Από το Blogger.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

OI ΣΤΡΑΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ( Του Ηλία Σιδηρόπουλου)

OI ΣΤΡΑΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ.....

Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει την δική του ιστορική διαδρομή .Μια διαδρομή παράλληλη με τα ιστορικά δρώμενα,τις πολιτικές εξελίξεις και το κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μας τον τελευταίο αιώνα.
Ουσιαστικά σε ρεμπέτικο τραγουδι εξελίχθηκαν οι μουσικοί δρόμοι της Μικράς Ασίας.Αρκετά μουσικά ακούσματα των μικρασιατών ειχαν καταφέρει να περάσουν το Αιγαίο και να ακούγονται στην υποδουλομένη Θεσσαλονίκη(πολυπολιτισμική πόλη κατατοικημένη απο εβραίους,έλληνες,τούρκους ,βούλγαρους ,αρμένιους),στον Πειραιά,στον Βόλο,την Πάτρα και σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας,κυρίως λιμάνια ,στα τέλη του δέκατου έννατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού.
Τα τραγούδια αυτά ηταν γραμμένα στους ρυθμούς του απτάλικου,του μπάλου,του δερβίσικου,του αντικριστού του καρσιρλαμά.Αλλά πάλι ήταν επηρεασμένα απο τα μοιρολόγια και τους ανατολίτικους μανέδες.Τα κύρια μουσικά όργανα σε αυτά τα τραγούδια ηταν <<σαντουροβιόλια>>(σαντούρι,κανονάκι,βιολί,ούτι,μαντολίνο,σπάνια κιθάρα και χάλκινα).
Ήταν κυρίως παραδοσιακά ,ή γραμμένα απο ερασιτέχνες μουσικούς που δεν γνώριζαν το πεντάγραμμο και μεταδίδονταν απο στόμα σε στόμα και απο παρέα σε παρέα, κάτι σαν σύχρονες ομηρικές ραψωδίες.Βέβαια στα παράλια της Ιωνίας υπήρχαν και μουσικοί με άριστες γνώσεις,.μουσικές σχολές ,ωδεία,εστουντιαντίνες, μεγάλες παραδοσιακές και βυζαντινές ορχήστρες και χοροδίες πολιτιστικών κέντρων.(Μια από τις γνωστότερες ορχήστρες ήταν «Τα Πολιτάκια» του Σιδέρη στην οποία συμμετείχαν οι Τούντας,Παπάζογλου,Περιστέρης) .
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ,οι ξεριζωμένοι έλληνες και αρμένιοι πρόσφυγες,σκορπίστηκαν σε όλη την επικράτεια της<<μητέρας πατρίδας>> αλλά και στο εξωτερικό (Αμερική Καναδά).Η ανέτοιμη σε όλα Ελλάδα ,μόνο σαν μητέρα δεν μπόρεσε να υποδεχτεί τα παιδιά της που πέσαν θύματα των μεγαλοιδεατών .
<<Η σμύρνη και το κορδελιό δεν ήταν του κεμάλη .ρουφιάνοι την επούλησαν,ντόπιοι και Αγγλογάλλοι>>Αυτά λέει το τετράστιχο του άγνωστου τραγουδοποιού για την καταστροφή της σμύρνης.Οι πρόσφυγες γκετοποιήθηκαν με το που ήρθαν.Ο κόσμος τους έβλεπε καχύποπτα.Τους θεωρούσε ξένους, παρείσακτους, επικύνδινους. Τουρκόσπορους τους αποκαλούσαν με περισσή ευκολία οι Ελλαδίτες, λόγω της ανύπαρκτης παιδείας, σε μια Ελλάδα με ποσοστό αναλφάβητων πάνω απο 70 %.
Οι πρόσφυγες, άνθρωποι δουλευτάδες και άξιοι στην πλειοψηφεία τους, έστησαν τους δικούς τους μαχαλάδες στις πιο υποβιβασμένες περιοχές των αστικών κέντρων.Μαζί με τα λίγα τους υπάρχοντα έφεραν και τα ήθη τα έθιμα και φυσικά το τραγούδι τους. Τραγούδια γεμάτα πόνο και λύπη για τις χαμένες πατρίδες αλλά και περήφανα τραγούδια αισιόδοξα, για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους.
Στα αστικά κέντρα ,κυρίως στα λιμάνια ,δημιούργησαν τα στέκια τους.η συνήθεια του αργιλέ που ήταν διαδεδομένη στα μέρη τους τους έκανε να στήσουν τους πρώτους τεκέδες.(τεκές στα τούρκικα είναι ο χώρος λατρείας του θεού).εκεί συναντήθηκαν με αρκετούς ελλαδίτες.κυρίως λιμενεργάτες ,πλανώδιους μουσικούς,τυχοδιώκτες και γενικά άτομα που μοιράζονταν την ίδια φτώχια και περιθωριοποίηση μ αυτούς.
Τα παραδοσιακά Σμυρνέικα τραγούδια άρχισαν να μεταλλάσονται σιγά,σιγά και να εξελίσονται σε μια μορφή αστικού λαικού τραγουδιού.στο νέο αυτό είδος προστέθηκαν το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς.Το πρώτο κομμάτι με μπουζουκομπαγλαμάδες που φωνογραφήθηκε στην ελλάδα ήταν το <<Ρε μάγκα μου να ερχόσουν στον τεκέ μας>> του Μ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ).
Την ιστορία αυτής της φωνογράφησης μας αφηγήται ο Ν. Μάθεσης:

"Ένα απόγευμα που είχα φωνοληψία για ένα τραγούδι μου, και θα το τραγουδούσε ο φίλος μου και πατριώτης μου Γιώργος Παπασιδέρης "Μες του Νικήτα", είπα στον κύριο Μάτσα (πατέρα) σε ένα διάλειμμα επί λέξη "Κύριε Μάτσα σας προτείνω κάτι για την εταιρείαν σας που θα βγει σε καλό".
- "Σας ακούω" μου είπε.
- "Ο Πειραιάς είναι μια πόλις με το λιμάνι του μαζί, που κατοικείται από μάγκες, νταήδες, χασικλήδες και κάθε καρυδιάς καρύδι. Σε κάθε καφενείο ή ντεκέ είναι κρεμασμένα 5-6 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για τους πελάτες. Και κάθε μάγκας που παίζει ή μαθαίνει, έχει το μπουζούκι στο δωμάτιο του. Λοιπόν κύριε Μάτσα δεν έχουμε βγάλει ένα τραγούδι τους με μπουζούκι και μπαγλαμά. Ρεμπέτικα και χασικλίδικα τους βγάζουμε όπως αυτό που θα κάνουμε φωνοληψία τώρα "Χαρμάνης είμαι απ' το πρωί και πάω για να φουμάρω"... Ωραία είναι δικό τους, αλλά τα όργανα δεν είναι δικά τους, δεν έχουν αυτοί σχέση με βιολιά και κιθάρες. Γι' αυτό σας λεω να κάνουμε μια δοκιμή με μπουζούκι και μπαγλαμά. Δεν πρόκειται να ζημιωθεί η εταιρεία σας, θα βγάλετε λίγους δίσκους στην αρχή κι αν έχει ζήτηση ο δίσκος βγάζετε συνέχεια".
Αφού σκέφτηκε, μου λεει
¨"Ξέρεις κανέναν να παίζει μπουζούκι;"
- "Ξέρω κύριε Μάτσα πολλούς και στην ψαραγορά έχουμε μάγκες μπουζουξήδες ψαράδες, αλλά ακούω από πολλούς που λένε για κάποιον χασάπη στα Σφαγεία του Πειραιώς που παίζει τόσο καλό μπουζούκι με αγάπη, που λένε ότι θα πάει φυματικός για το μπουζούκι. Θα πάω να τον βρω όταν θέλετε για δοκιμή".

- "Πως τον λένε;" μου είπε ο Μάτσας.
- "Μάρκο" του είπα.
- "Για φέρτονε να δούμε τι θα γίνει και με το μπουζούκι σου Μάθεση".
- "Για την εταιρεία σας κύριε Μάτσα".

- "Εντάξει, θα το δοκιμάσουμε είπα!" Αφού τελείωσα την φωνοληψίαν και έφυγα κατά τας 5-6 η ώρα, γιατί ήταν το τελευταίο το τραγούδι μου, έφυγα απ' το παλιό κατάστημα του Λαμπρόπουλου που είναι ακόμη στην οδόν Αιόλου γωνία, απέναντι από τον Δραγώνα. Εκεί γινόντουσαν οι φωνοληψίες, δεν είχε ιδρυθεί ακόμη το εργοστάσιο της "Κολούμπια" στον Περισσό. Και επήγα στο καφενείο στην οδό Αθηνάς "Μικράς Ασίας", εκεί σύχναζαν όλοι οι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές και στιχουργοί. Αυτή την εποχή ήταν σμυρναίικο. Εμπήκα μέσα, ήταν άδεια γιατί η ώρα ήταν νωρίς, στις 8-9 μαζευόντουσαν και φεύγανε για τα διάφορα τους κέντρα. Μετά που παίζανε μέχρι τις μια μετά τα μεσάνυχτα που κλείνανε τότε τα κέντρα, ενώ τώρα αρχίζουν στη μια η ώρα μέχρι πρωίας. Όπως έμπαινα μέσα άκουσα να μου λένε "Κύριε Μάθεση αν θέλετε ελάτε να πάρετε καφέ". Γυρίζω το κεφάλι μου πίσω και βλέπω τον Ντούντα (=Τούντα) μόνον του.
- "Τιμή μου κύριε Ντούντα" και κάθησα, αλλά άρχισαν να μαζεύονται ένας-ένας.
- "Θα ήθελα να συνεργαστούμε" μου είπε "εάν δεν είσαι δεσμευμένος".
- ¨Εντάξει" του είπα "αλλά θα κάνω κάτι που δεν το χωράει καμιανού το μυαλό".
Μου λεει "σήκω να πάμε δίπλα στου Μουρούζη, δεν θα 'ναι κανείς".
Επήγαμε. Τα βράδια είχε κομπανία και τραγουδούσε η Ρίτα εκεί. Λέω στον Τούντα "έρχομαι από φωνοληψία, τραγούδησε ο Παπασιδέρης και μουσική του Ογδοντάκη¨. Μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Στο διάλειμμα του λεω: "είπα στον κύριο Μάτσα να δοκιμάσουμε ένα ρεμπέτικο τραγούδι ή δίσκο με μπουζούκι και μπαγλαμά στην τύχη".
- "Και τι είπε ο κύριος Μάτσας; Δέχτηκε;".
- "Δέχτηκε. Λοιπόν κυρ Παναγιώτη, να τι έχω στο μυαλό μου. Θα του κάνουμε ένα συμβόλαιο για δέκα έως 20 τραγούδια. Αυτός μου λεει να τον πάω να βγάλει ένα να το ακούσει κι ας πεθάνει! Λοιπόν δεν θα δεχθεί να παίξει 10 ή 20; Βέβαια αν πιάσει φωτιά και γίνει σουξέ, εάν δεν πιάσει πάνε χαμένοι οι κόποι μας και τα λόγια. Εγώ τα λόγια εσύ τις μουσικές και αυτός την εκτέλεση. Και όταν λήξει το συμβόλαιο έχει το δικαίωμα να πάρει στίχους και μουσικές από όποιον θέλει. Εντάξει;"
- "Ναι!"
Βγάζει αμέσως απ' το πορτοφόλι του ένα επισκεπτήριο του και του γράφει με μολύβι: "Φίλε Μάρκο όπως μου είπε ο φίλος Ν. Μάθεσης είμαστε εντάξει να συνεργαστούμε και οι τρεις". Επήρα το επισκεπτήριο και χωριστήκαμε. Μπήκα στο Μοναστηράκι και βγήκα στον Πειραιά. Μόλις βγήκα μου φωνάζει ένας φίλος μου σοφέρ αλλά το αυτοκίνητο δικό του, ο Τάσος ο Γκούμας, μεγαλωμένοι στου Βρυώνη από μικροί. Μπήκα στο αμάξι και του είπα να με πάει στου Πολυκανδριώτη στη Δραπετσώνα. Στο δρόμο του είπα όλα τα καθέκαστα της ημέρας και του έδειξα και την κάρτα του Ντούντα. Παρέλειψα να σας πω ότι ο Τούντας τότε ήταν ότι ο Τσιτσάνης σήμερα. Πρώτος σε όλα. Βέβαια τα είπα του Τάσου, αφενός ότι ήταν φίλος καλός και αφετέρου θα τα διέδιδε σε άλλους ανθρώπους, ρεμπέτες μες, αλλά όχι του ντεκέ, γλεντζέδες που κυκλοφορούσαν με γκόμενες και με ρόδα. Η αφρόκρεμα των ρεμπέτηδων και νοικοκυραίων την ημέρα ... Μόλις πήγαμε στο καφενεδάκι τον είδαμε και καθότανε απ' έξω μόνος του, δεν ήταν κι άλλος, ούτε απέναντι στο ντεκέ είχε απαρτία η επιχείρησις...Μου είπε "καλώς τον Νικόλα", του είπα "Μάρκο", πριν κάτσω στο τραπέζι του όρθιος "θυμάσαι που σου έλεγα μην σε νοιάζει και θα την φτιάξω τη δουλειά σου όταν ανέβω για φωνοληψία δική μου, για να έχω ευκαιρία ενώ στο γραφείο δεν μπορείς να κουβεντιάσεις. Ε! Έγινε! Ξέρεις γράμματα;"
- "Λίγα" μου λέει.
- "Πόσα λίγα ρε Μάρκο;" του λεει ο Τάσος ο σοφέρ.
- "2-3", και βγάζω την κάρτα του Τούντα και του την δίνω και κλείνω το μάτι του Τάσου για να τον δει τι θα κάνει μόλις την διαβάσει. Έτσι κι έγινε. Άξαφνα, γουρλώνει τα κόκκινα μάτια του και μας κοιτάζει σαστιζμένα και γελάει. Δεν πιστεύω Μάρκο να μην την έχεις φυλάξει για ενθύμιο;"
"Σε λίγες ημέρες, και ακριβώς ένα Σάββατο πρωί που είχαμε πολύ δουλειά στο μαγαζί "Ιχθυοπωλείον" μου ήλθε ο Μάρκος κρατώντας το μπουζούκι και μου είπε
¨-"Μάθεση είμαι έτοιμος, πάμε;"
- "Δεν μπορώ" του είπα "τώρα καιγόμαστε στην δουλειά, δεν βλέπεις; Πήγαινε μόνος σου, είσαι εντάξει, σε περιμένει, και προχθές του το ξανάπα".
- "Τότε πάμε σε κάνα μέρος να σου παίξω τι θα βγάλω και να μου πεις την γνώμη σου, σαν παλιός που είσαι".
Τον επήγα δίπλα στην Αγορά στο ξενοδοχείο "Πανόραμα" όπου εκοιμόντο εκεί εργένηδες ψαράδες. Και μου έπαιξε δύο σκοπούς για ένα δίσκο. Ο πρώτος σκοπός ήτο ένα μικρασιάτικο τραγούδι, το "Αραμπάς περνά σκόνη γίνεται"... Το δεύτερο κομμάτι ήταν, μου είπε, δική του σύνθεση! Μου είπε ότι "σε αυτό έχω και λόγια δικά μου", ενώ το πρώτο δεν είχε λόγια, και του ευχήθηκα καλή επιτυχία και εάν πετύχει θα δουλέψουμε καλά και οι τρεις, αυτός, ο Ντούντας και εγώ, και έφυγε. Αφού τον δρόμο τον είχα ανοίξει εγώ και ήταν έτοιμος, τώρα, ήταν ζήτημα τύχης! Εάν θα έπιανε φωτιά το μπουζούκι ή όχι, δηλαδή εάν θ' άρεσε στο κοινό και θα είχε ζήτηση ο δίσκος "σουξέ".
Πέρασαν πολλές ημέρες και ο Μάρκος δεν ερχότανε να μου πει τι έγινε. Αναγκάστηκα ν' ανέβω στην εταιρεία να μάθω και έτσι έμαθα ότι, αφού έπαιξε τον ένα σκοπό, στο διάλειμμα τον ρώτησε ο κ. Μάτσας: "Και ο άλλος σκοπός που θα χτυπήσεις δεν έχει λόγια;" Και τους έδειξε τα λόγια που έλεγαν "Έπρεπε να ερχόσουνα μάγκα μες τον ντεκέ μας...". "Ωραία" του είπε, "θα το τραγουδήσεις!" Τα έχασε ο Μάρκος. "Εγώ" λεει "μόνο μπουζούκι παίζω, δεν ξέρω να τραγουδήσω" Είχε χοντρή φωνή.
- "Τραγούδα το στην τύχη και ότι βγεί". Και μόλις εκυκλοφόρησε ο δίσκος έκανε "σουξέ".

Οι στίχοι αυτών των νέων τραγουδιών, είχαν ποικίλο περιεχόμενο,μπορεί να υμνούσαν τον έρωτα,την γυναικεία ομορφιά,να καλούσαν σε γλέντια και μπερμπαντέματα,να σχολίαζαν πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής,να σατύριζαν τα κακώς κείμενα ή και να εναντιώνονταν σε κάθε μορφή εξουσίας.Κοινός παρανομαστής σε όλα αυτά τα τραγούδια,με ότι θέμα κι αν ασχολούνταν ήταν ο περήφανος χαρακτήρας τους.Το νέο αυτό μουσικό ρεύμα συντρόφευε ένα νέο κοινωνικό ρεύμα που γεννήθηκε στο περιθώριο.τους μάγκες ,τα κουτσαβάκια ή ρεμπέτες όπως καταλήξαμε να τους αποκαλούμε σήμερα.Η πρώτη ονομασία που τους αποδόθηκε πάντως ήταν μόρτες.(Μορτ αποκαλούσαν οι γάλλοι κάποιους λούμπεν παρακμιακούς τύπους ,που για να βγάλουν τα προς το ζειν έθαβαν σε μεγάλους λάκους τα θύματα της πανούκλας.αυτά που άλλοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν.Έτσι πέρασε το μόρτες ,σαν άφοβοι,αυτοί που δε σκιάζονται ούτε το θάνατο ακόμα).
Για την προέλευση της λέξης ρεμπέτης έχουν ακουστεί πολλά.
Κάποιοι λένε ότι προέρχεται απο την τούρκικη λέξη, ρεμπέτ, άλλοι απ την σλάβικη ρεμπενοκ που σημαίνει ελεύθερο παλληκάρι και άλλοι απ την λατινική λέξη ρεμπιατα.Προσωπικά πιστεύω ότι η λέξη ρεμπέτης πηγάζει απ το ελληνικότατο ρήμα ρέμβω (περιπλανιέμαι) όπως και όλες οι προαναφερθείσες λέξεις που αποτελούν δάνειο απ την ελληνική στην σλάβικη ,λατινική,και τούρκικη γλώσσα.
0ι ρεμπέτες είχαν το δικό τους κώδικα επικοινωνίας,τα δικά τους ήθη ,τους δικούς τους άγραφους νόμους.Η άρνηση τους να συμβιβαστούν με τον  μικροαστικό τρόπο ζωής των πολλών τους κράτησε αρκετά χρόνια στο περιθώριο και τους οδήγησε σε φυλακές και εξορίες.Στον ρεμπέτικο χώρο συναντάμε,τους κιμπάρηδες[Ντυμένοι στην πένα ,με γυαλισμένο σκαρπίνι και γραβάτα].Τα κουτσαβάκια[Ανάριχτο σακκάκι ,με το ενα μανίκι φορεμένο].Τους νταήδες η σερέτες[Μαχαλόμαγκες με μαχαίρια στο σαλβάρι που πουλούσαν προστασία].Τους συνάχηδες[Κοκαινοπότες ,περιθωριοποιημένοι ακόμη και απ τους ίδιους τους ρεμπέτες, που συνήθως κατέληγαν στην πρέζα.]
Στις αρχές της δεκαείιας του τριάντα το ρεμπέτικο τραγούδι ξεφεύγει απο αυτόν τον στενό κύκλο.Άνθρωποι σαν τους Παναγιώτη Τούντα,Ιωάννη Δραγάτση(ογδοντάκης),Δημήτρη Σέμση(σαλονικιός),Βαγγέλη Παπάζογλου(αγγουρης),Ιωάννη Ειντζιρίδη(γιοβάν τσαούσης),Σκαρβέλη Κώστα (παστουρμάς) Παντελίδη Σταύρο,Σπύρο Περιστέρη,Γεώργιο Τσώρο (μπάτης) και πολλοί αλλοι το οδηγούν στην αθανασία μέσα απ της φωνογραφήσεις τους.Το μεγάλο μπαμ έρχεται με την δημιουργία της «ξακουστής τετράδας του πειραιά»,(Μάρκος Βαμβακάρης(φράγγος),Ανέστης Δελιάς(αρτέμης),Γιώργος Μπάτης,και Στράτος Παγιουμτζής(τεμπέλης)).Ταυτόχρονα φωνογραφούν οι Μπαγιαντέρας(Δημήτρης Γκόγκος),Απόστολος Χατζηχρήστος,Αντώνης Διαμαντίδης(νταλγκάς) και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες.
Το ρεμπέτικο αποκτά το δικό του κόσμο,τους δικούς του θαυμαστές.Άλλοι φανερά και άλλοι κρυφά ακούν και τραγουδούν τις επιτυχίες των μπουζουκτζήδων.Σχεδόν παύει να είναι κτήμα του περιθωρίου.γίνεται τραγούδι λαικό της φτωχολογιάς και της εργατιάς και την ακολουθεί στα γλέντια και τα βάσανα της.
Την πορεία του ρεμπέτικου προς την καταξίωση του έρχεται να ανακόψει προσωρινά η δικτατορία του μεταξά το 1936. .Πολλοί μεγάλοι του ρεμπέτικου σταματούν να συνθέτουν και να φωνογραφούν αρνούμενοι να υποστούν την λογοκρισία.(μπάτης,τσαούς,παπάζογλου).η κατάσταση σώζεται ως ένα βαθμό απ τον νεαρό τρικαλινό συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη(βλάχος).ο Τσιτσάνης βασιζόμενος κυρίως στην φιλία του με τον αστυνομικό διευθυντή θεσσαλονίκης Μοσχουντή,που ήταν μεγάλος θαυμαστής του και μετέπειτα κουμπάρος του,αλλά κα στην ευστροφία του περνάει αρκετά τραγούδια του χωρίς πολλά προβλήματα απ την λογοκρισία.
Το ρεμπέτικο δεν το κυνήγησε μόνο ο μεταξάς .
Η συντηρητική διανόηση στράφηκε ανοιχτά εναντίον του. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ χρονογράφημα τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου, ποὺ δημοσιεύτηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1917 στὴν ἐφημερίδα Ἐμπρός:

«Ἢ ἐγὼ καταδιώκομαι ἀπὸ τὴν τουρκικὴ μουσικὴ ἢ συμβαίνει κάτι σοβαρότερον. Ὅτι ὁ ἀμανὲς ἔγινε τὸ τραγούδι τοῦ Ἕλληνος. Εἰς αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἱερὰν Κεκροπία, εἰς τὴν Ἀττικήν, ἐὰν στήσετε τὸ αὐτί σας πρὸς τὸ παραθυρον, θ᾿ ἀκούσετε Ἀθηναίους νὰ ξελαρυγγίζονται ἄδοντες τὸν ἀπαίσιον αὐτὸν καὶ ἀκατανόμαστον ὀλολυγμόν... Τὸν πύραυλον τοῦτον τοῦ ὀδυρμοῦ τὸν ἐκτοξεύουν εἰς τὰ ὕψη Ἀθηναῖοι, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, γνήσια θρέμματα τοῦ ἐδάφους τούτου. Δὲν ᾖλθαν ποτὲ σὲ ἐπαφὴν μὲ τὴν Ἀσίαν. Πῶς τὸν ἔμαθαν; Διὰ τῆς παραδόσεως! Καὶ διὰ τοῦ περιβάλλοντος. Τὸν τραγουδοῦν δέ· ὄχι διότι κάμνουν μελέτας ἐπὶ τῆς Ἀνατολικῆς μουσικῆς, ἀλλὰ διότι αὐτὸ εἶναι τὸ τραγούδι μὲ τὸ ὁποῖον μεταφράζουν τὴν χαρὰ ἢ τὴν λύπην των. Αὐτὰ συμβαίνουν ἕναν ὁλόκληρο αἰώνα μετὰ τὸ 1821.

Εἶναι εὔκολον πράγμα, κύριοι, θὰ ἔλεγα πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας νὰ κοιμώμεθα ἐπάνω εἰς τὰ ρόδα τῆς λαογραφίας. Ναί, ὁ ἀγροτικὸς λαὸς τῆς Ἑλλάδος ἔχει μίαν μουσικήν, ἠμεῖς συλλέγομεν ἢ καλλιεργοῦμε τὰ μοτίβα της. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποῦ τραγουδεῖ ὁ λαὸς τῶν πόλεων;

Τί οὐρλιάζει ἐκεῖνος ἐκεῖ ὁ στιβαρὸς καὶ νεαρὸς ἐργάτης; Τί θέλει; Χαίρεται; Ἀφοῦ χαίρεται, διατὶ ὀδύρεται; Τί εἶναι αὐτὸ ὁ ὁλολύζων Ἕλλην; Ποῖος τοῦ ἔβαλε τοὺς φοβεροὺς τούτους βρασμοὺς εἰς τὸν λάρυγγα, ἀπὸ ποίαν μητέρα ἐθήλασε τέτοιον θρῆνον;... Ὅλοι οἱ μουσικοὶ τενεκέδες, ὅλαι αἱ μουσικαὶ σανίδες, ὅλα τὰ μουσικὰ κιβώτια, φωνογράφοι, ὀργανέττα, σαντούρια, βιολιά, τραγουδισταί, ζητιάνοι, στραβοὶ μὲ φυσαρμόνικα, καφωδεῖα, λαϊκὰ θεατρίδια, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ φρικαλέος Καραγκιόζης, καλλιεργοῦν, ἀναπτύσσουν, διατηροῦν, διαδίδουν τὸ τουρκικὸν τοῦτο μουσικὸν κράτος εἰς τὴν Ἑλλάδα... Ἡ λαϊκὴ τάξις τῶν πόλεων, κατὰ τὰ ἑπτὰ δέκατα, εὑρίσκεται ὅταν διασκεδάζει εἰς τὴν Μέκκαν...

Λαμβάνω τὴν τιμήν... νὰ ὑποβάλω εἰς τὴν Πολιτείαν τὴν ἰδέαν ἐνὸς νομοσχεδίου..: θὰ φορολογηθεῖ ἀμειλίκτως τὸ σαντούρι, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ πιάνο τῆς Ἀσίας... θὰ φορολογηθοῦν τὰ καταστήματα ὅπου ἐκτελεῖται ἀσιατικὴ μουσική, οἱ ἐκτελεσταὶ ἀνατολικῆς μουσικῆς.... αἱ φωνογραφικοὶ πλάκες. Ἄρθρον ἀκροτελεύτιον: ἀπαγορεύεται πᾶσα εἰσαγωγὴ ἤχου ἐκ Σμύρνης».

Την ίδια εποχή νέοι της ΟΚΝΕ (Νεολαία του ΚΚΕ) ,πιστοί στην γραμμή ενάντια στην εξάρτηση απο κάθε είδους ναρκωτικά,φτάνουν σε ακρότητες σπάζοντας τεκέδες,αργιλέδες μπουζούκια και μπαγλαμάδες

Την κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος.Πολλοί ρεμπέτες μουσικοί βρίσκουν άδοξο θάνατο απ την πείνα και τις κακουχίες  αυτά τα πέτρινα χρόνια[ Ευάγγελος Παπάζογλου, Παναγιώτης Τούντας, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Κάβουρας, Γιάννης Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς), Σωτήρης Γαβαλάς, Θεόδωρος Μαυρογένης (το Θοδωράκι της Σμύρνης), Νίκος Χατζηαποστόλου, Ογδοντακης).
Οι ρεμπέτες δεν μένουν αδιάφοροι στα πολιτικά δρώμενα .Τόσο κατά την διάρκεια της κατοχής όσο και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου γραφονται τραγούδια με σαφή πολιτική τοποθέτηση αλλά και άλλα που με υπαινιγμούς και υπονοούμενα έπαιρναν πολιτικές απόψεις.Ο Μπαγιαντέρας γράφει τον ύμνο του EΛΑΣ και τραγουδάει για τον Άρη Βελουχιώτη.Ο Γενίτσαρης θρηνεί τον θάνατο του Άρη και μας περιγράφει την ζωή του εξόριστου στο <<με πιάσαν επι μεταξά>>,Ο Τσιτσάνης γράφει το <<χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα>>και το <<της γερακίνας γιος>> σαν απάντηση στο τραγούδι <<του αετού ο γιος>> που τραγουδούσαν οι βασιλόφρονες.Γράφει επίσης την « συννεφιασμένη κυριακή» και το «βάρκα γιαλό» που αργότερα διασκευάζει ο
Γ. Κατσαρός σε <<μας πήγαν εξορία>>

Δεν το πίνουμε το γάλα, βάρκα γιαλό,
δεν το πίνουμε το γάλα
ούτε και τη μαρμελάδα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό
Και μας πήγαν εξορία, βάρκα γιαλό
και μας πήγαν εξορία
μακριά από την Αθήνα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό.
Και μας δίνανε μπιζέλια, βάρκα γιαλό
και μας δίνανε μπιζέλια
που τα ρίχναν στα κουνέλια,
αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό.
Και θα βάλω σημαδούρα, βάρκα γιαλό
αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό
και θα βάλω σημαδούρα
κι έτσι θα το σκάσω ζούλα,
Και μας στείλαν στην Ελ Ντάμπα
βάρκα γυαλό
Και μας στείλαν στην Ελ Ντάμπα
που μας τάϊζαν στο τζάμπα
αχ να σε χαρώ βάρκα γυαλό
αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό.
- Γεια σου Κατσαρέ.
Η Σωτηρία Μπέλου αρνείται να τραγουδήσει σε μια παρέα γερμανοτσολιάδων του αετού τον γιο και τρώει το ξύλο της ζωής της Ρεμπέτες και αντιφρονούντες στριμόχνονται σε φυλακές και ξερονήσια…

Την δεκαετία του πεννήντα οι εταιρίες σκαρφίζονται το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο.Ένα τραγούδι που δεν διαθέτει τίποτα απ την αυθεντικότητα του γνήσιου ρεμπέτικου τραγουδιού,Με στίχους ακίνδυνους και αποστειρωμένους απο κάθε πολιτική χροιά και τάση αμβισβήτησης.Το ρεμπέτικο σβήνεται απ την λίστα των δισκογραφικών εταιριών.γεννιέται το λεγόμενο λαικό τραγούδι που και αυτό περνάει απο χίλια κύμματα.
Στα τέλη της δεκαείιας του πεννήντα και όλη την δεκαετία του εξήντα ένα μεγάλο ποσοστό των λαικών τραγουδιων ειναι αντιγραφές ινδικών και ανατολίτικων σκοπών.τα λεγόμενα <<ινδοπρεπει>>.
Το ρεμπέτικο ξανάρχεται στην επιφάνεια την δεκαετία του εβδομήντα,κυρίως μετά την μεταπολίτευση.Οι μεγάλοι Έλληνες συνθέτες της εποχής(Θεοδωράκης,Χατζιδάκης,Λοίζος,Ξαρχάκος) αναγνωρίζουν την αξία και την διαχρονικότητα του.Ο Μίκης Θεοδωράκης δηλώνει ενας απλός μαθητής του Τσιτσάνη θέλοντας να δείξει τον σεβασμό του στο ταλέντο και την αξία του τρικαλινού συνθέτη. Η Μπέλλου συνεργάζεται με τον Ανδριόπουλο τον Σαββόπουλο και τον Μούτση.Έτσι δίνεται η αφορμή να ξανακυκλοφορήσουν παλιά της ρεμπέτικα τραγούδια που ο κόσμος τα μετατρέπει σε μεγάλες επιτυχίες.Νέες καλές φωνές λαικών και έντεχνων καλιτεχνών ψάχνουν την καθιέρωση μέσα απο τραγούδια των Τούντα Βαμβακάρη Τσιτσάνη Τζουανάκου.
Ανάμεσά τους οι σπουδαιότερες σημερινές φωνές.(Νταλάρας ,Αλεξίου,Μαρινέλα,Μητσιάς,)

Σήμερα σαφώς και δεν υπάρχουν ρεμπέτες με την κλασική ερμηνεία του όρου.Υπάρχουν όμως άξιοι μουσικοί ,λάτρεις του ρεμπέτικου, που με τις ερμηνείες τους ,τον σεβασμό τους προς το γνήσιο και την δουλειά τους κράτησαν και κρατάνε ζωντανό το ρεμπέτικο μεταλαμπαδεύοντας την φλόγα του και στις επόμενες γεννιές.Αναγράφω κάποιους απο αυτούς χωρίς η σειρά να αναλογεί της αξίας των..Τον μονο που θα ξεχωρισω απ τους υπόλοιπους ειναι ο Μπάμπης Γκολές, ο τελευταίος ρεμπέτης της γενιάς του που βρέθηκε στο πάλκο δίπλα στους μεγάλους δημιουργούς....Γ.Ξηντάρης,Μπάμπης Τσέρτος,Δημήτρης Κοντογιάννης ,Γιώργος Ζορμπάς,Βαγγέλης Ιωαννίδης,Αθηναική Κομπανία,Αγάθωνας,Γιάννης Λεμπέσης,Δημητριανάκης Μανώλης,Σοφία Εμφιετζή,Μαριώ,Γιώτα Νέγκα,Μυστακιδης Δημήτρης,Χρήστος Μητρέτζης,Μανώλης Πάππος ,Λιζέτα Καλημέρη,Σοφία Παπάζογλου,Κατερίνα Τσιρίδου,Κώστας Λιούμπας,Τζιβαέρι,Μαρία Κατινάρη,Αμάν ναι,Άνω Κάτω,Δήθεν….

[ ΗΛΙΑΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (2009)]


(ΣΧΟΛΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΗΣΙΛΑΟ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ)
Ενδιαφέρον το άρθρο.

Θέλω να σταθώ σε δυο σημεία.

Το ένα αφορά την γκετοποίηση των προσφύγων και τη συνάντησή τους με άτομα που μοιράζονταν την ίδια φτώχια και περιθωριοποίηση με αυτούς, όπως λέει το άρθρο.
Νομίζω ότι σήμερα όταν ακούμε για "περιθωριοποίηση" δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το πώς είναι δυνατόν να είναι περιθωριοποιημένοι όχι ένας μικρός αριθμός αλλά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Και το πώς η "περιθωριοποίησή" τους ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την απότομη και βίαιη προλεταριοποίησή τους που έδοσε την "τροφή" της προπολεμικής οικονομικής "ανάπτυξης".
Παρ' όλα αυτά και η σημερινή κοινωνία δεν στερείται φαινομένων τέτοιας μαζικής περιθωροποίησης, μόνο που ίσως δεν εμφανίζονται αυτά, λχ η ανεργία, με τέτοιο βαθμό συγκέντρωσης (ακόμα και χωροταξικής) και πολιτιστικής ομοιογένειας.

Το δεύτερο σημείο αφορά μιά όπως νομίζω ανακρίβεια, εκεί που λέει ότι "την ίδια εποχή νέοι της ΟΚΝΕ ... φτάνουν σε ακρότητες σπάζοντας τεκέδες κλπ".
Από όσο ξέρω κάτι παρόμοιο δεν συνέβη εκείνη την εποχή, προπολεμικά, όπου όπως λέει και το τραγούδι του Τσιτσάνη:
"οι τεκέδες ήταν όλοι
πέντε κι έξω από την πόλη".

Τέτοιο θέμα μπήκε -και ρητά, δημοσιευμένο στην εφημερίδα της ΕΠΟΝ "Νέα Γενιά", με τη φράση: αν ανοίξει τεκές θα τον σπάσουμε- στην περίοδο της απελευθέρωσης, κάτω από εντελώς διαφορετικούς όρους, τότε που από τη μιά τα στέκια νεολαίας της ΕΠΟΝ χαρακτηρίζονταν από ορισμένους ως στέκια εαμοβούλγαρων κι από την άλλη φαινόταν ότι το ζήτημα των "τεκέδων" έπαιρνε χαρακτήρα, πάλι από ορισμένους, επιθετικής διάδοσης - από την βιωματική πλην όμως εντελώς μεταγενέστερη εμπειρία μου υποθέτω ότι θα έμπαινε από ορισμένους το άνοιγμα τεκέδων γιά τη νεολαία ως βασικό συστατικό της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης :-)

Έτσι δεν θα έλεγα ότι μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να γίνεται λόγος γιά "ακρότητα", παρόλο που ο κοινωνικός αυτοματισμός και η χειραγώγηση των διαδικασιών δράσης - αντίδρασης μάλλον ποτέ δεν οδηγούν σε καταστάσεις που ανταποκρίνονται με ακρίβεια στα ζητήματα που αντιμετωπίζουν.
ΑΓΗΣ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ενδιαφέρον το άρθρο.

Θέλω να σταθώ σε δυο σημεία.

Το ένα αφορά την γκετοποίηση των προσφύγων και τη συνάντησή τους με άτομα που μοιράζονταν την ίδια φτώχια και περιθωριοποίηση με αυτούς, όπως λέει το άρθρο.
Νομίζω ότι σήμερα όταν ακούμε για "περιθωριοποίηση" δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το πώς είναι δυνατόν να είναι περιθωριοποιημένοι όχι ένας μικρός αριθμός αλλά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Και το πώς η "περιθωριοποίησή" τους ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την απότομη και βίαιη προλεταριοποίησή τους που έδοσε την "τροφή" της προπολεμικής οικονομικής "ανάπτυξης".
Παρ' όλα αυτά και η σημερινή κοινωνία δεν στερείται φαινομένων τέτοιας μαζικής περιθωροποίησης, μόνο που ίσως δεν εμφανίζονται αυτά, λχ η ανεργία, με τέτοιο βαθμό συγκέντρωσης (ακόμα και χωροταξικής) και πολιτιστικής ομοιογένειας.

Το δεύτερο σημείο αφορά μιά όπως νομίζω ανακρίβεια, εκεί που λέει ότι "την ίδια εποχή νέοι της ΟΚΝΕ ... φτάνουν σε ακρότητες σπάζοντας τεκέδες κλπ".
Από όσο ξέρω κάτι παρόμοιο δεν συνέβη εκείνη την εποχή, προπολεμικά, όπου όπως λέει και το τραγούδι του Τσιτσάνη:
"οι τεκέδες ήταν όλοι
πέντε κι έξω από την πόλη".

Τέτοιο θέμα μπήκε -και ρητά, δημοσιευμένο στην εφημερίδα της ΕΠΟΝ "Νέα Γενιά", με τη φράση: αν ανοίξει τεκές θα τον σπάσουμε- στην περίοδο της απελευθέρωσης, κάτω από εντελώς διαφορετικούς όρους, τότε που από τη μιά τα στέκια νεολαίας της ΕΠΟΝ χαρακτηρίζονταν από ορισμένους ως στέκια εαμοβούλγαρων κι από την άλλη φαινόταν ότι το ζήτημα των "τεκέδων" έπαιρνε χαρακτήρα, πάλι από ορισμένους, επιθετικής διάδοσης - από την βιωματική πλην όμως εντελώς μεταγενέστερη εμπειρία μου υποθέτω ότι θα έμπαινε από ορισμένους το άνοιγμα τεκέδων γιά τη νεολαία ως βασικό συστατικό της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης :-)

Έτσι δεν θα έλεγα ότι μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να γίνεται λόγος γιά "ακρότητα", παρόλο που ο κοινωνικός αυτοματισμός και η χειραγώγηση των διαδικασιών δράσης - αντίδρασης μάλλον ποτέ δεν οδηγούν σε καταστάσεις που ανταποκρίνονται με ακρίβεια στα ζητήματα που αντιμετωπίζουν.
ΑΓΗΣ