: | |
Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, κατόπιν Νικολαίδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα με την μικρασιατική καταστροφή, το 1922 με δίπλωμα δασκάλας , πτυχίο που δε χρησιμοποίησε ποτέ καθώς αρχικά στράφηκε στο θέατρο(1926-1942, μεγάλο σκάνδαλο είχε κάνει τότε) κι έπειτα το 1949 στη στιχουργική, ακατάπαυστα ως το τέλος της.
Αθυρόστομη, ψεύτρα, παμπόνηρη, καπάτσα, παθιασμένη στους έρωτές της και παρορμητική μέχρι εκεί που δεν παίρνει, εκ πρώτης όψεως συνιστά έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να περιγράφει και με τα καλύτερα των χρωμάτων. Πολύ όμορφη γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα κι ιδιαίτερα ευφυής ήταν πολύ ερωτεύσιμη και προκαλούσε στους άλλους δυνατά συναισθήματα, όπως δυνατά ήταν και τα δικά της.
Όμως όχι απλώς της συγχωρούνται όλα, αλλά ακόμη και αν δεν είχε τα παραπάνω στοιχεία θα επιβάλλετο να τα έχει, γιατί μέσα από αυτά βγήκαν αυτοί οι τρομεροί στίχοι της.
Αμέτρητες φορές που μουσικοί (και μιλάμε για τρανταχτά ονόματα) εκμεταλλεύτηκαν την Παπαγιαννοπούλου, παίρνοντας στίχους της και παρουσιάζοντας τους ως δικούς τους, αμέτρητες κι οι φατρίες, οι συμμαχίες κι οι έχθρες σε έναν κατεξοχήν χώρο της τέχνης, όπως η μουσική, που σε καταπόντιζαν τότε με το παραμικρό.
Η Παπαγιαννοπούλου υπέφερε οικονομικά και προσπαθούσε να παράγει στίχους για να καλύψει τις οικονομικές της ανάγκες που ήταν δυσβάστακτες, καθώς σε μεγάλη πλέον ηλικία και αφού είχε χάσει κι ένα παιδί, απέκτησε το πάθος της χαρτοπαιξίας. Έπαιζε συνέχεια χαρτιά για να ξεχνάει τον πόνο της απώλειας του παιδιού της και αυτό το συνεχές χαρτοπαίγνιο την έκανε να πουλάει τους στίχους της για ένα κομμάτι ψωμί πολλές φορές.
Αν και δεν υπήρξε υπόδειγμα μάνας καθώς αρκετές φορές στην κυριολεξία άγονταν και φέρονταν από τα πάθη της, παρά όλα αυτά η αγάπη για τα παιδιά της υπήρχε βαθιά μέσα της και λυσσαλέα όπως αποδεικνυόταν. Απλώς κι η ίδια υπήρξε πάντοτε ένα μεγάλο παιδί.
Το γεγονός ότι πολλοί συνθέτες της κράταγαν, όπως λέει, τα γκέμια για να μην ξεφύγει το λεξιλόγιο της πέρα από τα πεπατημένα, καθώς φοβόντουσαν τις εκφράσεις και τις λέξεις που δεν ήταν οικείες και απαιτούσαν γλώσσα καθημερινή. Για αυτό και πολλές φορές της ζητούσαν να αλλάξει στίχους ή τους άλλαζαν εκείνοι! Και η Ευτυχία υπάκουε τις περισσότερες φορές γιατί πουλούσε τους στίχους της, δεν ήθελε πνευματικά δικαιώματα ακόμη κι όταν ήταν επιβεβλημένο κάτι τέτοιο. Δίνοντας τους στίχους έπαιρνε ζεστό χρήμα στα χέρια της και με το χρήμα δεν είχε καθόλου καλή σχέση αφού ότι έπαιρνε το ξόδευε μέσα σε λίγες ώρες. Αν είχε αφεθεί πιο ελεύθερη στον στίχο της, όπως στα ποιήματά της - που έγραψε πριν καταπιαστεί με το τραγούδι - τότε το λεξιλόγιό της θα ήταν ακόμη πιο δυνατό, ακόμη πιο πλούσιο, πιο αντρικό. Γιατί η Παπαγιαννοπούλου δε φοβόταν την πένα και τη γλώσσα της. Αθυρόστομη στην κανονική της ζωή, δυναμίτης στα γραπτά της δε σταματούσε πουθενά-πριν τη σταματήσουν.
Η ίδια είχε αδυναμία στα δημοτικά τραγούδια και γενικά στη δημοτική παράδοση, στον Καββαδία αλλά και στον Κρυστάλλη και στον Βάρναλη. Είχε διαβάσει πολύ ποίηση και αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία, για αυτό κι ο δικός της λόγος ήταν τόσο μεστός.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:
• Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά ,Τα καβουράκια, Είμαστε αλάνια, Σε τούτο το παλιόσπιτο σε μουσική Τσιτσάνη,
• Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Χιώτη,
• Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα, Γυάλινος κόσμος που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,
• Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό, Στο τραπέζι που τα πίνω, Στου Αποστόλη το κουτούκι, Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι, Όνειρο απατηλό, Μου σπάσανε το μπαγλαμά, Η φαντασία, Ανεμώνα, Αργά είναι πια αργά, Λίγο- λίγο θα με συνηθίσεις, Πήρα από τη νιώτη χρώματα, Σε ένα βράχο φαγωμένο, Αν είναι η αγάπη έγκλημα σε μουσική Καλδάρα,
• Η διπρόσωπη, Ένας αητός γκρεμίστηκε σε μουσική Ρεπάνη
• Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπακάλη,
• Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη,
• Τι έχει και κλαίει το παιδί σε μουσική Ξαρχάκου
• Η Μαλάμω σε μουσική Κραουνάκη
• Πετραδάκι, πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο τρομακτικό ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.
Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα..., δήλωνε σε συνέντευξή της ( εφημερίδα Ακρόπολις ) το 1960.Εκείνη την περίοδο, μέσα από τις συνεντεύξεις της, η στιχουργός αποκαλύπτει μερικά από τα τραγούδια που της ανήκουν. Όταν διεκδικεί την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια» ο Βασίλης Τσιτσάνης βγαίνει δημοσίως και τη διαψεύδει, λέγοντας ότι απλώς του είχε πάει ένα προσχέδιο, ύστερα από παραγγελία του. «Άλλο της παρήγγειλα κι άλλο μου έφερε. Εγώ το άλλαξα και το έκανα έτσι όπως το ξέρει όλη η Ελλάδα» δηλώνει ο Β.Τσιτσάνης σε συνέντευξή του. Αντίθετα, ο Στέλιος ο Καζαντζίδης παραδέχεται δημοσίως ότι οι στίχοι του «Δυο πόρτες έχει η ζωή» είναι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Όπως και να έχει, μέχρι και το θάνατό της (7 Ιανουαρίου 1972 ) η ίδια δεν θα προλάβει να δει το όνομά της τυπωμένο δίπλα από τον τίτλο αυτών των τραγουδιών της, όπως και δεκάδων άλλων.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει γράψει στο βιβλίο του, για την Ευτυχία « Όλα είναι ένα ψέμα» .
«Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου... Τη θυμάμαι πάντοτε, μ' ένα μαντίλι στα μαλλιά, να με κοιτάζει με το πονηρό της βλέμμα και ξάφνου να μου πετάει ένα δίστιχο, όπως "Σαράντα μέρες και άλλη μια /περπάτησα στην ερημιά", για να δει, από την έκφραση των ματιών μου, αν μου άρεσε και πόσο. Και άλλοτε να με βρίζει, επειδή μου είπε, με τη βραχνή, τσακισμένη απ' το τσιγάρο φωνή της,' "Να 'ταν ο πόνος άνθρωπος / να 'ερχόμαστε στα χέρια", κι εγώ έμεινα απαθής. Και άλλοτε, πάλι, να μου επαναλαμβάνει ένα ολόκληρο πρωινό δύο στίχους για να μου μαλακώσει την ψυχή, επειδή ήμουν σεκλετισμένος: "Πέρασα νύχτα' απ' τη ζωή / και με κλειστά τα μάτια..."
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι - και αν θα υπήρχε καν διαδρομή - αν, από τα πρώτα βήματά μου, από την "Άπονη ζωή" και τη "Φτωχολογιά", δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της, να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της. Γενναιοδωρία που εκφράστηκε σ' ένα χώρο, όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή, το "τσατσιλίκι". Πέρασα, από τη μεριά που τη γνώρισα ως την ώρα που μας αποχαιρέτισε από ένα κρεβάτι του "Γενικού Κρατικού", ατέλειωτα "τέρμινα" μαζί της. Την άκουσα να μου απαγγέλλει στίχους, να μου βρίζει συνθέτες και τραγουδιστές, να μου εκθειάζει άλλους - ανάλογες με τα κέφια της και οι βρισιές και οι "θωπείες" - να μου λέει καλαμπούρια, να μου κλαίγεται για τα μπατιριλίκια της. Ποτέ όμως δεν μου είπε ούτε μία λέξη για το μεγάλο πάθος της. Τη χαρτοπαιξία. Το πάθος που την ανάγκασε να δανείζεται - δανεικά και αγύριστα - απ' όλο τον κόσμο και να αδιαφορεί - αυτή, που υπήρξε μια αρχόντισσα - για την αξιοπρέπειά της. Όλα αυτά τα χρόνια, που τη συναντούσα και κουβεντιάζαμε, μου είπε πάρα πολλά για τη ζωή της. Ουδέποτε, όμως, με μια σειρά. Πάντοτε αποσπασματικά. Ευτυχώς, όταν έφευγα από κοντά της και γύριζα στο σπίτι μου, κρατούσα κάποιες σημειώσεις από τις αφηγήσεις της. Χάρη σ' αυτές τις σημειώσεις, μια πολύωρη συνέντευξη που πήρα από την κόρη της, Καίτη Πολυζωγοπούλου, και τις συζητήσεις που είχα με τον αγαπημένο της εγγονό και φίλο μου, τον δικηγόρο Αλέξη Πολυζωγόπουλο, κατάφερα να φτιάξω το πρόπλασμα γι' αυτό το βιβλίο. Δεν άρκεσαν, όμως, αυτά. Χρειάστηκε και έρευνα. Σε ιστορικά, θεατρικά και άλλα βιβλία. Αλλά και σε αφηγήματα και μαρτυρίες από τις Χαμένες Πατρίδες»
Σημείωση: Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μια φωτογραφία της Παπαγιαννοπούλου σε μεγάλη ηλικία με το χαρακτηριστικό της μαντήλι στο κεφάλι, μαζί με τον Μπιθικώτση που εκτιμούσε αφάνταστα και ο οποίος της στάθηκε καλύτερα από όλους τους ανθρώπους του μουσικού "συναφιού". Πολλά στοιχεία άντλησα από τη Βικιπαίδεια και από μια ειδική έκδοση της Καθημερινής, άρθρο του Δ.Χατζόπουλου.
pafaΑθυρόστομη, ψεύτρα, παμπόνηρη, καπάτσα, παθιασμένη στους έρωτές της και παρορμητική μέχρι εκεί που δεν παίρνει, εκ πρώτης όψεως συνιστά έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να περιγράφει και με τα καλύτερα των χρωμάτων. Πολύ όμορφη γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα κι ιδιαίτερα ευφυής ήταν πολύ ερωτεύσιμη και προκαλούσε στους άλλους δυνατά συναισθήματα, όπως δυνατά ήταν και τα δικά της.
Όμως όχι απλώς της συγχωρούνται όλα, αλλά ακόμη και αν δεν είχε τα παραπάνω στοιχεία θα επιβάλλετο να τα έχει, γιατί μέσα από αυτά βγήκαν αυτοί οι τρομεροί στίχοι της.
Αμέτρητες φορές που μουσικοί (και μιλάμε για τρανταχτά ονόματα) εκμεταλλεύτηκαν την Παπαγιαννοπούλου, παίρνοντας στίχους της και παρουσιάζοντας τους ως δικούς τους, αμέτρητες κι οι φατρίες, οι συμμαχίες κι οι έχθρες σε έναν κατεξοχήν χώρο της τέχνης, όπως η μουσική, που σε καταπόντιζαν τότε με το παραμικρό.
Η Παπαγιαννοπούλου υπέφερε οικονομικά και προσπαθούσε να παράγει στίχους για να καλύψει τις οικονομικές της ανάγκες που ήταν δυσβάστακτες, καθώς σε μεγάλη πλέον ηλικία και αφού είχε χάσει κι ένα παιδί, απέκτησε το πάθος της χαρτοπαιξίας. Έπαιζε συνέχεια χαρτιά για να ξεχνάει τον πόνο της απώλειας του παιδιού της και αυτό το συνεχές χαρτοπαίγνιο την έκανε να πουλάει τους στίχους της για ένα κομμάτι ψωμί πολλές φορές.
Αν και δεν υπήρξε υπόδειγμα μάνας καθώς αρκετές φορές στην κυριολεξία άγονταν και φέρονταν από τα πάθη της, παρά όλα αυτά η αγάπη για τα παιδιά της υπήρχε βαθιά μέσα της και λυσσαλέα όπως αποδεικνυόταν. Απλώς κι η ίδια υπήρξε πάντοτε ένα μεγάλο παιδί.
Το γεγονός ότι πολλοί συνθέτες της κράταγαν, όπως λέει, τα γκέμια για να μην ξεφύγει το λεξιλόγιο της πέρα από τα πεπατημένα, καθώς φοβόντουσαν τις εκφράσεις και τις λέξεις που δεν ήταν οικείες και απαιτούσαν γλώσσα καθημερινή. Για αυτό και πολλές φορές της ζητούσαν να αλλάξει στίχους ή τους άλλαζαν εκείνοι! Και η Ευτυχία υπάκουε τις περισσότερες φορές γιατί πουλούσε τους στίχους της, δεν ήθελε πνευματικά δικαιώματα ακόμη κι όταν ήταν επιβεβλημένο κάτι τέτοιο. Δίνοντας τους στίχους έπαιρνε ζεστό χρήμα στα χέρια της και με το χρήμα δεν είχε καθόλου καλή σχέση αφού ότι έπαιρνε το ξόδευε μέσα σε λίγες ώρες. Αν είχε αφεθεί πιο ελεύθερη στον στίχο της, όπως στα ποιήματά της - που έγραψε πριν καταπιαστεί με το τραγούδι - τότε το λεξιλόγιό της θα ήταν ακόμη πιο δυνατό, ακόμη πιο πλούσιο, πιο αντρικό. Γιατί η Παπαγιαννοπούλου δε φοβόταν την πένα και τη γλώσσα της. Αθυρόστομη στην κανονική της ζωή, δυναμίτης στα γραπτά της δε σταματούσε πουθενά-πριν τη σταματήσουν.
Η ίδια είχε αδυναμία στα δημοτικά τραγούδια και γενικά στη δημοτική παράδοση, στον Καββαδία αλλά και στον Κρυστάλλη και στον Βάρναλη. Είχε διαβάσει πολύ ποίηση και αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία, για αυτό κι ο δικός της λόγος ήταν τόσο μεστός.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:
• Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά ,Τα καβουράκια, Είμαστε αλάνια, Σε τούτο το παλιόσπιτο σε μουσική Τσιτσάνη,
• Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Χιώτη,
• Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα, Γυάλινος κόσμος που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,
• Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό, Στο τραπέζι που τα πίνω, Στου Αποστόλη το κουτούκι, Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι, Όνειρο απατηλό, Μου σπάσανε το μπαγλαμά, Η φαντασία, Ανεμώνα, Αργά είναι πια αργά, Λίγο- λίγο θα με συνηθίσεις, Πήρα από τη νιώτη χρώματα, Σε ένα βράχο φαγωμένο, Αν είναι η αγάπη έγκλημα σε μουσική Καλδάρα,
• Η διπρόσωπη, Ένας αητός γκρεμίστηκε σε μουσική Ρεπάνη
• Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπακάλη,
• Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη,
• Τι έχει και κλαίει το παιδί σε μουσική Ξαρχάκου
• Η Μαλάμω σε μουσική Κραουνάκη
• Πετραδάκι, πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο τρομακτικό ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.
Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα..., δήλωνε σε συνέντευξή της ( εφημερίδα Ακρόπολις ) το 1960.Εκείνη την περίοδο, μέσα από τις συνεντεύξεις της, η στιχουργός αποκαλύπτει μερικά από τα τραγούδια που της ανήκουν. Όταν διεκδικεί την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια» ο Βασίλης Τσιτσάνης βγαίνει δημοσίως και τη διαψεύδει, λέγοντας ότι απλώς του είχε πάει ένα προσχέδιο, ύστερα από παραγγελία του. «Άλλο της παρήγγειλα κι άλλο μου έφερε. Εγώ το άλλαξα και το έκανα έτσι όπως το ξέρει όλη η Ελλάδα» δηλώνει ο Β.Τσιτσάνης σε συνέντευξή του. Αντίθετα, ο Στέλιος ο Καζαντζίδης παραδέχεται δημοσίως ότι οι στίχοι του «Δυο πόρτες έχει η ζωή» είναι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Όπως και να έχει, μέχρι και το θάνατό της (7 Ιανουαρίου 1972 ) η ίδια δεν θα προλάβει να δει το όνομά της τυπωμένο δίπλα από τον τίτλο αυτών των τραγουδιών της, όπως και δεκάδων άλλων.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει γράψει στο βιβλίο του, για την Ευτυχία « Όλα είναι ένα ψέμα» .
«Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου... Τη θυμάμαι πάντοτε, μ' ένα μαντίλι στα μαλλιά, να με κοιτάζει με το πονηρό της βλέμμα και ξάφνου να μου πετάει ένα δίστιχο, όπως "Σαράντα μέρες και άλλη μια /περπάτησα στην ερημιά", για να δει, από την έκφραση των ματιών μου, αν μου άρεσε και πόσο. Και άλλοτε να με βρίζει, επειδή μου είπε, με τη βραχνή, τσακισμένη απ' το τσιγάρο φωνή της,' "Να 'ταν ο πόνος άνθρωπος / να 'ερχόμαστε στα χέρια", κι εγώ έμεινα απαθής. Και άλλοτε, πάλι, να μου επαναλαμβάνει ένα ολόκληρο πρωινό δύο στίχους για να μου μαλακώσει την ψυχή, επειδή ήμουν σεκλετισμένος: "Πέρασα νύχτα' απ' τη ζωή / και με κλειστά τα μάτια..."
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι - και αν θα υπήρχε καν διαδρομή - αν, από τα πρώτα βήματά μου, από την "Άπονη ζωή" και τη "Φτωχολογιά", δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της, να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της. Γενναιοδωρία που εκφράστηκε σ' ένα χώρο, όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή, το "τσατσιλίκι". Πέρασα, από τη μεριά που τη γνώρισα ως την ώρα που μας αποχαιρέτισε από ένα κρεβάτι του "Γενικού Κρατικού", ατέλειωτα "τέρμινα" μαζί της. Την άκουσα να μου απαγγέλλει στίχους, να μου βρίζει συνθέτες και τραγουδιστές, να μου εκθειάζει άλλους - ανάλογες με τα κέφια της και οι βρισιές και οι "θωπείες" - να μου λέει καλαμπούρια, να μου κλαίγεται για τα μπατιριλίκια της. Ποτέ όμως δεν μου είπε ούτε μία λέξη για το μεγάλο πάθος της. Τη χαρτοπαιξία. Το πάθος που την ανάγκασε να δανείζεται - δανεικά και αγύριστα - απ' όλο τον κόσμο και να αδιαφορεί - αυτή, που υπήρξε μια αρχόντισσα - για την αξιοπρέπειά της. Όλα αυτά τα χρόνια, που τη συναντούσα και κουβεντιάζαμε, μου είπε πάρα πολλά για τη ζωή της. Ουδέποτε, όμως, με μια σειρά. Πάντοτε αποσπασματικά. Ευτυχώς, όταν έφευγα από κοντά της και γύριζα στο σπίτι μου, κρατούσα κάποιες σημειώσεις από τις αφηγήσεις της. Χάρη σ' αυτές τις σημειώσεις, μια πολύωρη συνέντευξη που πήρα από την κόρη της, Καίτη Πολυζωγοπούλου, και τις συζητήσεις που είχα με τον αγαπημένο της εγγονό και φίλο μου, τον δικηγόρο Αλέξη Πολυζωγόπουλο, κατάφερα να φτιάξω το πρόπλασμα γι' αυτό το βιβλίο. Δεν άρκεσαν, όμως, αυτά. Χρειάστηκε και έρευνα. Σε ιστορικά, θεατρικά και άλλα βιβλία. Αλλά και σε αφηγήματα και μαρτυρίες από τις Χαμένες Πατρίδες»
Σημείωση: Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μια φωτογραφία της Παπαγιαννοπούλου σε μεγάλη ηλικία με το χαρακτηριστικό της μαντήλι στο κεφάλι, μαζί με τον Μπιθικώτση που εκτιμούσε αφάνταστα και ο οποίος της στάθηκε καλύτερα από όλους τους ανθρώπους του μουσικού "συναφιού". Πολλά στοιχεία άντλησα από τη Βικιπαίδεια και από μια ειδική έκδοση της Καθημερινής, άρθρο του Δ.Χατζόπουλου.
ΠΗΓΗ
www.musicheaven.gr/.../modules.php?
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος από τα ΝΕΑ
Γνώρισα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στον προθάλαμο της ΑΕΠΙ, στην οδό (τότε) Δεληγιάννη, νέος στιχουργός με τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, του Σπανού και, πρόσφατα, του μακαρίτη του Βασίλη Κουμπή (Όταν κλαίει ένας άντρας, από τα πρώτα του Μητροπάνου, Τα καραβάκια και τον Χαρίλαο με τον Βιολάρη και τη Χωματά.
Αν αναφέρομαι σ΄ αυτά, είναι για να εκφράσω ακόμη και τώρα την έκπληξή μου που η Ευτυχία με γνώριζε και όταν άκουσε την υπάλληλο να με καλεί να περάσω, με φώναξε να μου πει δύο καλές κουβέντες, ιδιαίτερα για τα λαϊκά του Μαρκόπουλου και του Κουμπή. Την είχα αναγνωρίσει καθώς σκυφτή, με τα μαύρα γυαλιά και το τουρμπάνι, περίμενε (είχε προσέλθει ύστερα από μένα και δυο τρεις άλλους) αλλά δεν τόλμησα να της μιλήσω, μόλο που θα ήθελα να της φιλήσω το χέρι. Τη δεύτερη φορά την είδα, λίγους μήνες αργότερα, στη Λύρα του Πατσιφά, στην Κριεζώτου, τότε και ανταλλάξαμε χειραψία. Ήταν κουρασμένη, έφευγε. Και δεν την αντάμωσα ξανά ώς τον θάνατό της.
Σήμερα πολλοί του σιναφιού γνωρίζουν τα καθέκαστα του βίου της από την αγαπητική βιογραφία-αυτοβιογραφία της που αφηγήθηκε στην εγγονή της Ρέα Μανέλη, που τώρα έδωσε την αφορμή στον Πέτρο Ζούλια να μας χαρίσει την παράσταση με τη Νένα Μεντή. Εγώ όμως τη γνώριζα από τους μπουλουκτζήδες παλιούς συναδέλφους της, αλλά και από τον Δάσκαλό μου Γιάννη Σιδέρη, στις πολλές ώρες που τον συνόδευα στις αρχειοθετήσεις του υλικού του Θεατρικού Μουσείου, που στεγαζόταν τότε στην οδό Ναυαρίνου στα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Ο μεγάλος μπουλουκτζής Χρέλιας, που τον έβλεπα συχνά, αλλά και το ζεύγος Χαντά πολύ συχνά μιλούσαν για την Παπαγιαννοπούλου, που γνώριζαν ως ερασιτέχνιδα αλλά μανιακή ηθοποιό του μπουλουκιού αλλά και του θιάσου Κοτοπούλη συνάμα με την ενασχόλησή της με τη στιχουργία λαϊκών τραγουδιών. Μιλούσαν οι θεατρίνοι εκείνοι για ενασχόληση επειδή την εποχή που τους συναντούσα ήταν σε όλους γνωστό ότι η Ευτυχία, μετά το θάνατο της κόρης της, ηθοποιού και συζύγου του Φραγκίσκου Μανέλη (και μητέρα της Ρέας), είχε ριχτεί με πάθος στα χαρτιά και πουλούσε όσο-όσο τα στιχάκια της σε γνωστούς και αγνώστους δημιουργούς του τραγουδιού (συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές) για να εξασφαλίσει το δικαίωμα συμμετοχής στο καρέ της πόκας. Η σύγχυση μάλιστα είχε φτάσει σε απόλυτα όρια και η Ηρώ Χαντά με βεβαιότητα μού έλεγε πως όλα τα τραγούδια της εποχής ήταν της Παπαγιαννοπούλου!
Αυτή η χαρισματική γυναίκα συγκέντρωνε πάνω στο κουρασμένο της κορμί όλους τους καημούς και τα βάσανα της Ρωμιοσύνης. Στην αφήγησή της (που μοιάζει σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα με τη λαϊκή τραγουδίστρια Παπάζογλου, την οποία αθανάτισε η Άννα Βαγενά με βάση τη δική της αυτοβιογραφία που κατέγραψε ο Λάμπρος Λιάβας) για τη ζωή και τη φυγή από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, μικρομάνα με δύο μικρές κόρες, παντρεμένη με τη βία με μεγαλύτερό της παραλή, είναι συγκλονιστική. Και μόνο αυτό το φορτίο μνήμης να κουβαλάει κανείς, είναι τόσο δυσβάσταχτο, ώστε αν δεν γίνει αφήγηση, τραγούδι, εικόνα, χαλί στον αργαλειό, σε στέλνει στην εξορία της τρέλας και της κατάθλιψης. Λίγοι όμως Μικρασιάτες κατάντησαν τρελοί και καταθλιπτικοί, διότι διοχέτευσαν τόση πίκρα και τόση χολή και το τόσο χαμένο αίμα στην Τέχνη, στην τέχνη της ζωής και στη δουλειά.
Η Παπαγιαννοπούλου, όταν έφτασε στην Ελλάδα του ΄22, ακολούθησε τον πλάνητα δρόμο του θεατρίνου. Και τότε πλάνης ήταν και ο μπουλουκτσής και ο αστικότερος θεατρίνος. Η Κοτοπούλη στον θίασο της οποίας εθήτευσε συχνά η Ευτυχία, μόνο τα καλοκαίρια έπαιζε στις μάντρες του καιρού, τον χειμώνα περιόδευε σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια και Κάιρο και στις μεγάλες αστικές ελληνικές πόλεις. Κάποτε, αφελής, ύστερα από μια νυχτερινή ηχογράφηση τραγουδιών του Μαρκόπουλου, στην Κολούμπια ρώτησα τον περίφημο τραγουδιστή Μοσχονά πώς θα πάει σπίτι του. Μού γύρισε την πλάτη. Με απορία πάντα αφελούς απευθύνθηκα στον άλλον διάσημο τραγουδιστή Τάκη Μπίνη γιατί μού θύμωσε ο κύριος Οδυσσέας. Και ο Μπίνης με την μπάσα φωνή και τα μάτια γλαρά μού δήλωσε: Δάσκαλε, δεν ρωτάνε ποτέ ένα ρεμπέτη για σπίτι. Οι ρεμπέτες ζουν σε ξενοδοχεία. Ακριβώς το ίδιο μού είχε πει και ο Χρέλιας: Μια ζωή ξενοδοχείο. Σπίτι μου η μαλκαμπίνα (είναι το όρθιο μπαούλο, όπου χωράνε και τα κοστούμια με τις κρεμάστρες τους). Χωρίς τη Μικρασία και το θέατρο η Παπαγιαννοπούλου δεν θα είχε γράψει τα τραγούδια που μας δώρισε. Αλλά όπως και άλλοι γνωστοί στιχουργοί του ρεμπέτικου, η Παπαγιαννοπούλου δεν ήταν αγράμματη, ασπούδαχτη και πριμιτίβ. Όπως δεν ήταν ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης και όπως δεν είναι ο Κώστας Βίρβος, για να μείνω στους πολυγραφότερους. Γνώριζε τους νεοέλληνες ποιητές, διάβαζε λογοτεχνία και είχε εκείνη την παράδοση κουλτούρας που κουβαλούσαν όλοι οι Μικρασιάτες, ανάλογη με την άλλη, δυτικότερη παράδοση κουλτούρας που είχαν οι Επτανήσιοι και οι Κρήτες.
Η Παπαγιαννοπούλου γλωσσικά γράφει μια αστική διάλεκτο, χωρίς μαγκιές και ιδιόλεκτα, προίκα της αστικής εγγραμματοσύνης της Μικρασίας, κοινής πλέον διαλέκτου του άστεως στην κυρίως Ελλάδα. Όνειρο απατηλό, Ένα χέρι λατρεμένο, Η φαντασία μου που χρόνια με γελούσε πως θα μ΄ ανοίξεις την καρδιά μου την κλειστή.
Και κάτι για την Παπαγιαννοπούλου από αυτούς που ξέρουν να εκτιμούν
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=14.10.2002,id=83485152
δείτε και αυτά
http://ja-jp.facebook.com/pages/-Eutuxia-Papagiannopoulou/54556519398
http://taximi.matia.gr/bios/eytyxia.htm
http://www.elliniko-fenomeno.gr/?p=1155
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=4372165&publDate=20/1/2008
Τίτλος τραγουδιού | Συνθέτης | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Δεν υπάρχει για μας χωρισμός | Απόστολος Καλδάρας | 28/08/2007 | |
Δυο πόρτες έχει η ζωή | Στέλιος Καζαντζίδης | 09/11/2002 | |
Εγώ θα ζω με τ' όνειρο | Απόστολος Καλδάρας | 20/11/2009 | |
Είμαι αϊτός χωρίς φτερά | Μάνος Χατζιδάκις | 12/01/2003 | |
Είμαστε αλάνια | Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος | 30/04/2004 | |
Είσαι η ζωή μου | Θόδωρος Δερβενιώτης | 06/07/2007 | |
Είσαι μια κότα παρδαλή | Μη διαθέσιμο | 06/11/2006 | |
Ένα πουλί πληγώθηκε | Απόστολος Καλδάρας | 14/12/2007 | |
Ένας αητός γκρεμίστηκε | Αντώνης Ρεπάνης | 02/06/2003 | |
Ένοχο χρήμα, ένοχο | Θόδωρος Δερβενιώτης | 31/07/2009 | |
Ζεϊρέ | Γιώργος Ζήκας | 03/01/2007 | |
Η βέρα της Ευτυχίας | Σταμάτης Κραουνάκης | 15/09/2006 | |
Η γριά η μάγισσα | Δήμητρα Γαλάνη | 05/01/2004 | |
Η διπρόσωπη | Αντώνης Ρεπάνης | 14/01/2006 | |
Η έξωση | Κώστας Χατζής | 11/01/2007 | |
Η Μαλάμω | Σταμάτης Κραουνάκης | 18/06/2003 | |
Η πατρίδα | Αντώνης Κατινάρης | 15/03/2007 | |
Η φαντασία | Απόστολος Καλδάρας | 07/11/2002 | |
Ηλιοβασιλέματα | Μανώλης Χιώτης | 05/05/2004 | |
Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά | Απόστολος Καλδάρας | 07/11/2002 |
Τίτλος τραγουδιού | Συνθέτης | Καταχώριση | Μεταφράσεις |
Του κατάδικου η μάνα | Θόδωρος Δερβενιώτης | 31/07/2009 | |
Του ντερβίση το πιοτό | Αντώνης Κατινάρης | 24/07/2006 | |
Τρομαγμένο περιστέρι | Απόστολος Καλδάρας | 07/11/2002 | |
Τσιφτετέλι Τσιτσάνη | Χρήστος Νικολόπουλος | 01/04/2009 | |
Των αστεριών τον δρόμο πήρες | Απόστολος Καλδάρας | 29/11/2009 | |
Φάτε, πλούσιοι, παράδες | Θόδωρος Δερβενιώτης | 31/07/2009 | |
Φεύγω με πίκρα στα ξένα | Στέλιος Καζαντζίδης | 13/12/2008 | |
Φτώχεια που με κουρέλιασες ( Τα φτώχειας τα κουρέλια ) | Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος | 17/10/2007 | |
Χαμένα όνειρα | Αντώνης Κατινάρης | 22/08/2009 | |
Χνότο με χνότο γέρναμε | Χρήστος Νικολόπουλος | 28/10/2007 | |
Χρυσό κλουβί κι αγάπη | Απόστολος Καλδάρας | 18/10/2009 | |
Ψιλή βροχή | Κώστας Καπλάνης, Κεφάλας | 14/04/2006 |
ΠΗΓΗ
www.stixoi.info/stixoi.php?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου