Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

ΚΩΣΤΑΣ ΝΟΥΡΟΣ--βιογραφία απο "ELKIBRA-REBETIKO"

Σάββατο, 06 Δεκεμβρίου 2008




Ψάχνοντας και τακτοποιώντας - Βιογραφικό του Νούρου (Nouros) (1)

Παρακάτω ξεδιπλώνεται μιά προσπάθεια σύνταξης ενός βιογραφικού γιά τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο). Προς το παρόν υπάρχουν κάποια άλλα βιογραφικά του, εδώ κι εκεί, της τάξης μερικών γραμμών. Δυό αναφορές με κάπως περισσότερα βρίσκουμε στο http://www.rembetiko.gr/forums/archive/index.php/t-15973.html, γραμένα από τον Κ. Φέρρη και στο λογοτεχνικό περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 140, σελ. 233-34, από τον Πάνο Σαββόπουλο. Δεν έχω καινούρια πράγματα να προσθέσω. Αυτό που έκανα ήταν, με βάση τους δύο παραπάνω (σημειώνοντας από ποιόν δανείζομαι τι), να κοιτάξω προσεκτικά μέσα στο κονφούζιο των φωτογραφιών στα "Ρεμπέτικα τραγούδια" του Ηλ. Πετρόπουλου (εννοώ την έκδοση-ντουλάπα), να βοηθηθώ από την τάξη που επικρατεί στο http://www.rebetiko.gr/ και να προχωρήσω. Έκανα συνδυασμούς, αριθμητικές προσθέσεις και αφαιρέσεις και ανάτρεξα στα: "Τα χαϊρια μας εδώ", τους 4 τόμους του Σχορέλη, τη Ρεμπέτικη Ιστορία 1 του Κ. Χατζηδουλή, το "Ελλήνων Μούσα Λαϊκή, Τριλογία της Μουσικής 1,΄του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη και την αυτοβιογραφία του Μάρκου. Με τα θραύσματα που βρήκα μέσα, έφτιαξα το παρακάτω. Eίναι αυτονόητο πως συμπληρώματα και διορθώσεις είναι ευπρόσδεκτες. Λένε πως το τελευταίο που πεθαίνει στον άνθρωπο είναι η ελπίδα, αυτή που κατάφερε η Πανδώρα να την εμποδίσει να πετάξει έξω απ΄το πιθάρι, μέσα σ΄αυτό τον μισογυνικό μύθο. Ελπίζω πως όποιος/α χρησιμοποιήσει ή αναδημοσιεύσει την προσπάθειά μου, θα σημειώσει από που την πήρε, όπως έκανα κι εγώ με ότι δανείστηκα. ('Οτι δανείστηκα το μεταφέρω με κόκκινους χαρακτήρες)
1892. Bλέπει γιά πρώτη φορά το φως του ήλιου στην ενορία Νταραγάτσι που ξεκινούσε από την Πούντα κι έφτανε ως το Χαλκά Μπουνάρ (Σμύρνη). H Η μάνα του, Ευαγγελία Γαβριηλίδη, κρατούσε καταγωγή από τη Σύρο. Πατέρας του ήταν ο Γιαννακός Μασσέλος (πιο γνωστός με τα ψευδώνυμα Τρίγωνης και Νούρος), που γεννήθηκε στο Τσιρίγο των Κυθήρων και εγκαταστάθηκε με τους γονείς του από μωρό στη Σμύρνη.(στοιχεία Κουνάδη). Υπήρχε κι ένας αδερφός που τον αναφέρει η Αγγέλα Παπάζογλου. Στα 1894, όταν ήταν δύο μόλις χρονών πεθαίνει η μητέρα του, ίσως από τύφο που μάστιζε τους φτωχούς εργάτες της περιοχής Πούντα εκείνα τα χρόνια. "Τον αναλαμβάνει η νεοκόρισσα του νεκροταφείου, η Χατζη-Αθανασώ, νεοκόρισσα του νεκροταφείου, απέναντι απ΄το σπίτι τους"Ο πατέρας του δε ξαναπαντρεύτηκε. Άπό μικρός αρχίζει να ψέλνει στην εκκλησία των Ταξιαρχών" (στοιχεία Π.Κουνάδη)και στην Αγ. Φωτεινή.
"Τελειώνει το Δημοτικό και βγαίνει στη βιοπάλη. Δουλεύει εργάτης σε διάφορα εργοστάσια, μέχρι τα 18 του" (Κ. Φέρρης). Σύμφωνα με την Αγγέλα Παπάζογλου, είχε δουλέψει σε κλωστήριο. Αναφέρει επίσης ότι και ο αδερφός του Νούρου δούλευε στο πιό μεγάλο κλωστήριο της Σμύρνης.
191o-11 "Με τη βοήθεια και τις συστάσεις του Αρχιμανδρίτη Αγάπιου"(Γιώργος Παπαδάκης)φεύγει στο Αγιονόρος, στη Μονή Βατοπεδίου, γιά να μονάσει. Αυτό δίνει κάποια σήματα γιά την, ως τότε, ψυχοσύνθεσή του. Δεν άντεξε (;) (το ερωτηματικό είναι σα στάχτη στα μάτια. Πιθανότατα, κάτι του συνέβη εκεί. Βάλτε τη φαντασία σας σε λειτουργία...) και γυρίζει, σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη, μετά από μερικές μέρες, πίσω στη Σμύρνη.
1911. Σύμφωνα με τον Σχορέλη (τόμος Β΄), αρχίζει να τραγουδάει σε ηλικία 19 χρονών, "στο κέντρο-ταβέρνα του Γεραλέξη στην Πούντα, πλάι στον Παναγιώτη Φούντα ή Τάταρη (στοιχεία Π. Κουνάδη) (βλ. φωτο.) νυν Αλσαντζάκ. (Υπάρχει κάποια αναφορά γιά την τραγουδίστρια γκιουζέλ Κατίνα από τη Σύρα που ήταν δασκάλα του Νούρου, αλλά δεν έχω περισσότερα στοιχεία).
"Μετά την επιτυχία του εκεί, τραγούδησε στα καλύτερα μαγαζιά της Σμύρνης, στην "Τερψιθέα", δίπλα στου Χατζηφράγκου, στο "Ασανσέρ, στο Καρατάσι, στον "Νικόλα του Τζίτζικα έξω απ΄τη Σμύρνη, στου "Μιχάλη του Χαβούτη" και αλλού" (στοιχεία Π. Κουνάδη).
"Σε περιοδεία στο Αϊδίνι το 1911 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Καλλιόπη Σιντιρλάλα που πέθανε όμως μετά από τρία χρόνια (1914) , εικοσιενός μόλις ετών" (Π. Κουνάδης).
"Στις 15 Οκτωβρίου του 1915 παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρία Καστανά από το Κερατοχώρι.


1926. - ΠΕΙΡΑΙΑΣ "Αρχίζει τις πρώτες του ηχογραφήσεις, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει σε καμπαρέ και μαγαζιά"(K. Φέρρης). Στον "Αδαμάκο" στην Κοκκινιά, με την Αγγέλα Παπάζογλου, τον Στελλάκη και τον Βαγγέλη Μαργαρώνη, στο καφεζυθοπωλείο ο "Νέος Κόσμος" το 1930.
Η κάτωθι φωτογραφία είναι του 1928. Λεπτομέρειά της υπάρχει στην αρχή του blog. Είναι η μόνη, απ΄τις υπάρχουσες, που βλέπουμε το Νούρο ευτυχισμένο. Το πρόσωπό του είναι απόλυτα ήρεμο, η στάση του χαλαρή. Τα πράγματα του πάνε καλά. (απ΄αριστερά, ο Νίκος Συρίγος ο σαντορινιός (βιολί), ο Μιχάλης Σκουλούδης (μαντολίνο), ο Γιώργος Πετρίδης (τσίμπαλο), o Νούρος με το υποπόδιο και ο Στελλάκης Περπινιάδης (μπασοκιθάρα)
Eγγραφή του στα Μητρώα Αρρένων την 1-3-1928, με αριθμ. 324 http://(Ας τον ακούσουμε στο "Τρελοκόριτσο" του φίλου του Γιάννη Δραγάτση - Ογδοντάκη)www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Trelokoritso%20%2880as%29%281929%29.mp3 "Ήταν παλικάρι και καλό παιδί, παρά το ελάττωμά του" (Αγγέλα Παπάζογλου, Ρεμπέτικη Ανθολογία Τάσου Σχορέλη, τόμος Γ, σελ.56)
1933-1934. - ΠΕΙΡΑΙΑΣ - Μάντρα του Σαραντόπουλου ( Aυτός που μ΄ενδιαφέρει είναι ο Νούρος. Όλ΄αυτά με τη μάντρα του Σαραντόπουλου και την πρώτη εμφάνιση της τετράδας έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί. Αν πληκτρολογήσετε "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς" στο Google, θα εμφανιστούν μιά μακριά σειρά από πανομοιότυπες διθυραμβικές περιγραφές του "κοσμοϊστορικού" αυτού γεγονότος. Δεν υποτιμώ τη σημασία του, ούτε τους άξιους και αγαπημένους συντελεστές της τετράδας. Απλά, "το πολύ το Κύριε ελέησον, το βαριέται κι ο παπάς"... Αν κάνω κι εγώ το ίδιο είναι γιά να μεταφέρω την ατμόσφαιρα που υπήρξε εκεί και να την διαφορίσω από τον κόσμο των Μικρασιατών)
H "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς" - Δεύτερη σειρά: Μάρκος Βαμβακάρης και Ανέστος Δελιάς. Πρώτη σειρά: Στράτος Παγιουμιτζής και Μπάτης
" Κάποιο καλοκαιρινό βράδυ του 1934, στην Ανάσταση του Πειραιά, στου Σαραντόπουλου τη μάντρα, ένα περιφραγμένο οικόπεδο με μιά παράγκα, με ξύλινους πάγκους και τραπέζια, χαλάει κόσμο η "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς", όπως αναφέρεται σε διαφημιστικές αφίσες της εποχής... Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, η "Τετράς η ξακουστή" αντικαθιστά την σμυρνέικου ύφους ορχήστρα που είχε το μαγαζί. Καθημερινά γεμίζει ασφυκτικά μετά την αλλαγή του προγράμματος. Μέσα-έξω ο κόσμος, πουτάνες από τα γειτονικά μπουρδέλα των Βούρλων, αγαπητικοί, προαγωγοί, κουτσαβάκια, μαχαιροβγάλτες, κάθε λογής παράνομοι, μεροκαματιάρηδες και άνεργοι από τις γύρω φτωχογειτονιές αλλά και οι πρώτοι "περίεργοι" από επιφανέστερα κοινωνικά διαμερίσματα, συνωστίζονται γιά να μη μείνουν "εκτός νυμφώνος". Στην ημερήσια διάταξη καβγάδες, πιστολιές και μαχαιριές...λίγες μέρες μετά την εμφάνιση της "πειραιώτικης κομπανίας", όπως ονομάστηκε αργότερα ή, κατ΄άλλους, την επόμενη χρονιά στον ίδιο χώρο, στο μαγαζί του Σαραντόπουλου, συνυπάρχουν κάποιο βράδυ ή μιά ολόκληρη βδομάδα και παίζουν διαδοχικά, η ρεμπέτικη ορχήστρα και τα σαντουρόβιολα. Μάρκος, Αρτέμης, Στράτος, Μπάτης...εναντίον Γιώργου Κάβουρα, Στελλάκη Περπινιάδη, Κώστα Νούρου... Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, η "τετράδα" παίζει μόνο γιά λίγες μέρες του 1934 στου Σαραντόπουλου, ο Δελιάς διαφωνεί γιά τη "χαρτούρα", αποχωρεί και οι υπόλοιποι, μαζί με τον Στέλιο Κερομύτη, μεταφέρονται στου Μήτσου Κερατζάκη (σημ. 300 μ., περίπου, πιό πέρα). Στο διπλανό μαγαζί παίζουν οι Κάβουρας, Νούρος, Περπινιάδης..." (ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ-ΚΑΠΕΤΑΝΆΚΗΣ, EΛΛΗΝΩΝ ΜΟΥΣΑ ΛΑΪΚΗ, τόμος 1, σελ. 207, 208)

Ας δούμε και μιά άλλη περιγραφή που τη δημοσίευσε ο Κώστας Χατζηδουλής στη "Ρεμπέτικη Ιστορία 1, σελ. 59: "...Η δεύτερη μαρτυρία οφείλεται στον Β.Χ.Α., ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ο πρώτος σερβιτόρος (πρώτους σερβιτόρους έλεγαν εκείνους που εκτελούσαν και καθήκοντα μπράβων), στο μαγαζί του Σαραντόπουλου. Ο σερβιτόρος αυτός...λέει τα ακόλουθα: "...Γιά να είχες μαγαζί τέτοιο, από το 1930 μέχρι το ΄38, έπρεπε να μην λογάριαζες τη ζωή σου. Στο μαγαζί του Σαραντόπουλου ερχόντουσαν όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας. Κάθε μάπα και μούτρο της σαπίλας και της βρωμιάς του υποκόσμου. Οικογενειάρχης, δεν πάτησε το πόδι του στο μαγαζί, από τότε που βάλαμε μπουζούκια και άρχισε να μαζεύεται αυτός ο κόσμος. Γιατί πιό μπροστά το είχαμε ταβέρνα, με τον Παναγή, που έπαιζε σαντουράκι, τον Ψευτο-Νούρο που τραγούδαγε, και έναν Αρμένη που έπαιζε βιολί. Τότε ήταν ήσυχα, βγάζαμε καλούτσικο μεροκάματο, μέχρι που ο Σαραντόπουλος βάλθηκε να βάλει μπουζούκια. Ο Μπάτης τον παρακίνησε. Πήραμε τον Μπάτη, το Μάρκο, το Στράτο και τον Ανέστο, που ήταν γιός του Παναγή - που σου είπα ότι έπαιζε σαντουράκι. Μόλις ήρθανε, έγινε το σώσε. Άρχισαν να μαζεύονται όλα τα παλιοτόμαρα του υποκόσμου. Τα μπουρδέλα των Βούρλων ήτανε δυό βήματα, και ερχόντουσαν οι πουτάνες με τους αγαπητικούς, και μαχαιροβγάλτες, αγριόμαγκες και κουτσαβάκια, που όλοι τους είχανε από 2-3 εγκλήματα ο καθένας και με πολλά χρόνια στη φυλακή. Κάθε βράδι έπεφταν πιστολιές και μαχαιριές - χώρια τα άλλα. Όλοι οι σερβιτόροι και ο Σαραντόπουλος, οπλοφορούσαμε, ενώ ήρθε καιρός που μέσα στο μαγαζί υπήρχανε πάνω από δεκαπέντε πιστόλια. Αν, χωρίς να το θέλεις, γύριζες το κεφάλι σου και κοίταζες κάποιον, μπορούσε να γίνει σε δυό λεπτά φονικό άγριο. Οι γείτονες έκαναν παράπονα κάθε μέρα στην αστυνομία, αλλά ο Σαραντόπουλος το χαβά του. Δεν μπορώ να σου πω τι ήτανε ο Σαραντόπουλος και ποιοί και γιατί τον υποστήριζαν (σημ. γράφ. ο Σαραντόπουλος, σύμφωνα με εκατοντάδες μαρτυρίες που έχω καταγράψει, ήταν μπράβος του Λαϊκού Κόμματος, με δεκάδες τρομακτικές ενέργειες στη Δραπετσώνα), αλλά θα σου πω μόνο, ότι κάποιος τον αβαντάριζε πολύ και του τά΄παιρνε με το έτσι θέλω. Αυτός μετά, έγινε μεγάλος αξιωματικός (σημ. γραφ. μου αποκάλυψε το όνομά του) και σήμερα ζει..."
Διατηρώ πάντα μιά έντονη επιφύλαξη γιά τις μαρτυρίες. Ο Κώστας Χατζηδουλής είναι ένας άνθρωπος που έχει κάνει σημαντική δουλιά (με ιώτα) και έχει άπειρο υλικό που το βγάζει με το σταγονόμετρο, αλλά "κρατώ μικρό καλάθι" όταν διαβάζω τα γραφτά του. Αφενός, μ΄"ανησυχεί" το ότι ο ίδιος γοητεύεται και νιώθει τέτοιο δέος γι αυτά που έχει ακούσει, ώστε τα δραματοποιεί υπέρ το δέον και αφετέρου, δε ξέρω σε ποιό βαθμό έχει "επέμβει" ο ίδιος στις μαρτυρίες των άλλων, ούτε και θα το μάθουμε ποτέ.Όπως και νάχει το πράγμα, η παραπάνω μαρτυρία προέρχεται από έναν πρώην μπράβο. Οι μπράβοι δεν ήταν τυχαία πρόσωπα, ούτε αρκούσε μόνο η σωματική διάπλαση και ο γενικότερος όγκος τους. Οι εκφράσεις και οι λέξεις που χρησιμοποιεί γιά τον υπόκοσμο μου θυμίζουν λίγο "νοικοκύρη" ή άνθρωπο που μικροαστικοποιήθηκε με τα χρόνια και ξεπλένει τον εαυτό του από το περιβάλλον στο οποίο δούλεψε. Δεν αποκλείω το να ήταν Μικρασιάτης ο ίδιος, αν κρίνω από τον κάθετο τρόπο που εκφράζεται γιά τους "άλλους".
Tώρα όμως είπαμε πολλά. Κάντε κλικ αμέσως παρακάτω, κλείστε τα μάτια και μπείτε στην ατμόσφαιρα που μας περίγραψαν, ακούγοντας το τραγούδι "Αντιλαλούν οι φυλακές" που ο Μάρκος το λάνσαρε μέσα στο μαγαζί του Σαραντόπουλου.
Κάπου στη διάρκεια του 1934, ο Νούρος σταματάει να χτυπάει δίσκους. Ή τον κάναν πέρα μετά την επέλαση των μπουζουκομπαγλαμάδων που πουλούσαν, ή αγρίεψε το μάτι του απ΄αυτά που είδε, κατάλαβε πως δε θα τραβιόντουσαν πιά οι δίσκοι του και περιορίστηκε στα μαγαζιά που πήγαινε άλλος κόσμος, αυτοί που δεν είχαν διάθεση να βγουν απ΄το μαγαζί οριζοντιωμένοι...
1937. Πεθαίνει η κόρη του, μόλις 17 χρονών από καλπάζουσα φυματίωση και σε σαράντα μέρες η γυναίκα του. Φεύγει γιά τη Σάμο όπου είχε συγγενείς.
1938. Αθήνα. 36 χρονών. Αναμνηστική φωτογραφία με φίλο του. Το πρόσωπο του Νούρου σοβαρό και πικραμένο. Είναι 46 χρονών. Προσέξτε το πρόσωπο του φίλου του, τα πέτρινα μάτια του, και σκεφθείτε: θα εμπιστευόσαστε ένα τέτοιο άτομο;
O Hλ. Πετρόπουλος σημειώνει γιά την παρακάτω φωτογραφία ότι είναι του 1940. Το βρίσκω μάλλον απίθανό να άλλαξε τόσο πολύ μέσα σε δύο χρόνια, αλλά το αφήνω έτσι.
1940. 48 χρονών. Μένει στην Κοκκινιά. "Στρατεύεται γιά την ψυχαγωγία των στρατιωτών στο μέτωπο και γιά τον ελληνικό στρατό στη Μ. Ανατολή" (Κ. Φέρρης)
1943. - Ξανά στη Σάμο. "Στους βομβαρδισμούς περνά με τις βάρκες στο Κουσάντασι... πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη κι από κει στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού" (Κ. Φέρρης)
1945. Βρίσκεται στο Κάϊρο.
1946. Tη φωτογραφία αυτή με το στρατιωτικό πουκάμισο τη χρησιμοποιεί στο εκλογικό του βιβλιάριο, αμέσως από κάτω.
Η διεύθυνσή του είναι, Κυθήρων 46, ενορία Αγ. Νικολάου Νίκαιας. Είναι τότε 54 χρονών. Τα μαλλιά του φαίνονται σα βαμένα.
1949. Στην παρακάτω Δήλωση φαίνεται να κατοικεί μαζί με τον Βλάχο Δημήτριο του Κυριάκου, ετών 39, γεωργό, και τον γιό του Κυριάκο, ετών 15 μαθητή, στην οδό Γρεβενών 33 στη Νίκαια όπου, σύμφωνα με τον Ηλ. Πετρόπουλο, έζησε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του.


Η φωτογραφία με τον συγκάτοικό του βρέθηκε από τον Πάνο Σαββόπουλο και πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό "Οδός Πανός", τχ. 140, απρίλιος-ιούνιος 2008. Ο Νούρος είναι, όπως πάντα, πολύ σοβαρός αλλά, φαίνεται σε πολύ καλή κατάσταση και ίσως η φωτογραφία να τραβήχτηκε πολύ πιό πριν.
1950 (;) Δυό φωτογραφίες τραβηγμένες στην Πόλη, προφανώς στη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού, ίσως και την ίδια μέρα.

1951. Στο δελτίο ταυτότητάς του που εκδίδεται στις 6-6-51 βάζει μιά φωτογραφία του από το 1930 που του θυμίζει και την αγαπάει.. Η διεύθυνση που δηλώνεται είναι Ανδρομάχης 1, ΝΙΚΑΙΑ, άγαμος, μέλη οικογενείας(...) 1... ανάμεσα στο 1952 και 1958 (;)
1959 (;) Αν αληθεύει η ημερομηνία που σημειώνει, με ερωτηματικό, ο Ηλ. Πετρόπουλος, εκείνο το βράδυ που εικονίζεται με το λαϊκό συγκρότημα Βαγγέλη Περπινιάδη (παρών και ο νέος Στράτος Διονυσίου), ο Νούρος που φαίνεται στο βάθος, σα να είναι και να μην είναι παρών, βρίσκεται στην ηλικία των 67 χρονών.

Κάπου εκεί σταματάει να τραγουδάει. Έχει κουραστεί, δεν υπάρχει νόημα πιά... Αποσύρεται πικραμένος και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους, στο τελευταίο του σπίτι.
"Το 1962 αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι και να πάρει τη σύνταξή του. Ήταν πικραμένος κι ένιωθε αδικημένος γιατί τα χρήματα της σύνταξής του δεν έφταναν γιά να ζήσει. Η φωτογραφία με τις πιτζάμες είναι τραβηγμένη στο Καρλόβασι Σάμου, σε κάποιο του ταξίδι, εκείνη περίπου την εποχή.
Τα υπόλοιπα 10 χρόνια θα τα περάσει μεταξύ σπιτιού και του "καφενείου των Φιλάθλων"
(Νίκαια).

Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Μαϊου 1972, σε ηλικία 80 χρονών. Το σπιτάκι στην οδό Γρεβενών 33 στη Νίκαια, (δηλαδή στην Κοκκινιά) όπου τελείωσε η ζωή του...











Δεν υπάρχουν σχόλια: