Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΝΕΣΤΗΣ ΔΕΛΙΑΣ

(Αντιγραφή από το μπλογκ "Ταξίμι" http://taximi.matia.gr/bios/delias.htm)














Αχρονολόγητη φωτογραφία - μάλλον των αρχών της δεκαετίας του '30 - που απεικονίζει μια μεγάλη παρέα σε κάποιο καφενείο.
Μεταξύ των άλλων διακρίνονται Ο Μιχάλης Γενίτσαρης (να χτυπάει παλαμάκια), ο Ανέστης Δελιάς με το ανοιχτόχρωμο κουστούμι να παίζει μπουζούκι, αριστερά του (με μπουζούκι επίσης) ο Απόστολος Χατζηχρήστος και πίσω τους, όρθιος ο Γιάννης Παπαϊωάννου, να εκτελεί χρέη σερβιτόρου. 
(Από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεμπέτικα τραγούδια»)









ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Η πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια.
Διακρίνονται όρθιοι:
Μάρκος Βαμβακάρης, Ανέστης Δελιάς.
Καθιστοί:
Στράτος Παγιουμτζής, Γιώργος Μπάτης.
 
άνοιγμα σε μεγάλο μέγεθος
Διαφημιστική προκήρυξη του 1936 που αναγγέλλει τις εμφανίσεις της "Τετράδος" στην Κοκκινιά.
(Από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεμπέτικα τραγούδια»)





ΤΑΔΕ ΕΦΗ
«Ο Ανέστης Δελιάς ήταν μπουζουκάκι καλό, είχε και στοματάκι, ήταν ωραίος. Είχε μια γκόμενα πουτάνα, στα Βούρλα. Αυτή ήτανε πρεζού. Έκανε βίζιτες, να πούμε, δεν την είχε καταλάβει. Και μένανε σε ένα παραγκάκι στα Χιώτικα. Στον Άγιο Διονύση. Εκεί που είναι τα Βούρλα, από κάτω ήταν τα Χιώτικα, που λέγανε. Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε, το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του 'βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Έτσι την έπαιρνε την πρέζα αυτός. Μία, δύο, τρεις, πέντε. Δεν το καταλάβαινε. Η ηρωίνη τώρα, αν την πιεις πέντε φορές, τσιμπήθηκες. Την άρπαξες. Την τέταρτη φορά, λοιπόν, σηκώθηκε, κρυάδες, κομάρες, ρίγους, η κοιλιά του τον πόναγε. Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι' αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιχούλα μήπως γίνω πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δυο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια...»
(
Αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου "Να συλληφθεί το ντουμάνι")





«Ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια!»
Η φράση αυτή του Μάρκου Βαμβακάρη συμπυκνώνει τον 31χρονο βίο του Ανέστη Δελιά. Εκπληκτικός μουσικός - σ' αυτό συμφωνούν όλοι όσοι τον γνώρισαν. Καλό παιδί, μα αδύνατος χαρακτήρας - ο μόνος πρεζάκιας μουσικός του μεσοπολέμου.(Οι ρεμπέτες μιλούν για έναν ακόμα, που όμως απεξαρτήθηκε) Όταν πέθανε, πριν καν να ζήσει, εξαθλιωμένος από την ηρωίνη το 1942  άφησε πίσω του μερικές όμορφες εκτελέσεις στους δίσκους και 13 τραγούδια στο όνομά του. Ανάμεσά τους, το... "αυτοβιογραφικό" «Ο πόνος του πρεζάκια».
 

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912 και ήρθε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή. Ο πατέρας του ήταν μουσικός (έπαιζε βιολί), γνωστό βιολί, γνωστός με το παρατσούκλι «μαύρη γάτα» (!), χαρακτηρισμός που ακούγεται σε ένα τραγούδι του Ανέστου.
  Ο Ανέστης Δελιάς πρωτοεμφανίζεται στα στέκια του Πειραιά το 1928 παίζοντας κιθάρα στην παρέα του Μπάτη, του Μάρκου, του Στράτου και άλλων Πειραιωτών ρεμπέτηδων.  Απ’ το 1930, έπειτα από προτροπή του Μάρκου, θα παρατήσει την κιθάρα και θα πιάσει το μπουζούκι.  Πολύ γρήγορα θα εξελιχτεί σε δεινό παίχτη και θα συμμετέχει στην «Τετράδα του Πειραιά», την πρώτη αμιγώς μπουζουξίδικη λαϊκή ορχήστρα.
 Θα μείνει γνωστό στο χώρο του ρεμπέτικου με το παρατσούκλι «Αρτέμης».  Άλλοι λένε ότι το οφείλει στην ομοιότητά του με έναν μάγκα-γόη του Πειραιά και άλλοι ότι του το κόλλησε ο Γιώργος Μπάτης για να εξυπηρετήσει τη ρίμα στα απίστευτα στιχάκια των τραγουδιών του:
 Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης και ο Στράτος ο τεμπέλης
 (από το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο»).
 Στη διετία 1935 – 1937 ο Δελιάς θα ηχογραφήσει καμιά δωδεκαριά τραγούδια: «Το χαρέμι στο χαμάμ», «Το κουτσαβάκι», «Η Αθηναίισσα», «Το σακάκι», «Ο Νίκος ο τρελάκιας», «Ο πρεζάκιας», «Δεν είδανε τα μάτια μου», «Όταν μπουκάρω στον τεκέ», «Μάγκες πιάστε στα βουνά», «Τζιτζιφιώτισσα», «Έκανες τη φιγούρα σου».
Παράλληλα θα συμμετέχει και σε ηχογραφήσεις άλλων δημιουργών, σε τραγούδια του Μπάτη, σε αμανέδες του Στράτου και αλλού.  Με την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας θα θεωρηθεί απόβλητος και οι παραπάνω ηχογραφήσεις είναι τα μοναδικά ίχνη που θα αφήσει στη δισκογραφία.
 Η προσωπικότητα του βαραίνει καθοριστικά πάνω στη δημιουργία του.  Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, ήταν πολύ ευαίσθητος, ήσυχος και ντροπαλός («σαν κορίτσι», αναφέρει χαριτολογώντας ο Μιχάλης Γενίτσαρης).  Συγχρόνως όμως τα τραγούδια του είναι μάγκικα και αποτελούν άμεση περιγραφή του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού του κόσμου.
 Το παίξιμό του είναι καθαρά προσωπικό και οι συνθέσεις του εντελώς πρωτότυπες.  Παρά τα μικρασιατική καταγωγή του, μουσικά είναι βέρος Πειραιώτης, ενώ οι στίχοι των τραγουδιών του είναι υπόδειγμα γλωσσικής έκφρασης και θεματικής ρεμπέτη δημιουργού.
Κοίτα βρε Αθηναίισα
Τα κόλπα σου μην κάνεις
Με μένανε που έμπλεξες
Πέρα δε θα τα βγάλεις.
 Όμως οι παραπάνω στίχοι του Δελιά φαντάζουν ιδιαίτερα τραγικοί, αφού με αυτή που ο ίδιος έμπλεξε δεν κατάφερε να τα βγάλει πέρα.  Μια πόρνη θα τον «μυήσει» στην κόλαση της ηρωίνης.  Σιγά σιγά θα αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα στην «Τετράδα» και όταν το πράγμα φτάσει στο απροχώρητο οι υπόλοιποι θα αναγκαστούν να τον αντικαταστήσουν με το Στέλιο Κερομύτη.
 Ο Δελιάς θα κάνει αρκετές προσπάθειες  να ξεφύγει από το πάθος του.  Οι φίλοι του θα τον βοηθήσουν όσο μπορούν (έφτασαν να τον κλειδώσουν σε ένα δωμάτιο για να τον προσέχουν, όμως μερικές μέρες αργότερα πήδησε απ’ το παράθυρο και εξαφανίστηκε!).  την κατάσταση του θα επιδεινώσει και το ελληνικό κράτος, στέλνοντας τον εξορία στην Ίο.  Η πρέζα που κυκλοφορούσε στους τόπους εξορίας των ναρκομανών ήταν περισσότερη από αυτή που υπήρχε σε όλη την Αθήνα!  Το βεβαιώνει και ο συγκρατούμενός τους στην Ίο, ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης που βρισκόταν εντοπισμένος εκεί ως «δημόσιος κίνδυνος».
 Γυρίζοντας στον Πειραιά ο Δελιάς είναι πια «τελειωμένος».  Τη χαριστική βολή θα του τη δώσει η γερμανική κατοχή:  Πείνα και πρέζα είναι ένας δολοφονικός συνδυασμός.  Το 1943 θα τον βρούν νεκρό στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το Βαρβάκειο και θα τον μαζέψει το κάρο του Δήμου (σε αφήγησή της στον Κ. Χατζηδουλή που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Λαϊκό τραγούδι», η προπολεμική τραγουδίστρια και στενή φίλη του Δελιά, Νταίζη Στραυροπούλου υποστηρίζει ότι πέθανε το 1942).  Στο τραγούδι του «Ο πρεζάκιας», ο Ανέστης Δελιάς λέει στην τελευταία στροφή:
Τίποτα δε μ’ απόμεινε
Στον κόσμο για να κάνω
Αφού η πρέζα μ’ έκανε
Στους δρόμους ν’ αποθάνω
 Πολλοί είπαν ότι ήταν προφητικός.  Κι όμως, καμιά προφητική ικανότητα δε χρειαζόταν.  Το μέλλον του το έβλεπε καθημερινά μπροστά του στα πρόσωπα των εκατοντάδων εξαθλιωμένων ναρκομανών που ζούσαν στον Πειραιά.
 Όλοι οι ρεμπέτες συμφωνούν ότι ο Δελιάς είχε να δώσει πολλά.  Όλοι μιλούν για ένα πολύ μεγάλο ταλέντο που χάθηκε πρόωρα, πριν καλά – καλά κλείσει τα τριάντα του χρόνια.  Μερικοί φτάνουν μάλιστα να συγκρίνουν το ταλέντο του ακόμα και με αυτό του Τσιτσάνη.
 Δεν είναι σωστό να μιλάμε υποθετικά για ταλέντα που δε δικαίωσαν αυτό το χαρακτηρισμό τους.  Παρόλα αυτά πρέπει να συμφωνήσουμε ότι τα λίγα ηχητικά ντοκουμέντα που έχουμε απ’ το Δελιά δείχνουν καθαρά την αξία του.  Και δεν είναι μόνο τα τραγούδια που βρίσκονται καταχωρημένα στ’ όνομά του.  Βρέθηκαν – όπως συνήθως συμβαίνει – κάποιοι που εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία του.  «Τρία τραγούδια για μια δόση έδινε τότε το Ανεστάκι…», λέει χαρακτηριστικά ο Γενίτσαρης στη βιογραφία του και αναφέρει μάλιστα δύο – τρία τέτοια τραγούδια.
 Σαν να μην έφτανε αυτό, ακόμα και τα λίγα τραγούδια που κατάφερε να ηχογραφήσει στ’ όνομα του ο Δελιάς λεηλατήθηκαν μετά το θάνατό του από επιτήδειους.  Δεκάδες είναι τα τραγούδια που «γράφτηκαν» πάνω στις δικές του μουσικές.  Κάποια μάλιστα πέρασαν ατόφια κάτω απ’ το όνομα άλλων «συνθετών» (όποιος έπαιζε το «Μες στης Πόλης το χαμάμ» φρόντιζε
να το βάζει και στο όνομά του!)
 Η αναβίωση του ρεμπέτικου μετά τη μεταπολίτευση και οι επανεκδόσεις των προπολεμικών λαϊκών τραγουδιών επανέφεραν το όνομα του Ανέστη Δελιά.  Δεν του δόθηκε βέβαια η θέση που του αξίζει, όμως κατάφερε να γλιτώσει – προσωρινά – απ’ τη λήθη. 


Υ.Γ.
Μια άλλη εκδοχή για την ζωή του Δελιά, που η καθιέρωση και ωραιοποίηση του ρεμπέτικου πιθανόν να αποσιώπησε, προκύπτει μέσα από υπαινιγμούς των αυτοπτών Ρεμπέτηδων, και την βιογραφία του διαβόητου Νταή και στιχουργού Νίκου Μάθεση (του γνωστού Τρελάκια).
 Ο Μάθεσης, σύμφωνα με στοιχεία δημοσιέυει ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη», ήταν Νταής, καταγόμενος από οικογένεια κλεφταρματολών. Οι νταήδες, σύμφωνα πάντα με τις έρευνες του Γεωργιάδη, αλλά και υπαινιγμούς του Η. Πετρόπουλου, ήταν οι Κλέφτες των Πόλεων. Ασκούσαν όλα τα παράνομα επαγγέλματα, που και σήμερα ανθούν στο κοινωνικό περιθώριο. Παράλληλα είχαν ένα ευρύ δίκτυο υποστήριξης, το οποίο έθρεφαν με διάφορες αγαθοεργίες υπέρ της φτωχολογιάς (βλέπε την σύγχρονη περίπτωση των Αδελφών Παλαιοκώστα), ενώ ανάμεσα στον προσωπικό τους στρατό υπήρχε και ο λεγόμενος «Ρεμπέτης». Ο καλλιτέχνης που "έκτιζε" το ίματζ του Αρχηγού.
 Πιθανόν, ο "Ρεμπέτης" του Μάθεση να ήταν ο Δελιάς. Η υπόθεση αυτή προκύπτει από δύο γεγονότα: Τα περισσότερα τραγούδια του Δελιά έχουν στίχους του Μάθεση. Το ένα μάλιστα («Ο Νίκος ο τρελάκιας») είναι προσωπικός (του Μάθεση) ύμνος! Ένα άλλο γεγονός είναι πως ο Μάθεσης είχε μια σκληρή κόντρα με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Σε σημείο μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τις αφηγήσεις, όταν ο Μάθεσης κατέφυγε κυνηγημένος στο μαγαζί που έπαιζε ο Μάρκος, εκείνος να τον προδώσει Χαιρετώντας τον ονομαστικά με όλες τις "συστάσεις": «Γειά σου Νίκο Μάθεση, Τρελάκια!» Δημιουργείται η σοβαρή υπόνοια πως ο λόγος αυτής της κόντρας ήταν ο Δελιάς, που ο καθένας διεκδικούσε για λογαριασμό του. Ο Μάθεσης ήθελε τον "Ρεμπέτη" του και ο Μάρκος τον ταλαντούχο σολίστα της ορχήστρας του. Ο ένας τον ήθελε πρεζάκια - και άρα απολύτως ελεγχόμενο, ενώ ο άλλος τον ήθελε καθαρό και διαυγή για να παίζει σωστά. Δεν αποκλείεται μάλιστα, αν κρίνουμε από το ποιόν του Μάθεση, όπως περιγράφεται από τους συγγρόνους του, να είναι αυτός που του "έριξε από δίπλα" την πόρνη, που τον έκανε πρεζάκια.
   Όλα αυτά, ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατον να τεκμηριωθούν. Παραμένουν απλώς μια εφιαλτική υποψία, για το πώς και γιατί βρέθηκε «ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια!»

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΦΙΛΕΜΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΊΘΑΝΑ
ΕΙΜΑΙ ΑΡΩΣΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ BLOG ΜΑΣ
ΠΑΥΛΟΣ

Ανώνυμος είπε...

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΦΙΛΕΜΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΊΘΑΝΑ
ΕΙΜΑΙ ΑΡΩΣΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ BLOG ΜΑΣ
ΠΑΥΛΟΣ

alkis είπε...

Να είσαι καλά!
Δεν είναι δικά μου τα γραφόμενα, εγώ απλά συγκεντρώνω βιογραφίες και άρθρα που αφορούν το ρεμπέτικο.