Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ (δημοσιογράφος) --βιογραφία...

γεννήθηκε το 1946 στα Βασιλικά Ευβοίας και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας του Αναστάσιου και της Ελευθερίας Γεραμάνη. Μαθητής ακόμη στο χωριό του, έδειξε από μικρός την αγάπη του για την δημοσιογραφία, εκδίδοντας μάλιστα μια δίφυλλη εφημεριδούλα, τον “Μαθητικό φάρο”, η έκδοση της οποίας σταμάτησε νωρίς, ύστερα από την παρέμβαση της αστυνομίας και του κατεστημένου της εποχής. Ανήσυχος καθώς ήταν, στράφηκε από τα 16 του χρόνια στις δύο μεγάλες του αγάπες: το αθλητικό ρεπορτάζ και το λαϊκό τραγούδι. Έφευγε από το χωριό του με τα φορτηγά που μετέφεραν κεραμίδια για την Αθήνα, προκειμένου να καλύψει ποδοσφαιρικά ματς για την αθλητική εφημερίδα “Φως των σπορ” και επέστρεφε -πάλι με τα φορτηγά- τα ξημερώματα στο Βασιλικό, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι του σχολείου. Ήταν μαθητής στα Βασιλικά Ευβοίας, όταν πήρε για πρώτη φορά συνέντευξη από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Στέλιο Καζαντζίδη τον Ιούλιο του 1963. Από τότε με τον Καζαντζίδη έγιναν αδελφικοί φίλοι, μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 2001.
Στα 38 χρόνια φιλίας έκανε μαζί του 56 συνεντεύξεις. Και από ποιον δεν είχε πάρει συνέντευξη: Μίκης Θεοδωράκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Γιώργος Ζαμπέτας, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Σωτηρία Μπέλλου, Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώργος Μητσάκης, Απόστολος Καλδάρας, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Κώστας Βίρβος, Μιχάλης Γενίτσαρης, Βαγγέλης Περπινιάδης, Μαριάννα Χατζοπούλου, Γιάννης Τατασσόπουλος, Γιώργος Μανισαλής, Ακης Πάνου, Αννα Χρυσάφη, Αντώνης Ρεπάνης, Βίκυ Μοσχολιού και εκατοντάδες ακόμη.
Το 2001 επιμελήθηκε την έκδοση του ημερολογίου για τον Στέλιο Καζαντζίδη “Όταν η φωνή φτάνει τον θρύλο”, ενώ πάντα είχε στο μυαλό του να γράψει τα βιώματά του από όλα όσα έζησε τα 38 χρόνια κοντά στον Στέλιο Καζαντζίδη. Όμως δεν πρόλαβε. Δεκα πέντε χρόνια πριν, το 1986, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο “Ρεπορτάζ από τη Σιβηρία” με τις εμπειρίες του -όπως ο ίδιος σημείωνε στην εισαγωγή- από “ένα συγκλονιστικό 15νθήμερο ταξίδι στις αχανείς εκτάσεις, στην καρδιά της -πρώην- Σοβιετικής Ένωσης”.
 Ήταν τόσο γνώστης του λαϊκού τραγουδιού και τόσο καλόψυχος και δημιουργικός ως άνθρωπος, που και ο άλλος μεγάλος του λαϊκού τραγουδιού Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που έφυγε πρόσφατα, του εμπιστεύτηκε πριν από δύο χρόνια την αυτοβιογραφία του “Εγώ ο Σερ”. “Για μένα ήταν μεγάλη τιμή να με εμπιστευτεί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για να γράψω για την ζωή του παρότι γνώριζε ότι ήμουν πολύ φίλος με τον Στέλιο Καζαντζίδη” είχε πει ο Π.Γεραμάνης, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο. Στην δημοσιογραφική του καριέρα εργάστηκε στο “Φως των σπορ”, στην “Ακρόπολη”, στην “Απογευματινή”, στο “Έθνος”, ενώ τα τελευταία 18 χρόνια ανήκε στο δημοσιογραφικό δυναμικό των Νέων.
 Εργάστηκε κατ’ αρχήν ως υπεύθυνος του επαρχιακού ρεπορτάζ, αλλά και στέλεχος του πολιτιστικού τομέα “Ορίζοντες”. Αν και έγραφε για το γνήσιο λαϊκό τραγούδι δεν εγκατέλειψε -στην έντυπη δημοσιογραφία- την άλλη μεγάλη αγάπη του: το αθλητικό ρεπορτάζ. Κάθε Σάββατο, από τη στήλη του “Για θυμήσου”, της “Ομάδας”, θύμιζε στους παλαιότερους και μάθαινε στους νεώτερους αναγνώστες και φιλάθλους για στιγμές, ποδοσφαιριστές και ομάδες των δεκαετιών του ’50 και το ’60.
 Παράλληλα, κάθε Παρασκευή, από τους “Ορίζοντες” έδινε γευστικές προτάσεις για τους αναγνώστες των Νέων, παρουσιάζοντας κουτούκια, ταβέρνες, αλλά και ρεστοράν. Με το ραδιόφωνο άρχισε να ασχολείται από το 1989, έχοντας την επιμέλεια και την παρουσίαση εκπομπής για το λαϊκό τραγούδι στον 902 Αριστερά στα FM και συνέχισε στην Ελληνική Ραδιοφωνία, με τους “Λαϊκούς βάρδους”, που φέτος συμπλήρωσαν 15 χρόνια στα ερτζιανά, αλλά και τους “Άσσους των γηπέδων” στην ΕΡΑ Σπορ καθώς και με εκπομπή για τους απόδημους στην ΕΡΑ 5.
Το 1999, για την 32χρονη -τότε- προσφορά του στη δημοσιογραφία, καθώς και για την ιστορική έρευνα και μελέτη της λαϊκής μουσικής και του αθλητισμού μέσα από 1.500 εκπομπές από το κρατικό ραδιόφωνο, τιμήθηκε με το δημοσιογραφικό βραβείο της χρονιάς εκείνης από το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασ. Μπότση, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. Τον Ιούνιο του 2002 ο δήμος Λιλαντίων τίμησε τον Πάνο Γεραμάνη για την πολύχρονη προσφορά του στη δημοσιογραφία και για την έρευνα στο λαϊκό τραγούδι και τον αθλητισμό.

Ο Πάνος Γεραμάνης πέθανε το 2005 Μεγάλο Σάββατοστο εξοχικό του στην Πάργα, όπου είχε μεταβεί για τις ημέρες του Πάσχα, από ανακοπή καρδιάς. πηγή:’chiosnews

 ΠΗΓΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ » Blog Archive » Πάνος Γεραμάνης (δημοσιογράφος)

 

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Σελίδα 23

Αλησμόνητος ο Πάνος Γεραμάνης
Μερικοί άνθρωποι μένουν αλησμόνητοι για τη στάση ζωής, την προσφορά τους. Τέτοια περίπτωση είναι ο Πάνος Γεραμάνης. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να κατακλυστεί η αίθουσα και ο περιβάλλων χώρος του «Αετοπούλειου» Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Χαλανδρίου από φίλους, συναδέλφους, συντρόφους, ανθρώπους του ελληνικού τραγουδιού και θαυμαστές των ραδιοφωνικών εκπομπών του για το λαϊκό τραγούδι και το ποδόσφαιρο, στην εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του το «Αετοπούλειο» (5/5). Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο δήμαρχος Χαλανδρίου Γρηγόρης Ζαφειρόπουλος, η δημοτική σύμβουλος (της παράταξης «Αγωνιστική Πορεία») Λούλα Καρατζά και φυσικά η συντρόφισσα της ζωής του Ναυσικά Γεραμάνη.Στον μαχητή δημοσιογράφο Π. Γεραμάνη επικεντρώθηκε η ομιλία του δημοσιογράφου Αρη Σκιαδόπουλου. Στην αταλάντευτη ιδεολογία, την αντιδικτατορική δράση του από τις γραμμές της παράνομης ΚΝΕ, αναφέρθηκε ο φίλος και συνάδελφός του Γιάννης Καραγιάννης. Για την αγάπη του και την έντυπη και ραδιοφωνική δουλειά του για το ποδόσφαιρο μίλησε ο Αριστείδης Καμάρας. Το πάθος, και την παραδειγματική ερευνητική και δημοσιογραφική προσφορά του για την ανάδειξη και καταξίωση του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού ανέδειξε η ομιλία του Παναγιώτη Κουνάδη.
«Είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι με τη διαδρομή του Γεραμάνη, που να είναι τόσο απλοί, χωρίς στάλα έπαρση, χωρίς καμιά ένδειξη απόκρυφης ματαιοδοξίας; Ο Γεραμάνης ήταν ακριβώς αυτό: φλογερός, συνειδητός κομμουνιστής, έγραφε, μιλούσε και ζούσε για να ενώσει τον κόσμο, όχι για να ξεχωρίσει από τον κόσμο. Ο Πάνος είχε 5 αγάπες: Αγάπη, σαν τις πρώτες και παντοτινές, για το ΚΚΕ, από το οποίο ποτέ δεν πήρε "διαζύγιο", γιατί όπως έλεγε "σιγά που θα αφήσουμε τους π...δες να μας κάνουν κατοικίδια!". Τη δημοσιογραφία. Το ποδόσφαιρο και τον "Ολυμπιακό" μιας ηρωικής εποχής. Το λαϊκό τραγούδι. Και το πολύ και καλό φαγητό. Ο Γεραμάνης ήταν ο αιώνιος ΚΝίτης, γλεντζές, ευαίσθητος ογκόλιθος», τόνισε μεταξύ άλλων ο φίλος του, δημοσιογράφος του «Ρ», Νίκος Μπογιόπουλος.
Η εκδήλωση έκλεισε με αγαπημένα τραγούδια του Π. Γεραμάνη, ερμηνευμένα από τους Χαρά Πομώνη, Γιάννη Ντουνιά (τραγούδι), Γιώργο Αλτή, Σπύρο Πανταζή, Φώτη Φωτόπουλο, Θανάση Φωτόπουλο.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ (κάντε κλικ!...)





 -- «Θεράπων» του λαϊκού τραγουδιού και της δημοσιογραφίας


Ο ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ «ΛΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ»

Κήρυκας της πολιτιστικής επανάστασης στα πέτρινα χρόνια
 
Ο Πάνος Γεραμάνης έφυγε το Μεγάλο Σάββατο 30 Απριλίου, από κοντά μας ένας σπουδαίος αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος, μεγάλος άνθρωπος και φίλος από τα πολύ δύσκολα χρόνια. Ο Πάνος άφησε την τελευταία του πνοή στην Αγιά της Πάργας, απ’ όπου καταγόταν η σύντροφος της ζωής του Ναυσικά, και είχαν πάει να περάσουν τις ημέρες του Πάσχα. Αιτία του θανάτου του ήταν ανακοπή της καρδιάς. Η νεκρώσιμος ακολουθία ψάλθηκε την Τρίτη του Πάσχα, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Χαλάνδρι, παρουσία εκατοντάδων φίλων, συναδέλφων και συντρόφων του, ενώ στη συνέχεια η κηδεία έγινε στο κοιμητήριο των Βασιλικών Ευβοίας, εκεί που μεγάλωσε.
Ο Πάνος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1945. Με τη δημοσιογραφία άρχισε να ασχολείται όταν ήταν 17 χρονών, δουλεύοντας ως αθλητικός συντάκτης στην εφημερίδα Φως των Σπορ. Το 1964 εξέδωσε την Αγροτική Φωνή της Χαλκίδας. Στη συνέχεια δούλεψε στην Απογευματινή από το 1968 μέχρι το 1971, στην Ακρόπολη, μέχρι το 1981, στο Έθνος μέχρι το 1986, και ενώ ήταν αρχισυντάκτης στα Ελληνοσιοβιετικά Χρονικά στη συνέχεια δούλεψε στην Πρώτη και το Κέρδος μέχρι το 1987. Από τότε μέχρι σήμερα δούλευε στην εφημερίδα Τα Νέα, όπου έγραφε για το λαϊκό τραγούδι, για την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και για τις καλές λαϊκές ταβέρνες της Αθήνας.
Στο ραδιόφωνο ξεκίνησε να εργάζεται το 1989, από τα μικρόφωνα του 902 Αριστερά στα FM. Από το 1990 μέχρι σήμερα διατηρούσε στο Δεύτερο Πρόγραμμα την εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι». Επρόκειτο για μια εκπομπή που είχε χιλιάδες φανατικούς φίλους σε όλη την Ελλάδα – και όχι μόνο – ενώ από τα στούντιο της πέρασαν 235 δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού. Ο Πάνος όμως δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος επαγγελματίας, που αγαπούσε τον καθημερινό λαϊκό πολιτισμό και αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάδειξή του. Ο Πάνος ήταν ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος και κυρίως ένας μεγάλος αγωνιστής. Οργανώθηκε στην ΚΝΕ στα χρόνια της χούντας και συμμετείχε στην εξέγερση της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Εκείνα τα χρόνια είχε την ευθύνη για την ενημέρωση του εξωτερικού – χρέος που έφερνε σε πέρας με υποδειγματική συνέπεια, πάθος και…ευρηματικότητα. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης ανέλαβε γραμματέας στην οργάνωση δημοσιογράφων του ΚΚΕ. Το 1989 διαφώνησε με το ΚΚΕ και αποχώρησε στηρίζοντας στη συνέχεια το εγχείρημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, τις πρωτοβουλίες εκλογικής καθόδου του ΜΕΡΑ κ. ά.
Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δημοσιεύει ένα άρθρο του σ. ΚΩΣΤΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ για τον Πάνο Γεραμάνη, που αγαπήθηκε τόσο πολύ και από τόσους πολλούς επειδή συνδέθηκε σχεδόν «σωματικά» με το μεγάλο μυστήριο του λαϊκού πολιτισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, χωρίς να κάνει δηλώσεις μετανοίας. Η ζωή του συμβολίζει τη συνεχή παρόρμηση του σύγχρονου εργαζόμενου να διαχωριστεί από τον κυρίαρχο αστικό πολιτισμό.
Όταν φεύγει ένας φίλος, συνηθίζουμε να τον παινεύουμε από αγάπη, αλλά και από φυσιολογική διάθεση να αναιρέσουμε την απώλεια χρησιμοποιώντας τη μοναδική μέθοδο που αυτό το μεγάλο αίνιγμα διαρκώς λύνεται: Ξαναμοιράζουμε τα μοιρασμένα έργα του, τα λόγια, τα καμώματα, τα τρυφερά και σκληρά του δώρα, τα ερμηνεύουμε, τα αλλάζουμε ή και τα αρνιόμαστε. Γιατί κι εμείς, θέλοντας μη θέλοντας, όχι χωρίς εκείνον (και τόσους άλλους), όχι χώρια του αλλά αρπάζοντάς τον μαζί μας, μπορούμε να συνεχίζουμε ζωντανοί σ’ αυτή την ιστορία, και αν γίνεται «λίγο ψηλότερα».


Καζαντζίδης Μαρινέλλα και ο Πάνος Γεραμάνης
Για τον Πάνο Γεραμάνη ειπώθηκαν καλά και πολλά σωστά λόγια, ενώ τίποτε δεν μοιάζει υπερβολή γι’ αυτό το «καλύτερο παιδί», γι’ αυτόν το μαχητικό κομμουνιστή, όσο και αν αυτό το τελευταίο, ήταν κάπως φυσικό να υποβαθμίζεται απ’ τους συνηθισμένους. Μα πώς τα κατάφερε να τον αγαπούν τόσοι πολλοί και κάποιοι τόσο πολύ, όταν στους περισσότερους μετριούνται τόσο λίγοι και τόσο λίγο; Η απάντηση βρίσκεται βέβαια, όχι στην δημοσιογραφική επωνυμία, αλλά στο ότι ο Πάνος Γεραμάνης συνδέθηκε σχεδόν «σωματικά» με το «μυστήριο» του λαϊκού πολιτισμού, ένα ζήτημα που σημαδεύει όλη τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και έχει «την τιμητική του» στην σημερινή κυρίως εποχή, σ’ όλη την «πλανητική πόλη» αλλά και σε κάθε χωριό – έθνος – κράτος ξεχωριστά.
Η ζωή του Πάνου συμβολίζει τη διαρκή και όλο πιο ισχυρή παρόρμηση του σύγχρονου εργαζόμενου ανθρώπου (αυτού του μη αναγνωρισμένου αλλά ωστόσο μοναδικού και αυθεντικού «άρχοντα» της εποχής μας), να διαχωριστεί έστω και στοιχειωδώς, έστω και αυθόρμητα, έστω και μερικά από τη σημερινή κυριαρχία της πιο ελεεινής ταξικής μορφής, πάνω στο γενικό «κοινωνικό πολιτισμό», πάνω στις κατακτήσεις και στα μελλοντικά άλματα αυτού του πολιτισμού. Εκπροσωπεί την παρόρμησή του να γίνει «συντροφιά» με τους ομοίους του, να συνδεθεί, έστω και στο πιο «ψύχραιμο», με κάθε εκδήλωση πόνου, οργής και ποίησης, απειθαρχίας και λεβεντιάς, να συνδεθεί τελικά με την αξία και το φιλότιμο της «μαστοριάς» και όχι με την ανταλλακτική αξία της αγοράς…
Ο Πάνος βίωνε όλες τις σύγχρονες προσπάθειες του λαϊκού πολιτισμού, αναγνώριζε τις πηγές τους χωρίς ισοπεδωτισμούς και στον Αρη και στον Βαμβακάρη και στον Τσιτσάνη και στον Μπελογιάννη και στον Λαμπράκη και στον Θεοδωράκη. Τις έβρισκε στον Καζαντζίδη και στον Πέτρουλα, στη Σωτηρία και στον Τεμπονέρα, στα λαϊκά μεσημέρια της Κυριακής, στις φιλικές εταιρείες της παλιάς και νέας παρανομίας, στην άρνηση των ποικίλων δηλώσεων μετανοίας, στα «ξένα» συγγενικά ή «επαναστατικά τραγούδια», στις σημερινές στοιχειακές προσπάθειες των νεότερων. Αλλά πάνω απ’ όλα τις έψαχνε στους ανεκπλήρωτους πόθους, στα μεγάλα ερωτηματικά του εργατικού ανθρώπου για το πώς δένεται και λύνεται η σημερινή ζωή του, για το που πηγαίνει, η «μεγάλη μας η επανάσταση». Άλλωστε ο ίδιος από τέτοιους ανθρώπους φτιαχνόταν και τέτοιους έφτιαχνε, ήταν ένα ταπεινό μέλος αυτής της μεγάλης «δημιουργίας», αυτού του μεγάλου κόμματος, ένα «μελάκι», όπως έλεγε χαμογελώντας και αν είναι δυνατόν με τέτοια κορμοστασιά.
Ο Πάνος πίστευε πως λαϊκός πολιτισμός για το σύγχρονο εργαζόμενο σημαίνει όχι μόνο την λαϊκή καλλιτεχνία, αλλά κυρίως την ανάγκη του να ξαναβρεί τα διασκορπισμένα κομμάτια του, που συγκρούονται μεταξύ τους ανάμεσα στα καταναγκαστικά πεδία της επιβίωσης, στα γρανάζια της ιδιοκτησίας, στα ναρκοθετημένα μέτωπα της «ξένης» ή και της «δικής του» υπεξαιρεμένης πολιτικής, στη δύσβατη υπόθεση της γνώσης, των ιδεών και της τέχνης. Κατανοούσε την ανάγκη του να συνενώσει αυτά τα διασπασμένα κομμάτια, του να τα «οργανώσει» σε έναν ενιαίο υλικό «ιστό πολιτισμού» που θα διεκδικεί εκβιαστικά και θα καθοδηγεί αποκλειστικά την κυριαρχία του πάνω στις κλεμμένες συνθήκες της ύπαρξής του, που δεν θα ανέχεται ξανά αφέντη πάνω από το κεφάλι του.
Ο Γεραμάνης ήξερε πως αυτού του είδους οι απόπειρες του λαϊκού πολιτισμού με όλες τις μεγάλες επιτυχίες τους αλλά και τις αντίστοιχες ήττες τους, ίσα – ίσα που έχουν διανύσει τα πρώτα τους στάδια. Το λαϊκό πολιτισμό θα τον βρουν ξανά μπροστά τους, πίστευε, και όχι πίσω στα εξημερωμένα του καθρεφτίσματα…
 
     Κήρυκας της πολιτιστικής επανάστασης στα Πέτρινα Χρόνια
Κοντά 35 χρόνια πριν, στη μέση σχεδόν, στην καρδιά της δικτατορίας… Το παλιό αντιδικτατορικό κίνημα της «προδομένης», της κλαίουσας Δημοκρατίας, έχει εξαντληθεί. Το «νέο» αντιδικτατορικό κίνημα της επανάστασης που δραπέτευσε ή που αποδεσμεύτηκε υπό περιοριστικούς όρους, βρίσκεται στην αρχή του… Ο πολιτισμός της «οργάνωσης» του επαναστατικού αγώνα, είναι το σήμα της εποχής και η μεγάλη διάκριση ανάμεσα σε αγωνιστές και σε παρατηρητές κάθε απόχρωσης. Και κοντά σ’ αυτά το μεράκι να αναδείξουμε τη σύγχρονη εργατική τάξη σε κυρίαρχο του κινήματος. Ξαφνικά σκάει η είδηση: Κομμουνιστική ομάδα νέων εργαζομένων, με αξιόλογη δράση ζητά «επαφή». Και όχι τίποτε «πιτσιρικαρία», μεγάλοι κοντά 25άρηδες. Εδώ πλέον η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή. Η καρδιά της παραγωγής;
Ρίξαμε το νόμισμα, και να ‘μια στα γραφεία της «Απογευματινής. Ο Γεραμάνης στη σκηνή. Τι είμαστε; ΚΚΚΕ, ΚΝΕ, υπήρχε τότε και το ΠΑΜ και το ΠΑΜ νέων, Αρης, Γκεβάρα, Καζαντζίδης, λίγο Γαλλικός Μάης; Συμφωνήσαμε. Όλα αυτά μαζί, και ο τίτλος της οργάνωσης μεγαλοπρεπής: Κομμουνιστική Αντιδικτατορική Οργάνωση Νέων Εργαζομένων. Υπήρξε και ο περίφημος καταμερισμός. Να ενημερώνετε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, να επεκταθείτε στους ναυτεργάτες. «Κάντε πρώτα κάτι και μετά ενημερώνουμε». Να ιδρύσουμε πολιτιστικούς συλλόγους νέων εργαζομένων. Να βρούμε τυπογραφεία, (τσιμπήσαμε ένα δοκιμαστήριο). Τίποτε οπλισμός; Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, να λύσουμε την σύγκρουση των «κομμουνιστών», το ζήτημα της αναμέτρησης ανάμεσα στον ελαφρό και στο λαϊκό πολιτισμό. Ο Θεοδωράκης δεν αρκεί. Το ρεμπέτικο; Περιοδείες στις λαϊκές γειτονιές. Ο Γεραμάνης εξηγεί την διαφορά ανάμεσα στο Στρώσε το Στρώμα σου για Δυο και στο Σε Πόνεσε η Καρδιά μου και σε Γουστάρει. Καταλήγουμε: Μια νέα πολιτιστική μαρξιστική και πολιτική επανάσταση απαραιτήτως. Εν τω μεταξύ, ο Γεραμάνης και όλοι μας στην πρακτική δουλειά, στο μηχανισμό, κυκλοφορία υλικού. Ο Γεραμάνης παράνομη υποστήριξη, στη Νομική στο Πολυτεχνείο, στις μέρες των συλλήψεων και της καταδίωξης.
 
Νόστιμος, αδιόριστος αλλά και πικραμένος
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Μεταπολίτευση: Επιστροφή στις ρίζες, ζεϊμπέκικο με ζιβάγκο. «Οι πούστηδες θα μας κάνουνε κατοικίδια». Αθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Πολιτική εργατική επανάσταση στην Αριστερά; Κυβέρνηση Τζαννετάκη. Κοντά στα άλλα το ΚΚΕ συμμετέχει και στη μοιρασιά της ιδιωτικής τηλεόρασης στους καναλάρχες. Ο Γεραμάνης συνοψίζει «Σύντροφε μας έφαγε το Ελαφρό».
Μέσα της σκληρής δεκαετίας του ’90. Ο Π¨ανος κάνει απολογισμό: «Δες την τηλεόραση, η χούντα τελικά μας νίκησε πολιτιστικά και εκείνη την εσωτερική επανάσταση που λέγαμε πολύ την καθυστερούμε».
Δεκαετία του 2000, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις δεν ξεχάστηκαν, άλλος γενικός αέρας στην ατμόσφαιρα, νέο συνολικό κομμουνιστικό πρόγραμμα – μαχόμενη αυτοκριτική. Ξανά πλατεία Μαβίλη. Ο Πάνος σε οίστρο. Συμπυκνώνω και διασκευάζω: «Υπάρχουν δυο βασικοί πολιτισμοί, ενωμένοι και αντίθετοι, μέσα στους πολυάριθμους μεγάλους και μικρούς πολιτισμούς, μέσα στο γενικό κοινωνικό πολιτισμό, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της εκμετάλλευσης της φύσης και της μάχης με την εκμετάλλευση, μέσα στο συνολικό αποτέλεσμα της ιστορίας, που έχει άπειρους δημιουργούς και χορηγούς, ηγεμόνες και κατακτητές, αλλά κανέναν τελικό αποκλειστικό ιδιοκτήτη. Αυτοί τώρα δεν έχουν άλλη οδό πολιτισμού από το μοντέρνο σκοταδισμό, δεν μπορούν πια μακροπρόθεσμα να ξεδοντιάζουν τους δικούς μας. Μόνο ο δικός μας πολιτισμός μπορεί να σώσει και να μετασχηματίσει ότι αξίζει και από τον δικό τους και από το τελικό αποτέλεσμα της διαπάλης μεταξύ μας. Ο πραγματικός, ο κορυφαίος πόλεμος των πολιτισμών πλησιάζει, έστω και αν οι βασικοί αντίπαλοι ιστορικοί στρατοί δεν έχουν ακόμα συνειδητά παραταχθεί».
«Ο νέος πολιτισμός χρειάζεται τομές μεγαλύτερες από του Λένιν και πολύ περισσότερο φυσικά από εκείνες του Θεοδωράκη, χρειάζεται θεωρία, επιστημονικές ιδέες, συλλογική καλλιτεχνική πρακτική, διεθνιστικό επαναστατικό αγώνα… Χρειάζεται να υψωθεί συνειδητά σε «Κόμμα» και όχι να υποβαθμίζεται σε πολιτιστικό αντάρτικο ή σε απλή πολιτιστική πολιτική του κόμματος, μέχρις ότου καταργηθούν κάθε καταπίεση και όλα τα κόμματα, μέχρις ότου ο επαναστατικός πολιτισμός γίνει ο μαζικός, ο απόλυτος, ο μοναδικός ρυθμιστής της κοινωνίας, η αιώνια πηγή που θα αναβλύζει τις ωραίες της αντιθέσεις».
Ο Πάνος ήταν δημιουργός για τους ανθρώπους, ήταν γνήσιος ακτιβιστής του λαϊκού πολιτισμού και γι’ αυτό αναγκαστικά και ένας από τους πρακτικούς θεωρητικούς του. Έτσι εξηγείται και η σχετική του απόσταση από το τρέχον έργο του και αυτή η διακριτική του μελαγχολία για το πόσα λίγα κάναμε και το τι χρωστάμε.
Τελευταία μας επαφή: «Δεν έκανα αίτηση μονιμοποίησης στην ΕΡΤ. Το ξέχασα». Χαμογελάμε συνένοχα. – Αχ ρε Πάνο, αδιόριστος θα μείνεις.
Κάποτε εκείνος έκλεινε ακόμα παράνομα ραντεβού με όσους δούλευαν στον αστικό Τύπο. Στο τηλέφωνο μια νέα συντρόφισσα. Σύνθημα, παρασύνθημα, τόπος συνάντησης και πώς θα σε αναγνωρίσω; - «Αποκλείεται να κάνεις λάθος, είμαι ένας νόστιμος».
Αυτός είναι ο νόστιμος, ο χαριτωμένος, ο αισιόδοξος με το σαρκαστικό χιούμορ, ο χαμογελαστός και πικραμένος, ο βαθιά σκεπτόμενος, ο πάντα ερωτευμένος με τη Ναυσικά του Οδυσσέας, το «μελάκι», ο Πάνος.


ΠΗΓΗ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 

politikokafeneio.com/.../geramanis160505.htm



Δεν υπάρχουν σχόλια: