Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ ( Ριζοσπάστης 12/2/2006)

ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ
Μια ζωή ταγμένη στο λαϊκό τραγούδι
Ο Τάκης Μπίνης μαζί με άλλους ερμηνευτές στη «Στοά Αθανάτων»
Ευτύχησε να βρίσκεται ανάμεσα στους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού, το οποίο υπηρέτησε για έξι και πλέον δεκαετίες προσφέροντάς μας μοναδικές ερμηνείες, που νίκησαν το χρόνο. Ο Τάκης Μπίνης, ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής και δημιουργός, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Δεκέμβρη, μέχρι το τέλος στάθηκε αγέρωχος υπερασπιστής του ανόθευτου λαϊκού μας τραγουδιού δίνοντας πνοή σε σπουδαία τραγούδια των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χιώτη, Καπλάνη, κ.ά. Ο αυθεντικός καλλιτέχνης, που υπήρξε ένας από τους λίγους «γεννήτορες» των πρωτότυπων τραγουδιών του ρεμπέτικου και ακούραστος εργάτης μέχρι την τελευταία στιγμή του λαϊκού πάλκου, είχε και την ατυχία να δει το λαϊκό τραγούδι να παρακμάζει, να ευτελίζεται. «Πού είναι σήμερα το ελληνικό, το λαϊκό τραγούδι;» αναρωτιόταν συχνά τις τελευταίες δεκαετίες. Η απορία του συνοδευόταν με την πίκρα και την αγανάκτηση για όλους όσοι (κράτος, συνθέτες, δισκογραφικές εταιρίες, κ.ά.) θα μπορούσαν να το βοηθήσουν ώστε να μη φτάσει σ' αυτό το σημείο και δεν το έκαναν.
Τραγούδια - βιώματα
Ο Τάκης Μπίνης γεννήθηκε το 1923 στον Αγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης. «Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από το Αϊβαλί και μας έστειλαν σε μια παράγκα στην Τούμπα. Εκεί μεγάλωσα», έλεγε στο «Ριζοσπάστη» (28/2/1993). Μαθητής ακόμη της Ε΄ Γυμνασίου αρνείται να φορέσει τη στολή της ΕΟΝ και εντάσσεται στη ΜΕΝΤ (Μορφωτική Ενωση Νεολαίας Τούμπας). Αυτό είχε ως συνέπεια να τον οδηγήσουν στην Ασφάλεια και να τον υποβάλουν σε φοβερές δοκιμασίες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το ρετσινόλαδο. Οταν αποφυλακίστηκε, η μόνη δουλιά που έμαθε από παιδί ήταν να παίζει μπουζούκι. «Βγαίνοντας από το στρατόπεδο δεν είχα περιθώρια επιλογής. Αναγκάστηκα και πήγα στα συνοικιακά μαγαζάκια της Θεσσαλονίκης κι έπιασα δουλιά», έλεγε. Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζεται με τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη, ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών και στις εξόδους του τον έπαιρνε μαζί του στου Κερκύρα, το ξακουστό κέντρο της πόλης, όπου μαζεύονταν «όλοι οι μουσικοί και όλοι οι Τρικαλινοί μπουζουξήδες».

Στην Κατοχή «με το μπουζούκι στη μασχάλη» περιπλανιέται από χωριό σε χωριό. «Δυο χρόνια περιπλάνηση σε Ηπειρο, Θράκη μέχρι την Κομοτηνή για μια μπουκιά ψωμί». Το '42 επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και δουλεύει σ' ένα μαγαζί που το είχε ο Κώστας Βουρλιώτης, ο μετέπειτα αντάρτης Καπετάν Τρομάρας. Μετά τη σύλληψή του για σαμποτάζ, ο Τ. Μπίνης κλείνεται στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» και ύστερα από ένα διάστημα φρικτών βασανιστηρίων δραπετεύει. Μετά από πολύμηνη περιπλάνηση καταλήγει το 1944 στον Πειραιά, όπου δουλεύει σε μικρομάγαζα και τεκέδες στην Τρούμπα και αργότερα στις Τζιτζιφιές. Από το 1946 τραγούδησε σε όλα τα γνωστά κέντρα της Αθήνας με όλους τους συνθέτες της εποχής: Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μπαγιαντέρα, Χατζηχρήστο, Κλουβάτο, Μπακάλη, Τατασόπουλο, Καπλάνη, Χιώτη, κ.ά. Από τα πρώτα τραγούδια που γραμμοφώνησε, έκανε μεγάλες και κλασικές επιτυχίες, όπως «Για στάσου χάρε να σου μιλήσω», «Το κουρασμένο βήμα σου» (Μπάμπη Μπακάλη), «Ομορφη Πειραιώτισσα», «Ενας αλήτης πέθανε» (Κώστα Καπλάνη), «Τα καβουράκια», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή» (Βασίλη Τσιτσάνη), «Καρδιά Παραπονιάρα» (Απόστολου Χατζηχρήστου), «Οσο βαριά είν' τα σίδερα» (Γιώργου Μητσάκη). Η συνεργασία του με τον Μανώλη Χιώτη πρόσφερε τα «Σύρτε και φέρτε τον παπά», «Τι θέλεις μάνα δυστυχισμένη», «Τάκα τάκα τα πεταλάκια», «Κάτσε καλά», κ.ά.
Είκοσι τρία χρόνια ξενιτιάς
Το 1958 φεύγει για την Αμερική και τον Καναδά αναζητώντας, όπως τόσοι άλλοι μουσικοί της γενιάς του, μια καλύτερη τύχη. Επιστρέφει μετά από 23 χρόνια, το 1981! Ο ίδιος έλεγε για την απόφασή του να ξενιτευτεί: «Ο,τι κι αν κάναμε εδώ δεν είχε ζωή, δεν υπήρχε προοπτική. Πολλά τα βάσανα, ταλαιπωρία, φυλακές, πείνα. Μπουζουξήδες και τραγουδιστές πήραμε των ομματιών μας και φύγαμε για την Αμερική. Εφυγα νέος και γύρισα γέρος. Είκοσι τρία χρόνια ξενιτιά. Οι περισσότεροι από μας πέθαναν εκεί. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά είναι κακιά μάνα η Ελλάδα. Μας έδιωξε, αυτή είναι η αλήθεια». Δύο χρόνια μετά την επιστροφή του, το 1983, ηχογραφεί ένα δίσκο-σταθμό για το ελληνικό τραγούδι, το «Ρεμπέτικο», των Σταύρου Ξαρχάκου και Νίκου Γκάτσου (από την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη). Στις αθάνατες επιτυχίες του θα προστεθούν τώρα τραγούδια όπως το «Δίχτυ», «Στου Θωμά», «Στη Σαλαμίνα», «Στην Αμφιάλη», «Της αμύνης τα παιδιά». Εκτοτε δούλεψε, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμαδάκι και τραγουδώντας, σε πολλά νυχτερινά μαγαζιά, με τελευταία τη «Στοά των Αθανάτων». Τα τελευταία χρόνια, ο Τάκης Μπίνης συμμετείχε σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή», στηρίζοντας τη διαφορετική πολιτιστική πρόταση της Οργάνωσης.
«Κυριαρχούν εμπορίσκοι»
Παρότι η ζωή του υπήρξε γεμάτη βάσανα και αγωνία, ο ίδιος δήλωνε: «Στάθηκα τυχερός. Τραγούδησα εκατοντάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία έμειναν κλασικά: "Καρδιά παραπονιάρα", "Ενας αλήτης πέθανε", "Θα κάνω ντου βρε πονηρή", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Πότε κοιμάται ο δυστυχής", "Τα καβουράκια", κ.ά. (...) Αυτό που μένει είναι το αυθεντικό, το πραγματικά λαϊκό. Τα τραγούδια μου νίκησαν το χρόνο γιατί ρίζωσαν στις ψυχές των ανθρώπων». Και το λαϊκό για τον Τ. Μπίνη ήταν «αυτό που δημιούργησαν οι άνθρωποι που έζησαν την ανισότητα της ζωής, τη διαφορά μεταξύ Δραπετσώνας και Κολωνακίου, βιοπαλαιστή και προύχοντα. Είναι το τραγούδι της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά, της Αθήνας, των μεγαλουπόλεων. Των ανθρώπων που ζούσαν στις παράγκες, στα καταγώγια, με τους κοριούς, τους ψύλλους, την υγρασία...».
«Με πρωτοπόρους τον Μάρκο, τον Στράτο δημιουργήσαμε το "επαναστατικό" λαϊκό τραγούδι που ήδη πάει να εκλείψει, να σβήσει», έλεγε στη συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει ο μεγάλος τραγουδιστής στις 28/2/1993. «Σήμερα υπάρχει το μάρκετινγκ. Κυριαρχούν εμπορίσκοι, που γράφουν φτηνές μελωδίες και σαχλαμάρες λόγια μόνο και μόνο για το χρήμα. Εμείς δουλεύαμε με μεράκι. Κάναμε αυτή τη δουλιά νηστικοί, από νταλκά να παίξουμε μπουζούκι, να τραγουδάμε, να φτιάχνουμε τραγούδια-βιώματα, περιστατικά. Τώρα πώς να γράψουν λαϊκό τραγούδι; Με ποια βιώματα;». Ο ίδιος πάντως αναγνώριζε ότι «σήμερα υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα απ' ό,τι στα χρόνια μου. Και τα προβλήματα είναι θέματα για να γραφτούν στίχοι. Προβλήματα υπάρχουν τεράστια, αλλά το μάρκετινγκ υπαγορεύει "έρωτα"...».
ΠΗΓΗ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 12/2/2006
Ρουμπίνη Σούλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: