ΠΗΓΗ: greka. gr
Συζητάω με 2-3 φίλους
μουσικούς. Ψάχνω να βρω έναν σημαντικό Έλληνα οργανοποιό, με το εθνική
κριτήριο της αναζήτησης να αναμοχλεύει ανάμεσα στην σπουδαία λαϊκή και
παραδοσιακή μας μουσική διαδρομή. Η ομοβροντία των απαντήσεων ακούει στο
όνομα Παναγιώτης Καφετζόπουλος. Τον συναντάω στο μαγαζί του στα
Εξάρχεια περικυκλωμένο από τα τελευταία του ‘παιδιά’, όργανα
κομψοτεχνήματα που θα μπορούσαν να φιλοκοσμούν και ένα μουσείο λαϊκών
οργάνων. Κάπως επιφυλακτικός, ή μάλλον στωικός, χωρίς καμία όμως αίσθηση
απαξίωσης του σκοπού της επίσκεψής μου, ο μάστορας Παναγιώτης ξεκίνησε
να μου μιλάει. «Το σημαντικό είναι να έχω και κάτι να σου πω» μου επαναλαμβάνει. Μόνο κάτι Παναγιώτη;
Πότε και πώς ξεκινήσατε να φτιάχνετε όργανα;
Συνήθως ο κόσμος θέλει να ακούει ένα παραμύθι. Δηλαδή πρέπει σώνει και καλά να υπάρχει ένα μυστικό και ένας μύθος γύρω από την οργανοποιία. Και αυτό είναι και κάτι που έχει καλλιεργηθεί και από εμάς, ότι και καλά πρέπει να υπάρχει ένα μυστικό για να βγει ο ήχος: από τα βιολιά του Στραντιβάρι, τα λαούτα του Κοπελιάδη, τις παλιές κιθάρες. Το παραμύθι λέει ότι ο καθένας είχε βρει κάτι, το είχε ανακαλύψει και το εφάρμοζε στο όργανο που έφτιαχνε και άρα είχε το αποτέλεσμα που είχε. Αυτό φυσικά είναι κάτι που δεν ισχύει. Προσωπικά μερικές φορές για να κάνω πλάκα έχω ανακαλύψει και μια δική μου λέξη το κωλιφωξούλιο και τη χρησιμοποιώ και λέω ας πούμε εγώ στα όργανα που φτιάχνω βάζω και κωλιφωξούλιο, γιατί αν δεν το βάλεις το όργανο δεν παίζει μουσική. Φυσικά, το κωλιφωξούλιο δεν μπορείς να το βρεις πουθενά γιατί το φτιάχνω μόνος μου. Λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία του πώς κατασκευάζεται ένα όργανο και το πού έχει κάθε μάστορας μάθει αυτή την δουλειά κρύβει από πίσω μυστικά που δεν υπάρχουν. Θυμάσαι την ταινία του Ταρκόφσκι, τον Αντρέι Ρουμπλιόφ. Στο τέλος ο άρχοντας της περιοχής πάει στον πιτσιρικά που ο πατέρας του ήταν ο μάστορας που πριν πεθάνει έφτιαχνε τις καμπάνες. Υποτίθεται και η καμπάνα έχει και αυτή ένα μυστικό για να μην σπάσει το κράμα, ειδικά στις μεγάλες. Ο μικρός φυσικά απάντησε ότι ξέρει το μυστικό και ότι του το είχε μάθει ο πατέρας του. Έτσι, μετά την κατασκευή της κανούργιας καμπάνας και με όλες τις επισημότητες ο άρχοντας της πόλης βάρεσε την καμπάνα, η οποία ακούστηκε μέχρι την άλλη άκρη της χώρας. Ο πιτσιρικάς πήγε σε κάτι λάσπες και έκλαιγε, τον πλησίασε ο Ρουμπλιόφ, ο καλόγερος που είχε δώσει όρκο σιωπής, από περιέργεια που τον είδε να κλαίει ενώ όλα πήγαν καλά και του απάντησε ο πιτσιρικάς «δεν ήξερα, δεν μου είχε πει τίποτα ο πατέρας μου». Νομίζω κάπως έτσι είναι. Σίγουρα για να κάνεις κάποιες δουλειές πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα, να χαράξεις μια πορεία. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει μια αφετηρία όπου κάποιος σου έχει αποκαλύψει ένα μυστικό.
Τι σημαίνει να φτιάχνεις λαϊκά όργανα;
Τα λαϊκά όργανα έχουν ένα καλό: Είναι ελεύθερα. Αν θελήσει κανείς να φτιάξει ένα βιολί το οποίο θα παίξει σε μια συμφωνική ορχήστρα θα πρέπει να έχει πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές και στον ήχο και στην ένταση. Θα είναι 50 άλλα βιολιά γύρω του για να βγάλουν ένα πολύ συγκεκριμένο και ομοιογενές ηχόχρωμα. Από την άλλη τα λαϊκά όργανα έχουν μια αυθαιρεσία. Δηλαδή μπορείς να πάρεις μια καρύδα, ή μια κατσαρόλα, να βάλεις τις χορδές σου και να το κάνεις να παίξει. Μπορείς να πάρεις ένα σκάφος στενό, ένα σκάφος φαρδύ και να βγάλει έναν ήχο. Μετά λοιπόν αυτόν τον ήχο θα τον πάρει ένας παίχτης, θα τον επιλέξει και πάνω εκεί θα χτίσει ότι είναι να χτίσει. Πάει λίγο αντίστροφα η δουλειά εδώ. Το όργανο και το ηχόχρωμα θα διαμορφώσει τεχνικές και ρεπερτόρια, ενώ στα κλασσικά όργανα είναι ανάποδα. Υπάρχει η μουσική και το ηχόχρωμα και το όργανο φτιάχνεται για να ακολουθήσει αυτό το ζητούμενο. Γι’ αυτό και το λαϊκό όργανο έχει ένα γίγνεσθαι, δηλαδή συνεχώς αλλάζει. Βέβαια, για να είμαστε και ειλικρινείς, τα τελευταία χρόνια το έχουν τυποποιήσει και λίγο. Αυτό που βλέπαμε και λέγαμε ότι τα μπουζούκια που φτιάχτηκαν στην Αμερική είχαν το δικό τους ήχο, ή η Πειραιώτικη σχολή άλλο ήχο, ο Ζαμπέτας, ο Τσιτσάνης είχε ο καθένας τον δικό του ήχο. Αυτό δεν το ακούς σήμερα. Λες ακούω μπουζούκι, δεν είναι εύκολο να διαχωρίσεις από το όργανο, ή τον τρόπο παιξίματος μουσικούς όπως παλιά.
Οι πιο χαλαρές προδιαγραφές κατασκευής είναι και ο λόγος που κάθε λαϊκό όργανο είναι ξεχωριστό;
Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. Αλλά και σε κλασσικά όργανα που έχουν φτιαχτεί με τον ίδιο τρόπο πάλι μπορείς να εντοπίζεις διαφορές. Καλύτερα είναι να μιλήσουμε για την ποικιλία στα σχήματα του σκάφους αναφορικά με την χαλαρότητα των προδιαγραφών στο λαϊκό. Βλέπεις ας πούμε, άλλα έχουν ροζέτα, άλλα τετράγωνη τρύπα, άλλα στρογγυλή τρύπα, άλλα έχουν οβάλ. Όλα αυτά βγάζουν και διαφορετικό ήχο. Όμως όπως σου είπα όλα αυτά έχουν τυποποιηθεί λίγο σήμερα. Το μπουζούκι σήμερα έχει πάνω κάτω το ίδιο σκάφος, έχει μια φιγούρα με συγκεκριμένη αισθητική, μια τρύπα ίδιων διαστάσεων. Εγώ προσωπικά δεν θέλω να έχω έναν τύπο οργάνων και να τον αναπαράγω. Ποτέ δεν φτιάχνω το ίδιο όργανο. Το κάθε ένα είναι τελείως διαφορετικό.
Δεν υπάρχει καμία κοινή και συγκεκριμένη διαδικασία κατασκευής στο λαϊκό όργανο;
Ασφαλώς και υπάρχει. Είναι αυτό που λέμε το τεχνικό κομμάτι. Το όργανο ορίζεται από την κλίμακά του. Δηλαδή το μήκος της ταστιέρας, το μήκος της ελεύθερης χορδής που πάλλεται, τα χωρίσματα της ταστιέρας, το πάχος της χορδής και η συχνότητα που θα κουρδίσεις είναι αυτά που ορίζουν το όργανό. Αυτά είναι στάνταρ, δεν τα πειράζουμε και αυτά συνθέτουν το τεχνικό κομμάτι του οργάνου. Τώρα όλα τα άλλα που αφορούν το ηχόχρωμα είναι ελεύθερα. Το καπάκι, το σκάφος, το είδος του σκάφους, τα ξύλα, όλα αυτά δίνουν μεγάλη ελευθερία και άλλους ήχους στο ηχόχρωμα. Στήνεις τα βασικά τεχνικά του οργάνου και μετά αρχίζει όλη η μαγεία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στο γιατί κάθε λαϊκό όργανο είναι ξεχωριστό. Σκέψου ας πούμε ένα κομμάτι ξύλου εδώ πάνω στον πάγκο μου το οποίο προορίζεται να γίνει μουσικό όργανο. Ξέρεις αυτό το ξύλο για να φτάσει εδώ έχει καμιά 100 χιλιάδες, ή και 200 χιλιάδες χρόνια ζωής. Ήταν ένα δέντρο, βγήκε ένας καρπός, μια καρυδιά, έπεσε το καρύδι και ξαναφύτρωσε καρπός. Μεγάλωσε, ξανάγινε δέντρο, πέρασαν τα χρόνια κόπηκε και έφτασε σ’ αυτόν τον πάγκο. Κάθεσαι λοιπόν εσύ και το κοιτάς και δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις σαν ένα κομμάτι πλαστικό. Είναι ένα ζωντανό κομμάτι ιστορίας και αυτό θα σε οδηγήσει κάπου. Δεν είναι μια πρώτη ύλη δεδομένη, δεν μπορείς καν να το συγκρίνεις με το κομμάτι του ξύλου που είχες μπροστά σου πέρυσι. Κάθε κομμάτι είναι μοναδικό. Το ξύλο πρέπει να το βλέπεις και να το αφήνεις να σε οδηγεί. Έτσι βγαίνει το όργανο, δεν μπορείς να προαποφασίζεις ας πούμε τι μέγεθος τρύπα θα κάνεις, ή πόσο λεπτό θα ναι το καπάκι. Αν σου βάλω ένα καπάκι (ηχείο) εδώ στο φως και το δεις ακτινογραφία, έχει μια μικρή διαφάνεια που βλέπεις τα νερά, καθένα θα σου δείξει αλλά πράγματα. Όταν κολλάς, λίγο με τον σφιχτήρα να σφίξεις παραπάνω, λίγη κόλλα να πέσει στο ξύλο, λίγο μια καμπύλη, κάτι θα σε πάει άλλου. Το να πας λοιπόν με τα νερά του ξύλου σου, και κυριολεκτικά και μεταφορικά το λέω για να σου απαντήσω και για το πού έμαθα τη δουλειά. Αυτό λοιπόν δεν διδάσκεται. Δεν μπορεί να ρθει ένας μάστορας και να σου πει στην καρυδιά ας πούμε το καμάρι θα πρέπει να είναι 2 εκατοστά από εκεί που πατάει ο καβαλάρης και στην μουριά θα είναι 1,5 εκατοστό. Δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες. Κάθε όργανο έχει την δική του προσωπικότητα. Για να μάθεις αυτή τη δουλειά αρκεί να μάθεις πολύ βασικά τεχνικά πράγματα και μετά να έχεις μια προσωπική πορεία. Να κάτσεις μόνος σου να παιδευτείς. Αν κάποιος μου ζήταγε να του δείξω, θα καθόμασταν μια βδομάδα από 2-3 ώρες κάθε μέρα και θα του τα είχα πει όλα. Μετά όμως άντε κάτσε φτιάξτο! Και δεν είναι ότι δεν μπορεί ο άλλος. Το θέμα είναι ότι άλλο όργανο θα φτιάξει ο ένας οργανοποιός και άλλο όργανο ο άλλος. Θέλει και μια προσέγγιση την οποία τη βρίσκεις μόνος σου και σιγά σιγά.
Από την στιγμή που το ξύλο είναι πάνω στον πάγκο υπάρχει το δίλημμα μουσική ή αισθητική για το υπό κατασκευή όργανο;
Το αυγό έκανε την κότα, ή η κότα το αυγό; Το βιολί έχει ένα σχήμα το οποίο από πλευράς ακουστικής είναι απαράδεκτο. Έχει δύο τρύπες, τα S του. Δεν υπήρχαν όργανα ποτέ με αυτή τη σχεδίαση. Είναι μια τυπική περίπτωση οργάνου, κατά την γνώμη μου, που τον πρώτο λόγο τον είχε η αισθητική και μετά έβγαλε έναν ήχο διαμορφωμένο από αυτήν και πάνω σε αυτόν τον ήχο γράφτηκαν αριστουργήματα και καθιερώθηκε η κατασκευή του. Αυτό τι σημαίνει; Ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία αν εγώ για λόγους αισθητικής φτιάξω έναν όργανο που δεν παίζει τίποτα το φοβερό γιατί δεν κατασκευάστηκε με ηχητικά κριτήρια. Σημασία έχει το να το ανακαλύψει κάποιος με ταλέντο και να συνθέσει 5 τραγούδια που τα ακούς και δεν τα ξεχνάς και να τα κάνει δισκογραφία. Πίστεψέ με, όλοι μετά θα θέλουν ένα τέτοιο όργανο. Επομένως, αυτό που μετράει είναι ποιος καθιερώνει έναν ήχο, άσχετα αν η αφετηρία είναι αισθητική ή ακουστική. Κατά τη γνώμη μου θα ήτανε καλό να πειραματίζονται συνέχεια οι οργανοποιοί.
Πειραματίζονται; Υπάρχει εξέλιξη;
Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει εξέλιξη, τουλάχιστον στα 30 χρόνια που εγώ είμαι στη δουλειά. Δες ας πούμε τον ήχο του μπουζουκιού. Εγώ διαφωνώ ότι πρέπει απαραίτητα να θυμίζει αυτό που ξέρουμε. Παλιά ο κόσμος έπαιρνε πιο εύκολα ένα όργανο που δεν ήταν ας πούμε “συμβατικό’. Σε αυτό βέβαια ευθύνεται ενδεχομένως και η κρίση και σου λέει ο μουσικός πρέπει και εγώ να βγάλω το ψωμί μου. Πριν από 15 χρόνια ένα πιο πειραματικό όργανο, μια διαφορετική πρόταση πουλιόταν πιο εύκολα, είχε πιο πολύ απήχηση. Τώρα θα πρέπει με ένα όργανο αν είσαι επαγγελματίας να επιβιώσεις στην αγορά και να κάνεις τη δουλειάς σου, οπότε τα πιο πειραματικά μένουν στην άκρη. Τώρα κανείς δεν θα πάρει ένα όργανο έτσι για να το “χει. Εγώ βέβαια προσπαθώ να συνεχίσω να το ψάχνω. Για τα δικά μου όργανα βλέπω πως ότι και να φτιάχνω, ότι κατασκευαστικές προτάσεις και να κάνω αν ο άλλος δεν το ζητάει η καρδιά του δεν θα καταλάβει ούτε τι έχει πάρει και βασικά δεν θα πάρει και από εμένα. Πρέπει να πηγαίνεις λίγο γυρεύοντας. Πρέπει να υπάρχει η επιθυμία να συναντηθείς εσύ και ένα όργανο και να τα βρείτε. Αλλιώς πας και παίρνεις κάτι έτοιμο για σένα. Εγώ δεν παίρνω παραγγελίες (εκτός απ’ το να μου ζητήσει όργανο ένας αριστερόχειρας) και βασικά δεν κοιτάω να καλύψω αυτή την ανάγκη που σου λένε κάποιοι άνθρωποι ότι εγώ ας πούμε θέλω ένα μπουζούκι που να ακούγεται σαν του Ζαμπέτα. Εγώ δεν θα κάτσω να προσπαθήσω να αναπαράγω έναν ήχο που είχε ένας μπουζουξής, ή που θέλουνε στο πάλκο επάνω. Εδώ έρχεται και ένα άλλο θέμα. Ο κόσμος διασκεδάζει από μνήμης. Πάνε στο ταβερνάκι, κάθονται, πίνουν το κρασάκι τους έχουν το μεζέ τους. Μόλις αρχίσει η μουσική θα ακούσουν ας πούμε την Φραγκοσυριανή του Μάρκου, έτσι όπως την μάθαμε με το στυλ και το ηχόχρωμά της και θα μερακλώσουν όχι επειδή συμμετέχουν σε αυτό που ακούνε, αλλά επειδή αυτό που ακούνε τους γεννάει μνήμες. Οι ήχοι αυτοί έχουν γράψει στο ασυνείδητο και κάθε αναπαραγωγή τους ενεργοποιεί το θυμικό. Ο μουσικός μπορεί να σκίζεται στο πάλκο, να θέλει να βάλει λίγο από τον εαυτό του και ο κόσμος γύρω γύρω θα χει πάρει μπρος μόνο και μόνο επειδή ακούει κάτι που του θυμίζει μια συναισθηματική ταύτιση. Εάν τώρα κάποιος θελήσει να έχει επικοινωνία με τον ακροατή για να μπορέσει να έχει καινούργια ερεθίσματα και να φτιάξει και ο ακροατής καινούργιες μνήμες θα πρέπει να βάλει τα παλιά ηχοχρώματα στην άκρη και να αναπαράγει το τραγούδι σαν να γράφει σε λευκό χαρτί. Αν το κάνει βέβαια αυτό είναι πολύ πιθανόν να του πει ο μαγαζάτορας «άσε μην έρθεις το άλλο Σαββατοκύριακο γιατί δεν πάμε καλά». Θέλει jukebox, ή γραμμόφωνο το μαγαζί. Το τί γίνεται, τί παίζει το όργανο και τί ήχο παράγει ο μουσικός πολλές φορές δεν αφορά κανέναν. Όλη η ιστορία γίνεται από μνήμης. Και όσο πιο πολύ ένα (λαϊκό) όργανο σε παραπέμπει στο παρελθόν, τόσο πιο αποτελεσματικό είναι. Έλα όμως που δεν είναι δημιουργικό, δεν έχει να πει καινούργια πράγματα. Δεν λέω να μην την πεις την Φραγκοσυριανή, αλλά μπορείς να βάλεις κι ένα ταξιμάκι με ένα όργανο που έχει ας πούμε μια εσωστρέφεια. Ή να κάνεις μια παραλλαγή και να εντάξεις κάτι καινούργιο. Έτσι πρέπει να ναι το λαϊκό όργανο, ελεύθερο, εγώ αυτό πιστεύω. Όταν αρχίζει και μπαίνει στη γυάλα και τυποποιείται χάνει πολύ απ’ τα μεγέθη του. Δηλαδή, δες ας πούμε με την αγγειοπλαστική. Αλλιώς τα κάνανε σε μια περιοχή της Ελλάδας, αλλιώς σε μια άλλη. Αν τώρα αποφασίσουμε να κάνουμε μονοκαλλιέργεια και πούμε αυτή η κούπα είναι η πιο χρηστική γι’ αυτούς και γι’ αυτούς τους λόγους, στο τέλος θα φτιάχνουμε όλοι την ίδια κούπα. Το μόνο θέμα που μας μένει είναι σε τί τιμή θα βγει, και τί χρώμα θα χει. Έχει χαθεί αυτό το λαογραφικό της διαφορετικότητας. Είναι ωραία να υπάρχουν πολλές προτάσεις. Το καταλαβαίνω ότι είναι αντιεμπορικό. Άλλα εργαστήρια φτιάχνουν 50 ίδια όργανα το μήνα και τα πουλάνε. Είναι ίδιες μεν κούπες, αλλά είναι και γερές, καλές και φτηνές. Εγώ προσπαθώ να πειραματίζομαι. Είναι νομίζω και βασικό κομμάτι για την εξέλιξη της κατασκευής των οργάνων. Μ’ αρέσουν οι κατασκευές που έχουν κάτι καινούργιο να πούνε. Που είναι και λίγο σπαζοκεφαλιές. Είναι πολύ ωραίο να ψάχνεις και να προτείνεις ήχους και να βρεθεί ο δημιουργός και να τους ψάξει. Μιλάμε για λαϊκά όργανα και πρέπει να βρούμε και άλλους ήχους.
Τι θα πει ότι ένα λαϊκό όργανο αλλάζει;
Αλλάζει όπως αλλάζει και ο χρόνος που γραφεί επάνω, η κολλά, τα βερνίκια, το ξύλο και με το παίξιμο. Συντονίζεται όλη η μάζα σε κάποιες συχνότητες και αλλάζει μετά η ταλάντωση που κάνει.
Μπορεί ένα όργανο να μη βρει σωστό παίχτη; Να μην παντρευτούν καλά;
Φυσικά. Υπάρχουν παίχτες που αναδεικνύουν τα όργανα, τα πάνε στα ύψη και κάποιοι άλλοι τα σκοτώνουν, τα τελειώνουν, γιατί τους πάνε κόντρα. Κοίτα αυτό είναι όλη η ουσία, άκου αυτό, είναι ένα διαπασών, μια λάμα. Παίζω τώρα (με πλήρη αρμονικό κύκλο), πρόσεξε τι γίνεται άμα παίξεις (με αδεξιότητα). Ακούς τίποτα από αυτό που άκουσες πριν; Δηλαδή άμα δε σε νοιάζει και θες εσύ να κάνεις το κέφι σου δεν πας πουθενά. Του λες ας πούμε του άλλου «χτύπα το να βγάλει, ρε φιλέ, αισθάνσου το λίγο» και αυτός προσπαθεί να καταλάβει. «αισθάνσου το λιγάκι, άσε το να αναπνεύσει». Ε, είναι μερικοί που το “χουνε, το χαϊδεύουν και αρχίζει το όργανο και φτερουγίζει. Κάθεται ο άλλος, παίζει με την ιδία ταχύτητα, με την ιδία δύναμη και δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί όλη η ιστορία είναι στο δεξί χέρι (στην πένα). Του τη ρίχνεις πάνω στην ταλάντωση και καταλαβαίνεις πόσο, με τη δεύτερη που θα ρίξεις καταλαβαίνεις αυτό ποσό ανταποκρίνεται. Αν αυτό το πράγμα σε ένα καινούριο όργανο, πας με τα νερά του και μπορέσεις και το βγάλεις, αυτό τι κάνει; Ταλαντώνεται, ταλαντώνεται και βγάζει. Άμα το πας έτσι (αδέξια) δε θα βγάλει ποτέ. Το νιώθεις ρε παιδί μου, αυτό συμβαίνει και στο πιάνο, ποσό μάλλον στη χορδή. Άμα βάλεις δέκα ανθρώπους να παίξουν την ιδία ντο, το ίδιο πλήκτρο, θα ακούσεις δέκα ντο διαφορετικά. Και είναι πλήκτρο, δεν είναι πένα. Ποσό μάλλον η πένα, πως ενεργοποιεί τη χορδή, σκέψου τι διαφορά μπορεί και κάνει. Και όλα αυτά παίζονται στο δέκατο του δευτερόλεπτου, στο εκατοστό του δευτερόλεπτου, στο χιλιοστό του γραμμάριου. Αυτό είναι και το πλέον σημαντικό. Δηλαδή αν δεν το χεις κατακτήσει δεν κάνεις τίποτα. Δεν πα να παίζεις παπάδες και ρεπερτόρια. Τι να σου κάνει κι ένα οργανάκι άμα δε σε νοιάζουνε αυτά, πάρε ένα ηλεκτρικό αρμόνιο και αυτό ήταν. Εδώ θέλει να του βρεις τα χούγια. Και ξαναέρχομαι, ότι επειδή αυτό απαιτεί μια άλλη προσέγγιση, συνήθως ο κόσμος θέλει όργανα που να το κάνουν από μονά τους χωρίς την προσπάθεια. Δηλαδή μια κατασκευή που όπως και να τη χτυπήσεις αυτή θα αποδίδει και μη μου βάζεις τώρα δύσκολα ρε φιλέ και τα λοιπά. Όποτε, ή θα χεις τέτοια αποτελέσματα με τρικ, χρυσόχαρτο, λεπτό καπάκι και μεγάλη τρύπα, είναι συνταγή που πιάνει, παίζει, αλλά δεν έχει δυναμικές. Πρέπει ο ήχος να υπόσχεται κιόλας. Δηλαδή άμα έχεις μια γυναίκα και τη δεις στην παραλία με μπικίνι θα πεις μια γυναίκα, μια κοπέλα με μπικίνι, κάτι το φυσιολογικό. Αν την ώρα που περνάς στο δρόμο και από ένα παράθυρο δεις μια γυναίκα την ώρα που αλλάζει με το μπικίνι τρελαίνεσαι, λες τώρα τί είδα; Θέλω να πω ότι όταν υπάρχει υπόσχεση, όταν υπάρχει έκπληξη τότε το αποτέλεσμα είναι και πιο δυνατό.
Από αυτά τα τριάντα χρόνια που είστε σε αυτή τη δουλεία υπάρχει ένα όργανο δικό σας που το θυμάστε και λέτε: εκείνο το μπουζούκι που χα φτιάξει τότε φοβερό ρε παιδί μου, σας έχει τύχει να αναπολήσετε μια κατασκευαστική στιγμή του παρελθόντος;
Όχι, γιατί κάθε όργανο όταν το ξεκινάω το κάνω σαν να είναι το τελευταίο μου. Αυτό θα ναι το δικό μου λέω, θα το πάρω και θα χαθώ. Ξεκινάω το όργανο, ξεχνάω τα πάντα και φτιάχνω το καλύτερο μου, το τελευταίο μου. Εν τέλει βέβαια ποτέ δεν καλύπτεσαι, δηλαδή τελειώνει, το αφήνεις, το κοιτάς, εντάξει λες καλό είναι αλλά… Δηλαδή πάντα όταν ξεκινάς ονειρεύεσαι κάτι, να το ακούσεις όταν θα ναι έτοιμο και κάτι να σου φτιάξει, να το αγκαλιάσεις, να το αφήσεις και να μην πέφτει… να στέκεται όρθιο, να αιωρείται. Να έχει μια μαγεία, κάτι το διαφορετικό. Ναι, όλοι αυτό ψάχνουμε. Και αυτοί που έρχονται να αγοράσουν όργανα αυτό ψάχνουν. Δηλαδή στην ουσία όλοι ψάχνουν το άγιο δισκοπότηρο, το σπαθί των σαμουράι, ή το περίστροφο του καουμπόη. Είναι λίγο φετίχ, είναι λίγο σύμβολο.
Το βρίσκεις τελικά αυτό;
Όχι, ποτέ. Ούτε αυτοί που τα παίρνουν, που τα χρησιμοποιούν, ούτε αυτοί που τα φτιάχνουν. Μπορεί κάποιο όργανο που είχα φτιάξει πριν από δεκαπέντε χρόνια να είναι το καλύτερο μου και να μην μπορέσω να το ξαναφτιάξω ποτέ, ή μπορεί το καλύτερο όργανο που έχει φτιαχτεί πάνω στον πλανήτη να έχει φτιαχτεί το 1904, λέω τυχαία ένα έτος, και να μην επαναληφθεί. Σε άλλες κατασκευές δεν συμβαίνουν αυτά. Δηλαδή ένα αυτοκίνητο, ας πούμε, ή ένα ραδιόφωνο, ή ένα μηχάνημα, δε μπορείς να πεις ότι κάποτε φτιάχτηκε και εξαφανίστηκε. Υπάρχει μια εξέλιξη, αν θες να κάνεις το γύρο του κόσμο με αυτοκίνητο δε θα πάρεις ένα αυτοκίνητο του 1910 γιατί δε θα πας πουθενά. Μπορεί όμως άμα βρεις ένα όργανο του 1910 να ακούσεις κάτι που δε θα το ξαναβρείς και δεν έχει αυτό μια μυστική συνταγή μέσα που άντε να βρω τι γίνεται εδώ πέρα.
Ο μουσικός διαλέγει το όργανο, ή το όργανο το μουσικό;
Πολλές φορές μπαίνει στο μαγαζί ένας μουσικός κοιτάει ένα όργανο που του αρέσει, το παίρνει, το δοκιμάζει, το κρεμάει πίσω. Το καταλαβαίνεις ότι δεν του είπε τίποτα. Και μετά την άλλη μέρα με το ίδιο όργανο ένας άλλος μουσικός τρελαίνεται και αρχίζει να λέει «που θα βρω τα λεφτά» και «τι μου έκανες τώρα» και «το ψάχνω αυτό 20 χρόνια και έχω αλλάξει 10 όργανα για να το βρω». Και δεν μπορεί να κοιμηθεί και έρχεται και ξανάρχεται σαν να χει καψούρα. Μπορεί εντωμεταξύ ο πρώτος να είναι καλύτερος παίκτης. Οπότε εγώ πως θα ορίσω; Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Έχω δει απίστευτα πράγματα. Έχω δει όργανα που δεν είχαν ‘μιλήσει’ ποτέ και ξαφνικά στα χέρια κάποιου αρχίζεις και λες τώρα πως το κάνει αυτό. Τι έγινε τώρα; Επομένως τελικά είναι το τι ζητάς, τι σου ταιριάζει και σε τι ταιριάζεις και συ. Τις γυναίκες που εμείς παντρευτήκαμε άλλοι τις χωρίσανε και αυτές που τις χωρίσαμε εμείς τις παντρεύτηκαν άλλοι. Που είναι η αντικειμενικότητα;
Είναι αμόνι, ένα όργανο. Δοκιμάζονται πολλά πράγματα εκεί πάνω. Είναι ο άλλος τι θα έχει μέσα του, τι θα βγάλει, πώς θα παίξει. Το σέβεται; Το ακούει πρώτα; Πάει με τα νερά του; Το ανακαλύπτει; Λέει όπα εδώ κάτι έχουμε, πάμε να το αναδείξουμε; Να το βοηθήσω το όργανο. Να δω τι θέλει κι εκείνο. Σε όλα τα όργανα κάποιες περιοχές είναι πιο ενισχυμένες και κάποιες πιο αδύναμες, ειδικά στα καινούργια όργανα. Ε άμα επιμένεις στην αδύναμη περιοχή είσαι παλιοχαρακτήρας (γέλια)! Δεν θα κάνεις ταξίμι και θα μείνεις εκεί. Θα περάσεις γρήγορα και θα μείνεις εκεί που θα σε πάει το όργανο. Πίστεψέ με, μετά θα στο ανταποδώσει.
Ευχαριστώ τον φίλο μουσικό Νίκο Κυριαζή για την βοήθειά του να γίνει αυτή η συνέντευξη.
Το οργανοποιείο του Παναγιώτη Καφετζόπουλου βρίσκεται στα Εξάρχεια, Ζωοδόχου Πηγής 54, 2103304185.
Κείμενο-φωτογραφίες: Κωστής Πιερίδης
Πότε και πώς ξεκινήσατε να φτιάχνετε όργανα;
Συνήθως ο κόσμος θέλει να ακούει ένα παραμύθι. Δηλαδή πρέπει σώνει και καλά να υπάρχει ένα μυστικό και ένας μύθος γύρω από την οργανοποιία. Και αυτό είναι και κάτι που έχει καλλιεργηθεί και από εμάς, ότι και καλά πρέπει να υπάρχει ένα μυστικό για να βγει ο ήχος: από τα βιολιά του Στραντιβάρι, τα λαούτα του Κοπελιάδη, τις παλιές κιθάρες. Το παραμύθι λέει ότι ο καθένας είχε βρει κάτι, το είχε ανακαλύψει και το εφάρμοζε στο όργανο που έφτιαχνε και άρα είχε το αποτέλεσμα που είχε. Αυτό φυσικά είναι κάτι που δεν ισχύει. Προσωπικά μερικές φορές για να κάνω πλάκα έχω ανακαλύψει και μια δική μου λέξη το κωλιφωξούλιο και τη χρησιμοποιώ και λέω ας πούμε εγώ στα όργανα που φτιάχνω βάζω και κωλιφωξούλιο, γιατί αν δεν το βάλεις το όργανο δεν παίζει μουσική. Φυσικά, το κωλιφωξούλιο δεν μπορείς να το βρεις πουθενά γιατί το φτιάχνω μόνος μου. Λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία του πώς κατασκευάζεται ένα όργανο και το πού έχει κάθε μάστορας μάθει αυτή την δουλειά κρύβει από πίσω μυστικά που δεν υπάρχουν. Θυμάσαι την ταινία του Ταρκόφσκι, τον Αντρέι Ρουμπλιόφ. Στο τέλος ο άρχοντας της περιοχής πάει στον πιτσιρικά που ο πατέρας του ήταν ο μάστορας που πριν πεθάνει έφτιαχνε τις καμπάνες. Υποτίθεται και η καμπάνα έχει και αυτή ένα μυστικό για να μην σπάσει το κράμα, ειδικά στις μεγάλες. Ο μικρός φυσικά απάντησε ότι ξέρει το μυστικό και ότι του το είχε μάθει ο πατέρας του. Έτσι, μετά την κατασκευή της κανούργιας καμπάνας και με όλες τις επισημότητες ο άρχοντας της πόλης βάρεσε την καμπάνα, η οποία ακούστηκε μέχρι την άλλη άκρη της χώρας. Ο πιτσιρικάς πήγε σε κάτι λάσπες και έκλαιγε, τον πλησίασε ο Ρουμπλιόφ, ο καλόγερος που είχε δώσει όρκο σιωπής, από περιέργεια που τον είδε να κλαίει ενώ όλα πήγαν καλά και του απάντησε ο πιτσιρικάς «δεν ήξερα, δεν μου είχε πει τίποτα ο πατέρας μου». Νομίζω κάπως έτσι είναι. Σίγουρα για να κάνεις κάποιες δουλειές πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα, να χαράξεις μια πορεία. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει μια αφετηρία όπου κάποιος σου έχει αποκαλύψει ένα μυστικό.
Τι σημαίνει να φτιάχνεις λαϊκά όργανα;
Τα λαϊκά όργανα έχουν ένα καλό: Είναι ελεύθερα. Αν θελήσει κανείς να φτιάξει ένα βιολί το οποίο θα παίξει σε μια συμφωνική ορχήστρα θα πρέπει να έχει πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές και στον ήχο και στην ένταση. Θα είναι 50 άλλα βιολιά γύρω του για να βγάλουν ένα πολύ συγκεκριμένο και ομοιογενές ηχόχρωμα. Από την άλλη τα λαϊκά όργανα έχουν μια αυθαιρεσία. Δηλαδή μπορείς να πάρεις μια καρύδα, ή μια κατσαρόλα, να βάλεις τις χορδές σου και να το κάνεις να παίξει. Μπορείς να πάρεις ένα σκάφος στενό, ένα σκάφος φαρδύ και να βγάλει έναν ήχο. Μετά λοιπόν αυτόν τον ήχο θα τον πάρει ένας παίχτης, θα τον επιλέξει και πάνω εκεί θα χτίσει ότι είναι να χτίσει. Πάει λίγο αντίστροφα η δουλειά εδώ. Το όργανο και το ηχόχρωμα θα διαμορφώσει τεχνικές και ρεπερτόρια, ενώ στα κλασσικά όργανα είναι ανάποδα. Υπάρχει η μουσική και το ηχόχρωμα και το όργανο φτιάχνεται για να ακολουθήσει αυτό το ζητούμενο. Γι’ αυτό και το λαϊκό όργανο έχει ένα γίγνεσθαι, δηλαδή συνεχώς αλλάζει. Βέβαια, για να είμαστε και ειλικρινείς, τα τελευταία χρόνια το έχουν τυποποιήσει και λίγο. Αυτό που βλέπαμε και λέγαμε ότι τα μπουζούκια που φτιάχτηκαν στην Αμερική είχαν το δικό τους ήχο, ή η Πειραιώτικη σχολή άλλο ήχο, ο Ζαμπέτας, ο Τσιτσάνης είχε ο καθένας τον δικό του ήχο. Αυτό δεν το ακούς σήμερα. Λες ακούω μπουζούκι, δεν είναι εύκολο να διαχωρίσεις από το όργανο, ή τον τρόπο παιξίματος μουσικούς όπως παλιά.
Οι πιο χαλαρές προδιαγραφές κατασκευής είναι και ο λόγος που κάθε λαϊκό όργανο είναι ξεχωριστό;
Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. Αλλά και σε κλασσικά όργανα που έχουν φτιαχτεί με τον ίδιο τρόπο πάλι μπορείς να εντοπίζεις διαφορές. Καλύτερα είναι να μιλήσουμε για την ποικιλία στα σχήματα του σκάφους αναφορικά με την χαλαρότητα των προδιαγραφών στο λαϊκό. Βλέπεις ας πούμε, άλλα έχουν ροζέτα, άλλα τετράγωνη τρύπα, άλλα στρογγυλή τρύπα, άλλα έχουν οβάλ. Όλα αυτά βγάζουν και διαφορετικό ήχο. Όμως όπως σου είπα όλα αυτά έχουν τυποποιηθεί λίγο σήμερα. Το μπουζούκι σήμερα έχει πάνω κάτω το ίδιο σκάφος, έχει μια φιγούρα με συγκεκριμένη αισθητική, μια τρύπα ίδιων διαστάσεων. Εγώ προσωπικά δεν θέλω να έχω έναν τύπο οργάνων και να τον αναπαράγω. Ποτέ δεν φτιάχνω το ίδιο όργανο. Το κάθε ένα είναι τελείως διαφορετικό.
Δεν υπάρχει καμία κοινή και συγκεκριμένη διαδικασία κατασκευής στο λαϊκό όργανο;
Ασφαλώς και υπάρχει. Είναι αυτό που λέμε το τεχνικό κομμάτι. Το όργανο ορίζεται από την κλίμακά του. Δηλαδή το μήκος της ταστιέρας, το μήκος της ελεύθερης χορδής που πάλλεται, τα χωρίσματα της ταστιέρας, το πάχος της χορδής και η συχνότητα που θα κουρδίσεις είναι αυτά που ορίζουν το όργανό. Αυτά είναι στάνταρ, δεν τα πειράζουμε και αυτά συνθέτουν το τεχνικό κομμάτι του οργάνου. Τώρα όλα τα άλλα που αφορούν το ηχόχρωμα είναι ελεύθερα. Το καπάκι, το σκάφος, το είδος του σκάφους, τα ξύλα, όλα αυτά δίνουν μεγάλη ελευθερία και άλλους ήχους στο ηχόχρωμα. Στήνεις τα βασικά τεχνικά του οργάνου και μετά αρχίζει όλη η μαγεία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στο γιατί κάθε λαϊκό όργανο είναι ξεχωριστό. Σκέψου ας πούμε ένα κομμάτι ξύλου εδώ πάνω στον πάγκο μου το οποίο προορίζεται να γίνει μουσικό όργανο. Ξέρεις αυτό το ξύλο για να φτάσει εδώ έχει καμιά 100 χιλιάδες, ή και 200 χιλιάδες χρόνια ζωής. Ήταν ένα δέντρο, βγήκε ένας καρπός, μια καρυδιά, έπεσε το καρύδι και ξαναφύτρωσε καρπός. Μεγάλωσε, ξανάγινε δέντρο, πέρασαν τα χρόνια κόπηκε και έφτασε σ’ αυτόν τον πάγκο. Κάθεσαι λοιπόν εσύ και το κοιτάς και δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις σαν ένα κομμάτι πλαστικό. Είναι ένα ζωντανό κομμάτι ιστορίας και αυτό θα σε οδηγήσει κάπου. Δεν είναι μια πρώτη ύλη δεδομένη, δεν μπορείς καν να το συγκρίνεις με το κομμάτι του ξύλου που είχες μπροστά σου πέρυσι. Κάθε κομμάτι είναι μοναδικό. Το ξύλο πρέπει να το βλέπεις και να το αφήνεις να σε οδηγεί. Έτσι βγαίνει το όργανο, δεν μπορείς να προαποφασίζεις ας πούμε τι μέγεθος τρύπα θα κάνεις, ή πόσο λεπτό θα ναι το καπάκι. Αν σου βάλω ένα καπάκι (ηχείο) εδώ στο φως και το δεις ακτινογραφία, έχει μια μικρή διαφάνεια που βλέπεις τα νερά, καθένα θα σου δείξει αλλά πράγματα. Όταν κολλάς, λίγο με τον σφιχτήρα να σφίξεις παραπάνω, λίγη κόλλα να πέσει στο ξύλο, λίγο μια καμπύλη, κάτι θα σε πάει άλλου. Το να πας λοιπόν με τα νερά του ξύλου σου, και κυριολεκτικά και μεταφορικά το λέω για να σου απαντήσω και για το πού έμαθα τη δουλειά. Αυτό λοιπόν δεν διδάσκεται. Δεν μπορεί να ρθει ένας μάστορας και να σου πει στην καρυδιά ας πούμε το καμάρι θα πρέπει να είναι 2 εκατοστά από εκεί που πατάει ο καβαλάρης και στην μουριά θα είναι 1,5 εκατοστό. Δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες. Κάθε όργανο έχει την δική του προσωπικότητα. Για να μάθεις αυτή τη δουλειά αρκεί να μάθεις πολύ βασικά τεχνικά πράγματα και μετά να έχεις μια προσωπική πορεία. Να κάτσεις μόνος σου να παιδευτείς. Αν κάποιος μου ζήταγε να του δείξω, θα καθόμασταν μια βδομάδα από 2-3 ώρες κάθε μέρα και θα του τα είχα πει όλα. Μετά όμως άντε κάτσε φτιάξτο! Και δεν είναι ότι δεν μπορεί ο άλλος. Το θέμα είναι ότι άλλο όργανο θα φτιάξει ο ένας οργανοποιός και άλλο όργανο ο άλλος. Θέλει και μια προσέγγιση την οποία τη βρίσκεις μόνος σου και σιγά σιγά.
Από την στιγμή που το ξύλο είναι πάνω στον πάγκο υπάρχει το δίλημμα μουσική ή αισθητική για το υπό κατασκευή όργανο;
Το αυγό έκανε την κότα, ή η κότα το αυγό; Το βιολί έχει ένα σχήμα το οποίο από πλευράς ακουστικής είναι απαράδεκτο. Έχει δύο τρύπες, τα S του. Δεν υπήρχαν όργανα ποτέ με αυτή τη σχεδίαση. Είναι μια τυπική περίπτωση οργάνου, κατά την γνώμη μου, που τον πρώτο λόγο τον είχε η αισθητική και μετά έβγαλε έναν ήχο διαμορφωμένο από αυτήν και πάνω σε αυτόν τον ήχο γράφτηκαν αριστουργήματα και καθιερώθηκε η κατασκευή του. Αυτό τι σημαίνει; Ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία αν εγώ για λόγους αισθητικής φτιάξω έναν όργανο που δεν παίζει τίποτα το φοβερό γιατί δεν κατασκευάστηκε με ηχητικά κριτήρια. Σημασία έχει το να το ανακαλύψει κάποιος με ταλέντο και να συνθέσει 5 τραγούδια που τα ακούς και δεν τα ξεχνάς και να τα κάνει δισκογραφία. Πίστεψέ με, όλοι μετά θα θέλουν ένα τέτοιο όργανο. Επομένως, αυτό που μετράει είναι ποιος καθιερώνει έναν ήχο, άσχετα αν η αφετηρία είναι αισθητική ή ακουστική. Κατά τη γνώμη μου θα ήτανε καλό να πειραματίζονται συνέχεια οι οργανοποιοί.
Πειραματίζονται; Υπάρχει εξέλιξη;
Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει εξέλιξη, τουλάχιστον στα 30 χρόνια που εγώ είμαι στη δουλειά. Δες ας πούμε τον ήχο του μπουζουκιού. Εγώ διαφωνώ ότι πρέπει απαραίτητα να θυμίζει αυτό που ξέρουμε. Παλιά ο κόσμος έπαιρνε πιο εύκολα ένα όργανο που δεν ήταν ας πούμε “συμβατικό’. Σε αυτό βέβαια ευθύνεται ενδεχομένως και η κρίση και σου λέει ο μουσικός πρέπει και εγώ να βγάλω το ψωμί μου. Πριν από 15 χρόνια ένα πιο πειραματικό όργανο, μια διαφορετική πρόταση πουλιόταν πιο εύκολα, είχε πιο πολύ απήχηση. Τώρα θα πρέπει με ένα όργανο αν είσαι επαγγελματίας να επιβιώσεις στην αγορά και να κάνεις τη δουλειάς σου, οπότε τα πιο πειραματικά μένουν στην άκρη. Τώρα κανείς δεν θα πάρει ένα όργανο έτσι για να το “χει. Εγώ βέβαια προσπαθώ να συνεχίσω να το ψάχνω. Για τα δικά μου όργανα βλέπω πως ότι και να φτιάχνω, ότι κατασκευαστικές προτάσεις και να κάνω αν ο άλλος δεν το ζητάει η καρδιά του δεν θα καταλάβει ούτε τι έχει πάρει και βασικά δεν θα πάρει και από εμένα. Πρέπει να πηγαίνεις λίγο γυρεύοντας. Πρέπει να υπάρχει η επιθυμία να συναντηθείς εσύ και ένα όργανο και να τα βρείτε. Αλλιώς πας και παίρνεις κάτι έτοιμο για σένα. Εγώ δεν παίρνω παραγγελίες (εκτός απ’ το να μου ζητήσει όργανο ένας αριστερόχειρας) και βασικά δεν κοιτάω να καλύψω αυτή την ανάγκη που σου λένε κάποιοι άνθρωποι ότι εγώ ας πούμε θέλω ένα μπουζούκι που να ακούγεται σαν του Ζαμπέτα. Εγώ δεν θα κάτσω να προσπαθήσω να αναπαράγω έναν ήχο που είχε ένας μπουζουξής, ή που θέλουνε στο πάλκο επάνω. Εδώ έρχεται και ένα άλλο θέμα. Ο κόσμος διασκεδάζει από μνήμης. Πάνε στο ταβερνάκι, κάθονται, πίνουν το κρασάκι τους έχουν το μεζέ τους. Μόλις αρχίσει η μουσική θα ακούσουν ας πούμε την Φραγκοσυριανή του Μάρκου, έτσι όπως την μάθαμε με το στυλ και το ηχόχρωμά της και θα μερακλώσουν όχι επειδή συμμετέχουν σε αυτό που ακούνε, αλλά επειδή αυτό που ακούνε τους γεννάει μνήμες. Οι ήχοι αυτοί έχουν γράψει στο ασυνείδητο και κάθε αναπαραγωγή τους ενεργοποιεί το θυμικό. Ο μουσικός μπορεί να σκίζεται στο πάλκο, να θέλει να βάλει λίγο από τον εαυτό του και ο κόσμος γύρω γύρω θα χει πάρει μπρος μόνο και μόνο επειδή ακούει κάτι που του θυμίζει μια συναισθηματική ταύτιση. Εάν τώρα κάποιος θελήσει να έχει επικοινωνία με τον ακροατή για να μπορέσει να έχει καινούργια ερεθίσματα και να φτιάξει και ο ακροατής καινούργιες μνήμες θα πρέπει να βάλει τα παλιά ηχοχρώματα στην άκρη και να αναπαράγει το τραγούδι σαν να γράφει σε λευκό χαρτί. Αν το κάνει βέβαια αυτό είναι πολύ πιθανόν να του πει ο μαγαζάτορας «άσε μην έρθεις το άλλο Σαββατοκύριακο γιατί δεν πάμε καλά». Θέλει jukebox, ή γραμμόφωνο το μαγαζί. Το τί γίνεται, τί παίζει το όργανο και τί ήχο παράγει ο μουσικός πολλές φορές δεν αφορά κανέναν. Όλη η ιστορία γίνεται από μνήμης. Και όσο πιο πολύ ένα (λαϊκό) όργανο σε παραπέμπει στο παρελθόν, τόσο πιο αποτελεσματικό είναι. Έλα όμως που δεν είναι δημιουργικό, δεν έχει να πει καινούργια πράγματα. Δεν λέω να μην την πεις την Φραγκοσυριανή, αλλά μπορείς να βάλεις κι ένα ταξιμάκι με ένα όργανο που έχει ας πούμε μια εσωστρέφεια. Ή να κάνεις μια παραλλαγή και να εντάξεις κάτι καινούργιο. Έτσι πρέπει να ναι το λαϊκό όργανο, ελεύθερο, εγώ αυτό πιστεύω. Όταν αρχίζει και μπαίνει στη γυάλα και τυποποιείται χάνει πολύ απ’ τα μεγέθη του. Δηλαδή, δες ας πούμε με την αγγειοπλαστική. Αλλιώς τα κάνανε σε μια περιοχή της Ελλάδας, αλλιώς σε μια άλλη. Αν τώρα αποφασίσουμε να κάνουμε μονοκαλλιέργεια και πούμε αυτή η κούπα είναι η πιο χρηστική γι’ αυτούς και γι’ αυτούς τους λόγους, στο τέλος θα φτιάχνουμε όλοι την ίδια κούπα. Το μόνο θέμα που μας μένει είναι σε τί τιμή θα βγει, και τί χρώμα θα χει. Έχει χαθεί αυτό το λαογραφικό της διαφορετικότητας. Είναι ωραία να υπάρχουν πολλές προτάσεις. Το καταλαβαίνω ότι είναι αντιεμπορικό. Άλλα εργαστήρια φτιάχνουν 50 ίδια όργανα το μήνα και τα πουλάνε. Είναι ίδιες μεν κούπες, αλλά είναι και γερές, καλές και φτηνές. Εγώ προσπαθώ να πειραματίζομαι. Είναι νομίζω και βασικό κομμάτι για την εξέλιξη της κατασκευής των οργάνων. Μ’ αρέσουν οι κατασκευές που έχουν κάτι καινούργιο να πούνε. Που είναι και λίγο σπαζοκεφαλιές. Είναι πολύ ωραίο να ψάχνεις και να προτείνεις ήχους και να βρεθεί ο δημιουργός και να τους ψάξει. Μιλάμε για λαϊκά όργανα και πρέπει να βρούμε και άλλους ήχους.
Τι θα πει ότι ένα λαϊκό όργανο αλλάζει;
Αλλάζει όπως αλλάζει και ο χρόνος που γραφεί επάνω, η κολλά, τα βερνίκια, το ξύλο και με το παίξιμο. Συντονίζεται όλη η μάζα σε κάποιες συχνότητες και αλλάζει μετά η ταλάντωση που κάνει.
Μπορεί ένα όργανο να μη βρει σωστό παίχτη; Να μην παντρευτούν καλά;
Φυσικά. Υπάρχουν παίχτες που αναδεικνύουν τα όργανα, τα πάνε στα ύψη και κάποιοι άλλοι τα σκοτώνουν, τα τελειώνουν, γιατί τους πάνε κόντρα. Κοίτα αυτό είναι όλη η ουσία, άκου αυτό, είναι ένα διαπασών, μια λάμα. Παίζω τώρα (με πλήρη αρμονικό κύκλο), πρόσεξε τι γίνεται άμα παίξεις (με αδεξιότητα). Ακούς τίποτα από αυτό που άκουσες πριν; Δηλαδή άμα δε σε νοιάζει και θες εσύ να κάνεις το κέφι σου δεν πας πουθενά. Του λες ας πούμε του άλλου «χτύπα το να βγάλει, ρε φιλέ, αισθάνσου το λίγο» και αυτός προσπαθεί να καταλάβει. «αισθάνσου το λιγάκι, άσε το να αναπνεύσει». Ε, είναι μερικοί που το “χουνε, το χαϊδεύουν και αρχίζει το όργανο και φτερουγίζει. Κάθεται ο άλλος, παίζει με την ιδία ταχύτητα, με την ιδία δύναμη και δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί όλη η ιστορία είναι στο δεξί χέρι (στην πένα). Του τη ρίχνεις πάνω στην ταλάντωση και καταλαβαίνεις πόσο, με τη δεύτερη που θα ρίξεις καταλαβαίνεις αυτό ποσό ανταποκρίνεται. Αν αυτό το πράγμα σε ένα καινούριο όργανο, πας με τα νερά του και μπορέσεις και το βγάλεις, αυτό τι κάνει; Ταλαντώνεται, ταλαντώνεται και βγάζει. Άμα το πας έτσι (αδέξια) δε θα βγάλει ποτέ. Το νιώθεις ρε παιδί μου, αυτό συμβαίνει και στο πιάνο, ποσό μάλλον στη χορδή. Άμα βάλεις δέκα ανθρώπους να παίξουν την ιδία ντο, το ίδιο πλήκτρο, θα ακούσεις δέκα ντο διαφορετικά. Και είναι πλήκτρο, δεν είναι πένα. Ποσό μάλλον η πένα, πως ενεργοποιεί τη χορδή, σκέψου τι διαφορά μπορεί και κάνει. Και όλα αυτά παίζονται στο δέκατο του δευτερόλεπτου, στο εκατοστό του δευτερόλεπτου, στο χιλιοστό του γραμμάριου. Αυτό είναι και το πλέον σημαντικό. Δηλαδή αν δεν το χεις κατακτήσει δεν κάνεις τίποτα. Δεν πα να παίζεις παπάδες και ρεπερτόρια. Τι να σου κάνει κι ένα οργανάκι άμα δε σε νοιάζουνε αυτά, πάρε ένα ηλεκτρικό αρμόνιο και αυτό ήταν. Εδώ θέλει να του βρεις τα χούγια. Και ξαναέρχομαι, ότι επειδή αυτό απαιτεί μια άλλη προσέγγιση, συνήθως ο κόσμος θέλει όργανα που να το κάνουν από μονά τους χωρίς την προσπάθεια. Δηλαδή μια κατασκευή που όπως και να τη χτυπήσεις αυτή θα αποδίδει και μη μου βάζεις τώρα δύσκολα ρε φιλέ και τα λοιπά. Όποτε, ή θα χεις τέτοια αποτελέσματα με τρικ, χρυσόχαρτο, λεπτό καπάκι και μεγάλη τρύπα, είναι συνταγή που πιάνει, παίζει, αλλά δεν έχει δυναμικές. Πρέπει ο ήχος να υπόσχεται κιόλας. Δηλαδή άμα έχεις μια γυναίκα και τη δεις στην παραλία με μπικίνι θα πεις μια γυναίκα, μια κοπέλα με μπικίνι, κάτι το φυσιολογικό. Αν την ώρα που περνάς στο δρόμο και από ένα παράθυρο δεις μια γυναίκα την ώρα που αλλάζει με το μπικίνι τρελαίνεσαι, λες τώρα τί είδα; Θέλω να πω ότι όταν υπάρχει υπόσχεση, όταν υπάρχει έκπληξη τότε το αποτέλεσμα είναι και πιο δυνατό.
Από αυτά τα τριάντα χρόνια που είστε σε αυτή τη δουλεία υπάρχει ένα όργανο δικό σας που το θυμάστε και λέτε: εκείνο το μπουζούκι που χα φτιάξει τότε φοβερό ρε παιδί μου, σας έχει τύχει να αναπολήσετε μια κατασκευαστική στιγμή του παρελθόντος;
Όχι, γιατί κάθε όργανο όταν το ξεκινάω το κάνω σαν να είναι το τελευταίο μου. Αυτό θα ναι το δικό μου λέω, θα το πάρω και θα χαθώ. Ξεκινάω το όργανο, ξεχνάω τα πάντα και φτιάχνω το καλύτερο μου, το τελευταίο μου. Εν τέλει βέβαια ποτέ δεν καλύπτεσαι, δηλαδή τελειώνει, το αφήνεις, το κοιτάς, εντάξει λες καλό είναι αλλά… Δηλαδή πάντα όταν ξεκινάς ονειρεύεσαι κάτι, να το ακούσεις όταν θα ναι έτοιμο και κάτι να σου φτιάξει, να το αγκαλιάσεις, να το αφήσεις και να μην πέφτει… να στέκεται όρθιο, να αιωρείται. Να έχει μια μαγεία, κάτι το διαφορετικό. Ναι, όλοι αυτό ψάχνουμε. Και αυτοί που έρχονται να αγοράσουν όργανα αυτό ψάχνουν. Δηλαδή στην ουσία όλοι ψάχνουν το άγιο δισκοπότηρο, το σπαθί των σαμουράι, ή το περίστροφο του καουμπόη. Είναι λίγο φετίχ, είναι λίγο σύμβολο.
Το βρίσκεις τελικά αυτό;
Όχι, ποτέ. Ούτε αυτοί που τα παίρνουν, που τα χρησιμοποιούν, ούτε αυτοί που τα φτιάχνουν. Μπορεί κάποιο όργανο που είχα φτιάξει πριν από δεκαπέντε χρόνια να είναι το καλύτερο μου και να μην μπορέσω να το ξαναφτιάξω ποτέ, ή μπορεί το καλύτερο όργανο που έχει φτιαχτεί πάνω στον πλανήτη να έχει φτιαχτεί το 1904, λέω τυχαία ένα έτος, και να μην επαναληφθεί. Σε άλλες κατασκευές δεν συμβαίνουν αυτά. Δηλαδή ένα αυτοκίνητο, ας πούμε, ή ένα ραδιόφωνο, ή ένα μηχάνημα, δε μπορείς να πεις ότι κάποτε φτιάχτηκε και εξαφανίστηκε. Υπάρχει μια εξέλιξη, αν θες να κάνεις το γύρο του κόσμο με αυτοκίνητο δε θα πάρεις ένα αυτοκίνητο του 1910 γιατί δε θα πας πουθενά. Μπορεί όμως άμα βρεις ένα όργανο του 1910 να ακούσεις κάτι που δε θα το ξαναβρείς και δεν έχει αυτό μια μυστική συνταγή μέσα που άντε να βρω τι γίνεται εδώ πέρα.
Ο μουσικός διαλέγει το όργανο, ή το όργανο το μουσικό;
Πολλές φορές μπαίνει στο μαγαζί ένας μουσικός κοιτάει ένα όργανο που του αρέσει, το παίρνει, το δοκιμάζει, το κρεμάει πίσω. Το καταλαβαίνεις ότι δεν του είπε τίποτα. Και μετά την άλλη μέρα με το ίδιο όργανο ένας άλλος μουσικός τρελαίνεται και αρχίζει να λέει «που θα βρω τα λεφτά» και «τι μου έκανες τώρα» και «το ψάχνω αυτό 20 χρόνια και έχω αλλάξει 10 όργανα για να το βρω». Και δεν μπορεί να κοιμηθεί και έρχεται και ξανάρχεται σαν να χει καψούρα. Μπορεί εντωμεταξύ ο πρώτος να είναι καλύτερος παίκτης. Οπότε εγώ πως θα ορίσω; Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Έχω δει απίστευτα πράγματα. Έχω δει όργανα που δεν είχαν ‘μιλήσει’ ποτέ και ξαφνικά στα χέρια κάποιου αρχίζεις και λες τώρα πως το κάνει αυτό. Τι έγινε τώρα; Επομένως τελικά είναι το τι ζητάς, τι σου ταιριάζει και σε τι ταιριάζεις και συ. Τις γυναίκες που εμείς παντρευτήκαμε άλλοι τις χωρίσανε και αυτές που τις χωρίσαμε εμείς τις παντρεύτηκαν άλλοι. Που είναι η αντικειμενικότητα;
Είναι αμόνι, ένα όργανο. Δοκιμάζονται πολλά πράγματα εκεί πάνω. Είναι ο άλλος τι θα έχει μέσα του, τι θα βγάλει, πώς θα παίξει. Το σέβεται; Το ακούει πρώτα; Πάει με τα νερά του; Το ανακαλύπτει; Λέει όπα εδώ κάτι έχουμε, πάμε να το αναδείξουμε; Να το βοηθήσω το όργανο. Να δω τι θέλει κι εκείνο. Σε όλα τα όργανα κάποιες περιοχές είναι πιο ενισχυμένες και κάποιες πιο αδύναμες, ειδικά στα καινούργια όργανα. Ε άμα επιμένεις στην αδύναμη περιοχή είσαι παλιοχαρακτήρας (γέλια)! Δεν θα κάνεις ταξίμι και θα μείνεις εκεί. Θα περάσεις γρήγορα και θα μείνεις εκεί που θα σε πάει το όργανο. Πίστεψέ με, μετά θα στο ανταποδώσει.
Ευχαριστώ τον φίλο μουσικό Νίκο Κυριαζή για την βοήθειά του να γίνει αυτή η συνέντευξη.
Το οργανοποιείο του Παναγιώτη Καφετζόπουλου βρίσκεται στα Εξάρχεια, Ζωοδόχου Πηγής 54, 2103304185.
Κείμενο-φωτογραφίες: Κωστής Πιερίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου