ΘΑΝΑΣΗΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ: 1908 – 1982
(Ερμηνευτής – Κιθαρίστας – Συνθέτης)
(Την βιογραφία επιμελήθηκε ο Σάκης Πάπιστας)
Ο Θανάσης Ευγενικός, γνωστότερος ως Σαμιώτης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κοκκάρι της Σάμου από σχετικά ευκατάστατους γονείς, οι οποίοι είχαν αρκετή ακίνητη περιουσία και καθόλου σχέση με τη μουσική.
Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε αγρότης, καλλιεργούσε κυρίως καπνά, ενώ για ένα διάστημα έκανε και τον κουρέα. Το τραγούδι το αγάπησε από τα παιδικά του χρόνια και με την εξαίρετη φωνή του τραγουδούσε κυρίως δημοτικά, παραδοσιακά και μικρασιατικά τραγούδια. Παράλληλα με τη γεωργία, άρχισε σε νεαρή ηλικία να τραγουδάει και επαγγελματικά στο νησί του, σε διάφορες εκδηλώσεις όπως, σε πανηγύρια, αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, γλέντια παρεών, κλπ.
Υπήρξε καλός κιθαρίστας από τα νεανικά του χρόνια και άρχισε τη δισκογραφική του καριέρα προπολεμικά, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930. Χωρίς να μας είναι γνωστό πως και με τι συνθήκες βρέθηκε στην Αθήνα για γραμμοφώ-νηση, ο Ευγενικός, πραγματοποιεί την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση στην εταιρία Parlophone, προς το τέλος του 1934, με δύο τραγούδια του Σμυρνιού συνθέτη Σταύρου Παντελίδη, το «ΑΜΑΝ ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ» και «Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ». Την επόμενη χρονιά γραμμοφωνεί στην Odeon το «ΑΔΕΚΑ-ΡΟΣ» του Λεωνίδα Παγκαλή.
Μετά από διακοπή τριών ετών, το 1938, αλλάζοντας δισκογραφικό «στρατόπεδο», ο Ευγενικός «χτυπάει» στα «κεριά» τρία τραγούδια με την HMV: τα «ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΥΧΗ ΔΙΑΒΑΙΝΕ», «ΣΤΗΝ ΦΡΕΑΤΤΥΔΑ ΞΕΝΥΧΤΩ» –και στα δύο με τον Στελλάκη Περπινιάδη– και το «ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ». Άλλα τρία γραμμοφωνεί με την Columbia: τα «ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΝΟΙΩΘΩ ΤΗ ΖΩΗ», «ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ» –και τα δύο του Στέφανου Σπιτάμπελου, συνοδευόμενος από τον Μανώλη Χιώτη– και ένα δημώδες-νησιώτικο το «ΝΗΣΙΩΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΗ ΜΟΥ». Τα πέντε πρώτα είναι όλα τους υπέροχα ρεμπέτικα τραγούδια.
Η δισκογραφική καριέρα του Θανάση Ευγενικού διακόπτεται για δέκα ολόκληρα χρόνια –όπου στο διάστημα αυτό εργάζεται αποκλειστικά στη Σάμο– και συνεχίζεται από το 1948 μέχρι και το 1960, στην Ελλάδα και στην Αμερική.
Η κυρίως καριέρα του ως ερμηνευτής ρεμπέτικων και παραδοσιακών τραγουδιών κορυφώνεται πλέον μεταπολεμικά, μια και ο Θανάσης Ευγενικός είχε εξαιρετική φωνή και ήταν μεγάλος τεχνίτης.
Θα επαναλάβω στο σημείο αυτό και θα τονίσω ότι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση και προτίμηση (που δεν είναι και η μοναδική), ο Θ. Ευγενικός, ως ερμηνευτής, κατατάσσεται αναμφίβολα ανάμεσα στους πέντε πρώτους μεταπολεμικούς άν-τρες τραγουδιστές του γνήσιου ρεμπέτικου (με τυχαία κατάταξη: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σταύρος Τζουανάκος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Θανάσης Ευγενικός και Γιάννης Κυριαζής). Με εξαίρεση βέβαια πάντα, μετά το 1952, τον ανυπέρβλητο Στέλιο Καζαντζίδη, βασιλιά του κατοπινού (μετά το 1955) λαϊκού τραγουδιού, καθώς και τον προπολεμικό θρύλο Στ. Παγιουμτζή.
.
Ο Θανάσης Ευγενικός τραγούδησε υπέροχα τραγούδια, σχεδόν όλων των μεγάλων λαϊκών συνθετών, όπως του Β. Τσιτσάνη, Ι. Παπαϊωάννου, Μ. Χιώτη, Δ. Γκόγκου (Μπαγιαντέρα), Απ. Χατζηχρήστου, Μπ. Μπακάλη, Απ. Καλδάρα, Σπ. Περιστέρη, Γ. Λαύκα, Σπ. Καλφόπουλου, Στ. Παντελίδη, Στ. Χρυσίνη, Γερ. Κλουβάτου, Κ. Καπλάνη, κ.α. Ο ίδιος συνέθεσε πολύ λίγα τραγούδια.
Η φωνή του έμοιαζε αρκετά με του Σταύρου Τζουανάκου και μάλιστα σε κάποια τραγούδια δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις ποιος από τους δύο τραγουδάει το συγκεκριμένο τραγούδι (όπως, για παράδειγμα, «Η πόρτα του φτωχού» του Απ. Χατζηχρήστου, όπου κάποιοι –λανθασμένα– αναφέρουν το όνομα του Ευγενικού, ενώ το ερμηνεύει ο Τζουανάκος).
Οι δύο αυτοί καταπληκτικοί λαϊκοί τραγουδιστές έσμιξαν μάλιστα και δισκογραφικά το 1950 (δυστυχώς για μια και μοναδική φορά), ερμηνεύοντας υποδειγματικά το υπέροχο τραγούδι «ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ» του Σταύρου Τζουανάκου. Στο τραγούδι αυτό οι φωνές τους σαφώς ξεχωρίζουν.
Όμως, ο Θανάσης Ευγενικός έσμιξε τη φωνή του στη δισκογραφία (αλλά και στο πάλκο) και με άλλες πολύ σπουδαίες φωνές, αντρικές και γυναικείες, τραγουδώντας σε πρώτη, δεύτερη ή (σπανιώτερα) και τρίτη φωνή, αφήνοντας πίσω του για πάντα καταπληκτικά τραγούδια.
Έτσι συνεργάστηκε, σε ντουέτα κυρίως, με τους Οδυσσέα Μοσχονά, Στελλάκη Περπινιάδη, Μανώλη Χιώτη, Στέλλα Χασκίλ, Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, Σούλα Καλφοπούλου, Ευαγγελία Μαρκοπούλου, Άννα Χρυσάφη, Μαίρη Λίντα, Ανθούλα Αλιφραγκή, Νίκη Φλωρούση, κ.α.
Την πρώτη χρονιά της Κατοχής, το 1941, ο Θανάσης Ευγενικός παντρεύεται την συγχωριανή του (Κοκκαριανή) Ελένη Γεραλή, με την οποία αποκτά δύο κόρες, την Αγγελική (το 1943) και την Ασπασία (το 1945). Με την κορύφωση του αδελφο-κτόνου Εμφυλίου Πολέμου, το 1948, αποφασίζει να φύγει οριστικά από τη Σάμο. Μετακομίζει οικογενειακώς στον Πειραιά και εγκαθίσταται στην Κοκκινιά, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Σχεδόν αμέσως ξαναρχίζει –φτασμένος ερμηνευτής πλέον– τις γραμμοφωνήσεις νέων ρεμπέτικων τραγουδιών.
Από την δισκογραφία του στην Ελλάδα φαίνεται ότι είναι και από τους λίγους καλλιτέχνες που «χτυπήσανε» πλάκες γραμμοφώνου και στις τέσσερεις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες (Columbia, HMV, Odeon και Parlophone). Και είναι βέβαιο ότι υπήρξε από τα καλύτερα ονόματα στο λαϊκό δισκο-γραφικό στερέωμα της εποχής του, με αρκετά σημαντικό και, κυρίως, ποιοτικό δισκογραφικό υλικό, αποτυπωμένο –ευτυχώς για πάντα– στα αυλάκια των δίσκων γραμμοφώνου που ηχογράφησε και έχουν διασωθεί ως σήμερα. Τραγούδησε συνο-λικά στη δισκογραφία 127 τραγούδια, 93 σε πρώτη φωνή, 28 σε δεύτερη και 6 σε τρίτη φωνή.
Ήταν γνωστό στον επαγγελματικό του κύκλο ότι ο Θανάσης Ευγενικός δεν συμπαθούσε καθόλου το ξενύχτι και γι’ αυτό δεν τραγουδούσε πολύ τακτικά σε νυχτερινά μαγαζιά, οπότε και η παρουσία του σε ρεμπέτικα πάλκα είναι σχετικά περιορισμένη. Αυτός είναι εξ’ άλλου και ο λόγος που σπανίζει και το σχετικό φωτογραφικό υλικό της εποχής με τον ίδιο, μια και δεν πολυσυμμετείχε σε ρεμπέτικα σχήματα και έκανε μάλλον σπάνια δημόσιες εμφανίσεις. Περισσότερο τον συναντούσες στα στούντιο των δισκογραφικών εταιρειών, σε γάμους, πανηγύρια και σε διάφορες ιδιωτικές συγκεντρώσεις με παρέες.
Παρόλα αυτά –έστω και κάπως περιορισμένα– ο Ευγενικός δούλεψε σε κάποια μεγάλα και σπουδαία νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, της μετεμφυλιακής περιόδου, όπως στα Τζιτζιφιώτικα του “Καλαματιανού” (1950) και του “Μαργωμένου” (1954), καθώς και στα Κοκκινιώτικα του “Κεφάλα” και του “Περιβόλα”. Δούλεψε όμως και εκτός Αττικής, σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και στα νησιά, κάνοντας πολυήμερες περιοδείες με διάφορες κομπανίες. Στα λαϊκά πάλκα συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς, που τότε μεσουρανούσαν, όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Κώστας Καπλάνης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Γιάννης Τατασόπουλος, Γιώργος Ροβερτάκης, Νίκος Βούλγαρης, κ.α.
Το 1954 εμφανίζεται και τραγουδάει (όπως συνηθίζονταν τότε με τις παλιές ελληνικές ταινίες, οι ήρωές τους να τα «σπάνε» στα μπουζούκια) στην ταινία «Οι παπατζήδες» της Σπέντζος Φίλμ, σε σενάριο του Πέτρου Γιαννακού. Στην ταινία αυτή, ο Ευγενικός, συνοδευόμενος από την ελάχιστα γνωστή Δ. Μαρικιά, ερμηνεύει δύο ανέκδοτα τραγούδια του Σπύρου Καλφόπουλου, το «ΑΠΟ ΤΑ ΚΙΤΑΠΙΑ ΜΟΥ ΘΑ ΣΕ ΞΕΓΡΑΨΩ» και «ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΠΙΑΤΣΑ».
Το 1955 κάνει την εμφάνισή του και στην περίφημη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Φούντα και Μελίνα Μερκούρη.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950, ο Ευγενικός άκουσε με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό από τον Κώστα Καπλάνη, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, να περιγράφει τις ευκαιρίες που έχει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αποκτήσει χρήματα. Στο μεταξύ, από το 1952, άρχισε η μετάπλαση του ρεμπέτικου σε λαϊκό, με πρωτομάστορες τους Τσιτσάνη, Μπακάλη, Καλδάρα, Δερβενιώτη, Κολοκοτρώνη, Χρυσίνη, Κλουβάτο, κ.α.
Την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους κι άλλοι σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, ο Τζιβάνης, ο Ζαγοραίος, ο Καμπάνης, κ.α. (για να περιοριστούμε μόνο στους άντρες), οπότε οι συνθήκες στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού δυσκολεύουν για τους παλιότερους ερμηνευτές. Φαίνεται λοιπόν ότι, ο Θανάσης Ευγενικός, το καλοσκέφτηκε, το αποφάσισε και ξεσήκωσε μάλιστα και τους στενούς του φίλους Φώτη Δούση και Λουκά Μεϋσούτη για να πάνε μαζί, οι τρεις τους, στη «γη της επαγγελίας», στην πλανεύτρα Αμερική, το 1956.
Στην Αμερική, ο Θανάσης Ευγενικός, έφυγε μαζί με τη γυναίκα και τις δύο κόρες του και αρχικά πήγαν στο Λόντι της Καλιφόρνια, όπου ήταν ήδη εγκατεστημένη η οικογένεια της κουνιάδας του και η οποία διατηρούσε εκεί ελληνικό εστιατόριο. Το Λόντι όμως ήταν πολύ μικρό για τη δουλειά του, οπότε αποφασίζει να αφήσει εκεί την οικογένειά του και φεύγει με την κιθάρα στις αποσκευές του για τη Νέα Υόρκη, όπου ήταν μαζεμένοι πολλοί Έλληνες μουσικοί και φίλοι του.
Στη Ν. Υόρκη πιάνει αμέσως δουλειά στο ελληνικό νυχτερινό κέντρο «Κηφισιά (Kefisia)» και με τη σπουδαία φωνή του σύντομα αποκτά πολλούς και φανατικούς θαυμαστές, που γεμίζουν κάθε βράδυ το μαγαζί για να τον απολαύσουν και να τον χειροκροτήσουν.
Περιστασιακά εμφανίζεται και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Αμερικής, όπως στο Σαν Φραντσίσκο, στη Γιούτα, στο Λος Άντζελες, στη Βαλτιμόρη, στο Σικάγο, αλλά και αλλού.
Εκτός από τις εμφανίσεις του αυτές σε ελληνικά μαγαζιά, συμμετείχε και σε εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας, ο κόσμος τον αγάπησε, τον καλούσε παντού και δισκογράφησε και κάποια τραγούδια, κυρίως δημοτικά, δημοτικοφανή και αμανέδες, στους οποίους ξεδιπλώθηκε η μεγάλη του φωνή και η μαστοριά.
Στην Αμερική, ο Θ. Ευγενικός, συνεργάστηκε με σπουδαίους συναδέλφους του, όπως οι Μανώλης Χιώτης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ρένα Ντάλλια, Κώστας Καπλάνης, Πόλυ Πάνου, Σταύρος Τζουανάκος, Γιάννης Τατασόπουλος, κ.α.
Όμως, η μουσική του παρουσία, με δική του επιλογή, ήταν μάλλον αρκετά περιορισμένη. Πίστεψε ότι μπορούσε μεν να κερδίσει χρήματα σαν μετανάστης, στρεφόμενος όμως σε άλλους επαγγελματικούς χώρους και δραστηριότητες, εκτός του τραγουδιού. Έτσι, το 1960, αποφάσισε να εγκαταλείψει την καλλιτεχνική του καριέρα και να ασχοληθεί με επιχειρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, με την δημιουργία εστιατορίων, τα οποία δούλεψαν καλά και του απέφεραν αρκετά χρήματα.
Κάποιο διάστημα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου ηχογράφησε και κάποια τραγούδια ακόμη, αλλά ξαναγύρισε στην Αμερική, όπου και πέθανε από καρδιακό επεισόδιο στις 12 Ιουνίου του 1982, σε ηλικία 74 ετών.
Σαν άνθρωπος, ο Θανάσης Ευγενικός, ήταν καλός χαρακτήρας και αγαπητός από τον κόσμο γύρω του, γιατί ήταν καλόκαρδος, γενναιόκαρδος, ευγενικός και γλυκομίλητος. Ποτέ δεν μιλούσε άσχημα για κανέναν και για τίποτα…
ΠΗΓΗ
Σάκης Πάπιστας
(Ερμηνευτής – Κιθαρίστας – Συνθέτης)
(Την βιογραφία επιμελήθηκε ο Σάκης Πάπιστας)
Ο Θανάσης Ευγενικός, γνωστότερος ως Σαμιώτης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κοκκάρι της Σάμου από σχετικά ευκατάστατους γονείς, οι οποίοι είχαν αρκετή ακίνητη περιουσία και καθόλου σχέση με τη μουσική.
Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε αγρότης, καλλιεργούσε κυρίως καπνά, ενώ για ένα διάστημα έκανε και τον κουρέα. Το τραγούδι το αγάπησε από τα παιδικά του χρόνια και με την εξαίρετη φωνή του τραγουδούσε κυρίως δημοτικά, παραδοσιακά και μικρασιατικά τραγούδια. Παράλληλα με τη γεωργία, άρχισε σε νεαρή ηλικία να τραγουδάει και επαγγελματικά στο νησί του, σε διάφορες εκδηλώσεις όπως, σε πανηγύρια, αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, γλέντια παρεών, κλπ.
Υπήρξε καλός κιθαρίστας από τα νεανικά του χρόνια και άρχισε τη δισκογραφική του καριέρα προπολεμικά, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930. Χωρίς να μας είναι γνωστό πως και με τι συνθήκες βρέθηκε στην Αθήνα για γραμμοφώ-νηση, ο Ευγενικός, πραγματοποιεί την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση στην εταιρία Parlophone, προς το τέλος του 1934, με δύο τραγούδια του Σμυρνιού συνθέτη Σταύρου Παντελίδη, το «ΑΜΑΝ ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ» και «Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ». Την επόμενη χρονιά γραμμοφωνεί στην Odeon το «ΑΔΕΚΑ-ΡΟΣ» του Λεωνίδα Παγκαλή.
Μετά από διακοπή τριών ετών, το 1938, αλλάζοντας δισκογραφικό «στρατόπεδο», ο Ευγενικός «χτυπάει» στα «κεριά» τρία τραγούδια με την HMV: τα «ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΥΧΗ ΔΙΑΒΑΙΝΕ», «ΣΤΗΝ ΦΡΕΑΤΤΥΔΑ ΞΕΝΥΧΤΩ» –και στα δύο με τον Στελλάκη Περπινιάδη– και το «ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ». Άλλα τρία γραμμοφωνεί με την Columbia: τα «ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΝΟΙΩΘΩ ΤΗ ΖΩΗ», «ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ» –και τα δύο του Στέφανου Σπιτάμπελου, συνοδευόμενος από τον Μανώλη Χιώτη– και ένα δημώδες-νησιώτικο το «ΝΗΣΙΩΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΗ ΜΟΥ». Τα πέντε πρώτα είναι όλα τους υπέροχα ρεμπέτικα τραγούδια.
Η δισκογραφική καριέρα του Θανάση Ευγενικού διακόπτεται για δέκα ολόκληρα χρόνια –όπου στο διάστημα αυτό εργάζεται αποκλειστικά στη Σάμο– και συνεχίζεται από το 1948 μέχρι και το 1960, στην Ελλάδα και στην Αμερική.
Η κυρίως καριέρα του ως ερμηνευτής ρεμπέτικων και παραδοσιακών τραγουδιών κορυφώνεται πλέον μεταπολεμικά, μια και ο Θανάσης Ευγενικός είχε εξαιρετική φωνή και ήταν μεγάλος τεχνίτης.
Θα επαναλάβω στο σημείο αυτό και θα τονίσω ότι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση και προτίμηση (που δεν είναι και η μοναδική), ο Θ. Ευγενικός, ως ερμηνευτής, κατατάσσεται αναμφίβολα ανάμεσα στους πέντε πρώτους μεταπολεμικούς άν-τρες τραγουδιστές του γνήσιου ρεμπέτικου (με τυχαία κατάταξη: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σταύρος Τζουανάκος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Θανάσης Ευγενικός και Γιάννης Κυριαζής). Με εξαίρεση βέβαια πάντα, μετά το 1952, τον ανυπέρβλητο Στέλιο Καζαντζίδη, βασιλιά του κατοπινού (μετά το 1955) λαϊκού τραγουδιού, καθώς και τον προπολεμικό θρύλο Στ. Παγιουμτζή.
.
Ο Θανάσης Ευγενικός τραγούδησε υπέροχα τραγούδια, σχεδόν όλων των μεγάλων λαϊκών συνθετών, όπως του Β. Τσιτσάνη, Ι. Παπαϊωάννου, Μ. Χιώτη, Δ. Γκόγκου (Μπαγιαντέρα), Απ. Χατζηχρήστου, Μπ. Μπακάλη, Απ. Καλδάρα, Σπ. Περιστέρη, Γ. Λαύκα, Σπ. Καλφόπουλου, Στ. Παντελίδη, Στ. Χρυσίνη, Γερ. Κλουβάτου, Κ. Καπλάνη, κ.α. Ο ίδιος συνέθεσε πολύ λίγα τραγούδια.
Η φωνή του έμοιαζε αρκετά με του Σταύρου Τζουανάκου και μάλιστα σε κάποια τραγούδια δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις ποιος από τους δύο τραγουδάει το συγκεκριμένο τραγούδι (όπως, για παράδειγμα, «Η πόρτα του φτωχού» του Απ. Χατζηχρήστου, όπου κάποιοι –λανθασμένα– αναφέρουν το όνομα του Ευγενικού, ενώ το ερμηνεύει ο Τζουανάκος).
Οι δύο αυτοί καταπληκτικοί λαϊκοί τραγουδιστές έσμιξαν μάλιστα και δισκογραφικά το 1950 (δυστυχώς για μια και μοναδική φορά), ερμηνεύοντας υποδειγματικά το υπέροχο τραγούδι «ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ» του Σταύρου Τζουανάκου. Στο τραγούδι αυτό οι φωνές τους σαφώς ξεχωρίζουν.
Όμως, ο Θανάσης Ευγενικός έσμιξε τη φωνή του στη δισκογραφία (αλλά και στο πάλκο) και με άλλες πολύ σπουδαίες φωνές, αντρικές και γυναικείες, τραγουδώντας σε πρώτη, δεύτερη ή (σπανιώτερα) και τρίτη φωνή, αφήνοντας πίσω του για πάντα καταπληκτικά τραγούδια.
Έτσι συνεργάστηκε, σε ντουέτα κυρίως, με τους Οδυσσέα Μοσχονά, Στελλάκη Περπινιάδη, Μανώλη Χιώτη, Στέλλα Χασκίλ, Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, Σούλα Καλφοπούλου, Ευαγγελία Μαρκοπούλου, Άννα Χρυσάφη, Μαίρη Λίντα, Ανθούλα Αλιφραγκή, Νίκη Φλωρούση, κ.α.
Την πρώτη χρονιά της Κατοχής, το 1941, ο Θανάσης Ευγενικός παντρεύεται την συγχωριανή του (Κοκκαριανή) Ελένη Γεραλή, με την οποία αποκτά δύο κόρες, την Αγγελική (το 1943) και την Ασπασία (το 1945). Με την κορύφωση του αδελφο-κτόνου Εμφυλίου Πολέμου, το 1948, αποφασίζει να φύγει οριστικά από τη Σάμο. Μετακομίζει οικογενειακώς στον Πειραιά και εγκαθίσταται στην Κοκκινιά, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Σχεδόν αμέσως ξαναρχίζει –φτασμένος ερμηνευτής πλέον– τις γραμμοφωνήσεις νέων ρεμπέτικων τραγουδιών.
Από την δισκογραφία του στην Ελλάδα φαίνεται ότι είναι και από τους λίγους καλλιτέχνες που «χτυπήσανε» πλάκες γραμμοφώνου και στις τέσσερεις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες (Columbia, HMV, Odeon και Parlophone). Και είναι βέβαιο ότι υπήρξε από τα καλύτερα ονόματα στο λαϊκό δισκο-γραφικό στερέωμα της εποχής του, με αρκετά σημαντικό και, κυρίως, ποιοτικό δισκογραφικό υλικό, αποτυπωμένο –ευτυχώς για πάντα– στα αυλάκια των δίσκων γραμμοφώνου που ηχογράφησε και έχουν διασωθεί ως σήμερα. Τραγούδησε συνο-λικά στη δισκογραφία 127 τραγούδια, 93 σε πρώτη φωνή, 28 σε δεύτερη και 6 σε τρίτη φωνή.
Ήταν γνωστό στον επαγγελματικό του κύκλο ότι ο Θανάσης Ευγενικός δεν συμπαθούσε καθόλου το ξενύχτι και γι’ αυτό δεν τραγουδούσε πολύ τακτικά σε νυχτερινά μαγαζιά, οπότε και η παρουσία του σε ρεμπέτικα πάλκα είναι σχετικά περιορισμένη. Αυτός είναι εξ’ άλλου και ο λόγος που σπανίζει και το σχετικό φωτογραφικό υλικό της εποχής με τον ίδιο, μια και δεν πολυσυμμετείχε σε ρεμπέτικα σχήματα και έκανε μάλλον σπάνια δημόσιες εμφανίσεις. Περισσότερο τον συναντούσες στα στούντιο των δισκογραφικών εταιρειών, σε γάμους, πανηγύρια και σε διάφορες ιδιωτικές συγκεντρώσεις με παρέες.
Παρόλα αυτά –έστω και κάπως περιορισμένα– ο Ευγενικός δούλεψε σε κάποια μεγάλα και σπουδαία νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, της μετεμφυλιακής περιόδου, όπως στα Τζιτζιφιώτικα του “Καλαματιανού” (1950) και του “Μαργωμένου” (1954), καθώς και στα Κοκκινιώτικα του “Κεφάλα” και του “Περιβόλα”. Δούλεψε όμως και εκτός Αττικής, σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και στα νησιά, κάνοντας πολυήμερες περιοδείες με διάφορες κομπανίες. Στα λαϊκά πάλκα συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς, που τότε μεσουρανούσαν, όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Κώστας Καπλάνης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Γιάννης Τατασόπουλος, Γιώργος Ροβερτάκης, Νίκος Βούλγαρης, κ.α.
Το 1954 εμφανίζεται και τραγουδάει (όπως συνηθίζονταν τότε με τις παλιές ελληνικές ταινίες, οι ήρωές τους να τα «σπάνε» στα μπουζούκια) στην ταινία «Οι παπατζήδες» της Σπέντζος Φίλμ, σε σενάριο του Πέτρου Γιαννακού. Στην ταινία αυτή, ο Ευγενικός, συνοδευόμενος από την ελάχιστα γνωστή Δ. Μαρικιά, ερμηνεύει δύο ανέκδοτα τραγούδια του Σπύρου Καλφόπουλου, το «ΑΠΟ ΤΑ ΚΙΤΑΠΙΑ ΜΟΥ ΘΑ ΣΕ ΞΕΓΡΑΨΩ» και «ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΠΙΑΤΣΑ».
Το 1955 κάνει την εμφάνισή του και στην περίφημη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Φούντα και Μελίνα Μερκούρη.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950, ο Ευγενικός άκουσε με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό από τον Κώστα Καπλάνη, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, να περιγράφει τις ευκαιρίες που έχει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αποκτήσει χρήματα. Στο μεταξύ, από το 1952, άρχισε η μετάπλαση του ρεμπέτικου σε λαϊκό, με πρωτομάστορες τους Τσιτσάνη, Μπακάλη, Καλδάρα, Δερβενιώτη, Κολοκοτρώνη, Χρυσίνη, Κλουβάτο, κ.α.
Την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους κι άλλοι σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, ο Τζιβάνης, ο Ζαγοραίος, ο Καμπάνης, κ.α. (για να περιοριστούμε μόνο στους άντρες), οπότε οι συνθήκες στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού δυσκολεύουν για τους παλιότερους ερμηνευτές. Φαίνεται λοιπόν ότι, ο Θανάσης Ευγενικός, το καλοσκέφτηκε, το αποφάσισε και ξεσήκωσε μάλιστα και τους στενούς του φίλους Φώτη Δούση και Λουκά Μεϋσούτη για να πάνε μαζί, οι τρεις τους, στη «γη της επαγγελίας», στην πλανεύτρα Αμερική, το 1956.
Στην Αμερική, ο Θανάσης Ευγενικός, έφυγε μαζί με τη γυναίκα και τις δύο κόρες του και αρχικά πήγαν στο Λόντι της Καλιφόρνια, όπου ήταν ήδη εγκατεστημένη η οικογένεια της κουνιάδας του και η οποία διατηρούσε εκεί ελληνικό εστιατόριο. Το Λόντι όμως ήταν πολύ μικρό για τη δουλειά του, οπότε αποφασίζει να αφήσει εκεί την οικογένειά του και φεύγει με την κιθάρα στις αποσκευές του για τη Νέα Υόρκη, όπου ήταν μαζεμένοι πολλοί Έλληνες μουσικοί και φίλοι του.
Στη Ν. Υόρκη πιάνει αμέσως δουλειά στο ελληνικό νυχτερινό κέντρο «Κηφισιά (Kefisia)» και με τη σπουδαία φωνή του σύντομα αποκτά πολλούς και φανατικούς θαυμαστές, που γεμίζουν κάθε βράδυ το μαγαζί για να τον απολαύσουν και να τον χειροκροτήσουν.
Περιστασιακά εμφανίζεται και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Αμερικής, όπως στο Σαν Φραντσίσκο, στη Γιούτα, στο Λος Άντζελες, στη Βαλτιμόρη, στο Σικάγο, αλλά και αλλού.
Εκτός από τις εμφανίσεις του αυτές σε ελληνικά μαγαζιά, συμμετείχε και σε εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας, ο κόσμος τον αγάπησε, τον καλούσε παντού και δισκογράφησε και κάποια τραγούδια, κυρίως δημοτικά, δημοτικοφανή και αμανέδες, στους οποίους ξεδιπλώθηκε η μεγάλη του φωνή και η μαστοριά.
Στην Αμερική, ο Θ. Ευγενικός, συνεργάστηκε με σπουδαίους συναδέλφους του, όπως οι Μανώλης Χιώτης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ρένα Ντάλλια, Κώστας Καπλάνης, Πόλυ Πάνου, Σταύρος Τζουανάκος, Γιάννης Τατασόπουλος, κ.α.
Όμως, η μουσική του παρουσία, με δική του επιλογή, ήταν μάλλον αρκετά περιορισμένη. Πίστεψε ότι μπορούσε μεν να κερδίσει χρήματα σαν μετανάστης, στρεφόμενος όμως σε άλλους επαγγελματικούς χώρους και δραστηριότητες, εκτός του τραγουδιού. Έτσι, το 1960, αποφάσισε να εγκαταλείψει την καλλιτεχνική του καριέρα και να ασχοληθεί με επιχειρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, με την δημιουργία εστιατορίων, τα οποία δούλεψαν καλά και του απέφεραν αρκετά χρήματα.
Κάποιο διάστημα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου ηχογράφησε και κάποια τραγούδια ακόμη, αλλά ξαναγύρισε στην Αμερική, όπου και πέθανε από καρδιακό επεισόδιο στις 12 Ιουνίου του 1982, σε ηλικία 74 ετών.
Σαν άνθρωπος, ο Θανάσης Ευγενικός, ήταν καλός χαρακτήρας και αγαπητός από τον κόσμο γύρω του, γιατί ήταν καλόκαρδος, γενναιόκαρδος, ευγενικός και γλυκομίλητος. Ποτέ δεν μιλούσε άσχημα για κανέναν και για τίποτα…
ΠΗΓΗ
Σάκης Πάπιστας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου