον χρόνο». Ερμηνευτής ο Λεωνίδας Βελλής.
Η ΜΑΡΙΤΣΑ
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, σ’ ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του με τον τίτλο «Η Μαρίτσα», αναφέρεται στον πρώτο στίχο στο μπαράκι του «Μάριου». Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1952 με ερμηνευτές τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον ίδιο τον Τσιτσάνη.
Πάρε βόλτα κι έλα απόψε
στις οχτώμιση μ’ εννιά
και στου Μάριου θα μ’ εύρεις,
καθισμένο στη γωνιά.
Ω, κοπελίτσα μου, καλέ Μαρίτσα μου,
να σε κάνω πριγκιπέσα στο δικό μου τον οντά,
με χανούμια να χορεύεις, κοπελίτσα μου γλυκιά·
και θ’ ακούσεις του ΤΣΙΤΣΑΝΗ την πλανεύτρα την πενιά.
Κώδικας με «παρατσούκλια»
Ένας κώδικας με παρατσούκλια κυκλοφορούσε, κυρίως στο μπαράκι του «Μάριου», αλλά και στους χώρους δουλειάς των μουσικών, συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών. Τα 30 πιο χαρακτηριστικά παρατσούκλια είναι:
Μάρκος Βαμβακάρης – Βραχνός
Στράτος Παγιουμτζής – Τεμπέλης
Απόστολος Χατζηχρήστος – Γλυκός
Γιάννης Κυριαζής – Κομψός
Βασίλης Τσιτσάνης – Βλάχος
Γιάννης Παπαϊωάννου – Ψηλός
Σπύρος Περιστέρης – Μαέστρος
Θόδωρος Δερβενιώτης – Χοντρός
Σεβάς Χανούμ – Όμορφη
Γιώργος Μανίσαλης – Κοριός
Στέλιος Καζαντζίδης – Ντροπαλός
Πάνος Γαβαλάς – Ψαράς
Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Τράπουλα
Μανώλης Χιώτης – Αριστοκράτης
Γιάννης Τατασόπουλος – Ντίλιγκερ
Γιάννης Σταματίου – Σπόρος
Γιάννης Σταμούλης – Μπιρ Αλλάχ
Απόστολος Καλδάρας – Γεωπόνος
δημοσιεύτηκε στην εφημ. ΤΑ ΝΕΑ , 15/01/2000 , Σελ.: R39
Κωδικός άρθρου: A16642R391
ID: 201965
και στο διαδικτυακό περιοδικό rebetiko.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: