ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ
Μια ζωή ταγμένη στο λαϊκό τραγούδι
Τραγούδια - βιώματα
Ο Τάκης Μπίνης γεννήθηκε το 1923 στον Αγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης. «Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από το Αϊβαλί και μας έστειλαν σε μια παράγκα στην Τούμπα. Εκεί μεγάλωσα», έλεγε στο «Ριζοσπάστη» (28/2/1993). Μαθητής ακόμη της Ε΄ Γυμνασίου αρνείται να φορέσει τη στολή της ΕΟΝ και εντάσσεται στη ΜΕΝΤ (Μορφωτική Ενωση Νεολαίας Τούμπας). Αυτό είχε ως συνέπεια να τον οδηγήσουν στην Ασφάλεια και να τον υποβάλουν σε φοβερές δοκιμασίες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το ρετσινόλαδο. Οταν αποφυλακίστηκε, η μόνη δουλιά που έμαθε από παιδί ήταν να παίζει μπουζούκι. «Βγαίνοντας από το στρατόπεδο δεν είχα περιθώρια επιλογής. Αναγκάστηκα και πήγα στα συνοικιακά μαγαζάκια της Θεσσαλονίκης κι έπιασα δουλιά», έλεγε. Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζεται με τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη, ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών και στις εξόδους του τον έπαιρνε μαζί του στου Κερκύρα, το ξακουστό κέντρο της πόλης, όπου μαζεύονταν «όλοι οι μουσικοί και όλοι οι Τρικαλινοί μπουζουξήδες».Είκοσι τρία χρόνια ξενιτιάς
Το 1958 φεύγει για την Αμερική και τον Καναδά αναζητώντας, όπως τόσοι άλλοι μουσικοί της γενιάς του, μια καλύτερη τύχη. Επιστρέφει μετά από 23 χρόνια, το 1981! Ο ίδιος έλεγε για την απόφασή του να ξενιτευτεί: «Ο,τι κι αν κάναμε εδώ δεν είχε ζωή, δεν υπήρχε προοπτική. Πολλά τα βάσανα, ταλαιπωρία, φυλακές, πείνα. Μπουζουξήδες και τραγουδιστές πήραμε των ομματιών μας και φύγαμε για την Αμερική. Εφυγα νέος και γύρισα γέρος. Είκοσι τρία χρόνια ξενιτιά. Οι περισσότεροι από μας πέθαναν εκεί. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά είναι κακιά μάνα η Ελλάδα. Μας έδιωξε, αυτή είναι η αλήθεια». Δύο χρόνια μετά την επιστροφή του, το 1983, ηχογραφεί ένα δίσκο-σταθμό για το ελληνικό τραγούδι, το «Ρεμπέτικο», των Σταύρου Ξαρχάκου και Νίκου Γκάτσου (από την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη). Στις αθάνατες επιτυχίες του θα προστεθούν τώρα τραγούδια όπως το «Δίχτυ», «Στου Θωμά», «Στη Σαλαμίνα», «Στην Αμφιάλη», «Της αμύνης τα παιδιά». Εκτοτε δούλεψε, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμαδάκι και τραγουδώντας, σε πολλά νυχτερινά μαγαζιά, με τελευταία τη «Στοά των Αθανάτων». Τα τελευταία χρόνια, ο Τάκης Μπίνης συμμετείχε σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή», στηρίζοντας τη διαφορετική πολιτιστική πρόταση της Οργάνωσης.«Κυριαρχούν εμπορίσκοι»
Παρότι η ζωή του υπήρξε γεμάτη βάσανα και αγωνία, ο ίδιος δήλωνε: «Στάθηκα τυχερός. Τραγούδησα εκατοντάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία έμειναν κλασικά: "Καρδιά παραπονιάρα", "Ενας αλήτης πέθανε", "Θα κάνω ντου βρε πονηρή", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Πότε κοιμάται ο δυστυχής", "Τα καβουράκια", κ.ά. (...) Αυτό που μένει είναι το αυθεντικό, το πραγματικά λαϊκό. Τα τραγούδια μου νίκησαν το χρόνο γιατί ρίζωσαν στις ψυχές των ανθρώπων». Και το λαϊκό για τον Τ. Μπίνη ήταν «αυτό που δημιούργησαν οι άνθρωποι που έζησαν την ανισότητα της ζωής, τη διαφορά μεταξύ Δραπετσώνας και Κολωνακίου, βιοπαλαιστή και προύχοντα. Είναι το τραγούδι της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά, της Αθήνας, των μεγαλουπόλεων. Των ανθρώπων που ζούσαν στις παράγκες, στα καταγώγια, με τους κοριούς, τους ψύλλους, την υγρασία...».«Με πρωτοπόρους τον Μάρκο, τον Στράτο δημιουργήσαμε το "επαναστατικό" λαϊκό τραγούδι που ήδη πάει να εκλείψει, να σβήσει», έλεγε στη συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει ο μεγάλος τραγουδιστής στις 28/2/1993. «Σήμερα υπάρχει το μάρκετινγκ. Κυριαρχούν εμπορίσκοι, που γράφουν φτηνές μελωδίες και σαχλαμάρες λόγια μόνο και μόνο για το χρήμα. Εμείς δουλεύαμε με μεράκι. Κάναμε αυτή τη δουλιά νηστικοί, από νταλκά να παίξουμε μπουζούκι, να τραγουδάμε, να φτιάχνουμε τραγούδια-βιώματα, περιστατικά. Τώρα πώς να γράψουν λαϊκό τραγούδι; Με ποια βιώματα;». Ο ίδιος πάντως αναγνώριζε ότι «σήμερα υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα απ' ό,τι στα χρόνια μου. Και τα προβλήματα είναι θέματα για να γραφτούν στίχοι. Προβλήματα υπάρχουν τεράστια, αλλά το μάρκετινγκ υπαγορεύει "έρωτα"...».
ΠΗΓΗ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 12/2/2006
Ρουμπίνη Σούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου