ΠΗΓΗ: http://www.mygreek.fm/el/biography/Dalia-Rena
Βιογραφία
Η ρεμπέτισσα ερμηνεύτρια Ρένα Ντάλλια (το πραγματικό της όνομα είναι Ελευθερία Παπακώστα) γεννήθηκε το 1934 (ή 1935) στην Πάτρα και απεβίωσε στον Πειραιά τον Αύγουστο του 2000. Ήταν το τελευταίο από τα 18 παιδιά των Ηπειρωτών γονέων της, από τα οποία επέζησαν μόνο τα δύο τελευταία, ένα αγόρι και η ίδια .
Τα φωνητικά της προσόντα τα έδειξε σε μικρή ακόμα ηλικία, ως μαθήτρια, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία του Γυμνασίου της στη Πάτρα. Γνήσια ρεμπέτικη και κοντράλτα φωνή, από τις καλύτερες του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού.
Στην Αθήνα ήρθε το 1950 – 51, σε ηλικία 18 ετών, για σπουδές, αλλά επειδή ο πατέρας και ο αδελφός της ήταν εξόριστοι στην Ικαρία λόγω αριστερών φρονημάτων, η μητέρα της και η ίδια, μόνες και απροστάτευτες, είχαν μεγάλες οικονομικές ανάγκες. Έτσι η Ελευθερία για να σταθεί στα πόδια της αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά ως δακτυλογράφος στη Δημαρχία Αθηνών.
Το 1951 μένανε με τη μητέρα της στο Παγκράτι και κάτω από το σπίτι τους ήταν μια οικογενειακή ταβέρνα ενός Κεφαλλονίτη, του Αντωνάτου, που την αγαπούσε σαν παιδί του. Στην ταβέρνα αυτή, που κατέβαινε συχνά, γνώρισε το Τρίο Ατενέ, καθώς και τον Κώστα Ζαφείρη που ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός των εκπομπών της τότε Βασιλικής Αεροπορίας.
Ένα βράδυ ο Κ.Ζ. την ακούει να τραγουδάει ερασιτεχνικά με το Τρίο Ατενέ, του αρέσει η φωνή της και την προτείνει να πάρει μέρος σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων στο ραδιόφωνο. Της δίνει τότε και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ρένα Ντάλλια» και έρχεται πρώτη μεταξύ 25 συνυποψήφιων κοριτσιών. Σε λίγες μέρες ο Ζαφείρης της κάνει νέα πρόταση να εμφανιστεί ως τραγουδίστρια στη κοσμική ταβέρνα του Ορφανού, στη γωνία Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Ιπποκράτους. Δέχεται και ξεκινάει την καριέρα της στο τραγούδι με 25 δρχ μεροκάματο.
Στη ταβέρνα αυτή ένα βράδυ την ακούει ο Ηλίας Ποτοσίδης (γνωστός μεταξύ των ρεμπετών ως Πάνω Βλέπας ή Χαμψίας), στενός συνεργάτης και δεύτερο μπουζούκι στο συγκρότημα του Γιάννη Παπαϊωάννου, τον ξετρελαίνει η φωνή της Ρένας και ενημερώνει σχετικά τον Παπαϊωάννου. Αυτός σπεύδει να τη γνωρίσει και να την ακούσει, εντυπωσιάζεται από τη φωνή και την ομορφιά της και την προτείνει να εργαστεί μαζί του στην «Τριάνα» του Βασίλη Χειλά που τότε εμφανιζότανε. Η Ρένα δέχεται και έτσι άρχισε η μεγάλη της καριέρα δίπλα στον Παπαϊωάννου. Έμελλε να γίνει η μούσα του Γιάννη Παπαϊωάννου και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Ένας έρωτας που την ταλαιπώρησε πολύ, που την προβλημάτισε ακόμα περισσότερο και χωρίς ευτυχή κατάληξη (ο Παπαϊωάννου ήταν ήδη παντρεμένος με παιδιά, με διπλάσια χρόνια στη πλάτη του, αφόρητα ζηλιάρης και ιδιαίτερα πιεστικός).
Το 1952, αποδεχόμενοι μια σπουδαία επαγγελματική πρόταση, Παπαϊωάννου, Ντάλλια, Ποτοσίδης, Λαζάρου και Νίκος Καλλέργης ταξιδεύουν για την Κωνσταντινούπολη, για να εμφανιστούν στο κέντρο «Καζαμπλάνκα» και όπου παραμένουν δύο μήνες γνωρίζοντας δόξα και πολύ χρήμα.
Σε λίγο καιρό η Ντάλλια γνωρίζεται και με τον Βασίλη Τσιτσάνη, μέσω του Ανέστου Αθανασίου ή Γύφτου. Ο Τσιτσάνης της δίνει την «Γκιούλ Μπαχάρ» και η Ρένα περνάει στη δισκογραφία για πρώτη φορά ερμηνεύοντας ανεπανάληπτα το 1ο της τραγούδι το 1950. Σύντομα ανοίγει ο δρόμος για να ακολουθήσουν κι άλλες πολύ μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Είμαστε φίλοι» και το «Χαλάλι σου χαλάλι» του Παπαϊωάννου, το «Φτωχοκάλυβο» του Χιώτη, η «Αρχοντορεμπέτισσα» και το «Έφυγες από τα χέρια μου» του Μητσάκη, κ.α.
Το 1953 η Ντάλλια γνωρίζεται με το Μανώλη Χιώτη και μεσολαβεί στον Παπαϊωάννου για να γίνει το συγκρότημα Παπαϊωάννου – Χιώτης – Ντάλλια, που οδήγησε σε μια πολύ καλή και πετυχημένη συνεργασία. Γίνεται από τα μεγαλύτερα ονόματα της λαϊκής νύχτας, τραγουδάει πολλές ώρες ατέλειωτα τραγούδια. Η επιτυχία έρχεται γρήγορα μαζί με την αναγνώριση του ταλέντου της από τον κόσμο που την ακούει και τη θαυμάζει.
Παράλληλα, γνωρίζεται και με διάφορους άλλους καλλιτέχνες της εποχής, καθώς και με τους τότε μεγαλύτερους στιχουργούς (Τσάντα, Μάνεση, Γκούτη, Κολοκοτρώνη, κλπ). Μεταξύ αυτών και την κατάκοιτη στο κρεβάτι Στέλλα Χασκίλ, που ήταν στο τέλος της ζωής της, χτυπημένη από τον επάρατο καρκίνο.
Θαύμαζε πολύ τη Σοφία Βέμπο, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τη Σωτηρία Μέλλου και τη Καίτη Γκρέϋ, μα απ’ όλες περισσότερο τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, η οποία υπήρξε το είδωλο και πρότυπό της.
Την επόμενη χρονιά, το 1954, η Ντάλλια ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική με τον Παπαϊωάννου, όπου εμφανίζονται στο ελληνικό κέντρο «Βυζάντιο» στη Νέα Υόρκη, με τρίμηνο συμβόλαιο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Τελικά έμειναν δέκα μήνες. Γραμμοφώνησαν και διάφορα τραγούδια στην δισκογραφική εταιρία “LIBERTY” και οι δίσκοι τους είχαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Έξι περίπου μήνες από τότε που έφτασαν ο Παπαϊωάννου και η Ντάλλια στην Αμερική, μια μέρα τους επισκέφτηκε απροσδόκητα η Μαρίκα Νίνου, που είχε κι αυτή ταξιδέψει για πρώτη φορά στο Νέο Κόσμο, για να εμφανιστεί στον απόδημο ελληνισμό μαζί με τον Κώστα Καπλάνη. Η Νίνου ήταν ήδη άρρωστη, είχε καρκίνο στη μήτρα, αλλά το έκρυβε και αυτός ήταν ο κύριος λόγος του ταξιδιού της στην Αμερική (να εξεταστεί από καλούς και εξειδικευμένους γιατρούς). Η Ντάλλια δεν γνώριζε ακόμα την αρρώστια της Μαρίκας. Το μυστικό της σοβαρής ασθένειας της Νίνου, της το αποκάλυψε ο Παπαϊωάννου, που το γνώριζε, την παραμονή της επιστροφής τους για την Ελλάδα.
Στην Αμερική η Ντάλλια γνώρισε και καλλιτέχνες ελληνοαμερικανούς, όπως ο Τζιμ Αποστόλου, με τον οποίο συνεργάστηκε στη δισκογραφία και γραμμοφώνησαν σαν ντουέτο πολύ ωραία τραγούδια.
Στο τέλος του ιδίου έτους, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, το καλλιτεχνικό ζευγάρι Παπαϊωάννου - Ντάλλια επέστρεψε στην Αθήνα και εμφανίστηκε και πάλι στην «Τριάνα» του Χειλά, ενώ αμέσως η Ρένα συνέχισε τις φωνοληψίες της στην Κολούμπια με τραγούδια του Παπαϊωάννου και άλλων συνθετών. Ένα μήνα αργότερα, με την επιστροφή στην Αθήνα και της Μαρίκας, συναντώνται οι δύο γυναίκες και η Νίνου της φανερώνει η ίδια το δράμα της ζωής της και της εξομολογείται ότι μπορεί να ξαναπάει στην Αμερική για εγχείρηση.
Αρχές του 1955 και η ζωή της Ντάλλιας γίνεται κόλαση εξ’ αιτίας της αφόρητης πίεσης και ζήλειας που δέχεται από τον ερωτοχτυπημένο Παπαϊωάννου. Επέρχεται αναπόφευκτη ρήξη στις σχέσεις τους, τον αφήνει και πάει να εργαστεί στο απέναντι μαγαζί, στη «Λουζιτάνια», μαζί με το δίδυμο Τζουανάκου – Τατασόπουλου. Δουλεύει εκεί για μια εβδομάδα μόνο, ενώ δέχεται καθημερινά αφόρητες πιέσεις να ξαναγυρίσει στην «Τριάνα», πάλι στο πλευρό του Παπαϊωάννου. Κάνει το λάθος να επιστρέψει, γίνεται και πάλι αποδέκτης της προηγούμενης ή και χειρότερης κατάστασης και τέλος, το 1956, εντελώς απελπισμένη και βρισκόμενη σε πλήρη αδιέξοδο, αναγκάζεται να φύγει κρυφά πάλι για την Αμερική –μετά από προσυνεννόηση– με τον Γιάννη Τατασόπουλο, με τον οποίο είχε και στενούς οικογενειακούς δεσμούς. Μαζί θα κάνουν και πολλούς δίσκους στην ελληνοαμερικανική δισκογραφική εταιρία ΝΙΝΑ.
Στη Νέα Υόρκη, η Ρένα συναντά και πάλι τη Μαρίκα Νίνου, που και αυτή είχε πάει στην Αμερική για δεύτερη φορά και ήταν πλέον πολύ άρρωστη. Η Ντάλλια έζησε τότε θλιβερές και δραματικές καταστάσεις κοντά στην μόνη, απροστάτευτη και βαριά άρρωστη Νίνου, η οποία πάλεψε με μεγάλο θάρρος το προσωπικό της δράμα. Η Ρένα της στάθηκε σαν αδελφή στο Γολγοθά της, την βοήθησε και την συμπαραστάθηκε όσο μπορούσε. Το ίδιο και η τραγουδίστρια Εύα Στυλ με τον άντρα της.
Οι δυο τους κάθε μέρα, επί δυόμισι μήνες, έκαναν έρανο στα μαγαζιά που δούλευαν για να καλύψουν τα καθημερινά έξοδα του νοσοκομείου για την εγχείρηση και νοσηλεία της Νίνου.
Εκεί στο νοσοκομείο, βέβαιη πλέον η Μαρίκα πως θα πεθάνει, μια μέρα ζήτησε από τη Ρένα να της φέρει συμβολαιογράφο για να κάνει τη διαθήκη της. Πράγμα που έγινε και η ίδια η Ρένα όπως και ο Σταυρόπουλος, ο σύζυγος της Εύας, υπέγραψαν σαν μάρτυρες τη διαθήκη της μεγάλης Νίνου.
Μόλις η Μαρίκα καλυτέρεψε κάπως, με την προτροπή των γιατρών της και τη βοήθεια συναδέλφων και φίλων που πρόσφεραν χρήματα για το αεροπορικό της εισιτήριο, επέστρεψε στην Ελλάδα και έφυγε οριστικά από τη ζωή στις 23 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους 1957, σε ηλικία μόλις 38 ετών.
Το 1958 η Ρένα Ντάλλια επιστρέφει στην Ελλάδα και δουλεύει το καλοκαίρι με τον Β. Τσιτσάνη στο «Φαληρικόν». Την ίδια χρονιά δούλεψε και με τον Χρηστάκη Σύρπο στου «Τζίμη του Χοντρού».
Το ίδιο έτος, η Ρένα Ντάλλια, εγκαταλείπει την δισκογραφία και της εμφανίσεις της στην Ελλάδα και αρχίζει επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό. Επισκέπτεται την Αυστραλία, την Αμερική, όλη σχεδόν τη δυτική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Το επόμενο έτος 1959 βρίσκεται για τρίτη φορά στην Αμερική και εκεί ξαναβλέπει τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Άγνωστο το τι έγινε μεταξύ τους στη συνάντηση αυτή. Είναι πάντως βέβαιο πως, παρά τα τόσα αισθηματικά προβλήματα και τις περιπέτειες που είχε με τον Παπαϊωάννου, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα πολύ και ως δημιουργό και ως άνθρωπο. Εξ’ άλλου του χρωστούσε πάρα πολλά, σχεδόν τα πάντα και η Ρένα το αναγνώριζε από το βάθος της καρδιάς της.
Στην Αμερική παντρεύεται ένα καλό παιδί, Πειραιώτη και το ζευγάρι επιστρέφει για μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα, στον Πειραιά, τη δεκαετία του ’70. Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής της καριέρας η Ρένα Ντάλλια γνώρισε πολλές επιτυχίες, δόξα και αρκετά χρήματα. Έφυγε σχετικά νέα από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 65 ετών.
ΠΗΓΗ: http://www.mygreek.fm/el/biography/Dalia-Rena
Τα φωνητικά της προσόντα τα έδειξε σε μικρή ακόμα ηλικία, ως μαθήτρια, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία του Γυμνασίου της στη Πάτρα. Γνήσια ρεμπέτικη και κοντράλτα φωνή, από τις καλύτερες του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού.
Στην Αθήνα ήρθε το 1950 – 51, σε ηλικία 18 ετών, για σπουδές, αλλά επειδή ο πατέρας και ο αδελφός της ήταν εξόριστοι στην Ικαρία λόγω αριστερών φρονημάτων, η μητέρα της και η ίδια, μόνες και απροστάτευτες, είχαν μεγάλες οικονομικές ανάγκες. Έτσι η Ελευθερία για να σταθεί στα πόδια της αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά ως δακτυλογράφος στη Δημαρχία Αθηνών.
Το 1951 μένανε με τη μητέρα της στο Παγκράτι και κάτω από το σπίτι τους ήταν μια οικογενειακή ταβέρνα ενός Κεφαλλονίτη, του Αντωνάτου, που την αγαπούσε σαν παιδί του. Στην ταβέρνα αυτή, που κατέβαινε συχνά, γνώρισε το Τρίο Ατενέ, καθώς και τον Κώστα Ζαφείρη που ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός των εκπομπών της τότε Βασιλικής Αεροπορίας.
Ένα βράδυ ο Κ.Ζ. την ακούει να τραγουδάει ερασιτεχνικά με το Τρίο Ατενέ, του αρέσει η φωνή της και την προτείνει να πάρει μέρος σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων στο ραδιόφωνο. Της δίνει τότε και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ρένα Ντάλλια» και έρχεται πρώτη μεταξύ 25 συνυποψήφιων κοριτσιών. Σε λίγες μέρες ο Ζαφείρης της κάνει νέα πρόταση να εμφανιστεί ως τραγουδίστρια στη κοσμική ταβέρνα του Ορφανού, στη γωνία Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Ιπποκράτους. Δέχεται και ξεκινάει την καριέρα της στο τραγούδι με 25 δρχ μεροκάματο.
Στη ταβέρνα αυτή ένα βράδυ την ακούει ο Ηλίας Ποτοσίδης (γνωστός μεταξύ των ρεμπετών ως Πάνω Βλέπας ή Χαμψίας), στενός συνεργάτης και δεύτερο μπουζούκι στο συγκρότημα του Γιάννη Παπαϊωάννου, τον ξετρελαίνει η φωνή της Ρένας και ενημερώνει σχετικά τον Παπαϊωάννου. Αυτός σπεύδει να τη γνωρίσει και να την ακούσει, εντυπωσιάζεται από τη φωνή και την ομορφιά της και την προτείνει να εργαστεί μαζί του στην «Τριάνα» του Βασίλη Χειλά που τότε εμφανιζότανε. Η Ρένα δέχεται και έτσι άρχισε η μεγάλη της καριέρα δίπλα στον Παπαϊωάννου. Έμελλε να γίνει η μούσα του Γιάννη Παπαϊωάννου και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Ένας έρωτας που την ταλαιπώρησε πολύ, που την προβλημάτισε ακόμα περισσότερο και χωρίς ευτυχή κατάληξη (ο Παπαϊωάννου ήταν ήδη παντρεμένος με παιδιά, με διπλάσια χρόνια στη πλάτη του, αφόρητα ζηλιάρης και ιδιαίτερα πιεστικός).
Το 1952, αποδεχόμενοι μια σπουδαία επαγγελματική πρόταση, Παπαϊωάννου, Ντάλλια, Ποτοσίδης, Λαζάρου και Νίκος Καλλέργης ταξιδεύουν για την Κωνσταντινούπολη, για να εμφανιστούν στο κέντρο «Καζαμπλάνκα» και όπου παραμένουν δύο μήνες γνωρίζοντας δόξα και πολύ χρήμα.
Σε λίγο καιρό η Ντάλλια γνωρίζεται και με τον Βασίλη Τσιτσάνη, μέσω του Ανέστου Αθανασίου ή Γύφτου. Ο Τσιτσάνης της δίνει την «Γκιούλ Μπαχάρ» και η Ρένα περνάει στη δισκογραφία για πρώτη φορά ερμηνεύοντας ανεπανάληπτα το 1ο της τραγούδι το 1950. Σύντομα ανοίγει ο δρόμος για να ακολουθήσουν κι άλλες πολύ μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Είμαστε φίλοι» και το «Χαλάλι σου χαλάλι» του Παπαϊωάννου, το «Φτωχοκάλυβο» του Χιώτη, η «Αρχοντορεμπέτισσα» και το «Έφυγες από τα χέρια μου» του Μητσάκη, κ.α.
Το 1953 η Ντάλλια γνωρίζεται με το Μανώλη Χιώτη και μεσολαβεί στον Παπαϊωάννου για να γίνει το συγκρότημα Παπαϊωάννου – Χιώτης – Ντάλλια, που οδήγησε σε μια πολύ καλή και πετυχημένη συνεργασία. Γίνεται από τα μεγαλύτερα ονόματα της λαϊκής νύχτας, τραγουδάει πολλές ώρες ατέλειωτα τραγούδια. Η επιτυχία έρχεται γρήγορα μαζί με την αναγνώριση του ταλέντου της από τον κόσμο που την ακούει και τη θαυμάζει.
Παράλληλα, γνωρίζεται και με διάφορους άλλους καλλιτέχνες της εποχής, καθώς και με τους τότε μεγαλύτερους στιχουργούς (Τσάντα, Μάνεση, Γκούτη, Κολοκοτρώνη, κλπ). Μεταξύ αυτών και την κατάκοιτη στο κρεβάτι Στέλλα Χασκίλ, που ήταν στο τέλος της ζωής της, χτυπημένη από τον επάρατο καρκίνο.
Θαύμαζε πολύ τη Σοφία Βέμπο, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τη Σωτηρία Μέλλου και τη Καίτη Γκρέϋ, μα απ’ όλες περισσότερο τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, η οποία υπήρξε το είδωλο και πρότυπό της.
Την επόμενη χρονιά, το 1954, η Ντάλλια ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική με τον Παπαϊωάννου, όπου εμφανίζονται στο ελληνικό κέντρο «Βυζάντιο» στη Νέα Υόρκη, με τρίμηνο συμβόλαιο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Τελικά έμειναν δέκα μήνες. Γραμμοφώνησαν και διάφορα τραγούδια στην δισκογραφική εταιρία “LIBERTY” και οι δίσκοι τους είχαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Έξι περίπου μήνες από τότε που έφτασαν ο Παπαϊωάννου και η Ντάλλια στην Αμερική, μια μέρα τους επισκέφτηκε απροσδόκητα η Μαρίκα Νίνου, που είχε κι αυτή ταξιδέψει για πρώτη φορά στο Νέο Κόσμο, για να εμφανιστεί στον απόδημο ελληνισμό μαζί με τον Κώστα Καπλάνη. Η Νίνου ήταν ήδη άρρωστη, είχε καρκίνο στη μήτρα, αλλά το έκρυβε και αυτός ήταν ο κύριος λόγος του ταξιδιού της στην Αμερική (να εξεταστεί από καλούς και εξειδικευμένους γιατρούς). Η Ντάλλια δεν γνώριζε ακόμα την αρρώστια της Μαρίκας. Το μυστικό της σοβαρής ασθένειας της Νίνου, της το αποκάλυψε ο Παπαϊωάννου, που το γνώριζε, την παραμονή της επιστροφής τους για την Ελλάδα.
Στην Αμερική η Ντάλλια γνώρισε και καλλιτέχνες ελληνοαμερικανούς, όπως ο Τζιμ Αποστόλου, με τον οποίο συνεργάστηκε στη δισκογραφία και γραμμοφώνησαν σαν ντουέτο πολύ ωραία τραγούδια.
Στο τέλος του ιδίου έτους, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, το καλλιτεχνικό ζευγάρι Παπαϊωάννου - Ντάλλια επέστρεψε στην Αθήνα και εμφανίστηκε και πάλι στην «Τριάνα» του Χειλά, ενώ αμέσως η Ρένα συνέχισε τις φωνοληψίες της στην Κολούμπια με τραγούδια του Παπαϊωάννου και άλλων συνθετών. Ένα μήνα αργότερα, με την επιστροφή στην Αθήνα και της Μαρίκας, συναντώνται οι δύο γυναίκες και η Νίνου της φανερώνει η ίδια το δράμα της ζωής της και της εξομολογείται ότι μπορεί να ξαναπάει στην Αμερική για εγχείρηση.
Αρχές του 1955 και η ζωή της Ντάλλιας γίνεται κόλαση εξ’ αιτίας της αφόρητης πίεσης και ζήλειας που δέχεται από τον ερωτοχτυπημένο Παπαϊωάννου. Επέρχεται αναπόφευκτη ρήξη στις σχέσεις τους, τον αφήνει και πάει να εργαστεί στο απέναντι μαγαζί, στη «Λουζιτάνια», μαζί με το δίδυμο Τζουανάκου – Τατασόπουλου. Δουλεύει εκεί για μια εβδομάδα μόνο, ενώ δέχεται καθημερινά αφόρητες πιέσεις να ξαναγυρίσει στην «Τριάνα», πάλι στο πλευρό του Παπαϊωάννου. Κάνει το λάθος να επιστρέψει, γίνεται και πάλι αποδέκτης της προηγούμενης ή και χειρότερης κατάστασης και τέλος, το 1956, εντελώς απελπισμένη και βρισκόμενη σε πλήρη αδιέξοδο, αναγκάζεται να φύγει κρυφά πάλι για την Αμερική –μετά από προσυνεννόηση– με τον Γιάννη Τατασόπουλο, με τον οποίο είχε και στενούς οικογενειακούς δεσμούς. Μαζί θα κάνουν και πολλούς δίσκους στην ελληνοαμερικανική δισκογραφική εταιρία ΝΙΝΑ.
Στη Νέα Υόρκη, η Ρένα συναντά και πάλι τη Μαρίκα Νίνου, που και αυτή είχε πάει στην Αμερική για δεύτερη φορά και ήταν πλέον πολύ άρρωστη. Η Ντάλλια έζησε τότε θλιβερές και δραματικές καταστάσεις κοντά στην μόνη, απροστάτευτη και βαριά άρρωστη Νίνου, η οποία πάλεψε με μεγάλο θάρρος το προσωπικό της δράμα. Η Ρένα της στάθηκε σαν αδελφή στο Γολγοθά της, την βοήθησε και την συμπαραστάθηκε όσο μπορούσε. Το ίδιο και η τραγουδίστρια Εύα Στυλ με τον άντρα της.
Οι δυο τους κάθε μέρα, επί δυόμισι μήνες, έκαναν έρανο στα μαγαζιά που δούλευαν για να καλύψουν τα καθημερινά έξοδα του νοσοκομείου για την εγχείρηση και νοσηλεία της Νίνου.
Εκεί στο νοσοκομείο, βέβαιη πλέον η Μαρίκα πως θα πεθάνει, μια μέρα ζήτησε από τη Ρένα να της φέρει συμβολαιογράφο για να κάνει τη διαθήκη της. Πράγμα που έγινε και η ίδια η Ρένα όπως και ο Σταυρόπουλος, ο σύζυγος της Εύας, υπέγραψαν σαν μάρτυρες τη διαθήκη της μεγάλης Νίνου.
Μόλις η Μαρίκα καλυτέρεψε κάπως, με την προτροπή των γιατρών της και τη βοήθεια συναδέλφων και φίλων που πρόσφεραν χρήματα για το αεροπορικό της εισιτήριο, επέστρεψε στην Ελλάδα και έφυγε οριστικά από τη ζωή στις 23 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους 1957, σε ηλικία μόλις 38 ετών.
Το 1958 η Ρένα Ντάλλια επιστρέφει στην Ελλάδα και δουλεύει το καλοκαίρι με τον Β. Τσιτσάνη στο «Φαληρικόν». Την ίδια χρονιά δούλεψε και με τον Χρηστάκη Σύρπο στου «Τζίμη του Χοντρού».
Το ίδιο έτος, η Ρένα Ντάλλια, εγκαταλείπει την δισκογραφία και της εμφανίσεις της στην Ελλάδα και αρχίζει επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό. Επισκέπτεται την Αυστραλία, την Αμερική, όλη σχεδόν τη δυτική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Το επόμενο έτος 1959 βρίσκεται για τρίτη φορά στην Αμερική και εκεί ξαναβλέπει τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Άγνωστο το τι έγινε μεταξύ τους στη συνάντηση αυτή. Είναι πάντως βέβαιο πως, παρά τα τόσα αισθηματικά προβλήματα και τις περιπέτειες που είχε με τον Παπαϊωάννου, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα πολύ και ως δημιουργό και ως άνθρωπο. Εξ’ άλλου του χρωστούσε πάρα πολλά, σχεδόν τα πάντα και η Ρένα το αναγνώριζε από το βάθος της καρδιάς της.
Στην Αμερική παντρεύεται ένα καλό παιδί, Πειραιώτη και το ζευγάρι επιστρέφει για μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα, στον Πειραιά, τη δεκαετία του ’70. Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής της καριέρας η Ρένα Ντάλλια γνώρισε πολλές επιτυχίες, δόξα και αρκετά χρήματα. Έφυγε σχετικά νέα από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 65 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου