Από το Blogger.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΗΣ- Ο «ρεμπέτης» της Κρήτης

http://rethemnos.gr/foustalieris/
28/11/2009  από Ρέθεμνος gr. 
foustalierisΜοναχικός ταξιδιώτης στον μεγάλο μπαξέ της κρητικής μουσικής παράδοσης είναι ο Στέλιος Φουσταλιεράκης (Φουσταλιέρης). Μεγάλωσε με μικρασιάτικα τραγούδια, έγινε δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί, έπαιξε με τους Κρητικούς μαστόρους της μουσικής αλλά -μοναδική περίπτωση- ταίριαξε και με τους μεγάλους ρεμπέτες. Ο απόηχος της μουσικής του παραμένει ζωντανός, παρότι πολλοί πήραν τα τραγούδια του δανεικά και… αγύριστα.
Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης γεννιέται το 1911 στο Ρέθυμνο. Παίρνει το όνομα του πατέρα του, που δεν γνώρισε αφού σκοτώθηκε σε δυστύχημα όταν η μητέρα του, Κυριακούλα, ήταν πέντε μηνών έγκυος. Πηγαίνει στο νυχτερινό σχολείο ως τα 11, στην τρίτη δημοτικού, κ’ ύστερα αρχίζει τη μαθητεία του στην τέχνη του ρολογά. Αυτό θα είναι και το «κανονικό» του επάγγελμα. Η αγάπη του, όμως, για τη μουσική ξυπνάει πολύ νωρίς και με το πρώτο του μισθό, δυο χρόνια αργότερα, αγοράζει ένα μπουλγαρί που είχε ξεμείνει σε κάποια ταβέρνα. «Εκείνη την εποχή το Ρέθυμνο ήταν γεμάτο από μπουλγαριά. Κάθε ταβέρνα είχε κι από ένα. Εκεί πήρα τα πρώτα μου ακούσματα. Έβλεπα τους άλλους που παίζανε και -στο λόγο της αντρικής μου τιμής- έκλαιγα!» Θείος του ήταν ένας ξακουστός λυράρης, ο «Καρεκλάς». Σ’ αυτόν ξεκινάει τη μαθητεία στη μουσική. Το μπουλγαρί μαζί με το λαγούτο ήταν όργανα «συνοδευτικά» της λύρας. Πηγαίνει μαζί με τον Καρεκλά, λοιπόν, σε γάμους και γλέντια και τον συνοδεύει με το μπουλγαρί.
Γάμοι, γλέντια, πανηγύρια, παντού η μουσική. Και μόνο «ζωντανή» μουσική υπήρχε εκείνα τα χρόνια. Είναι η αφορμή για να ξεδίνουν λίγο οι άνθρωποι. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ειδυλλιακά για τους μουσικούς όσο ίσως φανταζόμαστε: «Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραΐτικα όργανα, από το Ρέθυμνο δηλαδή, όμως οι γάμοι ήτανε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5-6 νύχτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Εγώ ήμουνα χλομός από τα ξενύχτια, τα δάχτυλα μου πρήζονταν και τα νύχια μου σκίζονταν. Έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο όργανο. Ο Καρεκλάς τότε, που ’χε τη μεγαλύτερη αντοχή απ’ όλους μας, μου ’παιζε μια με το πόδι του, ξυπνούσα και συνέχιζα. Κι από λεφτά λίγα πράγματα. Ο κόσμος τότε ήταν φτωχός. Με τη βία βγάζαμε σε κάθε γάμο από τρία ως οχτώ κατοστάρικα, όλοι μαζί. Ήταν σαν χαρτζιλίκι. Πού τα λεφτά που παίρνουν οι σημερινοί! και μετά περιμέναμε κανένα κάρο για να μας γυρίσει στο Ρέθυμνο!» Όσο, όμως, μαθαίνει καλύτερα το μπουλγαρί τόσο λαχταράει να κάνει κάτι περισσότερο από το να κρατά το μπάσο του λυρατζή. Δεν γίνεται λυράρης, μένει πιστός στο μπουλγαρί και το αναδεικνύει, αυτός για πρώτη φορά, ως βασικό όργανο στις μελωδίες που έφτιαχνε. «Σιγά σιγά πήρα δρόμο, πετάχτηκα, έφυγα, απομακρύνθηκα από τη λύρα και έκανα δικιά μου κυβέρνηση, δικό μου συγκρότημα». Έτσι γίνεται ο πρώτος που ηχογραφεί τραγούδια με «μπροστινό» όργανο το μπουλγαρί.

Ένας Κρητικός στον Περαία
Η ξεχωριστή του πορεία, όμως, στην ιστορία της κρητικής μουσικής δεν σφραγίστηκε μόνο από αυτό ούτε από τις επιδράσεις που δέχτηκε από Μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει στο Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι, ίσως, ο μοναδικός παραδοσιακός μουσικός της Κρήτης που θα «μπλέξει» με τους ρεμπέτες. Αυτό θα γίνει την περίοδο ανάμεσα στο 1933 και το 1937, όταν έζησε στον Πειραιά. Το «Στελάκι από την Κρήτη», όπως τον βάφτισαν οι μάγκες εκεί, γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Μάρκο, τον Δελλιά, τον Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα και τον Μπάτη, που ήταν ο συνδετικός κρίκος. Είχαν γνωριστεί όταν ο Μπάτης είχε κατεβεί στην Κρήτη ως… βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου, και σμίξανε ξανά στον Πειραιά. Τα τραγούδια, λοιπόν, του Φουσταλιέρη, χωρίς να είναι αποκομμένα από τον βασικό κορμό της κρητικής μουσικής, έχουν ολοφάνερες τις επιδράσεις από τα χρόνια που έζησε κοντά στους μεγάλους ρεμπέτες. Πολύ αργότερα, όταν το «Στελάκι» έχει γυρίσει στην Κρήτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα πει, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άλφα (Μάιος 1968): «…Έξω από τον Χαλκιά γνώρισα και έναν Κρητικό. Στέλιος Φουσταλιεράκης λεγόταν. Ήταν τσαγκάρης. Έφαγα τον κόσμο να τον βρω. Έπαιζε κάτι κρητικά στο μπουζούκι και τρελαινόμουν… Τον έχασα όμως…»
Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με τρεις δίσκους 78 στροφών. Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο. Εκεί, στα στούντιο της Columbia, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Κάποια τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του Φουσταλιέρη περνούν στη δισκογραφία με το όνομά του, χωρίς να έχουν καμμία σχέση με την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη καριέρα του λαϊκού συνθέτη. Ούτε πριν ούτε μετά έφτιαξε τραγούδια που το ηχόχρωμά τους να θυμίζει αυτά που αργότερα διεκδίκησε ο Φουσταλιέρης – αλλά αυτή είναι μια συνηθισμένη ιστορία, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη. Το χειρότερο βέβαια είναι, πέρα από την ιστορία με τον Τούντα, ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις τραγουδιών του (και μάλιστα την εποχή που ζούσε ακόμη ο δημιουργός τους) από τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη και τα βάφτισαν παραδοσιακά. Ειδικά το Όσο βαρούν τα σίδερα έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές, μόνο που κάποιοι είτε από άγνοια είτε από «ευκολία» το αναφέρουν ως παραδοσιακό – και ξεμπερδεύουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Φουσταλιέρης δεν είχε, όπως είναι φυσικό, επιρροές από τα παραδοσιακά• εννοείται ότι είχε. Τα λόγια του περιγράφουν κρυστάλλινα τη σχέση του με την κρητική μουσική: «Το μπουλγαρί το αγάπησα και το αγαπώ. Παίζω πάνω του όποιον σκοπό θέλω: βάλε ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλια, νησιωτικά κρητικά, ό,τι θέλεις παίζω. Αλλά ή αγαπημένη μου μουσική είναι η κρητική. Την στέριωσα, την τίμησα, την πλούτισα και τη διατηρώ ακόμη. Πολλά συρτά που παίζονται σήμερα είναι δικά μου».

Με μπουλγαρί και με ψυχή
Επίσημα έχουν καταγραφεί 24 δίσκοι του των 78 στροφών, αλλά ο ίδιος έλεγε ότι συνολικά είχε ηχογραφήσει 36. Από το 1937 που γύρισε στην Κρήτη συνεργάζεται με έναν από τους πιο σημαντικούς τραγουδιστές που έζησαν στο νησί, τον Γιάννη Μπερνιδάκη, γνωστό με το παρατσούκλι Μπαξεβάνης – γιατί ήτανε η φωνή του, λέει, σαν μπαξές. «Με τον Μπαξεβάνη συνεργαζόμουν πιο πολύ, τον είχα τραγουδιστή κ’ εγώ έπαιζα ψιλό όργανο. Είχα βγάλει το γνωστό καλαματιανό Κρητικοπούλα, κι όταν το παίξαμε έβαλα τον Μπαξεβάνη πρίμο στη φωνή, τον Στελάκη Περπινιάδη σεκόντο, πρίμο σεκόντο εγώ με το μπουλγαρί, σεκόντο τον συχωρεμένο τον Ντάβο (έπαιζε μαντόλα) και μπάσο τον Kαρύδη. Ήτανε μια ανεπανάληπτη δημιουργία». Έτσι μας χάρισαν κομμάτια όπως το Όσο βαρούν τα σίδερα, Μερακλήδικο πουλί, Τα βάσανά μου χαίρομαι, που ακόμη και σήμερα δεν λείπουν από τα πραγματικά (κι όχι τα ιμιτασιόν των διάφορων γελωτοποιών της μουσικής παράδοσης του νησιού) κρητικά γλέντια. Κάποια τραγούδια ερμηνεύει και η αδελφή του Μπαξεβάνη, η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, που η υπέροχη φωνή της ήταν η πρώτη γυναικεία φωνή από την Κρήτη που ηχογραφήθηκε σε δίσκο. Από τη δεκαετία του 1950, με αφορμή ένα ατύχημα, αραιώνει τις εμφανίσεις του στα γλέντια αλλά και τις ηχογραφήσεις και αφοσιώνεται περισσότερο στην οικογένειά του, τη γυναίκα του τη Σόνια, τον γιο του Νίκο, και το κατάστημά του, το ρολογάδικο που είχε ανοίξει – σήμερα ο γιος του έχει στο ίδιο σημείο κοσμηματοπωλείο. Δεν σταμάτησε, όμως, να παίζει μουσική ως τον θάνατό του, το 1992. Αρκετές τιμητικές διακρίσεις γνώρισε, προς το τέλος κυρίως της ζωή του, μα και πάλι δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε. Το παράπονό του, όμως, δεν ήταν ούτε αυτό ούτε καν πως τα τραγούδια του κάποιοι τα οικειοποιήθηκαν:
«Στα χέρια μου κρατώ την παλιά κρητική μουσική. Άμα πεθάνω κ’ εγώ δεν θα υπάρχει κανείς που να μπορεί να παίζει ατόφιους παλιούς κρητικούς σκοπούς. Δυστυχώς. Ένας ένας από μας, την παλιά φρουρά, φεύγει και μαζί χάνεται η ελπίδα για να διατηρηθούν και ν’ ακουστούν από τους μεταγενέστερους έτσι όπως πρωτοπαίχτηκαν οι σκοποί της κρητικής μουσικής. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Ούτε κανείς ιδιώτης ούτε κ’ η πολιτεία ενδιαφέρθηκαν ποτέ να καταγράψουν και να διατηρήσουν τις κρητικές μελωδίες όπως βγήκαν ατόφιες από το δοξάρι του Ροδινού, ή του Καρεκλά, ή από το μπουζούκι του Μπαξεβάνη, και το μπουλγαρί το δικό μου…»
Ευτυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως φοβόταν ο μεγάλος δεξιοτέχνης. Πέρυσι η αίθουσα του Ωδείου (Νερατζέ Τζαμί) στο Ρέθυμνο πλημμύρισε κόσμο και μουσικές δύο μέρες στη σειρά στο αφιέρωμα για τον Φουσταλιέρη. Και τα τραγούδια του, ανέγγιχτα από τον χρόνο, συντροφεύουν τις στιγμές που αληθινά χαίρεται η ψυχή του Κρητικού. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για το «Στελάκι από την Κρήτη».
ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
ΠΗΓΕΣ
«Κρητική Μουσική παράδοση: Οι πρωτομάστορες 1920-1955, Στέλιος Φουσταλιέρης»
Αεράκης – Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι.
«Το Στελάκι από την Κρήτη, Φουσταλιέρης», σπάνιο οπτικοαουστικό υλικό από τη μουσική πορεία και τη ζωή του μεγάλου Κρητικού καλλιτέχνη.
Αεράκης – Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι.
«Μάγκες αλήστου εποχής – 24 ρεμπέτικα πορτρέτα», Ηλία Βολιώτη Καπετανάκη, εκδόσεις Μετρονόμος.
Περιοδικό «Κρητικά θέματα», 1981.
www.cretan-music.gr
www.erotokritos.gr

3 σχόλια:

Πέπε είπε...

Καλησπέρα σας. Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον τα τρία άρθρα για τον Φουσταλιέρη, και μερικά άλλα στο πολύ ενδιαφέρον μπλογκ σας που μόλις ανακάλυψα.
Αυτό εδώ το κείμενο είναι δικό σας; Ρωτώ όχι κακόπιστα (είδα ότι αναδημοσιεύετε και ξένα κείμενα), απλώς για να ξέρω αν μπορώ να σας απευθύνω κάποιες ερωτήσεις και σχόλια.

1) "μένει πιστός στο μπουλγαρί και το αναδεικνύει, αυτός για πρώτη φορά, ως βασικό όργανο στις μελωδίες που έφτιαχνε".

Το ότι ήταν ο πρώτος που το έκανε αυτό, το ξέρουμε θετικά; Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που θα υπεδείκνυαν ως πιθανό το να γινόταν και προ Φουσταλιέρη σολιστική χρήση του μπουλγαριού, ενώ άλλα στοιχεία, που θα μας έδιναν μια σίγουρη απάντηση, είναι χαμένα.
Το μπουλγαρί είναι ένα είδος ταμπουρά -συγκεκριμένα είναι το μόνο ελληνικό είδος ταμπουρά που έφτασε να γίνει επακριβώς γνωστό μέχρι την εποχή μας. Δεν ξέρουμε πώς τον έπαιζαν σ' όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, ούτε καν πώς τον έπαιζαν στην Κρήτη οι υπόλοιποι πλην του Φουσταλιέρη. Ξέρουμε όμως ότι είναι όργανο φτιαγμένο κυρίως για μελωδικό παίξιμο. Αυτό προκύπτει και από το μακρύ μπράτσο, και από το παίξιμο των μη-ελληνικών ταμπουράδων αλλά και του μπουζουκιού. Οπωσδήποτε κάποιες μαρτυρίες για χρήση σκέτου ταμπουρά, χωρίς κανένα άλλο όργανο, υπάρχουν (π.χ. Μακρυγιάννης).
Η πορεία λοιπόν του Φουσταλιέρη, από πασαδόρος της λύρας σε σολίστα, δεν αποδεικνύει ότι κατ' ανάγκην ήταν ο πρώτος. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι σολίστες. Μπορεί να ξεκίνησε ως πασαδόρος επειδή απλώς αυτός ήταν τότε ο τρόπος να μπεις σιγα-σιγά στην τέχνη. Μπορεί ακόμη να ήταν μεν όλοι πασαδόροι, αλλά αυτό να ήταν η μόδα κάποιας συγκεκριμένης περιόδου, και παλαιότερα το μπουλγαρί να ήταν σολιστικό.
Εξάλλου, τραγούδια σαν αυτά που αποτελούν το χαρακτηριστικότερο μέρος του ρεπερτορίου του, δηλαδή ταμπαχανιώτικα, δεν έχουμε σε πολλές άλλες ηχογραφήσεις ώστε να συγκρίνουμε. Οπωσδήποτε κάποια πολύ κλασικά ταμπαχανιώτικα (Χαλεπιανός, Βαρύς Πισκοπιανός κ.α.) υπάρχουν και σε ηχογραφήσεις άλλων οργανοπαιχτών, που ήταν λυράρηδες. Όμως ο Φουσταλιέρης είναι ο μοναδικός, νομίζω, ηχογραφημένος μουσικός που μας άφησε μια αρκετά αντιπροσωπευτική γεύση του αστικού ρεπερτορίου της εποχής του. Επομένως τίποτε δε βεβαιώνει ότι οι υπόλοιποι μουσικοί του είδους, που δεν ηχογράφησαν και δεν τους ξέρουμε, είχαν το μπουλγαρί μόνο ως συνοδευτικό.

Πέπε είπε...

2) "Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο."

Εδώ έχουμε κατά τη γνώμη μου δύο διαφορετικά φαινόμενα. Στη δισκογραφική, απλούστατα οι άνθρωποι δεν ήξεραν το μπουλγαρί, ήξεραν το μπουζούκι, είδαν ένα όργανο που λίγο πολύ έμοιαζε με μπουζούκι και το έγραψαν "μπουζούκι". Απλά τα πράγματα. Κι οι ίδιοι ακόμη οι μετρ του μπουζουκιού εκείνης της εποχής έκαναν αυτό το -ας πούμε- λάθος (π.χ. ο Παπαϊωάννου), όπως άλλωστε μπουζούκι ονόμαζαν και τον ταμπουρά του Γιοβάν Τσαούση.
Στην Κρήτη όμως δε δικαιολογείται να το ονόμαζαν με λάθος όνομα, τη στιγμή που "το Ρέθεμνος έβραζε από μπουλγαριά".
Σήμερα "μπουζούκι" σημαίνει κάτι αυστηρά συγκεκριμένο. Η λέξη είναι μονοσήμαντη, όπου στην Ελλάδα κι αν την ακούσουμε. Αυτή όμως είναι μία πραγματικότητα που ξεκινά περίπου από την εποχή του Βαμβακάρη: τότε ήταν που αφενός, κάθε όργανο που ονομαζόταν μπουζούκι άρχισε να τείνει προς μία συγκεκριμένη μορφή, και αφετέρου κάθε όργανο που δεν είχε αυτή τη μορφή έπαψε να ονομάζεται μπουζούκι. Διότι ξεκίναγε μία εποχή που χαρακτηρίζεται (σήμερα έντονα, τότε ακόμη όχι τόσο έντονα) από κοινούς πανελλήνιους κώδικες. Παλιότερα όμως η τάση ήταν ακριβώς η αντίθετη, πολυδιάσπαση των κωδίκων και τοπικές ιδιομορφίες. Έτσι "μπουζούκι" ήταν μια από τις πολλές ονομασίες για κάποιες από τις πολλές παραλλαγές ενός γενικού οργανολογικού τύπου που χάριν συνεννοήσεως τον ονομάζουμε ταμπουρά. Ο Ανωγειανάκης γράφει ότι στην Κρήτη ο ταμπουράς ονομάζεται "μπουλγαρί ή μπαγλαμάς". Από το κείμενό σας μαθαίνουμε ότι ονομαζόταν επίσης και μπουζούκι -όχι επειδή το μπέρδευαν με το "κανονικό" μπουζούκι. Έχω διαβάσει αλλού ότι στην περιοχή της Πάνω Ρίζας παλιότερα η λύρα συνοδευόταν από μπουζούκι -προφανώς κι εκεί εννοείται αυτό που εμείς λέμε μπουλγαρί. Αλλού πάλι έχω διαβάσει ότι στην άλλη άκρη της Κρήτης, στην Κίσσαμο, ο Χάρχαλης αναφέρει σε συνέντευξή του τα μπουζούκια ως παλιό τοπικό όργανο. Ο ερευνητής τον ρωτάει: τι μπουζούκια, κανονικά, σαν του ρεμπέτικου; Και ο Χάρχαλης απαντά "τι ρεμπέτικο, δεν τα ξέρω αυτά, το μπουζούκι ήταν ένα όργανο να κάπως σαν το λαούτο..." και δίνει μια περιγραφή, από την οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι το πόσο αυτονόητη έννοια είναι για μας σήμερα το "μπουζούκι" δεν τον είχε αγγίξει ούτε ξώφαλτσα.
Αν το καλοσκεφτούμε, ο λόγος που εμείς ονομάζουμε το όργανο του Φουσταλιέρη "μπουλγαρί" δεν είναι επειδή οπωσδήποτε ονομαζόταν έτσι κι όχι αλλιώς. Η λογική "μία και μόνο ονομασία για ένα και μόνο αντικείμενο" είναι δική μας, όχι δική τους. Εμείς το ονομάζουμε έτσι επειδή έτσι το έλεγε ο μόνος άνθρωπος που μας το έκανε γνωστό, ο Φουσταλιέρης. Όταν "έβραζε το Ρέθυμνο από μπουλγαριά" καθόλου δεν αποκλείεται άλλος να το έλεγε μπουζούκι ή μπαγλαμά, ή να το έλεγε μεν μπουλγαρί αλλά να μην ήταν ίδιο με του Φουσταλιέρη, παρά μακρύτερο ή κοντύτερο ή με άλλες χορδές ή με άλλο κούρδισμα κλπ. Οι σημερινοί παίχτες και κατασκευαστές μπουλγαριών προσπαθούν να μελετήσουν και να διατηρήσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα όσα στοιχεία μάς είναι γνωστά χάρη στον Φουσταλιέρη, αλλά το να κάνεις ακριβώς το ίδιο με κάποιον άλλο δεν είναι και τόσο "αυθεντικό" όταν έχεις σημείο αναφοράς μια παράδοση που χαρακτηριζόταν ακριβώς από την ποικιλία και την απουσία τυποποίησης.
Για την ονομασία "τουρκομπούζουκο" δεν έχω κάτι να σχολιάσω. Πρώτη φορά την ακούω. Ωστόσο είναι πιθανόν να κρύβει πολλά και ενδιαφέροντα.

Πέπε είπε...

3)"Το χειρότερο βέβαια είναι... ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις τραγουδιών του...από τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη και τα βάφτισαν παραδοσιακά. Ειδικά το Όσο βαρούν τα σίδερα έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές..."

Πίστευα ολόψυχα ότι είναι όντως παραδοσιακό! Οι στίχοι είναι βέβαιον ότι είναι, αφού τους συναντάμε και σε πολλούς σκοπούς σε άλλες περιοχές της ευρύτερης Ανατολικής Ελλάδας (Αιγαίο, Θράκη, Μ. Ασία), και ο σκοπός έχει όλα τα χαρακτηριστικά της δημοτικής μελωδίας. Το ίδιο πιστεύω και για το Μερακλήδικο πουλί, ασφαλώς για τον Χαλεπιανό, για τον Σταφιδιανό δεν τίθεται καν ζήτημα, κλπ. Να συνέθεσε ο ίδιος ο Φουσταλιέρης ορισμένα δικά του συρτά, αυτό το δέχομαι, γιατί το να συνθέτουν οι ίδιοι οι οργασνοπαίχτες συρτά (ειδικώς συρτά όμως, όχι κάθε είδος τραγουδιού) είναι παράδοση στην Κρήτη. Ορισμένα άλλα τραγούδια του επίσης έχουν χαρακτηριστικά ατομικής δημιουργίας, όπως λ.χ. αυτά που αναφέρει ο ίδιος ότι είναι δικά του.
Ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της ανώνυμης δημιουργίας είναι η ρευστότητα στη σχέση στίχου-μουσικής. Όταν κάποιος γράφει ένα δικό του τραγούδι είναι λογικό να λέει "οι στίχοι είναι αυτοί και όχι άλλοι, η μελωδία πάει έτσι και όχι αλλιώς". Ιδίως αν πρόκειται να το πατεντάρει (δηλαδή να το δισκογραφήσει). Σε δημώδεις σκοπούς ο καθένας βάζει άλλα στιχάκια: αν πρόκειται για ηχογράφηση επιλέγει όποια νομίζει, που μπορεί να είναι και δικά του, ενώ στο ζωντανό γλέντι λέει όποιο αναβλύσει από την ψυχή του. Λοιπόν, τον μεν Σταφιδιανό και ακόμη περισσότερο τον Χαλεπιανό τους έχουμε ακούσει σε πολλές ηχογραφήσεις με διαφορετικά κάθε φορά στιχάκια, το δε Μερακλήδικο έχω δει (στο ΥΤ) τον ίδιο τον Φουσταλιέρη να το λέει με άλλους στίχους από αυτούς της δικής του ηχογράφησης. Τι άλλο σημαίνει αυτό παρά ότι το γνώρισε εξ αρχής ως σκοπό ελεύθερης και όχι κατασταλλαγμένης μορφής;
Συνεπώς έχω την εντύπωση ότι, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζετε, εμείς είμαστε που ξεμπερδεύουμε λέγοντας "του Φουσταλιέρη" (για ορισμένα τουλάχιστον κομμάτια) και όχι ο άλλος που τα χαρακτηρίζει παραδοσιακά.

Ευχαριστώ για την μεγάλη σας υπομονή.